Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Ειρηνοδικείο Αθηνών 1745/2013: Κατά τόπο αναρμοδιότητα

Με την απόφαση αυτή η κα Ειρηνοδίκης Αθηνών δέχτηκε τον σχετικό, προβαλλόμενο από τους καθ' ών ισχυρισμό, περί της κατά τόπον αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου εκείνου (δηλ. του Ειρηνοδικείου Αθηνών).

Σχετικά δε με τη ρήτρα περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, η οποία είχε συμπεριληφθεί στο κείμενο της ενδίκου δανειακής συμβάσεως, το Δικαστήριο απεφάνθη, ότι η κατ' άρθρο 42 ΚΠολΔ συμφωνία περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, κατά το μέρος που δεν αποτέλεσε προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης αλλά ετέθη ως προδιατυπωμένος Γενικός Όρος των Συναλλαγών, κρίνεται άκυρη ως καταχρηστική, καθώς αντίκειται στο άρθρο 2 παρ 6 και 7 του Ν.2251/1994 "περί προστασίας του καταναλωτή".

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Οδηγία 2011/7/ΕΕ για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές

Κάθε μέρα σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεκάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) πτωχεύουν επειδή τα τιμολόγιά τους δεν εξοφλούνται. Ως αποτέλεσμα χάνονται θέσεις εργασίας, ενώ επιχειρηματικές ευκαιρίες παραμένουν ανεκμετάλλευτες, γεγονός που παρεμποδίζει την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη. Για να τερματίσει τις καθυστερημένες πληρωμές, κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε την οδηγία 2011/7/ΕΕ για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. 

Έως τις 16 Μαρτίου 2013 τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ενσωματώσει την αναθεωρημένη οδηγία για τις καθυστερημένες πληρωμές στο εθνικό τους δίκαιο. 

Η οδηγία υποχρεώνει τις δημόσιες αρχές να πληρώνουν για αγαθά και υπηρεσίες εντός 30 ημερολογιακών ημερών ή, σε ιδιαίτερα εξαιρετικές συνθήκες, εντός 60 ημερών. 

Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να πληρώνουν τα τιμολόγιά τους εντός 60 ημερολογιακών ημερών, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ρητή συμφωνία και εφόσον η εν λόγω συμφωνία δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή.

Ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Antonio Tajani, Επίτροπος αρμόδιος για θέματα βιομηχανίας και επιχειρηματικότητας, δήλωσε: «Οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στη διεκδίκηση του δικαιώματός τους για ταχεία πληρωμή. Οι καθυστερημένες πληρωμές συνεπάγονται απώλεια χρόνου και χρήματος για τις ΜΜΕ, ενώ οι διαφορές μπορεί να δημιουργήσουν κακή σχέση με τους πελάτες. Αυτή η επιβλαβής πρακτική των καθυστερημένων πληρωμών πρέπει να σταματήσει. Ήρθε πλέον η στιγμή για τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν την οδηγία για τις καθυστερημένες πληρωμές στο εθνικό τους δίκαιο, δηλαδή να δώσουν στις ΜΜΕ τη ζωτική υποστήριξη που χρειάζονται σε αυτές τις δύσκολες στιγμές και να τις βοηθήσουν να εκπληρώνουν το σημαντικό τους ρόλο στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην Ευρώπη».
 

Οι νέοι κανόνες είναι απλοί:
  • Οι δημόσιες αρχές πρέπει να πληρώνουν για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προμηθεύονται εντός 30 ημερολογιακών ημερών ή, σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, εντός 60 ημερολογιακών ημερών.
  • Συμβατική ελευθερία σε επιχειρηματικές εμπορικές συναλλαγές: Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εξοφλούν τα τιμολόγιά τους εντός 60 ημερολογιακών ημερών, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ρητή συμφωνία και εφόσον η εν λόγω συμφωνία δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή.
  • Οι επιχειρήσεις δικαιούνται αυτομάτως να ζητούν τόκους υπερημερίας για καθυστερημένες πληρωμές και μπορούν, επίσης, να λαμβάνουν αυτομάτως ένα ελάχιστο καθορισμένο ποσό ύψους 40 ευρώ ως αποζημίωση για τις δαπάνες είσπραξης. Μπορούν επίσης να ζητούν αποζημίωση για όλες τις υπόλοιπες εύλογες δαπάνες είσπραξης.
  • Το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας αυξάνεται τουλάχιστον σε 8% πάνω από το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι δημόσιες αρχές δεν επιτρέπεται να καθορίζουν επιτόκιο υπερημερίας κάτω από αυτό το κατώτατο όριο.
  • Οι επιχειρήσεις μπορούν να αντιμετωπίσουν πιο εύκολα τους κατάφωρα καταχρηστικούς όρους και πρακτικές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
  • Μεγαλύτερη διαφάνεια και ευαισθητοποίηση: Τα κράτη μέλη πρέπει να δημοσιοποιούν τα επιτόκια υπερημερίας έτσι ώστε όλα τα συμμετέχοντα μέρη να ενημερώνονται.
  • Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να θεσπίσουν κώδικες πρακτικής έγκαιρης πληρωμής.
  • Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να αρχίσουν να εφαρμόζουν νόμους και κανονισμούς που είναι πιο ευνοϊκοί για τον πιστωτή απ’ ό,τι οι διατάξεις της οδηγίας.
Τα νέα μέτρα είναι προαιρετικά για τις επιχειρήσεις στο βαθμό που αυτές αποκτούν το δικαίωμα να λαμβάνουν μέτρα, αλλά δεν είναι υποχρεωμένες να το πράξουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια επιχείρηση μπορεί να επιθυμεί να παρατείνει την περίοδο πληρωμής για ορισμένες ημέρες ή εβδομάδες ώστε να διατηρήσει τις καλές εμπορικές σχέσεις της με έναν συγκεκριμένο πελάτη. Όμως τα νέα μέτρα είναι υποχρεωτικά για τις δημόσιες αρχές. Οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να δώσουν το παράδειγμα και να αποδείξουν την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά τους τηρώντας τις συμβάσεις τους.

Ιστορικό:
Σκοπός της ευρωπαϊκής οδηγίας για τις καθυστερημένες πληρωμές είναι η καταπολέμηση των καθυστερημένων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. Η βασική νομοθετική πράξη, η Small Business Act (SBA), αντανακλά την πρόθεση της Επιτροπής να αναγνωρίσει τον κεντρικό ρόλο των ΜΜΕ στην οικονομία της ΕΕ και τονίζει ότι η πραγματική πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι μία από τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ (MEMO/12/742).

Πηγή: Δικαστής.gr

Σχόλιο δικό μου: Πολύ θα ήθελα να δω το Υπουργείο Υγείας να πληρώνει εντός 60 ημερών τους προμηθευτές υλικού των δημόσιων νοσοκομείων ή αλλιώς να καταβάλει τόκο υπερημερίας 8% πάνω από το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κι όχι 6% (όπως αποφάσιζε κατά συρροή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, προκειμένου να διασώζει πεθαμένα δικονομικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου...)

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Η στιγμή του ΟΧΙ


Η Κύπρος, με ένα μεγάλο, ομόφωνο, ΟΧΙ, έδειξε τον δρόμο που υποτίθεται ότι δεν υπήρχε.


Η στιγμή της απόρριψης του νομοσχεδίου από 24hcomcy

Αυτός ο, κατά τους μανδαρίνους της Αθήνας, ανύπαρκτος δρόμος, αυτή η δήθεν αυτο-καταστροφική επιλογή, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας θα μας γύριζε -τάχα- στο 1950, δίχως καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα, τελικά, όχι μόνο υπάρχει, αλλά αποδεικνύεται πέρα από αξιοπρεπής και πολύ αποδοτικός.

Η Κύπρος, που υποτίθεται ότι είτε θα αποδεχόταν το νομοσχέδιο, είτε θα καταστρεφόταν, τελικώς είπε "ΟΧΙ" και όχι μόνο δεν καταστράφηκε αλλά δεν υπέστη και καμία συνέπεια, αφού θα δέχεται κανονικά ρευστότητα από την ΕΚΤ.

Θλίβομαι που οι οσφυοκάμπτες της Αθήνας, οι σφουγγοκωλάριοί τους, οι στρατιές των κομματικών παιδιών του σωλήνα, των λοβοτομημένων και αποστειρωμένων μετέπειτα πολιτικών μας και οι δήθεν "τρομοκρατημένοι" ραγιάδες-παρτάκηδες-ρουσφετολόγοι-πελάτες ψηφοφόροι τους για την Ελλάδα επιφύλαξαν μόνο το δρόμο της ντροπής και της υποταγής. Επέλεξαν να διασώσουν τις πτωχευμένες τράπεζες σε βάρος του κάθε φορολογούμενου.



Ας πάρουμε το μάθημά μας και μετά...ας πάμε να ξαναψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ...για να αλλάξει ο τόπος.
Καληνύχτα σας...

ΥΓ: Η Ελληνική Εκκλησία που είναι, αλήθεια;;;
Γιατί, αν και η σχέση μου με την θρησκεία δεν είναι η καλύτερη, αυτό τον παπά τον θαύμασα.Το ίδιο και τις αποφάσεις του.

 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΣτΕ 1032/2013: Αντισυνταγματική κρίθηκε η επέμβαση ΣΔΟΕ στις καταθέσεις

Ειδικότερα, το Δ' Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Σωτ. Ρίζος και εισηγητής η πάρεδρος Ουρανία Νικολαράκου) με την υπ' αριθμ. 1032/2013 απόφασή του έκρινε αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου), καθώς επίσης έκρινε αντίθετη και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) τη διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5 περίπτωση ε') του Ν. 3296/2004 που προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.
Πάντως, λόγω της αντισυνταγματικότητας το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι η επίμαχη διάταξη του Ν. 3296/2004, που προβλέπει τις δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακά στοιχεία, συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά – δεδομένου, υπογραμμίζουν οι δικαστές, ότι όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης περιουσιακών του στοιχείων, και μάλιστα ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα.
Το μέτρο αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του φορολογουμένου. Δηλαδή, της προστασίας αγαθών τα οποία κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 5 του Συντάγματος.
Μπορεί μεν, τονίζεται στη δικαστική απόφαση, το μέτρο αυτό να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση της διατήρησης στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά τη διερεύνηση της πιθανής τέλεσης της παράβασης. Όμως, ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής άποψης την επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3296/2004, καθώς μάλιστα δεν έτυχε περαιτέρω εξειδίκευσης με το Π.Δ. 85/2005 που ακολούθησε.
Από τις συνταγματικές επιταγές, επισημαίνουν οι δικαστές, απαιτείται οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του κράτους δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση του Ν. 3296/2004 τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου. Όμως, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, με τη χρήση αορίστων εννοιών (που γίνεται στο Ν. 3296/2004) «καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου».
Εξάλλου, στον επίμαχο νόμο δεν τίθεται κάποιος περιορισμός ούτε ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν υπό δέσμευση, ούτε κυρίως ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως. Επίσης, στο νόμο δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής και άρσεως του μέτρου της δεσμεύσεως, με την πρόβλεψη σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων αναλόγων προς τη σοβαρότητα του λαμβανομένου μέτρου.
Κατόπιν αυτών, οι δικαστές έκριναν αντισυνταγματικό και αντίθετο στην ΕΣΔΑ το άρθρο 30 (παράγραφος 5 περίπτωση Ε) του Ν. 3296/2004.
Στην προκειμένη περίπτωση είχε υποβληθεί καταγγελία στην περιφερειακή διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ. Η καταγγελία αφορούσε επιχειρηματία που διατηρεί ατομική επιχείρηση εισαγωγής αγροτικών μηχανημάτων. Από τον έλεγχο των οργάνων του ΣΔΟΕ προέκυψαν ενδείξεις για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία μεγάλης έκτασης, με χρήση τεχνασμάτων, όπως είναι οι υποτιμολογήσεις. Έτσι αποφασίστηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, κ.λπ. και η απόφαση της δέσμευσης κοινοποιήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών, η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.

πηγή: enet.gr

ΔΕΕ υπόθεση C‑415/11: Αυτεπάγγελτη έρευνα της καταχρηστικότητας ΓΟΣ ακόμα και σε δίκη περί την εκτέλεση


Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκρινε ότι η ισπανική κανονιστική ρύθμιση, με την οποία δεν επιτρέπεται στον αρμόδιο Δικαστή να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης υποθήκης λόγω καταχρηστικής ρήτρας στη δανειακή σύμβαση ακινήτου αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης.


Πιο συγκεκριμένα, με την ισπανική νομοθεσία προβλέπονται περιορισμένοι λόγοι ανακοπής που μπορεί να αντιτάξει ένας οφειλέτης στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης υποθήκης, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου. Το συγκεκριμένο στοιχείο μπορεί να προβληθεί μόνο σε χωριστή ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο αναγνωριστικής αγωγής, η οποία δεν αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης της υποθήκης. Εξάλλου, στο πλαίσιο της κατά το ισπανικό δίκαιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η κατακύρωση ενυπόθηκου πράγματος σε τρίτο αποκτά καταρχήν μη αναστρέψιμο χαρακτήρα. Συνεπώς, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία αναγνωρίζεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας δανειακής σύμβασης - και, ως εκ τούτου, η ακυρότητα της διαδικασίας εκτέλεσης υποθήκης - εκδοθεί μετά την κατάσχεση του ακινήτου, η απόφαση μπορεί να εξασφαλίσει στον καταναλωτή προστασία μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, υπό μορφή αποζημιώσεως, χωρίς το πρόσωπο να μπορεί να ανακτήσει την κυριότητά του.


Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ο M. Aziz συνήψε με την τράπεζα Catalunyacaixa σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ποσού 138.000 ευρώ, με υποθήκη επί της οικογενειακής κατοικίας του. Ένα χρόνο αργότερα, ο M. Aziz σταμάτησε την καταβολή των μηνιαίων δόσεων και εξεδόθη σε βάρος του διαταγή πληρωμής για εξόφληση της οφειλής με την οποία όμως δεν συμμορφώθηκε, με αποτέλεσμα το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του. Ο M. Aziz δεν παρέστη στη διαδικασία και, ως εκ τούτου, εκδόθηκε εντολή κατάσχεσης του ακινήτου. Κατά τον πλειστηριασμό που διενεργήθηκε, δεν υπήρξαν πλειοδότες, οπότε, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, το πλειστηριασθέν ακίνητο κατακυρώθηκε στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο 50 % της αξίας του. Στις αρχές του 2011, πραγματοποιήθηκε έξωση του M. Aziz από την κατοικία του ενώ λίγο νωρίτερα, αυτός είχε ασκήσει αγωγή ζητώντας την ακύρωση μιας ρήτρας της δανειακής σύμβασης, την οποία θεωρούσε καταχρηστική και, κατ’ επέκταση, την ακύρωση της διαδικασίας εκτέλεσης της υποθήκης.


Η υπόθεση έφτασε ενώπιον του ΔΕΕ όταν Δικαστήριο της Βαρκελώνης απέστειλε προδικαστικό ερώτημα αναφορικά αφενός, με τη συμβατότητα της ισπανικής νομοθεσίας με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ περί καταχρηστικών ρητρών, καθόσον έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία καθιστά δυσχερή την εξασφάλιση αποτελεσματικής ένδικης προστασίας του καταναλωτή και, αφετέρου, με τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της «καταχρηστικής ρήτρας», κατά την έννοια της Οδηγίας.

Το ΔΕΕ, με την απόφασή του, επισημαίνει ότι η Οδηγία περί καταχρηστικών ρητρών αποκλείει μια εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη, η οποία δεν παρέχει στο δικαστήριο της ουσίας τη δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων. Επίσης, διαπιστώνεται ότι το ισπανικό δικονομικό σύστημα θίγει την επιδιωκόμενη από την Οδηγία προστασία.


Αναφορικά δε, με την έννοια της «καταχρηστικής ρήτρας», το Δικαστήριο τονίζει ότι το περιεχόμενο της έννοιας θα πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπ’ όψη των κανόνων του εθνικού δικαίου καθώς και της έννομης κατάστασης, στην οποία βρίσκεται ο καταναλωτής.


Συνεπώς, το ΔΕΕ, με βάση τα ανωτέρω, αποφάνθηκε ότι εναπόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου να εξακριβώσει αν η ρήτρα περί των τόκων υπερημερίας (ετήσιοι τόκοι υπερημερίας ύψους 18.75 % που εφαρμόζονται αυτόματα επί των μη καταβληθέντων εμπροθέσμως ποσών) που περιελήφθη στη σύμβαση του M. Aziz είναι ή όχι καταχρηστική.

Σχόλιό μου: Η παραπάνω απόφαση έρχεται σε συνέχεια των σχετικών, ήδη εκδοθεισών αποφάσεων του ΔΕΕ (ΔΕΚ C-240/98 έως 244/98, απόφ 27-6-2000, ΧρΙΔ 2001,36, ΔΕΚ υπόθ C-476/2000, απόφαση 21-11-2002, Cofidis SA/Jean-Luis Fredout, Αρμ 2003,1042 με παρατηρήσεις Τσερκέζη, ΔΕΚ C-372/99 απόφ 24-1-2002 Επιτροπή ΕΚ κατά Ιταλικής Δημοκρατίας και ΔΕΚ C-168/2008 απόφ 26-10-2006 Mostaza Claro), σύμφωνα με τις οποίες, ο εθνικός δικαστής, υποχρεούται σε αυτεπάγγελτη έρευνα της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις προσχωρήσεως (δανειακές συμβάσεις) των τραπεζών (Σκέψεις 42 επ. της Απόφασης).  

Στην προκειμένη υπόθεση, σε δίκη περί την εκτέλεση, το ΔΕΕ, έκρινε ότι ο καταναλωτής θα έπρεπε να δικαιούται και να μπορεί να προτείνει την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ της δανειακής του σύμβασης, έννομη συνέπεια της οποίας θα ήταν η εν μέρει (έστω) ακυρότητα της απαίτησης αλλά και η ακυρότητα της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με τη σειρά αυτών των αποφάσεων του ΔΕΕ (η συγκεκριμένη νομολογία του οποίου επαναλαμβάνεται παγίως) νομίζω ότι δικαιώνομαι προσωπικά, όταν επιμένω (έστω και παρά τα αντίθετα σχόλια αντιδίκων και δικαστών) να προτείνω τις καταχρηστικότητες των ΓΟΣ των δανειακών συμβάσεων, σε κάθε δίκη, είτε αφορά την απαίτηση, είτε την εκτελεστική διαδικασία, είτε τον πιθανολογούμενο κίνδυνο (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης κλπ).

Έχω την πεποίθηση ότι σύντομα θα αρχίσουν και οι Έλληνες Δικαστές να εξετάζουν αυτεπάγγελτα την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, εγκαταλείποντας τις υπεκφυγές (πχ ότι οι ισχυρισμοί περί ΓΟΣ αφορούν σε δίκες περί το ύψος και το κύρος της απαιτήσεως, όπως σε περίπτωση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής), συντασσόμενοι με το νομολογιακό δεδομένο του ΔΕΕ, όχι μόνο με σκοπό την προστασία των καταναλωτών αλλά πρωτίστως με σκοπό την προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος και της ίδιας της Δικαιοσύνης, εν τέλει.

Σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή προς τη Eurobank για αποκατάσταση σε ποσοστό 95% της ζημίας που προκάλεσε η τράπεζα στην καταναλώτρια-καταγγέλλουσα

Η καταναλώτρια κατήγγειλε την τράπεζα Eurobank ότι προχώρησε, χωρίς την έγκρισή της, σε τοποθετήσεις των αποταμιεύσεών της, σε επενδυτικά προϊόντα με αποτέλεσμα να υποστεί σημαντική ζημία επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου.

Τα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής διαβίβασαν τη σχετική καταγγελία στο αρμόδιο τμήμα της τράπεζας και έλαβαν απαντητική επιστολή, με την οποία διευκρινιζόταν ότι λόγω του όγκου των συναλλαγών, η καταναλώτρια αντιμετωπιζόταν ως πελάτης με εμπειρία και γνώση στη σύναψη χρηματοοικονομικών συναλλαγών, ενώ επισημάνθηκε ότι ενημερωνόταν τακτικά μέσω τυποποιημένων έντυπων αποτιμήσεων χαρτοφυλακίου.

Τα μέλη του Συνηγόρου του Καταναλωτή, μελετώντας τις σχετικές διατάξεις του «Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και με σκοπό τη συμβιβαστική επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, απηύθυναν σύσταση προς την εταιρεία Eurobank, με την οποία προβλέπεται η αποκατάσταση του 95% της ζημίας που έχει υποστεί η καταναλώτρια από τις επενδύσεις.

Παράλληλα, καλείται η τράπεζα και η καταγγέλλουσα να γνωστοποιήσουν εντός δέκα (10) ημερών, εάν αποδέχονται τις καθορισμένες στην έγγραφη σύσταση ρυθμίσεις και προβλέπεται ότι σε περίπτωση που προβληθούν αντιρρήσεις από την πλευρά της τράπεζας, τότε ο Συνήγορος του Καταναλωτή θα ενεργήσει με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 5 Ν. 3297/2004 («Σε περίπτωση που κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν αποδεχθεί τα διαλαμβανόμενα στην έγγραφη σύσταση της Αρχής, ο Συνήγορος του Καταναλωτή δύναται να δημοσιοποιήσει το γεγονός κοινοποιώντας καταλλήλως το πόρισμά του»).

Επειδή, τέλος, προφανώς, τα μέρη δεν συμφώνησαν τις καθορισμένες στην έγγραφη σύσταση ρυθμίσεις, η εν λόγω σύσταση δημοσιοποιήθηκε ήδη και το περιεχόμενό της έχει ως ακολούθως:

 

de jure app