Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ειρηνοδικείο Αθηνών 3885/2013: Ουσία αβάσιμη αίτηση για αφαίρεση της νομής αυτοκινήτου της Credicom

Ειρηνοδικείο Αθηνών 3885/2013

Η δικασθείσα αίτηση, δεν είναι νόμιμη, πρωτίστως διότι σύμφωνα με όσα σε αυτήν αναφέρονται το τίμημα του αυτοκινήτου εξοφλήθηκε από το δάνειο που έλαβε η καθ' ης από την αιτούσα και, συνεπώς, με την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του αγοραστή, της πληρωμής του τιμήματος προς την πωλήτρια επήλθε αυτοδίκαια η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας και συνακόλουθα της νομής του πωληθέντος πράγματος στον αγοραστή (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρο 532 αριθμ 47) και δεν υφίστατο νομικό έρεισμα για να μεταβιβάσει η πωλήτρια προς την τράπεζα την νομή του πωληθέντος ή να εκχωρήσει δικαιώματα που δεν εκέκτητο εκ της πωλήσεως, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πώλησης (ακόμα κι αν ήθελε εκτιμηθεί ότι ισχυρίζεται η αντίδικος ότι πρόκειται περί μεταβίβασης της όλης έννομης σχέσης της πωλήσεως), ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή των αποτελεσμάτων της σύμβασης πώλησης και την εντεύθεν αναζήτηση της νομής του πράγματος, υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου (984, 987ΑΚ) από την αιτούσα, η οποία και εδύνατο να ασκήσει κατά της καθ' ης μόνον τα ενοχικά δικαιώματά της που απορρέουν από τη σύμβαση του δανείου.

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Η εξέλιξη του Δημόσιου χρέους

Η εξέλιξη του Δημοσίου χρέους στην Ελλάδα, αποδεικνύει το πόσο εύστοχο ήταν το προηγούμενο δημοσίευμά μου, ή, αντιθέτως, πόσο αποτυχημένο είναι το εφαρμοζόμενο οικονομικό μοντέλο στην Ελλάδα.

Από το 2010 (πρώτο έτος Μνημονίου) μέχρι σήμερα, το δημόσιο χρέος κινήθηκε αυξητικά και μάλιστα η αύξηση αυτή ξεπέρασε το 20% (σύμφωνα με τα στοιχεία της 31-12-2011) ενώ ακόμα και μετά την αποτυχημένη αναδιάρθρωση χρέους (γνωστή και ως PSI) το χρέος εξακολουθεί να κινείται αυξητικά. Ενδεικτικό είναι ότι μέσα στο 2012 το χρέος μας αυξήθηκε κατά 25 δισ ευρώ περίπου, παρά τα συνεχή και πλέον, ανηλεή μέτρα φορολογικής επιδρομής σε κάθε νομίμως διαμένοντα σε αυτή τη χώρα.

Όπως χαρακτηριστικά ομολογεί στο υπόμνημά του (δείτε παρακάτω) το Υπουργείο των Οικονομικών "... υπολογίζουμε ότι το πραγματικό δημόσιο χρέος έφθασε στα 333 δισεκατομμύρια ευρώ έως το τέλος του 2010. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκε κατά 11,55% σε σχέση με το 2009, ή κατά 14,3% του ΑΕΠ περίπου. Παράλληλα, με βάση την εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών για έλλειμμα της τάξης του 7,5% έως 8,0% του ΑΕΠ κατά το 2011, εκτιμούμε ότι το χρέος θα φθάσει στα 367 δισεκατομμύρια ευρώ έως το τέλος του 2011, αφού στο ποσό αυτό υπολογισθούν και έσοδα 4 δισεκ. ευρώ που θα προέλθουν από αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου..."                             

Όλο αυτό το κατάντημα βαφτίστηκε "μεταρρυθμίσεις" και "εκσυγχρονισμός".
Ελλείψει δε, Δικαιοσύνης, όλο αυτό θα μείνει για πολλά, πολλά χρόνια στο σβέρκο μας...

Το 1954 ο Σαμαράκης έλεγε "Ζητείται ελπίς".
Το 2013 προσθέτω ότι ζητείται και Δικαστής...

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ελληνικό Μνημόνιο: σχεδόν το χειρότερο ανάμεσα σε 159 του ΔΝΤ


Εγώ τώρα τι να πω... Οταν το Ινστιτούτο Bruegel, το οποίο οι αναγνώστες της «Καθημερινής» γνωρίζουν καλά από τις πολλαπλές παρουσιάσεις των απόψεων του επικεφαλής του Jean Pisani-Ferry, διαπιστώνει ότι το ελληνικό Μνημόνιο είναι από τα χειρότερα ανάμεσα σε 159 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

Οταν το έγκυρο αυτό think tank, από τους υμνητές του Μνημονίου, το χαρακτηρίζει στην έκθεσή του σαν ένα από τα πιο αποτυχημένα προγράμματα προσαρμογής που έχει εφαρμόσει ανά τον πλανήτη το ΔΝΤ, ουδείς πλέον μπορεί να μείνει αδιάφορος στις συνέπειες απέναντι σε μια τέτοιας διαστάσεως εθνική καταστροφή και εξαθλίωση του λαού. Πρέπει να τιμωρήσει αυτούς που το υπέγραψαν και αυτούς που το ψήφισαν. Σημειώνεται ότι το Bruegel είναι από τα πλέον έγκυρα ευρωπαϊκά think tanks, ενώ οι αναλύσεις του αποτελούν συχνά τη βάση για τη διαμόρφωση των απόψεων των κύκλων αποφάσεων των Βρυξελλών.

Με τίτλο η «Ανατομία της αποτυχίας» το Ινστιτούτο Bruegel στην έκθεσή του τεκμηριώνει το γιατί το Μνημόνιο της Ελλάδας ήταν το χειρότερο στην ιστορία του ΔΝΤ. Το ελληνικό πρόγραμμα είναι το λιγότερο επιτυχημένο από τα τρία που εφαρμόστηκαν στην Ευρώπη, αναφέρει η μελέτη, ενώ κατατάσσεται και στο 1% των πιο αποτυχημένων από τα 159 προγράμματα που έχει εφαρμόσει το ΔΝΤ παγκοσμίως.

Στη νέα μελέτη τους, οι οικονομολόγοι του Bruegel Jean Pisani-Ferry, Andre Sapir και Guntram Wolff, συγκρίνουν τα τρία ευρωπαϊκά μνημόνια (Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας), σε μία προσπάθεια να αντλήσουν μαθήματα για τις μελλοντικές διασώσεις. «Το ελληνικό πρόγραμμα είναι με διαφορά το πλέον αποτυχημένο». Ολες οι προβλέψεις του απέτυχαν! Ενδεικτικά αναφέρεται ότι όταν δημιουργήθηκε, το ελληνικό πρόγραμμα προέβλεπε: Επιστροφή της Ελλάδας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2012. Κορύφωση της ανεργίας στο 14,8% το 2012. Δεν θα χρειαζόταν η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κορύφωση του χρέους το 2013, στο 149% του ΑΕΠ. Ανάκτηση της πλήρους πρόσβασης στις αγορές ομολόγων το 2013.

Τρία χρόνια μετά, καμία από αυτές τις εκτιμήσεις δεν επιβεβαιώνεται. Και μπορεί το 60% των προγραμμάτων του ΔΝΤ να απογοητεύει σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, όμως, ελάχιστα είναι τα προγράμματα που έχουν κινηθεί τόσο εκτός τροχιάς όσο το ελληνικό. Οπως γράφει η μελέτη, το ελληνικό Μνημόνιο έπεσε τόσο έξω στις προβλέψεις του, ώστε να συγκαταλέγεται στο 1% των χειρότερων από τα 159 προγράμματα του ΔΝΤ που εξέτασε το Bruegel. Παρά τις αποκλίσεις αυτές, το ελληνικό πρόγραμμα μπορεί ακόμα να επιτύχει τον τελικό του στόχο, που είναι να κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη και να της επιτρέψει να αναπτυχθεί και να ανακάμψει. Ομως, για να γίνει αυτό, το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη θα πρέπει να διαθέσουν πολύ περισσότερους πόρους και για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι αβέβαιο, σημειώνει η μελέτη.

Το πιο αμφιλεγόμενο σημείο του ελληνικού προγράμματος είναι, σύμφωνα με το Bruegel, η πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην αναδιάρθρωση του χρέους. Ενώ ήταν εμφανές εξ αρχής ότι αυτή ήταν αναγκαία (το αρχικό Μνημόνιο προέβλεπε την κορύφωση του χρέους στο επικίνδυνα υψηλό επίπεδο του 149% του ΑΕΠ το 2012-2013 και καλούσε την κυβέρνηση να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα στο 6% του ΑΕΠ για χρόνια), το ζήτημα δεν συζητήθηκε ποτέ σοβαρά ως επιλογή, κατά τις διαπραγματεύσεις της άνοιξης του 2010. Επειδή υπήρχαν φόβοι για τις επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, αφού οι ξένες τράπεζες είχαν στα χέρια τους ελληνικά ομόλογα άνω των 50 δισ. ευρώ και έμμεση έκθεση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Εως τα τέλη του 2010 είχε γίνει πια σαφές ότι η αναδιάρθρωση ήταν αναπόφευκτη. Το ΔΝΤ ζήτησε το PSI τον Ιούλιο του 2011, όμως η συμφωνία επί της αρχής ήρθε τον Οκτώβριο του 2011 και οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν τον Φεβρουάριο του 2012. «Η καθυστέρηση είχε μεγάλο κόστος, καθώς περισσότεροι ομολογιούχοι αποζημιώθηκαν πλήρως για τα ομόλογά τους εν τω μεταξύ, κάτι που έφερε μεγαλύτερο haircut για τους υπόλοιπους κατόχους ομολόγων και περιόρισε την επίπτωση σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους», τονίζει το Bruegel.

Ειδικότερα, οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν τα εξής: Πρώτον, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα είδος «Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου». Δεύτερον, ο ρόλος της ΕΚΤ στην τρόικα θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο διακριτικός, ώστε να αποφευχθούν συγκρούσεις συμφερόντων. Τρίτον, η συμμετοχή του ΔΝΤ στα προγράμματα χωρών της Ευρωζώνης θα πρέπει να συνεχιστεί έως ότου συσταθεί ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και έως ότου η Ευρωζώνη γίνει μέλος του ΔΝΤ. Συγκεκριμένα, προτείνεται η συμμετοχή του ΔΝΤ να περιοριστεί στο 10% της συνολικής χρηματοδότησης.

Τέλος, το Bruegel σημειώνει ότι στη μελέτη του δεν έλαβε υπόψη τις μεταβολές στο εισόδημα και στον πλούτο των χωρών που βρίσκονται σε πρόγραμμα, ούτε τις κοινωνικές επιπτώσεις λόγω της μεγάλης αύξησης της ανεργίας και της ανεργίας των νέων στις χώρες του Μνημονίου.

Ειρηνοδικείο Πειραιά: Προσωρινή διαταγή με μηδενικές καταβολές, έως το 2020.

Το Ειρηνοδικείο Πειραιά χορήγησε σε άνεργη υπερχρεωμένη  δανειολήπτρια προσωρινή διαταγή με μηδενικές καταβολές, αναστέλοντας ταυτόχρονα κάθε προληπτικό και εν γένει καταδιωκτικό μέτρο σε βάρος της, επί αιτήσεως ρυθμίσεως των οφειλών της, στο πλαίσιο του Ν.3869/2010.

Ακολουθούν η πράξη κατάθεσης, όπου φαίνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου και το κείμενο της προσωρινής διαταγής.



 

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Αντισυνταγματικότητες του πολυνομοσχεδίου


Παίρνω την πρωτοβουλία να αναφερθώ στον προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, που έγινε γνωστός ως «πολυνομοσχέδιο» επειδή θεωρώ ότι εν προκειμένω, τίθεται μείζον θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου αυτού, όχι μόνο στα κατ’ ουσία από αυτόν ρυθμιζόμενα ζητήματα αλλά ιδίως στο αυταπόδεικτο της έλλειψης της απαιτούμενης κοινοβουλευτικής διαδικασίας για την ψήφισή του.

Μείζον συνταγματικό ζήτημα τίθεται από τη σώρευση του συνόλου των παραπάνω μέτρων σε ένα και μόνον άρθρο, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή και πρόκειται να εισαχθεί για συζήτηση, επεξεργασία και ψήφιση με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. 

Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1 Συντ.: «Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου συζητείται και ψηφίζεται μία μόνο φορά, καταρχήν, κατ’ άρθρο και στο σύνολο με την εξαίρεση των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 72».

Παρομοίως, και στο άρθρο 72 παρ. 4 Συντ. ορίζεται: «Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που συζητήθηκε και ψηφίστηκε στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή εισάγεται στην Ολομέλεια σε μία συνεδρίαση, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής, και συζητείται και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο». 

Στο άρθρο 65 παρ 1 του Συντάγματος ορίζεται: «1. Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό, που ψηφίζεται από την Ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

Περαιτέρω, στον Κανονισμό της Βουλής (Απόφ. Προέδρου Βουλής, Αριθ. 2682 της 22/24.6.87, Δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του «Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής» (Μέρος Κοινοβουλευτικό, ΦΕΚ Α' 106), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις Αποφάσεις της Ολομέλειας της Βουλής, υπ’ αριθμ 4419/3369/2009 (ΦΕΚ Α 66/2009) και 11561/7748 (ΦΕΚ Α 139/10.8.2010), ορίζεται λεπτομερώς η διαδικασία συζήτησης και ψήφισης των νομοσχεδίων στη Βουλή των Ελλήνων.

Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Γ, στα άρθρα 108 έως 113 ορίζοντα τα ακόλουθα, σχετικά με τη διαδικασία ψήφισης κάθε είδους νομοσχεδίου στο Κοινοβούλιο:



«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ`

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ψήφιση σχεδίων και προτάσεων νόμων χωρίς ή με περιορισμένη συζήτηση



Αρθρο 108

1. Στην αρχή της συνεδρίασης και πριν από την έναρξη της συζήτησης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης η Βουλή μπορεί να ψηφίσει καταρχήν, κατ` άρθρο και στο σύνολο σχέδια ή προτάσεις νόμων χωρίς συζήτηση. Αν προβληθούν αντιρρήσεις, ο Πρόεδρος "καλεί" το Βουλευτή ή τους βουλευτές που τις διατύπωσαν να λάβουν το λόγο.

*** Οι λέξεις "μπορεί να καλέσει" αντικαταστάθηκαν με τη λέξη "καλεί" ως άνω, από την παρ.1 άρθρ.11 της από 3-7-1996 Αποφ.Ολομ.Βουλής (ΦΕΚ Α 151/8-7-1996)



2. Η Βουλή μπορεί ύστερα από ομόφωνη πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων να ψηφίσει καταρχήν, κατ` άρθρο και στο σύνολο σχέδια ή προτάσεις νόμων όπως κατατέθηκαν ή διαμορφώθηκαν από την αρμόδια επιτροπή χωρίς συζήτηση.



3. Τα σχέδια και οι προτάσεις νόμων της προηγούμενης παραγράφου εγγράφονται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη με ρητή αναφορά της σχετικής ομόφωνης πρότασης της Διάσκεψης των Προέδρων.



4. Αν διατυπωθούν αντιρρήσεις, η Βουλή μπορεί να αποφασίσει την ψήφιση των σχεδίων και προτάσεων νόμων της παρ. 2 ύστερα από περιορισμένη συζήτηση που διεξάγεται στην ίδια ή σε άλλη συνεδρίαση.



5. Στην περιορισμένη συζήτηση της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να μετέχουν μόνο ο αρμόδιος Υπουργός, οι εισηγητές, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και οι Βουλευτές που διατύπωσαν τις αντιρρήσεις για "πέντε (5)" λεπτά της ώρας ο καθένας.



"6. Σχέδια και προτάσεις νόμων, που έγιναν ομοφώνως δεκτά ή με πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων (4/5) του όλου αριθμού των μελών της αρμόδιας διαρκούς επιτροπής, ψηφίζονται από τη Βουλή χωρίς συζήτηση, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 1 του παρόντος άρθρου".

*** Η παρ.6 προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.11 της από 3-7-1996

 Αποφ.Ολομ.Βουλής (ΦΕΚ Α 151/8-7-1996)



«7. Σχέδιο ή πρόταση νόμου που συζητήθηκε και ψηφίστηκε στην αρμόδια διαρκή επιτροπή, εισάγεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 72 του Συντάγματος στην Ολομέλεια σε μία συνεδρίαση και συζητείται και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 9 εδάφιο πρώτο και 13.

*** Το άρθρο 108 τροποποιήθηκε ως άνω με το άρθρ.8 παρ.14 της

 6483/2001 αποφ.Ολομ.Βουλής, ΦΕΚ Α 284/18.12.2001



*** Η φράση "και 9 εδάφιο πρώτο" στο δεύτερο εδάφιο της παρ.7 αντικαταστάθηκε από τη φράση ", 9 εδάφιο πρώτο και 13", με το άρθρο 25 της Αποφ.Ολομ.Βουλής 6933/4926/2008, ΦΕΚ Α 126/2.7.2008.»




«Κατεπείγοντα σχέδια και προτάσεις νόμων  

Άρθρο 109



1. Τα σχέδια και οι προτάσεις νόμων που χαρακτηρίζονται από την Κυβέρνηση ως κατεπείγοντα κατά το άρθρο 76 παρ. 4 του Συντάγματος παραπέμπονται αμέσως μετά την κατάθεσή τους στην αρμόδια επιτροπή. Ο Πρόεδρος της Βουλής ορίζει ανάλογη προθεσμία για την υποβολή της έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 3.



2. Αν η επιτροπή αποδεχθεί το χαρακτηρισμό του κατεπείγοντος, προβαίνει στην επεξεργασία και την εξέταση του σχεδίου ή της πρότασης νόμου σε μία συνεδρίαση.



3. Αμέσως μετά την υποβολή της έκθεσης της επιτροπής ή την πάροδο της προθεσμίας για την υποβολή της τα σχέδια και οι προτάσεις νόμων της προηγούμενης παραγράφου εγγράφονται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη κατά παρέκκλιση του άρθρου 91 παρ. 7.



4. Η συζήτηση και ψήφιση των κατεπειγόντων σχεδίων και κατεπειγουσών προτάσεων νόμων ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση, που διαρκεί κατ` ανώτατο όριο δέκα ώρες.



5. Στην αρχή της συνεδρίασης, η Βουλή μπορεί μετά πρόταση του Προέδρου της να καθορίσει το χρόνο που θα διατεθεί για την καταρχήν και την κατ` άρθρο συζήτηση.



6. Αν για οποιονδήποτε λόγο δε ληφθεί απόφαση της Βουλής σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο διατίθενται τέσσερις ώρες για την καταρχήν και έξι ώρες για την κατ` άρθρο συζήτηση.



7. Στην καταρχήν και στην κατ` άρθρο συζήτηση μετέχουν, εκτός από τους εισηγητές, ο Πρωθυπουργός ή ο αρμόδιος Υπουργός, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων, και από ένας εκπρόσωπός τους. Η ομιλία τους περιορίζεται στο ένα δεύτερο (1/2) του χρόνου που προβλέπεται από τα άρθρα 97 και 103.



8. Μετά την εξάντληση του καταλόγου των ομιλητών της προηγούμενης παραγράφου και σε κάθε περίπτωση μετά τη συμπλήρωση του δεκαώρου κηρύσσεται περαιωμένη η συζήτηση σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται και διεξάγεται η ψηφοφορία καταρχήν, κατ` άρθρο και στο σύνολο.»




«Σχέδια και προτάσεις νόμων (ιδιαίτερης σημασίας ή) επείγοντος χαρακτήρα 

Άρθρο 110

1. Κατά την έναρξη της συζήτησης η Κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει από τη Βουλή σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 5 του Συντάγματος να καθορίσει με απόφασή της το συνολικό αριθμό των συνεδριάσεων μέσα στις οποίες θα γίνει η συζήτηση και η ψήφιση σχεδίου ή πρότασης νόμου που έχουν (ιδιαίτερη σημασία ή) επείγοντα χαρακτήρα. Ο αριθμός των συνεδριάσεων αυτών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τρεις με την επιφύλαξη της παρ. 3.



2. Στη συζήτηση της πρότασης της Κυβέρνησης μετέχουν ένας Βουλευτής για την υποστήριξη και ένας για την απόκρουσή της επί πέντε (5) λεπτά της ώρας καθένας. Τον ίδιο επίσης χρόνο έχουν και οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων. Η απόφαση της Βουλής λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση.



3. Μετά πρόταση του ενός δεκάτου (1/10) του όλου αριθμού των Βουλευτών, η οποία υποβάλλεται είτε έως το τέλος της συζήτησης της προηγούμενης παραγράφου, είτε κατά τη διάρκεια της τρίτης συνεδρίασης, η Βουλή μπορεί να παρατείνει τη συζήτηση του σχεδίου ή της πρότασης νόμου κατά δύο το πολύ συνεδριάσεις. Στην τελευταία περίπτωση εφαρμόζεται η παρ. 2.



4. Στην αρχή της συνεδρίασης η Βουλή μετά πρόταση του Προέδρου της καθορίζει τον αριθμό των συνεδριάσεων που θα διατεθούν για την καταρχήν και την κατ` άρθρο συζήτηση.



5. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν ληφθεί απόφαση της Βουλής σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο διατίθενται μία συνεδρίαση για την καταρχήν και δύο συνεδριάσεις για την κατ` άρθρο συζήτηση, όταν ο συνολικός αριθμός των συνεδριάσεων έχει οριστεί σε τρεις. Πέρα από τις τρεις διατίθενται δύο συνεδριάσεις για την καταρχήν και οι λοιπές για την κατ` άρθρο συζήτηση όταν η σχετική απόφαση για τον αριθμό των συνεδριάσεων έχει ληφθεί στην αρχή της πρώτης συνεδρίασης.



"6. Κατά τη συζήτηση σχεδίων και προτάσεων νόμων (ιδιαίτερης σημασίας ή) επείγοντος χαρακτήρα η διάρκεια της ομιλίας στην καταρχήν συζήτηση των Υπουργών, των Προέδρων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και των εισηγητών ορίζεται σε "δεκαπέντε (15) λεπτά της ώρας, των ειδικών αγορητών σε "οκτώ (8)" λεπτά της ώρας και των εγγεγραμμένων στον κατάλογο των ομιλητών βουλευτών σε πέντε (5) λεπτά της ώρας. Στην κατ` άρθρο συζήτηση η διάρκεια της ομιλίας ορίζεται για όλους τους ομιλητές σε τρία (3) λεπτά της ώρας".



"7. Στα σχέδια και στις προτάσεις νόμων που συζητούνται με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου, δευτερολογίες επιτρέπονται μόνο στην καταρχήν συζήτηση στους εισηγητές για δέκα (10) και στους ειδικούς αγορητές για "πέντε (5)" λεπτά της ώρας.



8. Η συζήτηση των σχεδίων και προτάσεων νόμων, που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τερματίζεται στη δωδεκάτη νυχτερινή ώρα της τελευταίας συνεδρίασης και πάντως το αργότερο με τη συμπλήρωση έξι ωρών από την έναρξή της.

*** Το άρθρο 110,όπως είχε τροποποιηθεί με την 6913/1993/Α` 200 Αποφ. Ολομ. Βουλης, τροποποιήθηκε ως άνω με το άρθρ. 8 παρ.15 της 6483/2001 αποφ. Ολομ. Βουλής, ΦΕΚ Α 284/18.12.2001.



Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο Δ, ορίζεται απολύτως αναλυτικά η διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων με ειδικές νομοθετικές διαδικασίες. Οι επιμέρους ρυθμίσεις έχουν ως εξής:



«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ`

ΕΙΔΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Σχέδια και προτάσεις νόμων για τη σύσταση ειδικών επιτροπών σύνταξης και κύρωσης κωδίκων



Άρθρο 111



1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 118 παρ. 6, τα σχέδια και οι προτάσεις νόμων με τα οποία συνιστώνται ειδικές επιτροπές για τη σύνταξη κωδίκων ή για την κωδικοποίηση διατάξεων που υπάρχουν σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 και 7 του Συντάγματος πρέπει να περιέχουν απαραιτήτως διατάξεις σχετικές με τη σύσταση, σύνθεση, συγκρότηση, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά το έργο και τη λειτουργία των ειδικών αυτών επιτροπών.



2. Ειδικές επιτροπές για τη σύνταξη ενός ή περισσότερων κωδίκων διαφορετικού αντικειμένου μπορούν να συσταθούν με το ίδιο σχέδιο ή την ίδια πρόταση νόμου.



3. Κατά την επιψήφιση δικαστικών ή διοικητικών κωδίκων και κατά την κωδικοποίηση διατάξεων που υπάρχουν σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 και 7 η συζήτηση γίνεται μία φορά καταρχήν και κατόπιν ακολουθεί ψήφιση στο σύνολο.»




«Σχέδια και προτάσεις νόμων για κύρωση διεθνών συνθηκών ή συμβάσεων

Άρθρον 112



1. Η Βουλή εγκρίνει ή απορρίπτει τα σχέδια και τις προτάσεις νόμων που κυρώνουν διεθνείς συνθήκες ή διεθνείς συμβάσεις χωρίς μεταβολές του περιεχομένου των συνθηκών και συμβάσεων.



2. Η κύρωση των σχεδίων και προτάσεων νόμων της προηγουμένης παραγράφου γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 108.



3. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται για τα σχέδια και τις προτάσεις νόμων που αφορούν την κύρωση συμβάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος.» 




«Σχέδια νόμων για την κύρωση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου  

Άρθρο 113



1. Τα σχέδια νόμων που αφορούν την κύρωση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος εγγράφονται κατά προτεραιότητα στην ημερήσια διάταξη της Βουλής.



2. Τα σχέδια νόμων της προηγούμενης παραγράφου περιέχουν απαραιτήτως ένα άρθρο που κυρώνει αυτούσια την πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Μπορούν επίσης να προστεθούν και διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την κυρούμενη πράξη.»



Σημειωτέον ότι σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α΄), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έπρεπε να είχε υποβάλλει προς τη Βουλή την αιτιολογημένη γνώμη της στον Πρόεδρο της Βουλής το αργότερο μέχρι την έναρξη της συζήτησής του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής. Η έκφραση του Νόμου που τάσσει ως απώτατο χρονικό όριο «το αργότερο μέχρι την έναρξη της συζήτησής του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια» καταδεικνύει κατά την άποψή μου αποκλειστική προθεσμία, για την υποβολή της γνώμης, ενώ η υποβολή της γνώμης είναι μάλλον υποχρεωτική αφού το νομοθέτημα εκφράζεται με ρητό και σαφή τρόπο και μάλιστα, προαπαιτεί θετική ενέργεια («…διατυπώνει…»), για την τέλεση της οποίας δεν παρέχει διακριτική ευχέρεια.
Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

Άρθρο 54 (Aριθμ. 4419/3369 Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής «Για την

τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β΄ και Μέρος Κοινοβουλευτικό), (ΦΕΚ Α, 66/4-5-2009)

Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 85 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Για το περιεχόμενο των νομοσχεδίων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική ασφάλιση, τα φορολογικά μέτρα, καθώς και τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική πολιτική, ιδίως σε θέματα περιφερειακής ανάπτυξης, επενδύσεων, εξαγωγών, προστασίας καταναλωτή και ανταγωνισμού, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.) διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α΄), όπως ισχύει κάθε φορά, η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Βουλής το αργότερο μέχρι την έναρξη της συζήτησής τους στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής.»




Αξίζει, τέλος, να υπομνησθεί, ότι το Κοινοβουλευτικό μας σύστημα γνωρίζει την ένσταση περί αντισυνταγματικότητας, ήδη κατά τη φάση της συζητήσεως ενός Νόμου στη Βουλή. Η ένσταση αντισυνταγματικότητας μπορεί να προταθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής, κάθε Βουλευτή ή μέλος της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 100, το οποίο έχει επί λέξει ως ακολούθως: 


«Ζητήματα αντισυνταγματικότητας

Άρθρο 100



1. Ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε Βουλευτής ή μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει, στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης, να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις που προβάλλει για τη συνταγματικότητα σχεδίου ή πρότασης νόμου.



2. Στη συζήτηση της πρότασης της προηγούμενης παραγράφου μετέχουν ένας απ` αυτούς που τη διατύπωσαν, ένας από τους αντιλέγοντες, οι πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και οι αρμόδιοι Υπουργοί, καθένας για πέντε (5) λεπτά της ώρας. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση.»


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι κάθε νομοσχέδιο (ή πρόταση νόμου) που περιλαμβάνει περισσότερες σχετικά αυτοτελείς μεταξύ τους ρυθμίσεις οφείλει κατά συνταγματική επιταγή να διαιρείται σε άρθρα, προκειμένου η συζήτηση, επεξεργασία και ψήφισή του, δηλαδή η νομοθετική διαδικασία στη Βουλή να διέλθει οπωσδήποτε τρία στάδια: πρώτα επί της αρχής του νομοσχεδίου, ακολούθως για κάθε άρθρο του ξεχωριστά και τελικά στο σύνολο. 

Η απαίτηση αυτή αποτελεί απόρροια και έκφραση τόσο της δικαιοκρατικής όσο και της δημοκρατικής αρχής. Αφενός, διασφαλίζει τη διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας και μάλιστα αμφίπλευρα, τόσο απέναντι στους πολίτες όσο και στους ίδιους τους βουλευτές, προκειμένου να είναι σαφές και γνωστό πρωτίστους στους ίδιους τί ακριβώς συζητούν και ψηφίζουν κάθε φορά. Αφετέρου, διασφαλίζει το δημοκρατικό δικαίωμα των βουλευτών να παρέχουν κατά συνείδηση και ενδεχομένως να διαφοροποιούν την ψήφο τους σε επιμέρους άρθρα σε σχέση με την ψήφο τους επί της αρχής ορισμένου νομοσχεδίου.

Η κατ’ άρθρο συζήτηση και επεξεργασία των νομοσχεδίων αποτελεί επομένως εκ του Συντάγματος επιβεβλημένο και υποχρεωτικό στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας στη Βουλή, από την οποία κατά λογική και συνταγματική αναγκαιότητα απορρέει η υποχρέωση, τα νομοσχέδια να κατατίθενται και να εισάγονται προς συζήτηση στη Βουλή διαρθρωμένα σε άρθρα.

Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η σχετική υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση όπου το νομοσχέδιο περιλαμβάνει μία και μόνη αυτοτελή ρύθμιση, οπότε και εισάγεται στη Βουλή το «άρθρο μόνο» του νομοσχεδίου. Στην περίπτωση αυτή, η νομοθετική διαδικασία συντέμνεται σε δύο μόνο στάδια, επί της αρχής και στο σύνολο. Σε κάθε άλλη περίπτωση και, πάντως, σε περίπτωση αμφιβολίας το νομοσχέδιο οφείλει να διαρθρώνεται σε άρθρα, ώστε να διέλθει και τα τρία στάδια της νομοθετικής διαδικασίας.

Είναι επομένως πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι η σώρευση πλείστων και ποικίλων μέτρων ατάκτως ερριμμένων στο κατ’ ευφημισμόν «άρθρο μόνο» του νομοσχεδίου παραβιάζει κατάφωρα το άρθρο 76 παρ. 1 Συντ., δεδομένου ότι, παρά την αυταπόδεικτη κανονιστική αυτοτέλεια των επιμέρους (συνταξιοδοτικών, μισθολογικών κλπ.) ρυθμίσεων, παραλείπεται η κατ’ άρθρον συζήτηση, επεξεργασία και ψήφισή τους.

Η παραβίαση είναι ακόμη βαρύτερη, αν ληφθεί υπόψη ότι το νομοσχέδιο εισάγεται με τη διαδικασία του επείγοντος (ενδεικτικός και ο τίτλος του νομοσχεδίου «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012,4093/2012 και 4127/2013») και επομένως έχει ήδη συρρικνωθεί στο ελάχιστο συνταγματικά επιτρεπτό όριο η συζήτηση στη Βουλή.

Ταυτόχρονα, η παραπάνω μεθόδευση προσβάλλει επίσης το δικαίωμα της κατά συνείδηση ψήφου των βουλευτών κατά το άρθρο 60 παρ. 1 Συντ., δεδομένου ότι τους στερεί τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν, θετικά ή αρνητικά, εάν αυτό επιβάλλει η συνείδησή τους, την ψήφο για ένα ή περισσότερα από τα επιμέρους μέτρα σε σχέση με την επί της αρχής ψήφο τους.

Παρέλκει ενδεχομένως να επισημανθεί ότι η εν λόγω μεθόδευση παραβιάζει επιπροσθέτως και άλλες συνταγματικές διατάξεις. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ.: «Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά· δεν επιτρέπεται, με ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων».


Εν προκειμένω, διατάξεις για (περικοπές σε) συντάξεις αναγράφονται όχι απλώς στο ίδιο νομοσχέδιο, αλλά στο ίδιο άρθρο που αποσκοπεί στη ρύθμιση πλειάδας άλλων θεμάτων, κατά παράβαση του άρθρου 73 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ., η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα ειδικά των συνταξιοδοτικών διατάξεων του νομοσχεδίου.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 5 εδ. β΄ Συντ.: «Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση».

Εν προκειμένω, το κατατεθέν νομοσχέδιο και το «άρθρο μόνο» αυτού απαρτίζονται από ένα άθροισμα –δεν πρόκειται καν για σύνολο, πολλώ δε μάλλον για σύστημα κανόνων δικαίου– ή μάλλον σύμφυρμα άσχετων μεταξύ τους διατάξεων και στην πραγματικότητα δεν έχει καν «κύριο αντικείμενο», δεν μπορεί δηλαδή καν να αποτελέσει αντικείμενο ενιαίου νόμου, με αποτέλεσμα να εισάγεται για συζήτηση κατά παράβαση του άρθρου 74 παρ. 5 εδ. β΄ Συντ.

Τέλος, χρειάζεται να τονισθεί, ότι το ψηφισθέν νομοσχέδιο, κατά το μέρος που απαιτούνταν η υποβολή γνώμης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), όπως αυτή αναφέρθηκε ανωτέρω κι εφόσον αυτή δεν υπεβλήθη, εντός της αποκλειστικής προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 54 του Κανονισμού της Βουλής, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, ψηφίστηκε κατά παράβαση του Κοινοβουλευτικού Δικαίου και του Συντάγματος και είναι επί της ουσίας…ανυπόστατο!  

Από την άποψη της λειτουργίας του πολιτεύματος, όλα τα παραπάνω συνιστούν μια βαρύτατη θεσμική απρέπεια έναντι της Βουλής.

Ο ρόλος του κοινοβουλευτικού νομοθέτη υποβαθμίζεται στην απλώς διεκπεραιωτική «επικύρωση» προδιαμορφωμένων νομοθετικών πακέτων, για τους τύπους και μόνο, και χωρίς καμία δυνατότητα επεξεργασίας τους. Οι βουλευτές απλώς ψηφίζουν χωρίς να βουλεύονται.

Ανήκει στην ίδια τη Βουλή να διασώσει, έστω κατ’ ελάχιστο, την αξιοπρέπεια των μελών της και το θεσμικό ρόλο της και το Σύνταγμα παρέχει επαρκείς δυνατότητες προς τούτο. Σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 4 Συντ.: «Ο Πρόεδρος της Βουλής διευθύνει τις εργασίες του Σώματος, μεριμνά για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των εργασιών του, την κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και έκφρασης των βουλευτών και την τήρηση της τάξης…».

Και ανήκει σε κάθε Δικαστή το καθήκον να μην εφαρμόσει Νόμους που ψηφίστηκαν αντισυνταγματικά και μεθοδεύουν άλλη μια απροκάλυπτα παράνομη ως αντισυνταγματική επίθεση στους πολίτες τούτου του τόπου…

Τέλος, το γεγονός ότι δεν υπεβλήθη (τουλάχιστον εξ' όσων γνωρίζω) ούτε μια ένσταση αντισυνταγματικότητας της διαδικασίας και των κατ' ουσία ρυθμίσεων του νομοσχεδίου, καταδεικνύει την ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος αλλά και τον νομιμοποιητικό ρόλο που επιτελεί, εν τέλει, η αντιπολίτευση, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητά του.

ΥΓ1: Πλήθος επιχειρημάτων έλαβα από την γνωμοδότηση των Χρυσόγονου-Καϊδατζή, σχετικά με τις αντισυνατηματικότητες του Μνημονίου ΙΙΙ, που βρήκα εδώ. Ευχαριστώ θερμά.

ΥΓ2: Την έλλειψη της γνώμης της ΟΚΕ την συνήγαγα από τα έγγραφα τα οποία δημοσιεύει η ίδια η Βουλή των Ελλήνων, στην ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία ανακοινώνει την ψήφιση του νομοσχεδίου, και την οποία μπορείτε να δείτε εδώ. Στις εκθέσεις που επισυνάπτονται και γενικότερα, στα έγγραφα που δημοσιεύονται από την επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής, τέτοια γνώμη, δεν υπάρχει, ούτε μνημονεύεται πουθενά... 

ΥΓ3: Την έλλειψη της γνώμης της ΟΚΕ αλλά και γενικότερα, νομικά σφάλματα της όλης διαδικασίας διαπιστώνει και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, την έκθεση της οποίας μπορείτε να βρείτε εδώ.

Ειρ. Λαυρίου 131/2013: Μια απόφαση με τεράστια διδακτική αξία

Δημοσιεύω μια απόφαση που βρήκα στο dikastis.gr και την οποία θεωρώ απόλυτα διδακτική, για τους Ειρηνοδίκες, οι οποίοι ασχολούνται με τον Ν.3869/2010.

 

Θεωρώ, ότι με την απόφαση αυτή δικαιώνεται μεγάλο μέρος των ισχυρισμών που συμπεριέλαβα στην αίτησή μου για την υπαγωγή στον 3869/2010 και υπόδειγμα της οποίας δημοσίευσα εδώ.

 

Απαιτείται νομική γνώση και ηθικό ανάστημα, για να βγει μια τέτοια δικαιοδοτική κρίση και, στο βαθμό που μπορώ να διακρίνω τα στοιχεία αυτά στην δημοσιευόμενη απόφαση, εκφράζω ζημοσίως τα συγχαρητήριά μου στην κα Ειρηνοδίκη. 

 

Αναδημοσιεύω το κείμενο της αποφάσεως, που έχει ως ακολούθως:

 

 

Ειρ. Λαυρίου 131/2013: Απόφαση  για υπερχρεωμένα όταν παραβιάζεται η προδικασία από πιστωτικά ιδρύματα.



Ειρηνοδίκης Μαρία Κουβαρά.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.3869/2010 «Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη, να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση, αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα «καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή».
Η εντός « » πιο πάνω φράση προστέθηκε με την παράγραφο 7 άρθρου 85 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011. Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει για κάθε παράβαση της υποχρέωσης της παρούσας παραγράφου πρόστιμο που ανέρχεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Οι καταγγελίες για τις παραβάσεις αυτές κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, όταν δανειστής οφειλής που πρόκειται να εισφερθεί προς ρύθμιση είναι πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει αυτό να διευκρινίσει τα στοιχεία δημιουργίας της σχετικής απαίτησής του κατά του οφειλέτη, έτσι ώστε η απαίτηση να είναι πρόσφορη για να γίνει δεκτή ή ν’ αμφισβητηθεί από τον οφειλέτη, εάν τυχόν δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό ύψος της, εάν τυχόν έχουν ενταχθεί σ’ αυτή χρεώσεις που ο οφειλέτης αμφισβητεί ως καταχρηστικές (π.χ. εισφορά Ν.128/1975, ανατοκισμός, έξοδα δανείου, έξοδα διαχείρισης δανείου κλπ). Η προσθήκη του στοιχείου του «επιτοκίου εκτοκισμού της απαίτησης» ορθά κρίθηκε από τον νομοθέτη ως απαραίτητο στοιχείο της προδικασίας ρύθμισης των χρεών του υπερχρεωμένου πολίτη, και μάλιστα ως εναρκτήριο έγγραφο της προδικασίας, το οποίο με ποινή προστίμου υποχρεούται ο δανειστής, όταν είναι πιστωτικό ίδρυμα, να χορηγήσει μέσα σε συγκεκριμένο σύντομο χρονικό διάστημα. Η βεβαίωση οφειλής που χορηγεί το πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί σύμφωνα με το νόμο βασικό έγγραφο έναρξης της προδικασίας. Από τη σαφήνεια και την πληρότητα του εγγράφου αυτού μπορεί ο οφειλέτης να ελέγξει την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος, να συνομολογήσει την ύπαρξη και το ύψος του χρέους του και να το εισφέρει σε ρύθμιση. Η διάκριση που κάνει ο νόμος του πιστωτικού ιδρύματος από κάθε άλλον δανειστή δικαιολογείται διότι η σύναψη σύμβασης δανείου με πιστωτικό ίδρυμα από κάποιον ιδιώτη αποτελεί σύμβαση προσχώρησης με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους χωρίς περιθώρια ατομικής διαπραγμάτευσης, η απόδειξη δε του ύψους της οφειλής προκύπτει από έγγραφα του πιστωτικού ιδρύματος. Γι αυτό πρέπει ν’ αναφέρονται σ’ αυτά τα έγγραφα το ποσό των τόκων και το επιτόκιο εκτοκισμού και υπολογισμού του χρέους, ώστε να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και να μπορεί αυτές να ελεγχθούν για την ορθότητά τους από τον δανειζόμενο πολίτη. Η εκτίμηση αυτή είναι σύμφωνη με τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 2 παρ.4 εδ.α΄του Ν. 2251/1994 (ενσωμάτωση στο Εθνικό δίκαιο της 93/13 οδηγίας της ΕΚ) κατά τον οποίο «στην ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών». Εάν αντιλεχθεί ότι κατά τη συμφωνία των μερών συμφωνήθηκε ότι μπορεί ν’ αποτελέσει πλήρη απόδειξη κάθε έγγραφο προερχόμενο από την καθ’ ης Τράπεζα, έστω και αν περιέχει λιγότερα προσδιοριστικά της απαίτησης στοιχεία (τέτοιο έγγραφο μπορεί να εκτιμηθεί ακόμη και ένα έγγραφο, που αναγράφει μόνο τον αριθμό λογαριασμού, τα στοιχεία του οφειλέτη και το συνολικό οφειλόμενο ποσό χωρίς καμία άλλη εξειδίκευση, πχ ακόμη και το τελευταίο μόνο φύλλο αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία), κατ’ αρχήν τούτο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το νόμο 3869/2010, όπως συμπληρώθηκε με το άρ. 85 Ν.3996/2011. Περαιτέρω εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι ο σχετικός αυτός όρος είναι καταχρηστικός ως ΓΟΣ (γενικός όρος συναλλαγών) περιλαμβανόμενος σε σύμβαση προσχώρησης κατά τα παραπάνω σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, γιατί έχει σαν αποτέλεσμα κατ’ άρθ 2 παρ 6 και 7 του Ν. 2251/1994, όπως έχει διαμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθ 10 παρ 24 του Ν. 2741/1999, την ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων σε βάρος του ιδιώτη πελάτη του πιστωτικού ιδρύματος, αφού έτσι αναστρέφεται το βάρος απόδειξης και περιορίζονται υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του ιδιώτη κατά παράβαση του αρθ 2 παρ 7 περ κζ (ΕιρΑθ 3626/2012 Α΄δημοσίευση NOMOS). Στην ουσία η θέσπιση υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος να χορηγήσει στον οφειλέτη βεβαίωση περί του ύψους της απαίτησης και των στοιχείων διαμόρφωσής της αποτελεί προστατευτική υπέρ του συναλλακτικά ασθενέστερου μέρους παρέμβαση του νομοθέτη στον προσδιορισμό του ορθού μέτρου στην ενάσκηση της συναλλακτικής ελευθερίας (άρ. 361 ΑΚ) κατ’ εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ, ως ασφαλούς εργαλείου για την αποτροπή καταχρήσεων στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, χωρίς με την παρέμβαση αυτή να διαταράσσεται η συναλλακτική πίστη και η ασφάλεια των συναλλαγών. Εάν ακόμη αντιλεχθεί ότι η απαίτηση αποδεικνύεται πλήρως ως αναγνωρισμένη κατά την έννοια των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, εάν ο οφειλέτης δεν ειδοποιήσει την Τράπεζα μέσα σε ορισμένη προθεσμία ότι διαφωνεί ως προ το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου, θα θεωρείται, ότι έχει επέλθει αναγνώριση του χρεωστικού υπολοίπου και όλων των κονδυλίων και χρεώσεων, διότι τέτοιον όρο έχει συνομολογήσει ο οφειλέτης, ο όρος αυτός είναι άκυρος για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται αμέσως παραπάνω. Επιπλέον δε δεν μπορεί να νοηθεί εκ των προτέρων αναγνώριση μελλοντικών καταλοίπων και μάλιστα σιωπηρή (βλ σχετικά ΑΠ 1219/2001 Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟS, ΔΕΕ/2001(1128), ΕΕΜΠΔ/2001 (529), ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ/2001 (663),1219/2001, ΕφΠειρ 189/1998 ΔΕΕ 4/396).
Αντικείμενο της δίκης περί ένταξης ή μη του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 δεν είναι η ύπαρξη ή μη καταχρηστικών όρων στις δανειακές συμβάσεις που έχει συνάψει ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά τη ρύθμιση των χρεών του. Όμως προκειμένου ο οφειλέτης να προσφύγει στη διαδικασία του νόμου αυτού, έχει δικαίωμα να γνωρίζει τα συστατικά προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής του και να ζητήσει τη ρύθμισή της στο πραγματικό ύψος της, ν’ αμφισβητήσει τυχόν καταχρηστικές χρεώσεις στον λογαριασμό που τηρεί η πιστώτρια τράπεζα για το χρέος του και τελικά να εισφέρει προς ρύθμιση την απαίτηση είτε ως αναγνωρισμένη, είτε ως αμφισβητούμενη. Επίσης και οι λοιποί πιστωτές έχουν έννομο συμφέρον να γνωρίζουν το ακριβές ύψος της απαίτησης, αφού από αυτό εξαρτάται το συνολικό χρέος του οφειλέτη – αιτούντα τη ρύθμιση, το ποσοστό συμμετοχής εκάστης απαίτησης στο συνολικό χρέος και το ποσοστό της μηνιαίας δόσης που θα ορισθεί για να καταβάλει ο οφειλέτης σε περίπτωση ένταξής του στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010. Αυτοί οι λόγοι επέβαλαν τη συμπλήρωση του Ν. 3869/2010 με το άρθρο 85 του Ν.3996/2011 με νομοθέτηση της υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος εκτός από το κεφάλαιο και τους τόκους της απαίτησης, να προσδιορίζει και το επιτόκιο, με το οποίο εκτοκίζεται η απαίτηση αυτή, προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος του πραγματικού ύψους της εισφερόμενης σε ρύθμιση απαίτησης, και μάλιστα ως απαραίτητο στοιχείο της έναρξης της προδικασίας υπαγωγής του υπερχρεωμένου οφειλέτη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του ίδιου νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη. Ο έλεγχος των αμφισβητούμενων απαιτήσεων θα γίνει με την ίδια εν προκειμένω εφαρμοστέα διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ Κ.Πολ.Δ. Για τον βαθμό της αποδεικτικής πληρότητας δεν υπάρχει ένδειξη στο νόμο, αν αρκεί απλή πιθανολόγηση, επομένως απαιτείται πλήρης απόδειξη. Αυτό κατά κανόνα απαιτείται για όλες τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (Αθ.Κρητικός «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων Ν.3869/2010 σελ. 179, εκδ.2012).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, προς τους πιστωτές που αναφέρει αναλυτικά και κλήτευσε στη δίκη, ζητά τη ρύθμιση των οφειλών του κατά τις διατάξεις του Ν.3869/2010. Με τέτοιο περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (αρθρ. 3 του Ν.3869/2010) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθρ. 741επ ΚΠολΔ).
Τα μετέχοντα στη διαδικασία πιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν περιλάβει στη βεβαίωση οφειλών που καθένα χορήγησε στον αιτούντα κατόπιν σχετικού αιτήματός του, το επιτόκιο εκτοκισμού εκάστης απαίτησης που έχουν κατ’ αυτού, παρότι κατά το χρόνο χορήγησης της σχετικής βεβαίωσης οφειλών ίσχυε το άρθρο 85 του Ν.3996/2011, που συμπλήρωσε τον Ν.3869/2010 και τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή του, 5 – 8 – 2011 (βλ.σχετ. ΦΕΚ Α΄170/5-8-2011), όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 91 του νεώτερου νόμου.
Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ), εκείνων των στοιχείων που απαιτούνται για την διάγνωση της διαφοράς, επομένως και των στοιχείων που συμβάλλουν στην έρευνα της ύπαρξης της απαίτησης (βλ. ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑθ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα -Κονδύλη -Νίκα, υπ` άρθρο 747, αριθ. 7). Γι αυτό εκτιμάται ότι πρέπει να υποχρεωθούν τα μετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα, οι απαιτήσεις των οποίων φέρονται προς δικαστική ρύθμιση να προσκομίσουν βεβαίωση οφειλών του αιτούντα μέχρι την 8 Μαρτίου 2012, που ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση. Στη βεβαίωση αυτή πρέπει ν’ αναφέρονται αναλυτικά το οφειλόμενο κεφάλαιο, οι οφειλόμενοι συμβατικοί τόκοι, οι τόκοι υπερημερίας, τα έξοδα και το επιτόκιο εκτοκισμού της απαίτησης. Προκειμένου να εκτιμηθεί η ορθότητα των στοιχείων της απαίτησης και εν κατακλείδι το ύψος της από τον οφειλέτη που εισφέρει την απαίτηση σε ρύθμιση, πρέπει οι πιστώτριες τράπεζες να προσκομίσουν επιπλέον τη δανειακή σύμβαση που συνήψαν με τον αιτούντα και την αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα για την απαίτηση αυτή. Το απόσπασμα στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου (ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 578/2005 ΝOMOS). Το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν 1599/1986).
Με την παρ. 2 του άρθρου 85 του Ν.3996/2011 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ.3 του άρθρου 4 του Ν.3869/2010, το οποίο αναφέρει ότι για την έκδοση προσωρινής διαταγής για τη λήψη προληπτικών μέτρων εφαρμόζεται το άρθρο 781 Κ.Πολ.Δ. Κατ’ άρθρο δε 781 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ «Το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπάγγελτα, να εκδώσει προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, με την οποία διατάζει τ’ αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα έως την έκδοση της απόφασής του, για να εξασφαλισθεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμισθεί κατάσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένου να διατηρηθούν τα δικαιώματα του αιτούντα και των πιστωτών του πρέπει ν’ απαγορευθεί κάθε μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του αιτούντα από τους πιστωτές που μετέχουν στην παρούσα δίκη, καθώς και ν’ απαγορευθεί στον αιτούντα η μεταβίβαση κάθε περιουσιακού του στοιχείου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της κρινόμενης αίτησης.
Μετά απ’ αυτά πρέπει 1) εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση αυτής της απόφασης τα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα να προσκομίσουν στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, προκειμένου να περιληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης α) τη βεβαίωση οφειλών του αιτούντα, όπως αυτή εξειδικεύεται στο διατακτικό, β) τη δανειακή σύμβαση που συνήψαν με τον αιτούντα και γ) την αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα για την απαίτηση, είτε το πρωτότυπο απόσπασμα του λογαριασμού, με βεβαίωση αρμόδιου υπαλλήλου του πιστωτικού ιδρύματος ότι αυτό είναι το πρωτότυπο, είτε αντίγραφο αυτού, υπογεγραμμένο από αντιπρόσωπο αρμόδιας αρχής ή από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) εντός 30 ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω 30ημερης προθεσμίας ο αιτών να δηλώσει εάν αμφισβητεί την απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα, 3) να ορισθεί χρόνος συνέχισης της συζήτησης της αίτησης η 18η Ιουνίου 2013 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου 3) ν’ απαγορευθεί στον αιτούντα η μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού του στοιχείου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησής του για υπαγωγή στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010 και 4) ν’ απαγορευθεί στα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα να προβούν α) σε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και β) εγγραφή βαρών προνομιακής μεταχείρισης των απαιτήσεών τους έναντι των λοιπών πιστωτών (προσημείωση εγγραφής υποθήκης) κατά των περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανωτέρω αίτησης.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει αντιμωλία των μετεχόντων στη δίκη.
Επιφυλάσσεται ν’ αποφασίσει.
Διατάσσει τα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα να προσκομίσουν εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση αυτής της απόφασης 1) βεβαίωση οφειλών του αιτούντα μέχρι 11 Απριλίου 2012, με αναφορά ξεχωριστά του κεφαλαίου, των συμβατικών τόκων, των τόκων υπερημερίας και του επιτοκίου εκτοκισμού της κάθε απαίτησης, 2) τη σχετική με κάθε απαίτηση δανειακή σύμβαση και 3) την κίνηση του αντίστοιχου λογαριασμού από τη σύναψη της σύμβασης μέχρι την ημεροχρονολογία κοινοποίησης της αίτησης, είτε το πρωτότυπο απόσπασμα του λογαριασμού, με βεβαίωση αρμόδιου υπαλλήλου του πιστωτικού ιδρύματος ότι αυτό είναι το πρωτότυπο, είτε αντίγραφο αυτού, υπογεγραμμένο από αντιπρόσωπο αρμόδιας αρχής ή από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αιτών εντός τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας πρέπει να δηλώσει εάν αποδέχεται την απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα, η εάν την αμφισβητεί με τρόπο σαφή και αναφορά της πλημμέλειας που διαπιστώνει. Οι δηλώσεις θα κατατεθούν στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου και θα περιληφθούν στη δικογραφία της υπόθεσης.
Απαγορεύει στον αιτούντα να προβεί σε οποιαδήποτε μεταβολή των περιουσιακών του στοιχείων μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησής του για ένταξη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
Απαγορεύει στις καθ’ ων να προβούν σε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και εγγραφής προσημείωσης κατά περιουσιακού στοιχείου του αιτούντα, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησής του για ένταξη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
Διατάσσει την επανεμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18ηςΙουνίου 2013, ώρα 10.00.

de jure app