Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Το μετέωρο βήμα των δικηγόρων

Με αφορμή τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των δικηγόρων, νομίζω ότι έχω να πω μερικά πράγματα.

Κατ' αρχάς, σαν νέος (ηλικιακά και δικηγορικά) μάχιμος δικηγόρος, έστω και επαρχιακός, εκτιμώ ότι, προτού καταλήξουμε στη λύση, οφείλουμε να διαπιστώσουμε το πρόβλημα.
Και εν προκειμένω, το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο.
Πραγματικό πόλεμο.
Με πραγματικά θύματα.

Το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή έστω, οι κατώτερες και ευπαθέστερες τάξεις της (στο μέτρο που μπορούμε να μιλάμε για ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας) έχουν τεθεί στο στόχαστρο της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, υπό το ψευδεπίγραφο πρόσχημα της δημοσιονομικής ανάγκης και την σταλινοφασιστική προμετωπίδα ενός μη δημοκρατικά επιλεγμένου τραπεζίτη ως πρωθυπουργού.

Δηλαδή, οι κατ' εξοχήν πελάτες μας, αυτή τη στιγμή βάλονται προκλητικά, ανηλεώς, διαρκώς, χυδαία, με συνταγές-μέτρα "οικονομικού σοκ", που υποβάλλει η αποτυχημένη Οικονομική σχολή του Σικάγο και τα οποία ανέλαβε να εφαρμόσει και να εκτελέσει το πτωχευμένο (ηθικά, ποιοτικά και πολιτικά) πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Έτσι υπό μορφή εντολοδόχου κλητήρα, αυτό το πολιτικό προσωπικό θεσμοθετεί οτιδήποτε του υποδειχθεί και αποδέχεται να θεσμοθετεί, έστω και αν θεσμοθετεί την πλήρη αντισυνταγματικότητα.
(Βέβαια, εν προκειμένω, θα μου πείτε, ότι εδώ, το πολιτικό προσωπικό της χώρας απεδέχθη έναν "κηπουρό" Πρωθυπουργό. Είναι δυνατόν αυτό το πολιτικό προσωπικό να αντιταχθεί στις εντολές που δέχεται; Χμ...αυτή θα ήταν μια σωστή παρατήρηση αλλά προς το παρόν, ας της αντιπαρέλθουμε για την οικονομία της κουβέντας...)

Οι Έλληνες πολίτες, λοιπόν, ενώπιον αυτής της ασύμμετρης απειλής, αντιλαμβανόμενοι, ότι ζουν σε περιβάλλον απόλυτης αυθαιρεσίας και σε ένα δημοκρατικά ανομιμοποίητο matrix, στρέφονται και καταθέτουν όλες τους τις ελπίδες για λύτρωση, στην Δικαιοσύνη.
Αυτής της Δικαιοσύνης εμείς, οι δικηγόροι αποτελούμε θεσμικούς συλλειτουργούς και μεσολαβητές στην δικαιοδοττική λειτουργία, αυτού που απέμεινε να αποκαλείται ελληνική πολιτεία.

Τούτη την ώρα, λοιπόν, απαιτείται η καθοριστική συμβολή μας στην κατοχύρωση δικαιϊκών διασφαλιστικών δικλείδων για όλους μας, έναντι των συνεπειών της μέγιστης θεσμικής, νομικής και δημοκρατικής κρίσης, που διέρχεται η 4η Ελληνική Δημοκρατία.

Και το γεγονός που επιτείνει την ανάγκη της συμβολής μας, είναι ακριβώς, ότι εμείς, οι δικηγόροι, έχουμε τα απαιτούμενα και απαραίτητα όπλα, για να πολεμήσουμε ενώπιον της Δικαιοσύνης το διαμορφούμενο καθεστώς.

Όλα αυτά τα όπλα είναι μέσα στο κεφάλι μας.
Είναι οι γνώσεις μας.
Είναι οι αποκλειστικές δυνατότητες, που μας παρέχει ο θεσμικός μας ρόλος στην ελληνική κοινωνία και την δικαιοδοτική λειτουγία του κράτους.
Είναι ο λόγος, η πένα μας και η ικανότητα προς το δικολογείν.

Αλλά την ίδια ώρα, εμείς οι δικηγόροι, δείχνουμε να μην συναισθανόμαστε το βάρος της ευθύνης μας έναντι και του λειτουργήματός μας και της κοινωνίας ή ακόμα και της ιστορίας.
Αντιδρούμε με μεθόδους που αναπαράγουν την ίδια πολιτική παθογένεια, που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Αντιδρούμε προσπαθώντας να διασφαλίσουμε τον κλάδο μας συντεχνιακά και δείχνουμε ότι το μόνο που μας απασχολεί, είναι να πετύχουμε αυτή τη διασφάλιση.

Όπως ακριβώς, δηλαδή, το ήδη απόβλητο πολιτικό προσωπικό της χώρας, προσπαθεί να διασφαλίσει την εκλογική του επιβίωση και την επανεκλογή τους στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, έτσι κι εμείς αγωνιζόμαστε σε έναν στενό συντεχνιακό ορίζοντα διατήρησης των όποιων κεκτημένων μας.
Και θλίβομαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι στεκόμαστε χαμηλότερα από το ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις.

Ήδη με όλες τις απορρυθμιστικές νομοθετικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ο θεσμικός μας ρόλος είχε συμπιεστεί δραματικά.

Αποπειρώμενος μια εικονοκλαστική προσέγγιση θα έλεγα, ότι στο κάδρο της ελληνικής δικαιοσύνης μας έχει απομείνει μια γωνιά και εκεί, εκείνη τη γωνιά προσπαθούμε να διασφαλίσουμε.
Σε εκείνη τη γωνιά υπάρχουμε, ζούμε και προσπαθούμε να επιβιώσουμε.

Και τώρα, που το κράτος αποπειράται να μας βγάλει εκτός κάδρου, εμείς αντί να δώσουμε τη μάχη μας μέσα στο πεδίο της μάχης που γνωρίζουμε καλά, δηλαδή μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων, επιλέξαμε να...απέχουμε.

Επιλέξαμε εμείς οι ίδιοι να απαξιώσουμε τα όπλα του λόγου μας, της πένας μας και την ικανότητα προς το δικολογείν. Την ώρα της μάχης εμείς παραδίδουμε τα όπλα.

Και παραδίδουμε τα όπλα μας με χρονικό ορίζοντα μερικών ημερών, με μια απόφαση που, προσωπικά, μου θυμίζει την πολιτική προσέγγιση του Ζαχαριάδη το 1946 και 1947, ο οποίος επιδίωκε να καταστεί εφ όλης της ύλης διαπραγματευόμενος συνομιλητης του ίδιου καθεστώτος, που οι αγωνιστές του ΕΑΜ πολεμούσαν στα βουνά...

Εκτιμώ ως πραγματικά αποκαρδιωτικό, ότι την ώρα που έπρεπε να συναποφασίσουμε και να ανακοινώσουμε πρωτοπόρα μέτρα, που θα προκαλούσαν σοκ στην Ελληνική πολιτική ηγεσία και στους αυλικούς της, την ώρα που έπρεπε να επιδείξουμε κοινωνική ευαισθησία και να περάσουμε σε μορφές νομικού ακτιβισμού (νομικός ακτιβισμός = κίνηση νομικών διαδικασιών σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παράλυση ολόκληρη την ελληνική διοίκηση), εμείς επιλέξαμε, σαν ρομαντικοί αναπολητές της "μεγάλης αποχής του 90-91", να πολεμήσουμε την αστική δημοκρατία, με αποχή κάποιων ημερών.

Έστω.
Ας προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα από την αρχική μου άρνηση, προκειμένου να ανοίξω τη σκέψη μου στον αντίλογο.

Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν καλοπροαίρετα ήθελα να πιστέψω, ότι η αποχή συνιστά τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης, απευθύνω σε όλους μας κάποιες ερωτήσεις, διότι, προφανώς δεν έχω αντιληφθεί κάποια πράγματα και ίσως, χρειάζεται να με διαφωτίσετε.
Εξηγούμαι.

1) Προφανώς, έχουμε εκτιμήσει την διαμορφωθείσα κατάσταση και θεωρούμε όλοι μας, ότι πράγματι, είμαστε σε πόλεμο και ήδη υφιστάμεθα επίθεση αντίστοιχης ισχύος με τις επιθέσεις που δέχεται κατά ριπάς το 99% της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να αποφασίζουμε αποχή από το λειτούργημά μας.
Συμφωνώ άνευ άλλου.

2) Σε έναν πόλεμο, όμως απαιτείται μια στρατηγική για να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος.
- Εμείς ποια, ακριβώς, επιθετική και ποια αμυντική στρατηγική αποφασίσαμε?
- Σε ποιο πεδίο μάχης, αφού το προνομιακό μας πεδίο της μάχης (που είναι τα δικαστήρια) το απεμπολήσαμε?
- Ποια στρατηγική υπάρχει στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων?
- Ποιό είναι το επόμενο και το μεθεπόμενο βήμα μας?
- Αποφασίστηκαν παράλληλες δράσεις? Κι αν ναι, ποιες είναι αυτές? Πώς θα υλοποιηθούν και από ποιους?
- Εκτιμήθηκαν οι δυνάμεις μας, σαν κλάδος? Κι αν ναι, τότε σε ποιο χρονικό βάθος προσδιορίζεται η αντοχή μας? Για πόσο καιρό αντέχουμε τη μάχη? Και ποιο είναι το κόστος του πολέμου?
- Εκτιμήθηκαν, αντίστοιχα τα δυνατά και αδύνατα σημεία του αντιπάλου? Κι αν ναι, ποια είναι αυτά?
- Έχουμε στρατηγική για τακτικό ελιγμό? Κι αν ναι, ποια είναι η απαράβατη "λεπτή κόκκινη γραμμή" που έχουμε θέσει ως όριο του τακτικού ελιγμού μας?
- Έχουμε στρατηγική ανάπτυξης συμμαχικών-διακλαδικών κινητοποιήσεων? Υπάρχουν συνδικαλιστικές επαφές με άλλους κλάδους εργαζομένων κι αν ναι, με ποιους? Σε ποιο σημείο έχουν φτάσει οι σχετικές συζητήσεις? Ποια εκτιμάται ότι είναι η δύναμη συνοχής του μετώπου αυτού?

3) Σε έναν πόλεμο, χρειάζεται να υποστήριξη της ζωής των πολεμιστών, χρειάζονται δηλαδή τραυματιοφορείς, γιατροί και νοσοκομεία.
- Ποια στρατηγική αποφασίστηκε σχετικά με την αλληλεγγύη μας, απέναντι σε συναγωνιστές-συναδέλφους μας, που απέχουν και ίσως να κληθούν να απέχουν για μακρό χρονικό διάστημα και οι οποίοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μείζονα ζητήματα επιβίωσης?


4) Προφανώς, σε έναν πόλεμο, χρειάζονται όπλα και μάλιστα, πλουραλισμός όπλων, ώστε να πλήττεται ο αντίπαλος με πλείονες τρόπους και αντίστοιχες απώλειες.
Εμείς τα όπλα που έχουμε, τα ακυρώσαμε εν τοις πράγμασι.
Ο λόγος μας, η πένα μας και η ικανότητά μας προς το δικολογείν τέθηκαν σε αναστολή ελέω αποχής.
- Αδυνατώ, λιπόν, να αντιληφθώ, πώς ακριβώς, θα κερδιθεί μια μάχη με μια ανυπόστατη άμυνα?
- Ποιά είναι τα εναλλακτικά μας όπλα, πέραν της αποχής;
- Και πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε? Ποιοι? Εναντίον ποιών στόχων?

5) Πέραν αυτών, σε έναν πόλεμο, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η διαχείριση των πληροφοριών και ο επικοινωνιακός χειρισμός της εκάστοτε κατάστασης.
Άλλωστε θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να παραβλέψουμε, ότι ζούμε στην εποχή της επικοινωναικής κυριαρχίας.
- Εμείς ποια στρατηγική έχουμε στην επικοινωνιακή διαχείριση της όλης κατάστασης?
- Από ποιους θα υλοποιηθεί η στρατηγική αυτή? Με ποιο τρόπο?
- Ή έστω, έχουμε εξουσιοδοτήσει κάποιον για να κάνει το δικό του "one man show" στον επικοινωνικό τομέα? Κι αν ναι, με ποια κριτήρια αποφασίστηκε αυτό?


6) Τέλος, επειδή πάντα, σε έναν πόλεμο απαιτείται ένα "Plan B", σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τον αρχικό σχεδιασμό, μπορείτε να μου εξηγήσετε ποιο είναι το "Plan B"?
- Ποιο είναι το εναλλακτικό μας σχέδιο?


Αγαπητοί μου συνάδελφοι, με την προχειρότητα του "πάμε και βλέπουμε", δεν κερδίζονται πόλεμοι.
Χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς στρατηγική δεν κερδίζεται ούτε μια μάχη.
Και πραγματικά, αν και νέος δικηγόρος, νιώθω να τρώω συνέχεια σφαλιάρες, επειδή εμείς οι ίδιοι, μόνοι μας οδηγούμε τους αγώνες μας στο αδιέξοδο.

Αντί επιλόγου, παραθέτω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Η τέχνη του πολέμου", του Σουν Τζου.
"Με πολλούς υπολογισμούς, μπορεί κανείς να νικήσει.
Με λίγους, δεν μπορεί.
Πόσο λιγότερες πιθανότητες να νικήσει έχει εκείνος που δεν κάνει καθόλου υπολογισμούς!
Με βάση τα παραπάνω, εξετάζω την κατάσταση και συνάγω σαφή συμπεράσματα ως προς την έκβαση του αγώνα"


Με απεριόριστη εκτίμηση και ελπίζοντας να διαψευστώ οικτρά,
Μάριος Μαρινάκος

Το απαγορευμένο δάκρυ της Δημοκρατίας

Όσοι δεν συμμετέχουν στις πορείες, βλέπουν στις ειδήσεις, την Ελληνική Αστυνομία να χρησιμοποιεί κάθε μορφής δακρυγόνα, ασφυξιογόνα και άλλου είδους χημικά όπλα και υπολαμβάνουν, ότι το Ελληνικό Κράτος, η Ελληνική Αστυνομία, έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση αυτών των ουσιών. 

Όσοι συμμετέχουμε στις πορείες, αντιλαμβανόμαστε άμεσα την έννοια του χημικού όπλου και του χημικού πολέμου, που έχει κηρύξει το Ελληνικό κράτος σε κάθε μορφής διαμαρτυρόμενο πολίτη αλλά ποτέ δεν έχουμε καθίσει να ελέγξουμε, αν όντως η Ελληνική Αστυνομία έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί εναντίον μας τέτοιας μορφής όπλα. Θεωρούμε ότι οι δυνάμεις καταστολής έχουν και ασκούν δικαιώματά τους.
Ωστόσο, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Μια σύντομη ιστορική αναφορά είναι αναγκαία για να γίνει αντιληπτό στο συνολικό του εύρος το πρόβλημα της χρήσης χημικών όπλων.

Οι πρώτες απόπειρες που έγιναν για την απαγόρευση των χημικών όπλων ξεκινάνε το 1874 με τη Συνθήκη των Βρυξελλών και το 1899 στη συνέχεια με τη Διακήρυξη της Χάγης. Και στις δυο απαγορεύεται η χρήση βλημάτων με ασφυκτικά και δηλητηριώδη αέρια. Δυστυχώς, όμως, δεν εφαρμόστηκαν οι σχετικές συνθήκες. Τα δηλητηριώδη αέρια στη συνέχεια, ιδιαίτερα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον με αποτέλεσμα φρικτούς θανάτους εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών, αλλά και αμάχων.

Το 1925, μετά από πολλές περιπέτειες, υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Γενεύης, με το οποίο καταδικάζονται τα χημικά και βακτηριολογικά όπλα. Σύμφωνα με την Συνθήκη της Γενεύης του 1925, απαγορεύεται η χρήση των χημικών και βιολογικών όπλων. Το πρωτόκολλο που συντάσσεται και υπογράφεται σε ένα συνέδριο που διεξήχθη στη Γενεύη, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, από τις 4 Μαΐου έως τις 17 Ιουνίου 1925, τέθηκε τελικώς σε ισχύ στις 8 Φεβρουαρίου 1928.

Η σύμβαση αυτή υπογράφηκε από 128 έθνη.
Υιοθετήθηκε επίσημα το 1929 σαν επέκταση στα δικαιώματα που εγγυώνται από Συνθήκη της Χάγης του 1907.
Κυρώθηκε από την Ελλάδα το 1931
[ http://www.fas.harvard.edu/~hsp/gensig.html ]
[ http://wikipedia.qwika.com/en2el/Geneva_Protocol ]

Αναθεωρήθηκε το 1949, με τις τροποποιήσεις που υιοθετήθηκαν στις 12 Αυγούστου του 1949, από τη διπλωματική διάσκεψη για την καθιέρωση των διεθνών Συνθηκών για την προστασία των θυμάτων του πολέμου, που διοργανώθηκε στη Γενεύη, από 21 Απριλίου έως 12 Αυγούστου 1949, και τέθηκε σε ισχύ την 21 Οκτωβρίου 1950.

Το 1969, ο ΓΓ του ΟΗΕ, Ου Θαντ, πρότεινε στη γενική συνέλευση του οργανισμού:
- Να ανανεώσουν τα Ηνωμένα Έθνη την έκκλησή τους προς όλα τα κράτη να προσχωρήσουν στο Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925 και
- Να κάνουν σαφή δήλωση, ότι η απαγόρευση που περιλαμβάνεται στο Πρωτόκολλο της Γενεύης έχει εφαρμογή στην πολεμική χρήση όλων των χημικών, βακτηριολογικών και βιολογικών ουσιών (συμπεριλαμβανομένων των δακρυγόνων και άλλων βλαπτικών ουσιών), όσων υφίστανται σήμερα και όσων μπορεί να αναπτυχθούν στο μέλλον."
Ογδόντα κράτη συνυπογράφουν την απαγόρευση κάθε χημικού όπλου.

Η πρόταση του Ου Θαντ εγκρίθηκε με 80 θετικές ψήφους έναντι 3 αρνητικών (ΗΠΑ και Αυστραλία -που εκείνη την εποχή βομβάρδιζαν με χημικά το Βιετνάμ- και την Πορτογαλία -που επιχειρούσε να καταστείλει τις εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις στις δικές της αποικίες) και 36 αποχών (Απόφαση 2603, 16/12/1969).
[ http://daccess-dds-ny.un.org/doc/RESOLUTION/GEN/NR0/257/37/IMG/NR025737.pdf?OpenElement ]
Και τα σχετικά Ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης
    A/RES/65/51
    A/RES/63/53
    A/RES/61/61
    A/RES/59/70
    A/RES/57/62
    A/RES/55/33

Η Ελλάδα, μαζί με τις περισσότερες δυτικές χώρες απείχε.
Η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Φιλανδία και η Κύπρος του Μακάριου, που είχε νωπή τη δική της εμπειρία από τα δακρυγόνα των Βρετανών (όπως και η Ιρλανδία), τόλμησαν να καταδικάσουν τα χημικά όπλα.

Το 1972 υπογράφεται η σύμβαση της Γενεύης για βιολογικά όπλα και τοξίνες.


Υπογράφουν για πρώτη φορά τότε και οι δύο υπερδυνάμεις, και η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, και οι δύο αυτές χώρες στη συνέχεια δεν τήρησαν τις υπογραφές τους.

Το 1985 αποφασίζεται η πλήρης απαγόρευση χημικών και βιολογικών όπλων από τη σχετική συμφωνία που υπέγραψαν Ρήγκαν και Γκορμπατσώφ. Δυστυχώς, όμως, και αυτή η συμφωνία έμεινε στα χαρτιά.

Το 1986 λαμβάνεται απόφαση στον Ο.Η.Ε. για την πλήρη κατάργηση χημικών και βιολογικών όπλων και την απαγόρευση της παραγωγής τους. Στη γενική συνέλευση ψήφισαν υπέρ αυτής της απόφασης εκατόν μία χώρες, έντεκα ψήφισαν κατά, σαράντα τρεις ήταν οι αποχές, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.

Το 1989, γίνεται άλλη μία προσπάθεια για την απαγόρευση των χημικών όπλων. Ήταν και αυτή ανεπιτυχής, ώσπου φτάσαμε στο 1993.

Μετά από 12 χρόνια διαπραγματεύσεων, η συνθήκη για τα Χημικά Όπλα (CWC) εγκρίθηκε από τη διάσκεψη για τον αφοπλισμό στη Γενεύη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1992.
[ http://translate.googleusercontent.com/translate_c?hl=el&langpair=en|el&rurl=translate.google.gr&u=http://www.un.org/disarmament/WMD/Chemical/&usg=ALkJrhiYHgRMHkjAfoaSDbwvwqLRxc8TLg ]

Η CWC επιτρέπει την αυστηρή εξακρίβωση της συμμόρφωσης των συμβαλλομένων κρατών.
Η CWC είναι ανοικτή προς υπογραφή στο Παρίσι στις 13 Ιανουαρίου 1993 και τέθηκε σε ισχύ στις 29 Απριλίου 1997.
Η CWC είναι η πρώτη συμφωνία αφοπλισμού μέσα σε ένα πολυμερές πλαίσιο που προβλέπει την κατάργηση μιας ολόκληρης κατηγορίας όπλων μαζικής καταστροφής στο πλαίσιο εφαρμόζεται παγκοσμίως διεθνή έλεγχο.

Προκειμένου να προετοιμαστεί για τη θέση σε ισχύ της CWC, η Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Οργάνωσης για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW) ιδρύθηκε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να ετοιμάσει λεπτομερείς διαδικασίες λειτουργίας και να θέσει σε εφαρμογή την αναγκαία υποδομή για την μόνιμη υπηρεσία εφαρμογής, που προβλέπεται στη σύμβαση.


Έδρα για αυτόν τον οργανισμό ήταν η Χάγη, στις Κάτω Χώρες.
Η CWC τέθηκε σε ισχύ στις 29 Απριλίου 1997, 180 ημέρες μετά την κατάθεση της 65ης πράξης επικύρωσης. Με τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης, ο OPCW ιδρύθηκε επίσημα.

Η Ελλάδα υπέγραψε την Σύμβαση στις 13-1-1993, την κύρωσε με το Ν 2254/1994 και την έθεσε σε ισχύ με το Ν 2991/2002.
[ http://translate.googleusercontent.com/translate_c?hl=el&langpair=en|el&rurl=translate.google.gr&u=http://www.opcw.org/index.php%3FeID%3Ddam_frontend_push%26docID%3D13069&usg=ALkJrhgqeRSWNCg6ek38AKX8pq5pU9KkqA#1 ]

Το ΦΕΚ του εφαρμοστικού(sic) Νόμου 2991/2002, διαλαμβάνει στο άρθρο 1, παρ 12 με τίτλο:
"Σκοποί που δεν απαγορεύονται από τη Σύμβαση" υπό στοιχείο δ, επί λέξει ότι:
"Σκοποί διατήρησης της δημόσιας τάξης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η καταστολή στάσης στο εσωτερικό του Κράτους"

Το κυρούμενο πρωτότυπο κείμενο της Σύμβασης, στην παρ. 9 του Άρθρου ΙΙ, που φέρει τίτλο "DEFINITIONS AND CRITERIA" αναφέρει επί λέξει:
"9. "Purposes Not Prohibited Under this Convention" means:
(a) Industrial, agricultural, research, medical, pharmaceutical or other peaceful purposes;
(b) Protective purposes, namely those purposes directly related to protection against toxic chemicals and to protection against chemical weapons;
(c) Military purposes not connected with the use of chemical weapons and not dependent on the use of the toxic properties of chemicals as a method of warfare;
(d) Law enforcement including domestic riot control purposes."

 [ http://www.opcw.org/index.php?eID=dam_frontend_push&docID=6357 ]

Εν προκειμένω ήδη βλέπουμε μια σειρά από μερικές εννοιολογικές τροποποιήσεις, που επήλθαν κατά τη μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου.

Η ακριβής μετάφραση του στοιχείου (d) της παρ. 9 του άρθρου 2 του πρωτότυπου κειμένου θα μπορούσε να είναι η εξής:
(επιτρέπεται η χρήση χημικών όπλων προκειμένου για την) "Επιβολή του Νόμου ("law enforcement") συμπεριλαμβανομένων σκοπών ελέγχου εσωτερικής (domestic) στάσης (riots)"

Ήδη διαπιστώνεται, ότι με τον εφαρμοστικό Νόμο ψηφίστηκε κάτι λίγο διαφορετικό, σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο της Διεθνούς Συνθήκης, την οποία έχει υπογράψει και έχει κυρώσει η Ελλάδα.
Φαίνεται, σαν να χάθηκε το νόημα της Συνθήκης, κάπου στη μετάφραση...

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ
Το πρωτότυπο κείμενο μιλά για επιβολή του Νόμου, επιβολή της έννομης τάξης ("law enforcement").  Σκοπός της διάταξης, λοιπόν, είναι να διασφαλίσει την έννομη τάξη, να επιβάλλει το νόμο.

Πότε όμως είναι αναγκαία η επιβολή του Νόμου;
Πότε κινδυνεύει η έννομη τάξη;

Προφανώς, όταν η έννομη τάξη έχει ήδη παραβιαστεί, δεν γεννάται καμιά αμφιβολία, ότι διατηρείται από τα Συμβαλλόμενα κράτη το δικαίωμα χρήσης χημικών όπλων, ενόψει του σκοπού διατήρησης της νομιμότητας. Η Συνθήκη αντιλαμβάνεται, ότι η έννομη τάξη χρειάζεται προστασία και θωράκιση, ώστε να μην καταλυθεί ή ακόμα κι αν έχει σημειωθεί κατάλυση της έννομης τάξης, αντιλαμβάνεται τη χρήση χημικών όπλων ως μέθοδο επανόδου στη νομιμότητα.

Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι εξακολουθεί να ισχύει η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία, το επιβαλλόμενο μέτρο θα πρέπει να είναι πρόσφορο, ικανό και ανάλογο stricto sensu, δηλαδή το λιγότερο επαχθές, σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα προτεινόμενα ή/και δυνατά μέτρα.

Δηλαδή, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, για να καταστεί νόμιμη η χρήση χημικών όπλων, απαιτείται προηγουμένως να υπάρχει άμεση, πραγματική και ενεστώσα ανάγκη, δηλαδή να έχει επισυμβεί κατάλυση της έννομης τάξης, η οποία δεν είναι δυνατό να αναστραφεί με άλλη μέθοδο, πλην της χρήσης χημικών όπλων. Απαιτείται, δηλαδή, να έχει διαμορφωθεί μια τέτοιας ποιότητας και ισχύος πραγματική κατάσταση, που να απαιτείται η χρήση χημικών όπλων, ως έσχατο μέσο επανόδου στη νομιμότητα και εφόσον προηγουμένως έχει βάσιμα εκτιμηθεί, ότι άλλες μέθοδοι δεν είναι πρόσφορες και ικανές ή ότι με βεβαιότητα θα αποτύχουν.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, η χρήση χημικών όπλων δεν δικαιολογείται και σύμφωνα με το κείμενο της Συνθήκης, δεν επιτρέπεται, αφού άλλωστε, δεν θα ήταν ανάλογη του επισυμβάντος κινδύνου και συνεπώς, θα ήταν μη ανάλογη, καταχρηστική και παράνομη.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η έννομη τάξη δεν έχει υποστεί ακόμα καμιά παραβίαση;
Τι γίνεται όταν η έννομη τάξη τείνει να παραβιαστεί;

Σύμφωνα με μια ελάσσονα τελολογική προσέγγιση του κειμένου της παρ. 9 του Άρθρου ΙΙ, που φέρει τίτλο "DEFINITIONS AND CRITERIA", της Συνθήκης, με την οποία θεσπίζεται εξαιρετική διάταξη από τις απαγορεύσεις της Συνθήκης, η επιβολή του Νόμου είναι αναγκαία, ακόμα κι όταν ο Νόμος δεν έχει ακόμα παραβιαστεί αλλά τείνει να παραβιαστεί ή, όπως θα λέγαμε στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου, εφόσον υπάρχει "αρχή επίθεσης" ή "παρούσα επίθεση".

Αλλά, σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια οποιαδήποτε επίθεση. Θα πρέπει η αρχή της επίθεσης να εκτιμηθεί με βάση αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά ως εξαιρετική και σπουδαία, σε σημείο που να δικαιολογείται η χρήση χημικού οπλισμού. Δηλαδή, σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, η χρήση του χημικού οπλισμού θα πρέπει να δικαιολογείται απόλυτα από τα ποιοτικά και τα πραγματικά χαρακτηριστικά της επίθεσης, η οποία θα πρέπει να δημιουργεί άμεση, πραγματική και ενεστώσα ανάγκη για χρήση χημικών όπλων, αφού προηγουμένως άλλα ηπιότερα μέσα δεν στάθηκαν ικανά και πρόσφορα να αντιμετωπίσουν την διαμορφωθείσα κατάσταση.

Διαφορετικά και σε περίπτωση ελλείψεως αυτών των ποιοτικών και πραγματικών χαρακτηριστικών, που θα μπορούσαν να προσδώσουν σε μια επίθεση τον χαρακτηρισμό της σπουδαίας ή/και της επικίνδυνης, η χρήση χημικών, εξακολουθεί να απαγορεύεται ενόψει του γενικού απαγορευτικού κανόνα της Συνθήκης αλλά και της αρχής της αναλογικότητας.

Και αυτό διότι, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ο μείζων τελολογικός σκοπός της Συνθήκης. Η Συνθήκη έχει ως στόχο της, την ολοσχερή κατάργηση και καταστροφή των χημικών όπλων και μόνο κατ' εξαίρεση επιτρέπει τη χρήση χημικών όπλων, όπου περιοριστικά προβλέπεται.

Συνεπώς, η χρήση χημικών όπλων δεν μπορεί να αποτελεί τον κανόνα.
Απεναντίας, αποτελεί μια έσχατη και πάντως, εντελώς εξαιρετική λύση, μια εν τοις πράγμασι διαμορφούμενη αναγκαιότητα προκύπτουσα σε συνθήκες μεγάλης σπουδαιότητας, εκεί, δηλαδή, όπου τα υπόλοιπα δυνατά, διαθέσιμα, προτεινόμενα και εφαρμοσμένα μέτρα αποδείχθηκαν απρόσφορα και ανικανά να ανταπεξέλθουν.
Μόνο τότε νομιμοποιείται η χρήση χημικών όπλων.

Δεν δύναται, λοιπόν, αυτή η, κατά το έλασσον εξαιρετική διάταξη να συνιστά κανόνα, που τείνει στην καταστρατήγηση και στην εν τοις πράγμασι κατάργηση του μείζονος σκοπού της Συμβάσεως.
Οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση θα κατέληγε σε προφανή άτοπα.

Επιτρέψτε μου τη χρήση μιας υπερβολής, προκειμένου να καταδείξω το αυτονόητα άτοπο: Εάν η εξαιρετική διάταξη μπορούσε να αναπτύξει ισχύ μεγαλύτερη από την ισχύ της ίδιας της Συνθήκης, τότε, ακόμα και για κλήση της Τροχαίας, θα μπορούσε ο τροχονόμος να μας ψεκάζει με χημικά, αφού η οδηγική μας συμπεριφορά έχει προφανώς υπερβεί τα όρια του Νόμου...

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ: 
Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι η έννομη τάξη αποτελεί συγγενή έννοια της δημόσιας τάξης, (φράση που επιλέγει ο μεταφραστής και συνακόλουθα ο Έλληνας νομοθέτης), ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, οι προϋποθέσεις χρήσης χημικών όπλων δεν μεταβάλλονται.

Θα πρέπει, δηλαδή, να έχουμε παρούσα επίθεση ικανή να διασαλεύσει (κατά το έλασσον) ή να καταλύσει (κατά το μείζον) την δημόσια τάξη και μάλιστα, επίθεση τέτοιας σοβαρότητας και ισχύος, που στο πλαίσιο της ανάγκης, να δικαιολογεί την χρήση χημικών όπλων, ως των έσχατων πρόσφορων και ικανών για την αντιμετώπιση της κρίσης, που δεν στάθηκε δυνατό να αντιμετωπιστεί προηγουμένως με άλλα μέσα.

Η δε εκτίμηση της σοβαρότητας και της ισχύος κάθε επίθεσης, θα πρέπει να γίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, ώστε να αποφεύγεται καταχρηστική επίκληση δήθεν "κινδύνων", προκειμένου να νομιμοποιηθεί η καταστολή με χημικά.

Ωστόσο, παρατηρητέο είναι ότι η έννοια της "δημόσιας τάξης" μπορεί να είναι εννοιολογικά συγγενής με την έννοια της "έννομης τάξης" αλλά δεν είναι ταυτόσημη.

Και τούτο γιατί η έννομη τάξη, είναι το πλέγμα των δικαιϊκών κανόνων που δημιουργούν το Σύνταγμα, οι Νόμοι και οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις (Υπουργικές Αποφάσεις και Προεδρικά Διατάγματα). Δηλαδή, η έννομη τάξη είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες.

Αντιθέτως, η έννοια της "δημόσιας τάξης", συγκαταλέγεται σε αυτό που αποκαλούμε αόριστες νομικές έννοιες. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της δημόσιας τάξης διαμορφώνεται διαφορετικά, ανάλογα με την ερμηνεία και το περιεχόμενο, που ο κάθε ερμηνευτής του Νόμου θέλει να της αποδώσει.

Θα δώσω ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η λεπτή εννοιολογική διάκριση:


Αν εφαρμόζαμε το πρωτότυπο κείμενο της Συνθήκης, τότε για να δικαιολογηθεί η χρήση χημικών θα έπρεπε οι συγκεντρώσεις των διαμαρτυρόμενων πολιτών στο Σύνταγμα να καταλήγουν σε τέτοια σαφή επιβολή της έννομης τάξης, σε τέτοιας σπουδαιότητας και ισχύος προσβολή κάποιας ή κάποιων διατάξεων κάποιων νόμων, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί η διαμορφωθείσα κατάσταση ως κατάσταση ανάγκης που να δικαιολογεί τη χρήση χημικών.

Μόνο τότε θα μπορούσε -ενδεχομένως- νόμιμα να γίνει χρήση χημικών.


Απεναντίας, η χρήση της έννοιας της "δημόσιας τάξης", δίνει το δικαίωμα στον εκάστοτε Υπουργό, με αρμοδιότητες επί των δυνάμεων καταστολής, εφόσον θεωρήσει-εκτιμήσει ότι διασαλεύεται η δημόσια τάξη, να διατάξει τη χρήση χημικών. Δεν απαιτείται αποδεδειγμένη διατάραξη της έννομης τάξης, δηλαδή δεν απαιτείται παραβίαση διατάξεως Νόμου, δεν απαιτείται επίθεση, δεν σταθμίζονται αντικειμενικά περιστατικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Απαιτείται απλά η πολιτική βούληση καταστολής και η δόση της διαταγής, επί σκοπώ διατηρήσεως της αόριστης "δημόσιας τάξης".

Η διαφορά είναι λεπτή αλλά πολύ σημαντική:
Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ευθεία παραβίαση Νόμου, απαιτείται σπουδαία επίθεση στην έννομη τάξη, η οποία δεν θα μπορεί να απαντηθεί με καμιά άλλη μέθοδο πλην της χρήσης χημικών όπλων. Η προσβολή της έννομης τάξης διαπιστώνεται από τον Δικαστή.

Στην δεύτερη περίπτωση, απαιτείται μόνο η πεποίθηση κάποιου αρμοδίου, ότι κινδυνεύει η δημόσια τάξη και ενόψει του κινδύνου, διατάζεται η χρήση χημικών όπλων, ενώ η προσφορότητα και η ικανότητα άλλων μεθόδων παραμένει αδιάφορη και ανέλεγκτη. Η επίκληση της αναγκαιότητας διατήρησης της Δημόσιας Τάξης γίνεται από τον πολιτικό προϊστάμενο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (ή όπως αλλιώς κι αν ονομαστεί στο μέλλον).

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ "ΣΤΑΣΗΣ" 
Περαιτέρω, μια δεύτερη έννοια, η οποία περιλαμβάνεται στο πρωτότυπο κείμενο είναι "ο έλεγχος εσωτερικής στάσης" (=domestic riot control).

H στάση, με απλά λόγια, είναι η εξέγερση, η ανταρσία, η επανάσταση.
Είναι, δηλαδή, εκείνη η κατάσταση, στην οποία όχι απλά δοκιμάζονται οι θεσμοί και οι δομές του κατεστημένου πολιτικού συστήματος, αλλά βάλλονται πραγματικά και κινδυνεύουν να αφανιστούν.

Κατά την κοινή λογική, πρώτα πρέπει να εκδηλωθεί η στάση.
Εφόσον εκδηλωθεί η στάση και είναι τέτοιας σπουδαιότητας, που καθιστά αδύνατη την επάνοδο στη νομιμότητα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, εφόσον, δηλαδή, η χρήση των χημικών όπλων κρίνεται ανάλογη της σπουδαιότητας της εξέγερσης, τότε επιτρέπεται η χρήση χημικών.

Επομένως, η στάση θα πρέπει να έχει εκδηλωθεί, θα πρέπει να προϋπάρχει χρονικά, άλλως να έχει προηγηθεί και εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να είναι τόσο νομικά αξιόλογη, δηλαδή, τόσο σπουδαία και να γεννά τέτοιους πραγματικούς κινδύνους, που να επιβάλλεται η χρήση χημικών όπλων, ενόψει της ανυπαρξίας ή/και της αδυναμίας κάθε άλλου μέτρου, λιγότερο επαχθούς, προς την ίδια κατεύθυνση, το οποίο δοκιμάστηκε και απέτυχε.

Εν προκειμένω, όμως, συμβαίνει κάτι σημαντικό.
Η λέξη "στάση", θέτει τις προϋποθέσεις και τα άκρα όρια της νομιμότητας της χρήσης τέτοιων όπλων και εδώ ακριβώς διαπιστώνεται ο εξαιρετικός χαρακτήρας της διάταξης.

Ώστε, προϋπόθεση της χρήσης χημικών δεν είναι μια απλή αναταραχή, μια πορεία, κάποια επεισόδια, μια οποιαδήποτε απόπειρα διασάλευσης της εννόμου τάξης.

Προϋπόθεση της νόμιμης χρήσης χημικών όπλων είναι τα πραγματικά περιστατικά να είναι τόσο σοβαρά, που να στοιχειοθετούν όχι απλά την έννοια της παρούσας επίθεσης ενάντια στην έννομη τάξη αλλά ακόμα παραπέρα, να φτάνουν μέχρι του σημείου της βίαιης στάσης και να απειλούν με πραγματική κατάρρευση, όχι απλά ένα πολιτικό σύστημα αλλά ολόκληρη τη δομή και την οργάνωση ενός κράτους.

Τότε και μόνο ενόψει αυτών των ακραίων συνθηκών, επιτρέπεται η χρήση χημικών, ένεκα της (κατά τους νομοθέτες) αναλογικότητάς τους.

Συνεπώς, η χρήση χημικών όπλων σε πορείες, σε διαδηλώσεις, σε Πανεπιστημιακούς χώρους και εν πάση περιπτώσει, σε γεγονότα που δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό περιεχόμενο της "στάσης" δεν επιτρέπεται.

(Στο σημείο αυτό, επιτρέψατέ μου μια προσωπική παρέκβαση: Δεν βλέπω το λόγο, οι σύγχρονες Δημοκρατίες μας να αποκρούουν με τόσο σθένος τη στάση. Εάν η πολιτική ηγεσία ενός τόπου βρίσκεται σε προφανή αντιδιαστολή με την λαϊκή βούληση, τότε εκτιμώ, ότι εξοβελιστέα είναι η πολιτική εξουσία, η οποία δεν σέβεται την λαϊκή εντολή και όχι ο λαός, ο οποίος διεκδικεί -ουσιαστικά- την επάνοδο στη δημοκρατική νομιμότητα ή αν το θέλετε διαφορετικά, επιδιώκει την επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του, για να την αποδώσει εκ νέου αυτός, όπου επιθυμεί. Αντιλαμβάνομαι τον αντίλογο που θα προτάξει την ανάγκη, η μετάβαση να γίνει με συμπεφωνημένες δημοκρατικές διαδικασίες και ομαλότητα, αλλά προφανώς, στάσεις δεν συμβαίνουν σε λειτουργούσες Δημοκρατίες αλλά σε καταρρέοντα συστήματα. Σε τέτοιες ακραίες συνθήκες και ενόψει της απώλειας της λαϊκής εμπιστοσύνης, που εκφράζεται με τη στάση, εξακολουθώ να μην αντιλαμβάνομαι την σπουδή των νομοθετών να προστατεύσουν τα καταρρέοντα πολιτικά συστήματα. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι άλλη κουβέντα και ενδέχεται να την κάνουμε σε άλλο χώρο. Συνεχίζω...)

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι η αρχή αυτή και με ποιο τρόπο μπορεί να εφαρμοστεί, όταν μιλάμε για δυνάμεις καταστολής, αρκεί να υπενθυμίσουμε τη φράση του Jellinek ότι
"η αστυνομία δεν πρέπει να βάλλει κατά των σπουργιτιών με κανόνια".

 
Νομοθετικά, η αρχή της αναλογικότητας, αποτυπώνεται ρητά στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 5 ΣυνθΕΚ (πρώην άρθρο 3Β) και ήδη είναι Συνταγματικά κατοχυρωμένη στην Ελλάδα με τη παρ 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος.

Η αρχή της αναλογικότητας θεμελιώνεται στην αρχή του Κράτους Δικαίου και στις αρχές που τη συναποτελούν (Μανιτάκης, "Κράτος Δικαίου και ουσιαστικός έλεγχος της Συνταγματικότητας Ι, 1994). Προκειμένου, ωστόσο, να γίνει κατανοητή η σημασία καθεαυτής της αρχής της αναλογικότητας, και της βάσης στην οποία θεμελιώνεται, κρίνεται σκόπιμη η αντιδιαστολή μεταξύ του Αστυνομικού Κράτους και του Κράτους Δικαίου.

Αστυνομικό είναι το κράτος όπου η Διοίκηση έχει τη δυνατότητα, βάσει διακριτικής ευχέρειας, να λαμβάνει και να εφαρμόζει σε βάρος των διοικουμένων οποιαδήποτε μέτρα προς εξυπηρέτηση των σκοπών του κράτους (Σβώλου-Βλάχου, "Το Σύνταγμα της Ελλάδος", Μέρος Ι, Τόμος Α, σελ 100).

Δηλαδή, σε ένα τέτοιο κράτος, η κρατική εξουσία δεν υφίσταται κανέναν περιορισμό υπέρ του ατόμου και κατ' επέκταση, μπορεί να περιορίσει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, σε βαθμό που ο περιορισμός να συνιστά παραβίαση.

Είναι φανερό, επομένως, ότι σε ένα τέτοιο κράτος, που προσομοιάζει, ανάλογα με το βαθμό της έλλειψης της αρχής της νομιμότητας, προς τα απολυταρχικά ή φασιστικά καθεστώτα, η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να αναπτυχθεί.

Αντίθετα, κράτος δικαίου ονομάζεται το κράτος που διέπεται από την κυριαρχία του Νόμου (Σβώλου-Βλάχου, όπως παραπάνω, και Μανιτάκη "Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας Ι", 1994, σελ 423 επ).

Αυτό δεν σημαίνει ότι σε ένα τέτοιο κράτος ο νόμος απλώς επιβάλλεται στους διοικουμένους, από τα όργανα του κράτους αλλά ότι η κυριαρχία του νόμου, συνίσταται στον περιορισμό της παντοδυναμίας του κράτους, προς εξασφάλιση της νομικής θέσης των πολιτών και της προστασίας τους από την κρατική αυθαιρεσία.

Το κράτος δικαίου προϋποθέτει την αναγνώριση και κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων, για την προστασία των οποίων θεσπίζει και περιορισμούς στην κρατική δραστηριότητα. Διέπεται από:
-την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου
-την αρχή της διάκρισης των εξουσιών
-την αρχή της νομιμότητας, και
-την αρχή της χρηστής διοίκησης

Αλλά και από το συμπυκνωμένο περιεχόμενο της αρχής του κράτους δικαίου, συνάγονται ειδικότερες αρχές, όπως η αρχή της ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου, η αρχή της μη αναδρομικής ισχύος, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η αρχή της αναλογικότητας.

Επίσης, τα Δικαστήρια είναι επιφορτισμένα, βάσει της δικαιοκρατικής αρχής, με την ακύρωση αντισυνταγματικών ή/και παράνομων διοικητικών πράξεων, καθώς και με την αρμοδιότητα να ερευνούν τη συνταγματικότητα των νόμων και να αρνούνται την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου.

Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει, λοιπόν, μια εύλογη σχέση μεταξύ σκοπού και μέσου καθώς και τον έλεγχο της επέμβασης στα ατομικά δικαιώματα και των επιδράσεων αυτής. Είναι προσδιοριστικό στοιχείο του κράτους δικαίου, προϋπόθεση και απόρροιά του.

Τα όργανα που ασκούν αστυνόμευση ανήκουν στη Διοικητική λειτουργία, γιατί ακολουθούν την κυβερνητική πολιτική (αρ. 82 και 26 παρ 2 Σ). Σκοπός της αστυνόμευσης είναι η τήρηση της δημόσιας τάξης, δηλαδή μια μορφή δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, η αστυνόμευση πρέπει να διέπεται από την αρχή της
αναλογικότητας.

Έκφανση της αρχής της νομιμότητας είναι οι περιορισμοί στην άσκηση αστυνομικής εξουσίας. Συγκεκριμένα η αστυνομική εξουσία πρέπει να χρησιμοποιεί ποσοτικά τους προβλεπόμενους από το Νόμο τρόπους δράσης, ενώ ποιοτικά, σε δεύτερο επίπεδο, πρέπει να ενεργεί όταν συντρέχει ανάγκη, δηλαδή γεγονός που διαταράσσει τη δημόσια τάξη, για όσο χρόνο διαρκεί αυτό το γεγονός και με τον κατάλληλο τρόπο. Δηλαδή, η αστυνομική εξουσία πρέπει να εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και αυτές που τη συναποτελούν (Α. Τάχος, "Δίκαιο της Δημόσιας Τάξης", 1990, σελ. 54).

Η καταχρηστική άσκηση (αστυνομικής) εξουσίας απαγορεύεται ρητά, τόσο στο άρ. 18 ΕΣΔΑ, όσο και στο Διοικητικό και Ποινικό Δίκαιο (αρ 48 ΠΔ 18/1989 και αρ 239 ΠΚ αντίστοιχα).

Η κατάχρηση εξουσίας μπορεί να εμφανιστεί, είτε ως κατάχρηση του επιδιωκόμενου σκοπού, είτε ως κατάχρηση των μέσων που χρησιμοποιούνται προς εξυπηρέτηση του σκοπού.

Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει ο σκοπός να είναι νόμιμος και τα μέσα για την επίτευξή του να είναι ανάλογα του σκοπού. Ειδικότερα, ως προς τον σκοπό, το αρ 103 παρ 1 εδ. α' Σ επιβάλλει ο σκοπός να είναι η εξυπηρέτηση του Λαού, του κοινωνικού συνόλου. Συνεπώς, τα μέτρα που επιλέγονται για την εξυπηρέτηση του σκοπού πρέπει να είναι εκείνα που συνάδουν με τον σκοπό.

Τα μέσα ιεραρχούνται με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της επιείκειας από ήπια σε επαχθή για τους διοικούμενους. Έτσι, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κατάστασης επιλέγεται το κατάλληλο πλην όμως ταυτόχρονα και το λιγότερο επαχθές μέτρο για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης. Αυτή η ιεράρχηση των μέσων έχει την έννοια ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το ηπιότερο μέσο και σε περίπτωση που τελικά δεν εξυπηρετεί το σκοπό, επιλέγεται το αμέσως αυστηρότερο.

Ειδικά, δε, στην περίπτωση της χρήσης όπλων, προϋπόθεση για την νόμιμη χρήση όπλων, είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή, αφενός πρέπει να γίνεται χρήση όπλων, μόνο όποτε προβλέπεται αυτό στο Νόμο (πχ άμυνα, κατάσταση ανάγκης κλπ) και με την προβλεπόμενη διαδικασία και αφετέρου, με βάση την αρχή της καταλληλότητας, αναγκαιότητας και επιείκειας, που επιβάλλει την προηγούμενη εξάντληση ηπιότερων μέσων.

Αντίθετα, η αρχή της σκοπιμότητας, δεν έχει καμιά θέση στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που ο Νόμος θεσπίζει ρητές εξαιρέσεις υπέρ αυτής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: 
Το Σύνταγμα της χώρας επιβάλλει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στη χρήση όπλων και μάλιστα, επιβάλλεται η εξάντληση πρώτα των ηπιότερων μέσων. Η αστυνομική αυθαιρεσία και η καταχρηστική άσκηση αστυνομικής εξουσίας απαγορεύονται ρητά. Η αρχή της σκοπιμότητας δεν έχει καμιά θέση στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που ο Νόμος θεσπίζει ρητές εξαιρέσεις υπέρ αυτής.

Αντίστοιχα, οι Διεθνείς Συμβάσεις που η Ελλάδα έχει υπογράψει και κυρώσει απαγορεύουν τη χρήση χημικών όπλων, εξαιρουμένης μόνο της εξαιρετικής περιπτώσεως, κατά την οποία ενδέχεται να κινδυνεύει πραγματικά και ουσιωδώς η έννομη τάξη και ιδίως, στην ακραία περίπτωση της στάσης. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις, επιβάλλεται εξάντληση των ηπιότερων μέσων, πριν τη χρήση χημικών όπλων.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η χρήση χημικών όπλων σε πορείες, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις συναθροιζόμενου κοινού, οι οποίες ουδόλως πληρούν τις προϋποθέσεις αναγωγής τους είτε σε "κατάσταση άμεσης πραγματικής και ενεστώσας ανάγκης" είτε ακόμα παραπέρα, σε "στάση" και ιδίως, όταν δεν έχει προηγηθεί η χρησιμοποίηση κανενός άλλου ηπιότερου μέσου, αλλά εξαρχής γίνεται χρήση χημικών όπλων, είναι απαγορευμένη, συνιστά απαγορευμένη κατάχρηση εξουσίας, κατά παράβαση των Διεθνών δεσμεύσεων της χώρας και τόσο η αστυνομική αυθαιρεσία όσο και η κατάχρηση αστυνομικής εξουσίας, τυγχάνουν ελεγκτέες από τα Δικαστήρια.

Πόσες αλήθειες χωράνε σε 2 παραγράφους του κου Βενιζέλου?

"Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους είναι ο δικηγόρος του κράτους. Δηλαδή ο δικηγόρος όλων μας, γιατί κράτος είμαστε όλοι μας. Επειδή εδώ είμαστε στο πεδίο της φορολογίας, δηλαδή είμαστε στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, του δημοσίου δικαίου και επειδή η φορολογία είναι άσκηση κρατικής πολιτικής, αρμόδια είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια και όχι τα Πολιτικά Δικαστήρια. Είναι άλλο πράγμα η σχέση της ΔΕΗ με τους καταναλωτές της, άλλο πράγμα η σχέση του κράτους με τους φορολογουμένους του.
Εμείς θα κινηθούμε στο επίπεδο της σχέσης κράτους–φορολογούμενου, διοίκησης–διοικούμενου, και δεν θα κάνουμε ανταγωνισμό νομικών επινοήσεων και τεχνασμάτων, γιατί πρέπει να σας πω ότι δεν συγκινούμε από τέτοιου είδους δραστηριότητες εγώ προσωπικά. Δεν θα κοροϊδέψει κανείς κανέναν πολίτη. Ο πολίτης εάν έχει ανάγκη, θα έχει τρόπο να το πει αυτό και στη ΔΕΗ και στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, σε συνεργασία με τους Δήμους, υπό την αιγίδα της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων. Δεν χρειάζεται κανείς να κάνει τον αυτόκλητο διαμεσολαβητή ή υπερασπιστή."
(Συνέντευξη Τύπου του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, για την κατάθεση του Προϋπολογισμού 2012 (18-11-2011), πηγή κειμένου: http://www.minfin.gr/portal/el/resource/contentObject/id/a7e06095-28e1-41e0-97ad-1b2ad859f40b )
 
Ας πάρουμε με τη σειρά, μια-μια τις προτάσεις που συντάσσει ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, για να δούμε τι μας λέει

ΛΕΕΙ:
"Επειδή εδώ είμαστε στο πεδίο της φορολογίας, δηλαδή είμαστε στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, του δημοσίου δικαίου και επειδή η φορολογία είναι άσκηση κρατικής πολιτικής, αρμόδια είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια και όχι τα Πολιτικά Δικαστήρια."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Αντιλαμβάνομαι ότι ο Υπουργός βλέπει φόρους ακόμα και στους λογαριασμούς της ΔΕΗ αλλά η νομική πραγματικότητα είναι κατά τι διαφορετική.

Είναι προφανές, ότι με την επιβολή του φόρου (ΕΕΤΗΔΕ), η Διοίκηση παρεμβαίνει παράνομα και αντισυνταγματικά, στη συμβατική ελευθερία των μερών, αφού διαμορφώνει μονομερώς και επιβάλλει νομοθετικά νέους ουσιώδεις όρους στη σύμβαση, μεταξύ του πελάτη-πολίτη και της ΔΕΗ ΑΕ. Αυτή η συμβατική μεταβολή, ως μεταβολή που επέρχεται σε σύμβαση διεπόμενη από το Ιδιωτικό Δίκαιο, ελέγχεται ως προς τη νομιμότητά της από τα Πολιτικά Δικαστήρια.

Ειδικότερα, η Διοίκηση επιβάλλει μονομερή και δη, δυσμενή τροποποίηση των συμβατικών όρων, που έχουν συνομολογηθεί μεταξύ του πολίτη-καταναλωτή και της ΔΕΗ ΑΕ (έστω και υπό την μορφή των ΓΟΣ της σύμβασης προσχωρήσεως) αιφνιδιάζοντας επιθετικά τον καταναλωτή κι εκμεταλλευόμενη τη δεσπόζουσα θέση της Επιχείρησης στον ολιγοπωλιακό ελληνικό χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας.

Ως προς τούτο, οι πράξεις της Διοίκησης ελέγχονται σύμφωνα με το νόμο περί Προστασίας του Καταναλωτή (Ν 2251/1994) και μάλιστα, με Συνταγματικές εγγυήσεις (δείτε Ιωάννη Καράκωστα, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή) και εγγυήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Εξάλλου, τα Διοικητικά Δικαστήρια θα ήταν εντελώς αναρμόδια, για να κρίνουν το κύρος της μεταβολής των Γενικών Όρων των Συναλλαγών, σε μια σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου, που καταρτίστηκε μεταξύ ενός πολίτη και μιας ανωνύμου εταιρίας, εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

Μάλιστα, ενόψει της σπουδαιότητας του παρεχόμενου αγαθού (ηλεκτρική ενέργεια) υπάρχουν σχετικές Κοινοτικές Οδηγίες, οι οποίες, αφενός απαγορεύουν στα κράτη-μέλη της ΕΕ την ανάπτυξη πολιτικών που επιτείνουν την "ενεργειακή φτώχεια" (όρος που χρησιμοποιείται στις Οδηγίες) και αφετέρου, επιβάλλεται η προστασία του καταναλωτή, ιδίως δε στις περιπτώσεις καθολικής παροχής υπηρεσιών (η ΔΕΗ ΑΕ εμπίπτει στην έννοια της καθολικής παρόχου υπηρεσίας, αντί πολλών: μελέτη-γνωμοδότηση Χριστίνας Βρεττού, ΔιΜΕΕ 3/2008, Έτος 5ο, σελ 312-322, καθώς και κείμενο της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ της 13-7-2009).

Συνεπώς, ναι μεν ο Υπουργός βλέπει μόνο έναν φόρο, αλλά η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη, από αυτή που παρουσιάζει ο Υπουργός, αφού εν τέλει, μιλάμε για μια ανώνυμη εταιρία με προφανή δεσπόζουσα θέση (ΔΕΗ ΑΕ), την οποία παρανόμως εκμεταλλεύεται το Ελληνικό Δήμόσιο, για ένα αγαθό υψίστης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας (ηλεκτρισμός) και μια σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (παροχή ρεύματος έναντι αντιτίμου), η οποία επιβαρύνεται από έναν φόρο (ΕΕΤΗΔΕ).

Αυτή είναι η πλήρης νομική εικόνα.

Οι απλουστεύσεις του Υπουργού ενδέχεται να εξυπηρετούν είτε το πολιτικό του ακροατήριο, είτε την απόπειρα προβολής μιας αποφασιστικής εικόνας πολιτικής επιβολής, είτε την δημιουργία τρόμου και την υφέρπουσα απόπειρα άσκησης διοικητικής βίας αλλά αφήνουν εντελώς αδιάφορο το νομικό ακροατήριο.

Εξάλλου, αν, όντως, η πραγματικότητα ήταν τόσο απλή, δεν θα ήταν αναγκαία η επιβολή του φόρου, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ αλλά θα γινόταν με την κλασσική μέθοδο της ταμειακής βεβαίωσης του φόρου και την αποστολή της σχετικής ειδοποίησης σε καθέναν από εμάς. Τότε, όντως θα μιλούσαμε μόνο για έναν φόρο.

Αλλά αυτή η τελευταία διαδικασία, δεν θα μπορούσε νόμιμα να εφαρμοστεί, καθόσον το Σύνταγμα απαγορεύει την διπλή φορολόγηση της ίδιας φορολογητέας ύλης περισσότερες της μιας φοράς μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος.

Άρα η ενσωμάτωση του φόρου στο λογαριασμό της ΔΕΗ και η βάφτισή του ως "τέλους", συνιστά μια νομική αναγκαιότητα για το Υπουργείο και δείχνει ακριβώς, ότι ήδη από την θέσπισή του το ΕΕΤΗΔΕ αντιμετώπιζε...υπαρξιακά προβλήματα, δηλαδή προβλήματα νομιμότητας, που το φέρνουν έκτοτε αντιμέτωπο με την εξαφάνισή του.

ΛΕΕΙ: 
"Είναι άλλο πράγμα η σχέση της ΔΕΗ με τους καταναλωτές της, άλλο πράγμα η σχέση του κράτους με τους φορολογουμένους του."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
 
Ακριβώς!

Συνεπώς, από άλλο δίκαιο διέπεται η σχέση της ΔΕΗ με τους καταναλωτές της (ιδιωτικό δίκαιο) κι από άλλο δίκαιο διέπεται η σχέση του κράτους με τους φορολογουμένους του (δημόσιο δίκαιο).

Με την πρόταση αυτή, ήδη ο Υπουργός αναγνώρισε την αρμοδιότητα των Πολιτικών Δικαστηρίων, προς εξέταση κάθε αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και αγωγών εναντίον της ΔΕΗ.

Και τούτο, διότι, το δικόγραφο της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων δεν στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά κατά της ΔΕΗ ΑΕ, για τους λόγους που αναφέρονται κάθε φορά σε αυτό.

Ο νομικός κόσμος ουδόλως έσφαλλε υπαγάγωντας στην κρίση του Πολιτικού Δικαστή την σχέση ΔΕΗ-καταναλωτή.
Απεναντίας, σύγχυση φαίνεται να επικρατεί στο Υπουργείο, το οποίο, αφενός μεν, διακρίνει ότι έχει να κάνει με δυο διαφορετικά "πράγματα", πλην όμως επιδιώκει να υπαγάγει και τα δυο στο δημόσιο δίκαιο, στερώντας τον πολίτη από την δικαστική προστασία που δικαιούται, κατ' άρθρο 20 του Συντάγματος.

ΛΕΕΙ: 
"Εμείς θα κινηθούμε στο επίπεδο της σχέσης κράτους–φορολογούμενου, διοίκησης–διοικούμενου, και δεν θα κάνουμε ανταγωνισμό νομικών επινοήσεων και τεχνασμάτων γιατί πρέπει να σας πω ότι δεν συγκινούμε από τέτοιου είδους δραστηριότητες εγώ προσωπικά."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
 
Αν και η πολιτική ιστορία του Υπουργού δείχνει, ότι αυτός είναι ο εμπνευστής μεγάλης μερίδας νομικών επινοήσεων και τεχνασμάτων που φαίνεται να τον συγκινούν ιδιαίτερα (πχ βουλευτικό ασυμβίβαστο, εξάλειψη του αξιοποίνου σε κακουργηματική υπεξαίρεση άμα τη επιστροφή των υπεξαιρεθέντων κλπ), θα παραβλέψω τα ιστορικά δεδομένα, χάριν της ουσιώδους εξέτασης των νομικών θεμάτων που προκύπτουν.
'
1. Σε αυτό το σημείο, είναι σωστό να δούμε το πρώτο νομικό τέχνασμα του Υπουργού, σχετικά με το ΕΕΤΗΔΕ.
Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4021/2011 (ΦΕΚ 218/Α΄/03-10-2011), αναφέρεται επί λέξει:
"...επιλέχθηκε από την Κυβέρνηση η επιβολή ειδικού τέλους στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα με οικιστική ή εμπορική χρήση... επιβάλλεται σε περιουσία της οποίας η πραγματική αξία εξαρτάται απολύτως από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και συνεπώς, εμπεριέχει σαφή στοιχεία εμμέσου ανταποδοτικής ικανότητας".

Κατά την έννοια του Νόμου και την πάγια νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων, κάθε επιβαλλόμενο τέλος, θα πρέπει να έχει άμεση και ειδική ανταποδοτικότητα (ΑΠΟλομ 751/ 1986).

Απεναντίας, οτιδήποτε αναπτύσσει μόνο έμμεση ανταποδοτικότητα, θεωρείται φόρος (ΑΕΔ 5/1984, ΣτΕ 3386, 1103/1989, 3954, 105-6/1982, 648/1981 , 18/1994 ΑΠ (ΟΛΟΜ), ΣτΕ 1891/1978, 3796/1983, 2624/1985, 3268/1990, 4122-3/2001, 4435/2005 περί του τέλους φωτισμού, ΣτΕ 1717-1718/2003 επταμ. περί του «τέλους ρυπάνσεως» και ΣτΕ 42/2007 επταμ. περί δημοτικού τέλους για πολιτιστικές και μορφωτικές εκδηλώσεις).

Ο νομικός χαρακτηρισμός που προσδίδει ο Νόμος ή/και οι συναφείς κανονιστικές διοικητικές πράξεις παραμένει αδιάφορος, ενόψει του ανωτέρω κριτηρίου, ενώ ο αυθεντικός νομικός χαρακτηρισμός εναπόκειται στο εκάστοτε επιλαμβανόμενο Δικαστήριο.

Ώστε, ήδη από την Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου 4021/2011, αποκαλύπτεται το πρώτο τέχνασμα του Υπουργού:
Το δήθεν "τέλος", είναι τελικά, φόρος, καθόσον, όπως επί λέξει ομολογείται "εμπεριέχει στοιχεία εμμέσου ανταποδοτικής ικανότητας".  Ώστε το πρώτο τέχνασμα εν τέλει, αφορά το μυστήριο της βαπτίσεως του ΦΟΡΟΥ σε "τέλος".
 

2. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, το Σύνταγμα (αρ 17) απαγορεύει την διπλή φορολόγηση της ίδιας φορολογητέας ύλης περισσότερες της μιας φοράς μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος.

Μάλιστα, ήδη από τις διατάξεις του Ν. 1249/1982 προβλέπεται επιβολή φόρου σε ΟΛΑ τα ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ από την ιθαγένεια, κατοικία ή την έδρα  του ιδιοκτήτη τους.

Ώστε, ήδη, όλοι οι Έλληνες, φορολογούμαστε για την ακίνητη περιουσία μας.

Οπότε, προέκυψε ως διπλή αναγκαιότητα, ο εν λόγω φόρος να βαφτιστεί "τέλος", για να επιβιώσει, καθόσον επιβάλλεται σε φορολογητέα ύλη, η οποία έχει ήδη φορολογηθεί.

Το δεύτερο τέχνασμα του Υπουργού, λοιπόν, είναι ακριβώς αυτό:
Φορολόγησε για δεύτερη φορά τα ίδια πράγματα.
 

3. Το τρίτο τέχνασμα του Υπουργού είναι ότι η διαδικασία της βεβαιώσεως αμέσου ή εμμέσου φόρου ή προστίμου ή τέλους κλπ στην αρμόδια ΔΟΥ, συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας εισπράξεως δημοσίων εσόδων, αφού από τη βεβαίωση και ένθεν παράγεται ο νόμιμος τίτλος είσπραξης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ η προηγούμενη καταλογιστική πράξη δεν αναπτύσσει εκτελεστότητα, ούτε καν προσωρινή.

Eάν ελλείπει ή/και προσβάλλεται η καταλογιστική πράξη (που προηγείται της βεβαιώσεως και συνεπώς, αποτελεί το προαπαιτούμενο για την έκδοση του νομίμου τίτλου - όπως συμβαίνει στην περίπτωση του εν λόγω "τέλους"), τότε η καταλογιστική πράξη ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΟΥΤΕ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ και συνεπώς, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ με μόνη την καταλογιστική πράξη.

Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι, με μόνη την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης και ελλείψει της βεβαιώσεως του ποσού του ΕΕΤΗΔΕ στην αρμόδια ΔΟΥ, η καταλογιστική πράξη που κοινοποιείται με την ατομική ειδοποίηση ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΙ και συνεπώς, δεν μπορεί να διακοπεί η ηλεκτροδότηση (είτε η διακοπή θεωρηθεί ως εκτέλεση είτε ως παρεπόμενο της εκτέλεσης μέτρο).

Ιδιαίτερα ευνοϊκό στην κατεύθυνση αυτή, στάθηκε και το σκεπτικό της πρόσφατης 435/2011 Γνωμοδότησης του ΝΣΚ (με την οποία απαγορεύτηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων η είσπραξη της ΔΕΗ χωρίς την καταβολή του ΕΕΤΗΔΕ), που διαπιστώνει ότι η ανακύπτουσα διαφορά είναι φορολογικής-διοικητικής φύσεως.

Επομένως, εάν η ανακύπτουσα διαφορά είναι φορολογικής-διοικητικής φύσεως, θα πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως του ΚΕΔΕ, μη δυναμένης της καταλογιστικής πράξης (δηλ. του λογαριασμού της ΔΕΗ) να οδηγήσει σε νόμιμη εκτέλεση (δηλ. διακοπή της ηλεκτροδότησης).

Ξέρετε ποιος τα λέει αυτά?
Όχι μόνο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την υπ' αριθμ 641/1993 Γνωμοδότηση.
Δηλαδή, δεν τα λένε μόνο οι δικηγόροι του Ελληνικού Δημοσίου...

ΤΑ ΛΕΕΙ ΚΑΙ Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΟΥ 2001!
Ο Υφυπουργός Οικονομικών το 2001 έχει εκδόσει την YΠOIK 1065136/4186-11/0016/ΠΟΛ.1140/14.5.2001 "Περί της δυνατότητας βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων του Δημοσίου κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής των άρθρων 68 παρ. 2, 88 εδ. β, 200-205, 206-209 και 228 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/99)"

Με την ανωτέρω Υπουργική Απόφαση έγινε δεκτή η υπ' αριθμ 426/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στο σκεπτικό της οποίας περιλαμβάνεται το σκεπτικό της ανωτέρο υπ' αριθμ 641/1993 Γνωμοδότησης του ΝΣΚ.

Μάλιστα, η διάταξη της παρ 4 του αρ 7 του Ν 3086/2002 αναφέρει επί λέξει ότι
"4. Οι γνωμοδοτήσεις δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, πριν από την αποδοχή τους με επισημειωματική πράξη από τον Πρόεδρο της Βουλής, τον αρμόδιο Υπουργό, ή το Διοικητικό Συμβούλιο Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο αυτού ή Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής ή από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Μετά την αποδοχή τους οι γνωμοδοτήσεις αποτελούν πράξεις, που είναι υποχρεωτικές για τη Διοίκηση ή το Νομικό Πρόσωπο ή την Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή."
 

Ενόψει όλων των ανωτέρω και ειδικότερα της ΑΠΟΔΟΧΗΣ των υπ' αριθμ 641/1993 και 426/2000 Γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ από τον Υφυπουργό Οικονομικών και με δεδομένο, ότι η θέση του Υπουργού είναι Ανώτατη μεν, πλην όμως Διοικητική Θέση (κατά τη θεωρία του Διοικητικού Δικαίου ο Υπουργός βρίσκεται "στην κορυφή της Διοικητικής πυραμίδας"), η οποία υπόκειται στο κανονιστικό πεδίο των ρυθμίσεων του Ν 3086/2002, εκτιμώ ότι θα πρέπει, είτε ο ίδιος ο Υπουργός να εκδίδει τις πράξεις αναστολής κατά της διακοπής της ηλεκτροδότησης (ενόψει μη τηρήσεως του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας), είτε θα πρέπει να διαπιστωθεί, ότι ο Υπουργός παραβιάζει ουσιαστική διάταξη Νόμου (παρ.4 αρ.7 Ν.3086/2002) και ως εκ τούτου, θα πρέπει να κινηθεί σε βάρος του η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο περί ευθύνης Υπουργών.

Καταλήγοντας, σκέφτομαι ότι είναι ευτύχημα που ο Υπουργός που δεν κάνει "ανταγωνισμό νομικών επινοήσεων και τεχνασμάτων".

Αφενός, γιατί νομίζω, ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να κερδίσει έναν τέτοιο διαγωνισμό, απέναντι σε αυτό τον Υπουργό.

Και αφετέρου, γιατί ο νομικός κόσμος της χώρας δεν έπραξε κάτι άλλο από το αυτονόητο: Υπήγαγε μια σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ενώπιον του πολιτικού Δικαστή.

Ενώ ο Υπουργός έπραξε εις τριπλούν το αδιανόητο: Με νομικούς ακροβατισμούς, επινοήσεις και τεχνάσματα επιδιώκει να φορολογήσει 2 φορές την ήδη φορολογημένη ύλη, καταστρατηγώντας το Σύνταγμα, τους Νόμους και τις Υπουργικές Αποφάσεις, που το Υπουργείο του έχει εκδόσει στο παρελθόν και την ίδια στιγμή προσπαθεί να μας πείσει ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν κάνει...

ΛΕΕΙ:
"Δεν θα κοροϊδέψει κανείς κανέναν πολίτη. Ο πολίτης εάν έχει ανάγκη, θα έχει τρόπο να το πει αυτό και στη ΔΕΗ και στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, σε συνεργασία με τους Δήμους, υπό την αιγίδα της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων. Δεν χρειάζεται κανείς να κάνει τον αυτόκλητο διαμεσολαβητή ή υπερασπιστή."

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
 
Όντως, δεν έχουμε ανάγκη από αυτόκλητους εξομολόγους και πνευματικούς τύπου ΔΕΗ, ΓΓΠΣ, Δήμους και ΚΕΔΚΕ.

Έχουμε ανάγκη από τον φυσικό Δικαστή του άρθρου 20 του Συντάγματος.

Μπορεί Εσείς να διεκδικείτε κατ' αποκλειστικότητα και κατ' αποκοπή το ρόλο του "αυτόκλητου διαμεσολαβητή ή υπερασπιστή" του πολίτη, αλλά αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε σήμερα είναι αρκετούς δικαστές, πραγματικά ανεξάρτητους, μακριά και πέρα από τις δικές σας παρεμβάσεις και πιέσεις, για να μας προστατεύσουν επαρκώς από την παράνοια του σάπιου πολιτικού συστήματος, που με τόσο σθένος υπηρετείτε.


Με ειλικρίνεια,
Ένας κακός δικηγόρος

Είναι, τελικά, μονόδρομος το ευρώ?

Οικονομολόγος δεν είμαι και, για να είμαι ειλικρινής, ουδόλως επιθυμώ να γίνω, αφού η οικονομική επιστήμη αποπειράται να ρυθμίσει τους αριθμούς, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ενώ δικός μου προβληματισμός και στόχευση, είναι να ρυθμίζονται οι ζωές των ανθρώπων και τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά τέτοιο τρόπο, που να μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη δημοκρατική κοινωνία.

Συνεπώς, εφόσον οι επιδιώξεις μου με την οικονομική επιστήμη διίστανται, οι πορείες μας θα παραμείνουν χωριστές, οι προσεγγίσεις μας θα παραμείνουν χαοτικά διαφορετικές και τα συμπεράσματά μας εκ διαμέτρου αντίθετα.

Τις τελευταίες μέρες, όμως, παρακολουθώ κι εγώ την φιλολογία που αναπτύσσεται σχετικά με τον δήθεν μονόδρομο που λέγεται ευρώ. Δηλαδή, όλοι οι αξιωματούχοι αυτής της κυβέρνησης, από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο κλητήρα κάποιου Υπουργείου, παρελαύνουν από τα κανάλια και με ύφος που δεν επιδέχεται καμιάς αμφισβήτησης, σχεδόν προστάζουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ.

Μιλούν σαν να είναι το ευρώ μιας κάποιας μορφής πανάκεια, ένας ιερός και σχεδόν απαράβατος όρος, μια ιστορική και πραγματική αναγκαιότητα.
 

(Μου θυμίζει τον μονόδρομο που επικαλούνταν ο Σημίτης, όταν ήθελε να βάλει την χώρα στην ΟΝΕ. Και τότε, πολύ κριτικά και με σκεπτικισμό αντιμετώπιζα την παρουσίαση μιας πορείας, ως μονόδρομου. Μάλλον είμαι αλλεργικός στους μονόδρομους, ιδίως όταν τελικά αποδεικνύονται αδιέξοδοι...)

Όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι, λοιπόν, που παρελαύνουν από τα κανάλια και μας βομβαρδίζουν, σχεδόν προπαγανδίζοντας την αόριστη αναγκαιότητα να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, αν υποψιαστούν ότι ο ακροατής παρουσιάζει ανησυχητικά δείγματα αμφισβήτησης, τότε αρχίζουν να καταστροφολογούν και να προκαλούν φόβο, με γνωστά τσιτάτα, ισχυριζόμενοι ότι "η χώρα είναι στο χείλος του γκρεμού" και "είναι κρίσιμες ώρες που όλοι πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας".

Ιδιαίτερα εύστοχο, σχετικά με το πολιτικό εργαλείο που λέγεται "Φόβος", βρήκα ένα άρθρο της Έλενας Ακρίτα, στο οποίο σας παραπέμπω, αντί της όποιας παραπέρα δικής μου ανάλυσης.
http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4670719

Προσπερνώντας, λοιπόν, το φόβο μου, αποφάσισα να ψάξω λίγο τα νομικά και τα οικονομικά πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση της σημερινής κατάστασης.

Έτσι, ως προς το νομικό κομμάτι, ανακάλυψα το εύλογο, που δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα.


Ότι δηλαδή, τα φερόμενα ως λήγοντα αυτή τη στιγμή ελληνικά ομόλογα, είναι τα 10ετή ομόλογα του 2001, όταν δηλαδή είχαμε...δραχμή!

Αυτό σημαίνει, αυτή τη στιγμή καλούμαστε να πληρώσουμε δραχμικά ομόλογα, δηλαδή καλούμαστε να πληρώσουμε δραχμές!

Μάλιστα, τα ομόλογα αυτά διέπονται από το Ελληνικό Δίκαιο και επομένως η αποπληρωμή τους θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει σε δραχμές και με δυνατότητα ασκήσεως από μέρους μας του δικαιώματος της μονομερούς διαγραφής τους χρέους, όπως αναγνωρίζει, ως δικαίωμα των κυρίαρχων κρατικών οντοτήτων, το Διεθνές Δίκαιο.
Αντί πολλών, ως προς το νομικό κομμάτι σας παραπέμπω εδώ
http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ayto-isos-einai-megalytero-mystiko-tis-ellinikis-krisis-toy-panoy-panagiotoy

Αν όντως ισχύουν όσα αναφέρει το δημοσίευμα, τότε είμαστε έτοιμοι να απεμπολήσουμε ένα πραγματικό πανίσχυρο νομικό εργαλείο και να χάσουμε έναν ιδιαίτερα ευνοϊκό τρόπο χειρισμού και διαχείρισης του Ελληνικού ελλείμματος και χρέους, σύμφωνα με τα όσα προστάζουν οι... "Μερκοζί" (Μέρκελ+Σαρκοζί). Και, εάν τελικά, απολέσουμε αυτό το πανίσχυρο νομικό επιχείρημα, νομίζω ότι οι ευθύνες των αρμοδίων διαφεύγουν πια, από το επίπεδο της πολιτικής και αντικειμενικοποιούνται στο κοινό αστικό και ποινικό δίκαιο...

Ωστόσο, εύλογα θα μου πείτε ότι, όλο αυτό δείχνει απλά μια νομική δυνατότητα και δεν απαντά στο ερώτημα, τι θα συμβεί με μια ενδεχόμενη επιστροφή στην δραχμή. Πράγματι, μέχρι στιγμής, διαφαίνεται μια δυνατότητα νομικού χειρισμού του θέματος, πλην όμως δεν μεταβάλλονται τα μακροοικονομικά δεδομένα, ή τουλάχιστον δεν μεταβάλλονται κατά τρόπο, ώστε οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης επιστροφής στη δραχμή να είναι διαφορετικές της καταστροφής που προοιωνίζουν οι καταστροφολόγοι.

Οπότε, προέκυψε ως λογική αναγκαιότητα της αναζήτησής μου, να τεκμηριώσω, αν όντως η επιστροφή στη δραχμή είναι καταστροφική ή αντίθετα έχει θεωρητική και πραγματική βάση. Όμως, ευτυχώς για εμένα, το κλίμα της εποχής ευνοεί, ώστε να έχω άμεση πρόσβαση σε γνώση που δεν κατέχω, σχετικά με το πώς μπορεί να γίνει η μετάβαση σε ένα εθνικό νόμισμα και ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας μετάβασης.

Αντί να τα αναπαράγω, πράγμα άλλωστε το οποίο θα ήταν ενάντια στην ηθική μου αλλά και στην πνευματική ιδιοκτησία των δημιουργών των κειμένων, σας παραθέτω αυτούσια τα links ώστε να διαπιστώσετε μόνοι σας, ότι η δήθεν παρουσιαζόμενη καταστροφή...δεν υπάρχει πουθενά.

http://topontiki.gr/article/17684
http://dimitriskazakis.blogspot.com/2011/06/blog-post_6317.html

Και 3 βίντεο με σχετικό θέμα:

http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=RpuEjMnc49c
http://www.youtube.com/watch?v=i2HxSiwIylE&feature=player_embedded#!
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=99MQy7Sj2VU

Και τέλος μια ιδιαίτερα διαφωτιστική ΑΡΝΗΣΗ της Βουλγαρίας να μπει στο ευρώ.
http://www.zougla.gr/page.ashx?pid=2&aid=360362&cid=5
(ω, ναι η Βουλγαρία σνομπάρει το ευρώ!)

Μετά από όλα αυτά, νομίζω ότι η επιστροφή της χώρας σε εθνικό νόμισμα δεν είναι μόνο συνέπεια της δημοσιονομικής μας κρίσης αλλά συνιστά μια πραγματική αναγκαιότητα, προκειμένου να διατηρήσουμε όσα προλαβαίνουμε, σε επίπεδο πολιτικής ανεξαρτησίας του τόπου, σε επίπεδο Συνταγματικών αρχών και δικαιωμάτων, σε επίπεδο κοινωνίας και εθνικής ανεξαρτησίας.

Όσο για τις φωνές της καταστροφής?
Αυτούς που μας λένε ότι η επιστροφή στην δραχμή θα είναι μια κόλαση, ένα μαρτύριο, μια ολοκληρωτική καταστροφή, ένας Αρμαγεδώνας?

Όσο τις ακούω από επίσημα χείλη, τόσο μου θυμίζουν το ρητό του Τόμας Τζέφερσον (Αμερικανός πρόεδρος) που έλεγε:
"Μόνο ένα λάθος χρειάζεται την υποστήριξη της κυβέρνησης.
Η αλήθεια μπορεί να σταθεί μόνη της."

PSI+ Αγγλικό Δίκαιο = Ελληνική τραγωδία


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τόσο καιρό, ακούμε για το μείζον θέμα της υπαγωγής του Ελληνικού χρέους σε αγγλικό δίκαιο.  Διαισθαντικά μπορούμε ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι αυτό δεν είναι κάτι καλό.
Ωστόσο, δεν έχει εξηγηθεί, ποιο ακριβώς είναι το διακύβευμα από μια τέτοια μεταβολή. Επιχειρώ μια πρώτη προσέγγιση του θέματος, ελπίζοντας ότι άλλοι, επιφανέστεροι και αρτιότεροι νομικοί θα αποδώσουν με περισσότερη επιστημονικότητα από εμένα τα εν λόγω ζητήματα.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Α. ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Α.1. Η ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ
Ετεροδικία καλείται η μη υπαγωγή ξένων κρατών στη δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων. Η αναρμοδιότητα αυτή των εγχώριων δικαστηρίων στο να εκδικάζουν υποθέσεις τις οποίες διάδικο μέρος είναι ένα ξένο κράτος αποτελεί καθιερωμένο κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου.

Μπορούμε να δικαιολογήσουμε το θεσμό της ετεροδικίας με δύο κριτήρια:
α) Το ξένο κράτος, στην περιοχή της δράσεως του πρέπει να εξασφαλίζεται από οποιαδήποτε παρεμβολή ξένου κράτους (αρχή της μη επεμβάσεως ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους) και,
β) Η ομαλότητα στις διεθνείς σχέσεις εξασφαλίζεται περισσότερο με την οριοθέτηση των περιοχών δράσεως του κάθε κράτους.

Η αρχή της ετεροδικίας, δεν αποκλείει, ώστε τα κράτη, όταν προκύπτει συγκεκριμένο πρόβλημα, να διαπραγματεύονται και να βρίσκουν λύσεις, που δεν περνούν από τη δικαστική εξουσία του ενός ή του άλλου κράτους.

Η ετεροδικία καλύπτει:
α) πρόσωπα που από την ιδιότητά τους είναι στενότατα συνδεδεμένα με τη λειτουργία του Κράτους και ειδικότερα με τις εξωτερικές τους σχέσεις, και
β) πράξεις που πραγματοποιούνται στο όνομα και για λογαριασμό του ξένου κράτους.

Α.2. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
Μετά την ρωσική επανάσταση του 1917, έχει παρατηρηθεί εντυπωσιακή μεταβολή στους φορείς των οικονομικών σχέσεων. Το κράτος, όχι μόνο στα σοσιαλιστικά συστήματα, αλλά και σε άλλα μικτά συστήματα, είναι ένας φορέας που συνεχώς παρεμβαίνει στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές. Ο θεσμός της ετεροδικίας αλλοιώνεται, αφού η δικαιολογητική βάση είναι η αποτροπή παρεμβάσεων στην αρμοδιότητα του ξένου κράτους, το οποίο ασκεί πολιτική εξουσία.

Εάν ένα Κράτος λειτουργεί σαν έμπορος, τότε το προνόμιο της ετεροδικίας σημαίνει άνιση μεταχείριση του κράτους αυτού έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Αυτός ο αντισυμβαλλόμενος, που είναι συνήθως ιδιώτης, με βάση την απόλυτη ισχύ του προνομίου της ετεροδικίας, χάνει τη δυνατότητα έννομης προστασίας από τα δικαστήρια.

Τα δικαστήρια κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν εν τοις πράγμασι το θέμα. Προκειμένου να καταστεί δυνατή, αφενός η παροχή έννομης προστασίας και αφετέρου να μην παραβιαστεί το προνόμιο της ετεροδικίας, τα Δικαστήρια κατέληξαν σε μια λειτουργική διάκριση των πράξεων. Άρχισαν, δηλαδή, να διακρίνουν τις πράξεις του κράτους, ανάλογα με την επιτελούμενη λειτουργία τους.

Έτσι, εκείνες οι πράξεις που εκδήλωναν δημόσια εξουσία παρέμειναν έξω από τη δικαιοδοσία των εγχώριων δικαστηρίων, ως υποκείμενες στο προνόμιο της ετεροδικίας, ενώ οι υπόλοιπες, που αποτελούσαν πράξεις διαχείρισης, μπορούσαν να εκδικάζονται, ώστε να διαφυλαχθεί η έννοια της δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις.

Με βάση τα παραπάνω, στην δεύτερη περίπτωση, ο Δικαστής, αν διαπιστώσει, πως η επίδικη πράξη μπορεί να τελεστεί και από ιδιώτη, δηλαδή δεν είναι από εκείνες που αποτελούν προνόμιο της δημόσιας εξουσίας, κηρύσσει το Δικαστήριο αρμόδιο να εξετάσει την αγωγή και δεν κωλύεται από την ετεροδικία.

Η παραίτηση από την ετεροδικία, που αποτελεί δικαίωμα του εναγομένου ξένου κράτους, πρέπει να είναι ρητή και σαφής. Είναι ρητή, όταν αναφέρεται σε γενική ή ειδική διμερή εμπορική συμφωνία, που ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη παραιτούνται αμοιβαία από το δικαίωμα της ετεροδικίας για τις πράξεις που αφορούν τη σύμβαση.

Παραίτηση από την ετεροδικία μπορεί να γίνει και σιωπηρά. Έτσι, η υποβολή αγωγής από τον εκπρόσωπο του ξένου κράτους, υποδηλώνει σιωπηρή παραίτηση από την ετεροδικία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διατύπωση ρήτρας διαιτησίας σε συμβάσεις μεταξύ κρατών και ξένων ιδιωτών.

Α.3. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑΣ
Αρχικά, το αγγλοσαξονικό σύστημα τάχθηκε υπέρ του δόγματος της απόλυτης ετεροδικίας. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια σημειώθηκε μια ραγδαία εξέλιξη, που οδηγεί στην εγκατάλειψη της απόλυτης ετεροδικίας του ξένου κράτους.

Στις ΗΠΑ, η εξέλιξη αυτή έχει την αφετηρία της στην επιστολή που απέστειλε το 1952 ο αναπληρωτής νομικός σύμβουλος του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών (γνωστή ως Tate Letter) προς το υπουργείο δικαιοσύνης.

Η επιστολή αυτή έδινε την εξής κατευθυντήρια γραμμή: Στο μέτρο που τα δικαστήρια θα ζητούσαν τη γνώμη του υπουργείου των εξωτερικών, η αναγνώριση της ετεροδικίας υπέρ του ξένου κράτους είναι νοητή μόνο όταν το ξένο κράτος ενεργεί υπό την κρατική του ιδιότητα και όχι ως έμπορος.

Η Tate Letter υιοθέτησε, λοιπόν, τη γνωστή διάκριση μεταξύ πράξεων σε iure imperii (δίκαιο των πράξεων δημόσιας εξουσίας) και iure guestionis (δίκαιο των πράξεων που μπορούν να τελεστούν και από ιδιώτη).

Στη λογική αυτή ψηφίστηκε στην Μεγάλη Βρετανία, η νομοθετική πράξη «State Immunity Act -1978» (συντομογραφικά: SIA), καθώς και η αντίστοιχη νομοθετική πράξη των ΗΠΑ με την ονομασία, «Foreign Sovereign Immunities Act-1976» (συντομογραφικά: FSIA).

Έτσι, πχ, το Εφετείο της Μ. Βρετανίας, στην υπόθεση Trendex vs Central Bank of Nigeria, δέχτηκε την αρμοδιότητα των Βρετανικών Δικαστηρίων σε αγωγή κατά της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, δηλαδή αγωγή κατά νομικού προσώπου, που αποτελεί κατ’ εξοχήν όργανο ξένης πολιτείας.

(Ιστορικό της υποθέσεως: Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας είχε εκδώσει εγγυητική επιστολή σε βρετανική τράπεζα, για αγορά τσιμέντου που πραγματοποιήθηκε απευθείας από τον Νιγηριανό Υπουργό Άμυνας. Η εγγυητική επιστολή αποδείχτηκε ακάλυπτη. Ωστόσο, θεωρήθηκε ότι η πράξη αυτή του νομικού προσώπου του αλλοδαπού κράτους, ήταν πράξη διαχείρισης (iure gestionis) και συνεπώς μπορούσε να κριθεί από τα Βρετανικά Δικαστήρια).

Τα τελευταία χρόνια, νομολογία και επιστήμη επιδιώκουν ολοένα και μεγαλύτερο περιορισμό του θεσμού της ετεροδικίας. Υποστηρίζεται, πια, η άποψη ότι, όταν ένα κράτος εμφανίζεται στην αγορά και προβαίνει σε πράξεις, οι οποίες στις ανοιχτές οικονομίες καλύπτονται από δικαστική προστασία, τότε το ξένο κράτος υπάγεται στον εγχώριο δικαστή.

Και μάλιστα, η υπαγωγή αυτή είναι ανεξάρτητη από το εάν η πράξη που τελέστηκε ήταν πράξη εξουσίας ή πράξη διαχειρίσεως.

Η θεωρία αυτή αποκαλείται «Market Place Doctrine» (θεωρία της αγοράς) και, παρόλο που είναι υπερβολική, τείνει σήμερα να εφαρμοστεί.

Α.4. ΕΤΕΡΟΔΙΚΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι άλλο πράγμα είναι η αρμοδιότητα των εγχώριων δικαστηρίων να εξετάζουν αγωγές που στρέφονται κατά ξένων κρατών (Ετεροδικία της Αρμοδιότητας – Immunity from Jurisdiction) και άλλο πράγμα είναι η δυνατότητα λήψεως εκτελεστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου (Ετεροδικία της Εκτέλεσης – Immunity from Execution), δηλαδή η εκτέλεση μιας αποφάσεως των εγχώριων δικαστηρίων (η απόφαση κρίνει ότι μια συγκεκριμένη πράξη αποτελεί πράξη διαχειρίσεως και προχωρεί στην εκδίκαση της, εκδίδει διάταξη του Δικαστηρίου και αυτή η διάταξη εκτελείται).

Από άλλους κανόνες διέπεται το ζήτημα της αρμοδιότητας και από άλλους κανόνες διέπεται το ζήτημα της εκτελέσεως μιας δικαστικής απόφασης.

Στην Ελλάδα, η αναγκαστική εκτέλεση ρυθμίζεται στο όγδοο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (συντομογραφικά: ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα στα άρθρα 904 έως 1054, καθώς και στο άρθρο 50 του Εισαγωγικού Νόμου του ΚΠολΔ.

Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ως τμήμα του αστικού δικονομικού δικαίου, ανήκει στο Δημόσιο Δίκαιο.

Επίσης, διατάξεις που αφορούν σε ειδικότερα ζητήματα εκτέλεσης μπορούν να περιέχονται και σε άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως λ.χ. το Ν.Δ. της 17.7-13.8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», όπου καθιερώνεται ειδική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, ή ο Νόμος 4332/1929, με τον οποίο θεσπίστηκαν δικονομικά προνόμια, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ή τον πρόσφατο Νόμο 3068/2002 για τη συμμόρφωσή του Δημοσίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ προς τις δικαστικές αποφάσεις κα.

Οι κανόνες, ωστόσο, της αναγκαστικής εκτέλεσης από όποιο νομοθετικό κείμενο και αν προβλέπονται, οφείλουν να εναρμονίζονται πάντοτε με τις διατάξεις του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974) και του πρώτου πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν.2462/1997), διαφορετικά είναι ανεφάρμοστοι.

Στην Ελλάδα, η ετεροδικία εκτελέσεως προβλέπεται ρητά από το άρθρο 923 του ΚΠολΔ, που αναφέρει ότι «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του υπουργού της δικαιοσύνης».

Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων στο άρθρο 982 του ΚΠολΔ όπου ορίζεται ότι: «Μπορούν να κατασχεθούν
α) χρηματικές απαιτήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κατά τρίτων μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή ή απαιτήσεις του κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητας κινητών μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή,
β) κινητά πράγματά του που βρίσκονται στα χέρια τρίτου»

Στο άρθρο 905 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας που βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του Μονομελούς Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους. Το Μονομελές Πρωτοδικείο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 έως 781.
2. Το Μονομελές Πρωτοδικείο κηρύσσει εκτελεστό τον αλλοδαπό τίτλο, εφόσον είναι εκτελεστός κατά το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε και δεν είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη.
3. Αν ο αλλοδαπός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, για να κηρυχθεί εκτελεστός πρέπει να συντρέχουν και οι όροι του άρθρου 323 αρ. 2 έως 5.»

Σύμφωνα δε, με το άρθρο 323 του ΚΠολΔ
«με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού Δικαστήριο ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα χωρίς άλλη διαδικασία, εφόσον…
1. …
2. Η υπόθεση κατά τις διατάξεις του Ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριό που εξέδωσε την απόφαση,
3. Ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός εάν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και για τους υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκε το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση,
4. Δεν είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου και
5. Δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη.»
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 906 του ΚΠολΔ «οι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές σύμφωνα με το άρθρο 905 παρ. 1, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 903».

Στο άρθρο 903 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «με επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, αλλοδαπή διαιτητική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, χωρίς άλλη διαδικασία, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. Αν η συμφωνία διαιτησίας στην οποία βασίστηκε η έκδοσή της είναι έγκυρη κατά το δίκαιο που τη διέπει,
2. Αν το αντικείμενο της διαιτητικής απόφασης μπορεί να γίνει αντικείμενο συμφωνίας διαιτησίας κατά το ελληνικό δίκαιο,
3. Αν η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα ή προσφυγή ή δεν εκκρεμεί διαδικασία αμφισβήτησης του κύρους της,
4. Αν ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε κατά τη διαιτητική διαδικασία το δικαίωμα της υπεράσπισης,
5. Αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη με απόφαση ελληνικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση,
6. Αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή προς τα χρηστά ήθη.»

Ενώ, κατά το άρθρο 919 του ΚΠολΔ «η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται
1. Όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων, έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επίδικου πράγματος κατά διάρκειας δίκης ή μετά το τέλος της,
2. Όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των υπόχρεων που αναφέρονται σ' αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου».

Όλες οι παραπάνω διαδικασίες για την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου καθιερώνονται υπό την επιφύλαξη ότι δεν υπάρχουν διεθνείς συμβάσεις, πολυμερείς ή διμερείς οποίες έχει υπογράψει και κυρώσει η Ελλάδα, όπως:
- Η Σύμβαση του Λουγκάνο για την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που κυρώθηκε με τον νόμο 2460/1997.

- Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Ν. 1814/1988) η οποία, όμως, αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001. Ωστόσο, ισχύει ακόμα ως προς τις σχέσεις της χώρας μας με την Δανία.

- Η Σύμβαση περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων κ.λπ. μεταξύ του βασιλείου της Ελλάδας και της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων (Ν.4305/1963).

- Η Σύμβαση «περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί του πεδίου του αστικού και εμπορικού δικαίου» μεταξύ του βασιλείου της Ελλάδας και της αυστριακής δημοκρατίας (ΝΔ 137/1969) κλπ.
   
Β . ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Όσον αφορά το ζήτημα της ετεροδικίας, περιορισμένο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί ετεροδικίας του κράτους» (1972). Η συνθήκη αυτή, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογράφτηκε στη Βασιλεία στις 16-5-1972 και επικυρώθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Κύπρο.

Εφαρμόζεται και από άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά δεν έχει κυρωθεί από αυτά, με αποτέλεσμα να μην έχει αναπτύξει την απαραίτητη νομική ισχύ και δεσμευτικότητα.

Η σύμβαση αυτή αντιμετωπίζει περιοριστικά την ετεροδικία, αφού περιλαμβάνει κατάλογο περιπτώσεων κατά τις οποίες δεν χωρεί ετεροδικία υπέρ του αλλοδαπού κράτους και γι’ αυτό είναι προβληματική η ευρεία αποδοχή της.

Οι περιπτώσεις που προβλέπει είναι:
α) υποθέσεις που αφορούν σε υποχρεώσεις που ανέλαβε το ξένο κράτος λόγω συμβατικής σχέσεως και που η εκτέλεσή τους πραγματοποιείται στο έδαφος του κράτους του forum,
β) η συμμετοχή του ξένου κράτους σε εταιρία, που η έδρα της βρίσκεται στο έδαφος του κράτους του forum,
γ) πραγματοποίηση εμπορικής, οικονομικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας
δ) ακίνητα
ε) κληρονομικές σχέσεις
στ) αυτοκινητικά ατυχήματα
ζ) διαιτησία.

Για το πρωτότυπο κείμενο της συνθήκης στην Αγγλική γλώσσα, δείτε

Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει και το άρθρο 12 της «Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών περί Δικαιοδοτικών Ασυλιών των Κρατών και της Περιουσίας τους» (United Nations Convention on Jurisdictional Immunities of States and their Property) η οποία υιοθετήθηκε το 2004, αλλά δεν έχει συγκεντρώσει, μέχρι σήμερα, τον απαιτούμενο αριθμό επικυρώσεων.

Για το πρωτότυπο κείμενο της Σύμβασης στην Αγγλική γλώσσα, δείτε:

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το θέμα της ετεροδικίας έχει απασχολήσει τα Ελληνικά Δικαστήρια, πολύ πριν ανακύψει το ζήτημα του δικαίου το οποίο θα διέπει το PSI και το PSI+.

Ειδικότερα, σχετικά με το ζήτημα των Γερμανικών αποζημιώσεων, έχουν εκδοθεί μια σειρά αποφάσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν και ερμηνεύουν αυθεντικά το ζήτημα της ετεροδικίας. Έτσι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Λιβαδειάς με την Απόφαση 137/1997, την οποία επικύρωσε η ολομέλεια του Άρειου Πάγου, με την Απόφαση 11/2000, έκρινε, ότι η Γερμανία δεν απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας, για τις φρικαλεότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στο Δίστομο και οφείλει να καταβάλει αποζημιώσεις ύψους 28 εκ ευρώ, εντόκως, στους δικαιούχους των αποζημιώσεων.

Ωστόσο, αντίθετα, το 2002 το Ελληνικό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε σε ανάλογη υπόθεση αγωγών αποζημίωσης που κατατέθηκαν από συγγενείς θυμάτων του Λιδωρικίου, ότι η Γερμανία απολαμβάνει ετεροδικίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων (Απόφαση 6/2002).

Το θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Επανερχόμενος στα του δικαίου της εκτέλεσης, στο πλαίσιο της ΕΕ και προς το σκοπό της ενοποίησης του δικονομικού δικαίου των κρατών μελών της, ζητήματα εκτελεστότητας ρυθμίζονται πλέον από κανονισμούς, για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται η προηγούμενη νομοθετική τους κύρωση από τα κράτη μέλη. Αναφέρονται ενδεικτικά:

-    Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που αντικατέστησε τη σύμβαση των Βρυξελλών. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. Με την εξαίρεση της Δανίας, ο κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Στα άρθρα 38 επ. του κανονισμού προβλέπεται διαδικασία για την κήρυξη της εκτελεστότητας (exequatur) της αλλοδαπής απόφασης εντός της έννομης τάξης του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου θα συντελεσθεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η διαδικασία αυτή είναι πιο απλοποιημένη σε σχέση με εκείνη που προβλεπόταν από τη σύμβαση των Βρυξελλών, καθώς η εκτελεστότητα χορηγείται μόνο με τη διεκπεραίωση ορισμένων διατυπώσεων και εναντίον της μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο μόνο από τον αντίδικο. Πάντως, παρουσιάζει κάποιες αποκλίσεις από τη διαδικασία του άρθρου 905 ΚΠολΔ.

-    Ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος. Ειδική κατηγορία εκτελεστού τίτλου αποτελεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 21ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, με έναρξη ισχύος την 21η Ιανουαρίου 2005 (βλ. και κανονισμό (ΕΚ) 1869/2005 της Επιτροπής για αντικατάσταση των παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004). Ήδη στο πρώτο άρθρο του κανονισμού 805/2004 αναφέρεται ρητά ότι αυτός «… αποσκοπεί στη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγγράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της εκτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση».

Τίτλοι εκτέλεσης που μπορούν να πιστοποιηθούν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι είναι οι αποφάσεις, οι δικαστικοί συμβιβασμοί και τα δημόσια έγγραφα, επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων, καθώς επίσης και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν κατόπιν άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, δικαστικών συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων που πιστοποιήθηκαν ως ευρωπαϊκοί εκτελεστοί τίτλοι (άρθρο 3 κανονισμού).

Το άρθρο 5 του κανονισμού με τίτλο «κατάργηση του exequatur» προβλέπει ότι: «Απόφαση η οποία έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστή και χωρίς να είναι δυνατή η προσβολή της αναγνώρισης της».

Κύριο, επομένως, χαρακτηριστικό του κανονισμού 805/2004 είναι ότι καταργεί την ενδιάμεση διαδικασία «exequatur». Η διαδικασία αυτή στην ουσία αντικαθίσταται από το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, το οποίο εκδίδεται από το δικαστήριο (στις περιπτώσεις των αποφάσεων και των δικαστικών συμβιβασμών, βλ. άρθρα 6 και 24 του κανονισμού) ή την αρχή (στις περιπτώσεις των δημοσίων εγγράφων, βλ. άρθρο 25 του κανονισμού) της χώρας προέλευσης του τίτλου, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 6 επ. του κανονισμού.

Ως προς τη διαδικασία της εκτέλεσης του άρθρου 20 του κανονισμού, προβλέπει ότι αυτή διέπεται καταρχήν από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθώς και ότι η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκτελείται υπό τους ίδιους όρους με την απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

Επομένως, το κράτος προέλευσης (αρμόδια δικαστήρια ή αρχές) έχει δικαιοδοσία ως προς την πιστοποίηση του τίτλου ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, ενώ το κράτος εκτέλεσης ως προς τα ζητήματα της εκτελεστικής διαδικασίας.

Επίσης προβλέπεται διαδικασία απόρριψης της εκτέλεσης κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη (άρθρο 21 του κανονισμού), εάν η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση, που εκδόθηκε σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εάν η προγενέστερη αυτή απόφαση έχει την ίδια βάση και εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων και εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή πληροί ήδη τους αναγκαίους όρους για την αναγνώριση της στο κράτος μέλος εκτέλεσης και το ασυμβίβαστο δεν προβλήθηκε και δεν μπορούσε να έχει προβληθεί με ένσταση σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων στο κράτος μέλος προέλευσης.

Ωστόσο, καθώς ρητώς προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, σε καμία περίπτωση η απόφαση ή το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν μπορεί να επανεξεταστεί επί της ουσίας στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

Στο άρθρο 23 του κανονισμού 805/2004 προβλέπεται ότι το αρμόδιο δικαστήριό ή αρχή του κράτους μέλους μπορεί ύστερα από αίτηση του οφειλέτη να περιορίζει τη διαδικασία εκτέλεσης σε συντηρητικά μέτρα, ή να την εξαρτά από την παροχή εγγύησης που αυτό καθορίζει, ή να την αναστέλλει σε έκτακτες περιστάσεις.

Στη χώρα μας, ο καθ' ου η αναγκαστική εκτέλεση με βάση ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο μπορεί να εναντιωθεί στις περιπτώσεις των παραπάνω άρθρων με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ.

Γ. ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το Ηνωμένο Βασίλειο (και οι ΗΠΑ) έχουν υιοθετήσει την «περιοριστική» μορφή της ετεροδικίας. Στο πλαίσιο αυτής της περιοριστικής αρχής, ένα ξένο κυρίαρχο κράτος δεν απολαμβάνει ετεροδικία, από τη δικαιοδοσία των Βρετανικών Δικαστηρίων επί απαιτήσεων που προκύπτουν από εμπορικές δραστηριότητες.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο του «State Immunity Act -1978», προβλέπεται ρητά, ότι οι προσφορές ομολόγων είναι εμπορικές δραστηριότητες, για τις οποίες τα δικαστήρια της Βρετανίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις σχετικές διαφορές (όμοια είναι και η πρόβλεψη στις ΗΠΑ).

Σύμφωνα με τη «State Immunity Act -1978», «Το κράτος δεν απολαμβάνει ετεροδικία όταν ακολουθεί διαδικασίες που αφορούν … μια εμπορική συναλλαγή που έχει αναληφθεί από το κράτος».

Ο ορισμός της «State Immunity Act -1978» ορίζει ότι στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» περιλαμβάνεται «κάθε δάνειο ή άλλη συναλλαγή για την παροχή χρηματοδότησης και οποιαδήποτε εγγύηση ή αποζημίωση σε σχέση με οιαδήποτε τέτοια συναλλαγή ή οποιασδήποτε άλλη οικονομική υποχρέωση».
[State Immunity Act § 3(1)(a)
State Immunity Act § 3(3)(b) - Η ενότητα αυτή ισχύει και για κρατικά ομόλογα.]

Το Βρετανικό Δίκαιο, λοιπόν, λειτουργεί στη λογική, ότι έναν πιστωτή δεν τον ενδιαφέρει η απλή διαπίστωση από την πλευρά του Δικαστηρίου, ότι το κυρίαρχο κράτος-οφειλέτης χρωστάει χρήματα, αλλά τον νοιάζει η ικανότητα του Δικαστηρίου να τον βοηθήσει να εκτελέσει την δικαστική απόφαση και να ανακτήσει το οφειλόμενο χρήμα.

Όπως ο καθηγητής David Siegel εξηγεί «Αν η απόφαση αυτή δεν μπορεί να επιβληθεί, ο νόμος είναι βέβαιο ότι θα χάσει αρκετή από την εκτίμηση του ενάγοντος, πράγμα που καθιστά την εκτέλεση των αποφάσεων μια κρίσιμη στιγμή, μια δοκιμή του συστήματος».

Ως εκ τούτου, το Δικαστικό Σύστημα για να αποτελέσει ένα πραγματικό όχημα δέσμευσης για την αποπληρωμή των χρεών, πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόσει τις αποφάσεις του, επιτρέποντας στον πιστωτή την εκτέλεση της απόφασης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων του κυρίαρχου κράτους-οφειλέτη.

Αυτές ακριβώς, τις δυνατότητες παρέχει, λοιπόν, το Βρετανικό δίκαιο στους πιστωτές, που υπαγάγουν τις διαφορές τους σε αυτό:
α) Αντιλαμβάνεται την χρηματοδότηση κάθε μορφής ως εμπορική πράξη (πράξη διαχείρισης) η οποία δεν εξασφαλίζει στο κράτος-οφειλέτη το προνόμιο της ετεροδικίας.
β) Επιτρέπει την έκδοση και την εκτέλεση αποφάσεων σε βάρος αλλοδαπού Δημοσίου.

Άλλες διατάξεις του Βρετανικού Δικαίου προβλέπουν παροχή εγγυήσεων και αντεγγυήσεων των ομολόγων, δυνατότητα αποζημίωσης σε περίπτωση αδικοπραξίας κλπ.
Σχετικά με τις σχετικές ρυθμίσεις του Βρετανικού αλλά και του Αμερικανικού Δικαίου, επάνω στο θέμα, αντί πολλών, δείτε την μελέτη του Jeffrey M. Loeb (April 27, 2004) για τη Νομική Σχολή του Harvard, που θα βρείτε εδώ
http://www.law.harvard.edu/programs/about/pifs/llm/sp24.pdf (κείμενο στα Αγγλικά)

[Θεωρία του Βρετανικού Δικαίου και νομολογία Βρετανικών Δικαστηρίων σε σχετικές υποθέσεις:



http://www.supremecourt.gov.uk/docs/UKSC_2010_0040_Judgmentv2.pdf (η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας στην υπόθεση NML Capital Limited (Appellant) v Republic of Argentina (Respondent)

http://www.jdsupra.com/documents/b4785796-16ea-4776-b5b0-ba37fd8a39c9.pdf (ο σχολιασμός της απόφασης)

Και δυο μελέτες επάνω στο θέμα της ετεροδικίας

(όλα τα κείμενα είναι στην Αγγλική γλώσσα)]

Δ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Δ.1. ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Με τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής του διεθνούς δικαίου απέκτησε και συνταγματική βάση εκ του άρ. 28 παρ 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η υπεροχή των «γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου» και των διεθνών συμβάσεων επί του εσωτερικού δικαίου σε επίπεδο νόμου. Η διαπίστωση αντίθεσης μεταξύ ενός διεθνούς κανόνα και διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας επάγεται ως συνέπεια τη μη εφαρμογή της εθνικής διάταξης.

Δ.2. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Το δημοσιονομικό δίκαιο περιορίζεται στην έρευνα των νομικών κανόνων, που διέπουν τη δημοσιονομική δραστηριότητα του κράτους. Δυνάμει αυτού, η νομική ύλη του δημοσιονομικού δικαίου διακρίνεται σε δυο (2) κυρίως πεδία και ειδικότερα:

α) Το δημόσιο λογιστικό: Είναι το σύνολο των κανόνων που διέπουν και ρυθμίζουν τις δημόσιες δαπάνες, τα έσοδα και εν γένει την διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και τη λογιστική απεικόνισή τους. Το δημόσιο λογιστικό ρυθμιζόταν από το ΝΔ 321/1969 «περί κώδικος δημοσίου λογιστικού» όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και εν τέλει καταργήθηκε με τον νόμο 2362/1995, ο οποίος μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με τον Ν.3871/2010.

β) Tο φορολογικό δίκαιο: Είναι το σύνολο των νομικών κανόνων, δυνάμει των οποίων το κράτος ασκεί τη φορολογική του εξουσία και πορίζεται τα κυριότερα έσοδά του. Το φορολογικό δίκαιο ρυθμίζεται από πλήθος νόμων, ανάλογα με το είδος του φόρου.

Αξίζει πάντως, εδώ να σημειωθεί, ότι δεν υπάρχει στην ελληνική νομοθεσία ειδική διάταξη η οποία να ρυθμίζει τον τρόπο, με τον οποίο συμφωνείται το δίκαιο του εξωτερικού δανεισμού της χώρας ή ακόμα γενικότερα, δεν υπάρχει ειδική νομική διάταξη η οποία να ρυθμίζει τα θέματα του δανεισμού της Ελλάδας από το εξωτερικό.

Ενόψει μη υπάρξεως τέτοιας διατάξεως και ενόψει του τεκμηρίου της αρμοδιότητας της Βουλής των Ελλήνων, για κάθε θέμα το οποίο δεν άπτεται της αρμοδιότητας κανενός άλλου φορέα, η αρμοδιότητα για τον καθορισμό των ζητημάτων που αφορούν τον δανεισμό της χώρας από το εξωτερικό (και συνεπώς, και του καθορισμού του δικαίου που διέπει τον δανεισμό της χώρας από το εξωτερικό) μπορεί να ρυθμιστεί με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία της Βουλής των Ελλήνων ή εν πάση περιπτώσει, η Βουλή των Ελλήνων έχει κατά τεκμήριο την αρμοδιότητα να επιληφθεί του θέματος και με νομοθετική της πράξη να αποφασίσει για κάθε θέμα σχετικό με τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας.

Δ.3. Ο ΚΕΔΕ
Με το ΝΔ 356/1974 κυρώθηκε ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νομοθετήματος διενεργείται η είσπραξη των πάσης φύσεως δημοσίων εσόδων. Ως δημόσια έσοδα θεωρούνται και οι απαιτήσεις των οποίων κατέστη δικαιούχος το Δημόσιο με καθολική ή ειδική διαδοχή.

Το νομοθέτημα αυτό περιλαμβάνει και τις διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες το κράτος προχωρά σε αναγκαστική εκτέλεση επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, για την κάλυψη των απαιτήσεων του έναντι του κάθε οφειλέτη.

Δ.4. ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Κατ’ αρχάς, στο ελληνικό δίκαιο, οι τρόποι κτήσεως της κυριότητας διακρίνονται σε δυο (2) βασικές κατηγορίες: α) πρωτότυποι και β) παράγωγοι.

Με τον όρο «παράγωγη κτήση της κυριότητας» εννοούμε ότι κάποιο (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα κάποιου πράγματος (κινητού ή ακινήτου), εφόσον καταρτιστεί μεταξύ τους μεταβιβαστική σύμβαση (η οποία για τα ακίνητα είναι υποχρεωτικά μετεγγραπτέο συμβολαιογραφικό έγγραφο) και παραδοθεί το πράγμα στον νέο του κτήτορα. Παραγωγή κτήση της κυριότητας επέρχεται, και με κληρονομική διαδοχή ή κληροδοσία, όπως και με κτήση περιουσίας διαλυθέντος σωματείου από το Δημόσιο ή από άλλο πρόσωπο στο οποίο κατά το καταστατικό περιέρχεται η περιουσία του διαλυθέντος νομικού προσώπου.

Αντίστοιχα, με τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης το δικαίωμα αποκτάται για πρώτη φορά (πρωτοδημιουργείται). Η κυριότητα αποκτάται με πρωτότυπο τρόπο με τακτική χρησικτησία (άρθρα 1041 έως 1044 ΑΚ), με έκτακτη χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ), με προσκύρωση (άρθρο 1056 ΑΚ), με ένωση (άρθρο 1057 ΑΚ), με συνάφεια (άρθρο 1058 ΑΚ), με σύμμιξη, σύγχυση (άρθρα 1059 έως 1060 ΑΚ), με ειδοποιεία (άρθρο 1061 ΑΚ), με κτήση των προϊόντων ή άλλων συστατικών του πράγματος μετά τον αποχωρισμό (άρθρα 1064 επ. ΑΚ), με πρόσχωση (άρθρο 1069 ΑΚ), με πρόσκληση (άρθρο 1070 ΑΚ), με κατάληψη αδέσποτων (άρθρα 1075 έως 1076 ΑΚ), με την εύρεση απολωλότων (άρθρα 1088 επ. ΑΚ), με την εύρεση θησαυρού (άρθρο 1093 ΑΚ), με πράξη της πολιτείας, όπως π.χ. αναγκαστική απαλλοτρίωση κ.λπ.

Μετά την ισχύ του νόμου 2664/1998 (δίκαιο του κτηματολογίου) προβλέφθηκε άλλη μια μέθοδος απόκτησης της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο με πρωτότυπο τρόπο.

Ειδικότερα, μετά την οριστικοποίηση των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, ακόμα κι αν αυτές είναι εσφαλμένες και αναφέρουν άλλον δικαιούχο ή δεν αναφέρουν δικαιούχο, επέρχεται απώλεια του εμπραγμάτου δικαιώματος κυριότητας του πραγματικού δικαιούχου, με συνέπεια ο πραγματικός δικαιούχος του δικαιώματος της κυριότητας να μην μπορεί να διαθέσει εγκύρως την κυριότητα επί ακινήτου του, την οποία δεν είχε καταχωρίσει στις αρχικές εγγραφές του κτηματολογίου, διότι μετά την οριστικοποίηση των αρχικών εγγράφων αυτές παράγουν αμάχητο τεκμήριο υπέρ του φερόμενου ως δικαιούχου για τα δικαιώματα στα οποία αφορούν και αποκλείεται οποιαδήποτε μεταβολή του περιεχομένου των αρχικών εγγραφών.

Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του νόμου 2664/1998 «1. Ακίνητα που δεν έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα σε ορισμένο πρόσωπο και φέρονται στα κτηματολογικά βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του κτηματολογίου ως ακίνητα «αγνώστου ιδιοκτήτη» θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου, μόλις καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται υπέρ του δημοσίου, το κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 7 αμάχητο τεκμήριο και ισχύουν όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου.»

Aν και στο εμπράγματο δίκαιο ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού των εμπραγμάτων δικαιωμάτων (numerus clausus), η οποία σημαίνει ότι ο αριθμός των μορφών, με τις οποίες εμφανίζεται το εμπράγματο δικαίωμα, είναι αυστηρά ορισμένος από το νόμο και δεν είναι δυνατή η δημιουργία νέων μορφών με ιδιωτική βούληση [κατά το άρθρο 973 ΑΚ, εμπράγματα δικαιώματα είναι μόνο η κυριότητα, οι δουλείες (πραγματικές, προσωπικές, περιορισμένες προσωπικές), το ενέχυρο και η υποθήκη], ωστόσο, μόλις πρόσφατα με το νόμο 3986/2011, δημιουργήθηκε ένα νέο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο ονομάζεται «δικαίωμα επιφάνειας επί δημοσίων κτημάτων» (άρθρα 18 έως 26 νόμου 3986/2011).

Πρέπει να τονιστεί, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.8 κωδ. (7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ.(41-4), ν. 6 πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.,(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 Εισαγ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού.

Ως «καλή πίστη» νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ.(41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ’ αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύονται από εκείνον, ο οποίος επικαλείται βούληση περί εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστεως συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσεώς της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν.Δ της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», προκύπτει ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως, η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915.

Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ`/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και του άρθρου 21 Ν.Δ της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του και συνεπώς και η χρησικτησία τρίτων σ’ αυτά.

Συνεπώς τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου επί των ακινήτων, από το άρθρο 21 του Ν.Δ της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», κατέστησαν απαράγραπτα για τον μετά την 11.9.1915 χρόνο, διάταξη η οποία επαναλήφθηκε και στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων».

Ωστόσο, στο άρθρο 4 του Ν 3127/2003 διαλαμβάνεται ειδική περίπτωση χρησικτησίας έναντι του Δημοσίου και ειδικότερα:
«1 Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2,000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον
α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23,2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή
 β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη…»
  δυνάμει των εκεί ειδικότερα αναφερομένων προϋποθέσεων.

Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τώρα, μετά από την αναφορά όλων των παραπάνω νομοθετημάτων και των ειδικότερων ρυθμίσεων που διαλαμβάνονται σε καθένα από αυτά, μπορούμε να υποβάλλουμε τη συνολική μας  προβληματική σε μια υπόθεση εργασίας, ή όπως θα λέγαμε στα έδρανα της Νομικής, σε ένα πρακτικό, στο οποίο μας ζητείται να διαπιστώσουμε τις συνέπειες τις συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα, η υπαγωγή του PSI+ στο αγγλικό δίκαιο.

Οι δηλώσεις Άκερμαν (16-12-2011) αποτελούν την επίσημη, πλέον, επιβεβαίωση και από την πλευρά των δανειστών, πως το δίκαιο των ομολόγων του PSI+ είναι το σημαντικότερο ζήτημα στις διαπραγματεύσεις.

Αν το δίκαιο των ομολόγων του PSI+ ήταν το αγγλικό, τότε σε περίπτωση πτώχευσης, η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώσει το χρέος της στους δανειστές, σε ευρώ παρά το γεγονός, ότι σε περίπτωση ενδεχόμενης επιστροφής της σε εθνικό νόμισμα, η χώρα θα είχε επιστρέψει σε ένα σημαντικά υποτιμημένο εθνικό νόμισμα.

Αυτό θα προέκυπτε ως υποχρέωση της χώρας από τη διεθνή πολυμερή σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, η οποία μάλιστα, δυνάμει του αρ 28 παρ 1 του Συντάγματος της χώρας θα κατίσχυε έναντι κάθε άλλης (ακόμα και αντίθετης διάταξης) της Ελληνικής έννομης τάξης.

Έτσι, το χρέος της Ελλάδας θα πολλαπλασιαζόταν και καθώς η χώρα θα αδυνατούσε να το αποπληρώσει, οι δανειστές θα αποκτούσαν δικαίωμα κατάσχεσης επί της ελληνικής περιουσίας, με βάση το Αγγλικό Δίκαιο.

Η πρώτη συνέπεια, λοιπόν, θα ήταν μια νομισματική ομηρία στο ευρώ και πάντως, μια νομισματική δέσμευση του χρέους μας σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη πολιτική βούληση της χώρας, να επιστρέψει σε εθνικό νόμισμα.

Κατά δεύτερο λόγο, το ελληνικό χρέος, ως υπαγόμενο και θεωρούμενο υπό το πρίσμα του Αγγλικού «State immunity act» (1978) δεν θα συνιστούσε πράξη άσκησης πολιτικής εξουσίας αλλά εμπορική πράξη, όπως ρητά προβλέπεται στον Αγγλικό νόμο.

Ως τέτοια πράξη, θα ετίθετο υπό δικαστικό έλεγχο από εκάστοτε αρμόδια Δικαστήρια, τα οποία θα καλούνταν να εφαρμόσουν το Αγγλικό Δίκαιο. Στην περίπτωση του PSI+ ήδη γίνεται απόπειρα από τους πιστωτές μας, προκειμένου να οριστούν ως αρμόδια, τα Δικαστήρια του Λουξεμβούργου.

Η άμεση δεύτερη συνέπεια, μιας τέτοιας εξέλιξης, όμως, θα ήταν ότι, με την υπαγωγή του Ελληνικού χρέος στο Αγγλικό Δίκαιο, το Ελληνικό χρέος θα είχε καταστεί αντικείμενο δικαστικών μαχών μεταξύ των ιδιωτών πιστωτών μας και του Ελληνικού Δημοσίου, στα Δικαστήρια του Λουξεμβούργου, τα οποία θα υποχρεούνταν δυνάμει της πολυμερούς συμφωνίας του PSI+ να εφαρμόσουν το Αγγλικό Δίκαιο.

Επειδή από το Αγγλικό Δίκαιο, δεν αναγνωρίζεται στην Ελληνική πολιτεία το δικαίωμα της ετεροδικίας, αυτό θα είχε ως συνέπεια την έκδοση δικαστικών αποφάσεων σε βάρος της Ελλάδας. Αλλά «το κουτί της Πανδώρας» δεν θα εξαντλούσε εκεί τις εκπλήξεις του.

Το Αγγλικό Δίκαιο θα παρείχε δυνατότητα εκτελέσεως των δικαστικών αυτών αποφάσεων ακόμα και στο έδαφος της Ελληνικής επικράτειας.

Συνεπώς, αυτές οι δικαστικές αποφάσεις θα μπορούσαν να περιληφθούν τον εκτελεστήριο τύπο, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 αλλά και τον Κανονισμό (ΕΚ) 805/2004 και θα έθεταν στη διάθεση των πιστωτών μας, όλα τα καταδιωκτικά μέτρα της Ελληνικής νομοθεσίας. Μόνο, που αυτή τη φορά, τα μέτρα αυτά θα στρέφονταν κατά του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου.

Η αναγκαστική εκτέλεση των πιστωτών μας θα μπορούσε να αφορά κινητά του Ελληνικού Δημοσίου, ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου (ιδίως τα ανήκοντα στην λεγόμενη ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου) καθώς και χρηματικές απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, θα διαπιστώναμε ευχερώς, ότι οι χρηματικές απαιτήσεις που έχει το Ελληνικό Δημόσιο, αφορούν κυρίαρχα την απαίτησή του στους φόρους, που καλούμαστε να καταβάλλουμε όλοι μας, φυσικά και νομικά πρόσωπα, που υπαγόμαστε στο Ελληνικό Φορολογικό Σύστημα.

Συνεπώς οι πιστωτές μας, θα αποκτούσαν εκτελεστό τίτλο με τον οποίο θα μπορούσαν να επιδιώξουν την απευθείας εξόφληση του χρέους, επιβάλλοντας κατάσχεση χρηματικής απαιτήσεως στα χέρια καθενός από εμάς, δηλαδή στα χέρια κάθε Έλληνα πολίτη.

Αυτή η «κατάσχεση εις χείρας τρίτου» (εν προκειμένω του Έλληνα πολίτη) θα αποστράγγιζε το κράτος από κάθε έσοδο, καθιστώντας το τελευταίο, πραγματικό όμηρο των δανειστών του, στους οποίους θα έπρεπε, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση να καταφύγει, προκειμένου να εξασφαλίσει έστω και τα στοιχειώδη χρήματα για την εξακολούθηση της ύπαρξής του.

Και ακόμα παραπέρα, θα δημιουργούσε μια νομική και οικονομική φαύλη πραγματικότητα, ένα λογικό παράδοξο: Το Ελληνικό Δημόσιο θα προσέφευγε σε δανεισμό, δανειζόμενο εντόκως τα δικά του χρήματα, δηλαδή τα χρήματα που θα προέρχονταν από την φορολογία των Ελλήνων πολιτών και τα οποία οι τελευταίοι, λόγω των επιβληθέντων κατασχέσεων, θα κατέβαλαν απευθείας στους δανειστές του Ελληνικού Δημοσίου.

Θα μπορούσαμε στην περίπτωση αυτή να μιλήσουμε για μια εν τοις πράγμασι υποκατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου από ξένους πιστωτές και πλήρη κατάργηση της κυριαρχίας του.

Σε αυτό το σημείο προβαίνω σε μια παρέκβαση από την ανωτέρω υπόθεση εργασίας και επιστρέφω (στιγμιαία) στην πραγματικότητα, αφού αξίζει να αναφερθεί, ότι, ήδη το Ελληνικό Δημόσιο, στην πραγματικότητα, έχει ήδη επιβάλλει κατασχέσεις επί κινητών, ακινήτων και δικαιωμάτων και αναγγέλλεται σε πλειστηριασμούς που επισπεύδονται κατά των οφειλετών του, προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του ΚΕΔΕ. Με το δεδομένο αυτό, επιστρέφω εκ νέου στην υποθετική κατάσταση ισχύος του Αγγλικού Δικαίου για το PSI+ όπου…

…Η αλλοδαπή εκτελεστή δικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας, θα επέτρεπε, πέραν όλων των προηγούμενων, στους πιστωτές να ασκούν πλαγιαστικά τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου (να κατάσχουν κινητά, ακίνητα και δικαιώματα και να αναγγέλλονται σε πλειστηριασμούς) επ’ ονόματί τους, προκειμένου για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους, υποκαθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο.

Μάλιστα, η εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο πιστωτική αξίωση θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και ομοίως τα καταδιωκτικά μέτρα να στραφούν κατά αυτών των περιουσιακών στοιχείων.

Στο σημείο αυτό, θα ανέκυπτε το ερώτημα «τι συνιστά την κινητή και ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;»
Κι αν στο ερώτημα «τι συνιστά την κινητή περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;» η απάντηση είναι (σχεδόν) εύκολη, στο ερώτημα «τι συνιστά την ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου;» η απάντηση είναι από αδύνατη έως επικίνδυνη και αφορά και την ιδιωτική περιουσία του κάθε Έλληνα πολίτη.

Στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου υπάγονται όσα ακίνητα έχουν καταχωρηθεί ως δημόσια κτήματα, όλα τα κοινόχρηστα πράγματα, τα εκτός συναλλαγής πράγματα, τα μεταλλεία, τα ορυχεία, τα αδέσποτα, τα ποτάμια, οι λίμνες, οι όχθες, οι αιγιαλοί κλπ.

Αλλά, εν δυνάμει, στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου θα μπορούσε να υπαχθεί και κάθε ακίνητο, το οποίο, μετά το πέρας της Κτηματογραφήσεως και μετά την πάροδο της προθεσμίας για την διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης Κτηματολογικής εγγραφής θα φέρει την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» στα τηρούμενα Κτηματολογικά φύλλα.

Επίσης, κάθε διεκδικούμενο, από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτή τη στιγμή ακίνητο, για το οποίο ο ιδιοκτήτης του δεν θα μπορεί να αποδείξει ότι κατέστη κύριος του ακινήτου, είτε με παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας (ιδίως με την απόκτηση της κυριότητας με παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου), είτε, κυρίως, με πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας (με 30ετή άσκηση διακατοχικών πράξεων νομής και κατοχής προ του 1915, δηλαδή με πράξεις νομής και κατοχής προ του 1885, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου) θα κινδύνευε να απολέσει στην ιδιοκτησία του, εάν, είτε απευθείας το Ελληνικό Δημόσιο είτε πλαγιαστικώς ή υποκαθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο πιστωτές του, εξοπλισμένοι με τον εκτελεστό κατά του Ελληνικού Δημοσίου τίτλο ασκούσαν διεκδικητική αγωγή, ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων.

Βέβαια, οι εν λόγω αξιώσεις δεν πρόκειται να ασκηθούν κατά προφανή καταχρηστικότητα. Απεναντίας! Τα δικαιώματα του Δημοσίου, ιδίως επί ακινήτων, μπορούν να μην προβάλλονται επί σειρά ετών, ακόμα και για χρονικό διάστημα, που μπορεί να αγγίζει το χρόνο ζωής 2 ή 3 γενεών! Αλλά αυτό, σε καμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται απώλεια αυτών των δικαιωμάτων, ενόψει του απαράγραπτου χαρακτήρα τους.

Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο, με διοικητικές πράξεις μπορεί να καθορίζει τεράστιες εκτάσεις, που περνούν στην κυριότητά του. Οι πράξεις αυτές, αν και δημοσιεύονται στο ΦΕΚ, δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές από τους πολίτες αλλά δημιουργούν συνθήκες προσδοκίας δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας.

Μάλιστα, υπάρχει πλήθος νομοθετικών ρυθμίσεων περί αποσβέσεως των ιδιωτικών δικαιωμάτων στις εκτάσεις αυτές και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομες αποσβεστικές προθεσμίες (πχ η εξάμηνη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει ο ιδιοκτήτης ακινήτου να αναγγείλει τις αξιώσεις του στον Υπουργό Οικονομικών, όταν το ακίνητό του περιληφθεί σε ζώνη αιγιαλού, οπότε και θεωρείται απαλλοτριωθέν το ακίνητο, δυνάμει του άρθρου 10 του Ν.2971/2001 και πολλές παρόμοιες διατάξεις). Με τον τρόπο αυτό, το Ελληνικό Δημόσιο καθίσταται κύριος των εκτάσεων αυτών (αν και πολλές από αυτές τις αποσβεστικές προθεσμίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το ΣτΕ αλλά προϋποτίθεται η εκκίνηση δικαστικού αγώνα για ανάκτηση της κυριότητας από τον πολίτη).

Πάντως, αυτή τη στιγμή υπολογίζονται σε μερικά εκατομμύρια τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των λεγόμενων «ζωνών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου» και των οποίων οι ιδιοκτήτες, θεωρούν ότι είναι απόλυτοι κύριοι, νομείς και κάτοχοι των ακινήτων τους.

Ουδέποτε έχουν ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο, ουδέποτε φαντάστηκαν ότι ενδέχεται η ιδιοκτησία τους να αμφισβητηθεί, ουδέποτε σκέφτηκαν να αναζητήσουν τα αρχικά παραχωρητήρια του Ελληνικού Δημοσίου, με τα οποία αποκτήθηκε το ακίνητό τους από τους δικαιοπαρόχους τους και ουδέποτε σκέφτηκαν, ότι θα πρέπει να αποδείξουν περισσότερα από 130 χρόνια νομής και κατοχής, ώστε να διασφαλιστούν έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και ενόψει Αγγλικού Δικαίου, έναντι των ξένων πιστωτών της χώρας.

Και βέβαια, η «μεγαλοψυχία» του Ελληνικού Δημοσίου ή/και των πιστωτών του δεν θα εξαντλούνταν εκεί. Οι παλαιότερες μέθοδοι της διοικητικής αποβολής ιδιωτών από ακίνητα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ουδόλως συνεισέφεραν στα Δημόσια Οικονομικά. Όμως, με τις νέες ρυθμίζεις του δικαίου της επιφάνειας, τα ακίνητα αυτά, τα οποία θα διεκδικούσε και ενδεχομένως να αποκτούσε το Ελληνικό Δημόσιο, θα αποκτούσαν οικονομική σημαντικότητα. Δηλαδή, θα ήταν δυνατό εκ των υστέρων να συσταθεί δικαίωμα επιφάνειας, καθιστώντας τον μέχρι πρότινος ιδιοκτήτη, νέο επιφανειούχο κι επί της ουσίας μισθωτή στην περιουσία του!

Όλα τα παραπάνω είναι υποθετικές ασκήσεις επί χάρτου, οι οποίες όμως, αποδεικνύουν το πόσο σημαντικό είναι το διακύβευμα, σχετικά με το δίκαιο των ομολόγων.

Αντίθετα, αν το δίκαιο των ομολόγων παραμείνει το Ελληνικό, ως έχει δηλαδή σήμερα, ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας απ' το ευρώ θα της επιτρέψει να προχωρήσει μονομερώς (με νομοθετική πράξη της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με το τεκμήριο της αρμοδιότητας) σε αναδιάρθρωση του χρέους της με νόμιμο τρόπο ή να το αποπληρώσει σε νέο εθνικό νόμισμα νομίμως, ενώ δεν θα κινδυνεύει από επίσπευση κατά της περιουσίας της.

Το θέμα του δικαίου των ομολόγων και της εξαιρετικής σημασίας του ανέδειξε με σειρά αναλύσεων του στην Ελλάδα ο χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου, από τα μέσα του 2010, ενώ τον Οκτώβριο του 2011 Έλληνες βουλευτές, κατέθεσαν σχετικές επίκαιρες ερωτήσεις στον Υπουργό Οικονομικών, κύριο Βενιζέλο και στον Πρωθυπουργό, κύριο Παπαδήμο, με την αρχή να γίνεται από τον ανεξάρτητο βουλευτή, κύριο Παναγιώτη Κουρουμπλή.

Υπό το φως των αποκαλύψεων και υπό το βάρος της πίεσης η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως υπαναχώρησε στη θέση της να παραχωρήσει το δίκαιο στο PSI+, κάτι που σύμφωνα με διεθνή δημοσιεύματα, είχε ήδη συμφωνηθεί από το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, με ωμή παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Μέρκελ.

Στη μετά αποκάλυψης περίοδο ο Έλληνας Πρωθυπουργός απάντησε σχετικά με το δίκαιο των ομολόγων στη Βουλή λέγοντας, ότι αυτό δεν έχει ακόμη παραχωρηθεί, επιβεβαιώνοντας πως αποτελεί τμήμα των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διεθνή δημοσιεύματα το θέμα του δικαίου των ομολόγων έχει πράγματι αναδειχθεί στο σημαντικότερο, στις συζητήσεις για το ελληνικό PSI+, καθώς οι δανειστές επιθυμούν να λάβουν όσο το δυνατό μεγαλύτερη ασφάλεια για τα ομόλογα που θα διακρατήσουν αποκτώντας εξαιρετικά δικαιώματα, τα οποία αυτή τη στιγμή δεν έχουν.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η παραχώρηση του ελληνικού δικαίου στους δανειστές θα σημαίνει και την απώλεια του τελευταίου, ίσως, νομικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας με απρόβλεπτες συνέπειες, στην περίπτωση που αναγκαστεί να φύγει από το ευρώ ή να προχωρήσει σε στάση πληρωμών.

Πρόσφατα δημοσιεύματα ανέφεραν πως οι δανειστές επιθυμούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα ζητώντας τα ομόλογα του ελληνικού PSI+ να τύχουν παρόμοιας νομικής κάλυψης με αυτά των δανείων από τους θεσμικούς δανειστές, όπως το ΔΝΤ. Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται μεταξύ άλλων και τη μετατροπή του δικαίου τους σε αγγλικό.

Με βάση διεθνή δημοσιεύματα, κάποιοι από την ελληνική πλευρά πιέζουν τους δανειστές να αποδεχτούν ένα PSI+ χωρίς αγγλικό δίκαιο και κάνουν σκληρές διαπραγματεύσεις, έστω και μετά τις σχετικές αποκαλύψεις στην Ελλάδα.

Ακόμη και αν αυτό συμβαίνει τώρα, απλά και μόνο υπό το βάρος της συνειδητοποίησης του μεγέθους της σημασίας του δικαίου των ομολόγων του PSI+, δεν παύει να αποτελεί μία αποκάλυψη για την Ελλάδα, το γεγονός, ότι μέχρι τώρα δεν διαπραγματεύτηκε τίποτε απολύτως με τους δανειστές της, ενέδωσε στις ορέξεις τους, πρόθυμη να εκποιήσει τα πάντα και κατ’ ουσία να απεμπολήσει την εθνική της κυριαρχία και την κυρίαρχη κρατική της οντότητα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.    «Διεθνές δίκιο Ι», Εμ Ρούκουνα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1997
2.    «Διεθνές δίκιο ΙΙ», Εμ Ρούκουνα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1982
3.    «Διεθνές δίκιο ΙΙΙ», Εμ Ρούκουνα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1983
4.    «Πρακτική των δικαιοδοτικών οργάνων στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου», ‘Άγγελου Γιόκαρη, εκδόσεις Σάκκουλα, 2001
5.    «Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας», τόμος 2Β, Χαρούλα Απαλαγάκη, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008
6.     Εγχειρίδιο αστικού δικαίου - «Εμπράγματο Δίκαιο», Ι. Σπυριδάκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1983
7.    «Το δίκαιο των ακινήτων», Β Τσούμας-Κατ. Βούλγαρη, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2009
8.    «Αναγκαστική εκτέλεση», Γ. Νικολόπουλος, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2002
9.    «Το δίκαιο του Κτηματολογίου», Δημήτριος Αργυρίου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008
10.    «Δημοσιονομικόν Δίκαιον», Δημητρίου Κόρσου, εκδόσεις Σάκκουλα, 1980
Καθώς και η στο καθένα από τα παραπάνω έργα, αναφερόμενη ειδικότερη βιβλιογραφία.

de jure app