Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Δάνεια σε συνάλλαγμα: Γνωρίζαμε πόσο αθώα και ακίνδυνα είναι; (μέρος 2ο)

Το 2008 το ΔΝΤ επανέρχεται, πλέον, στο θέμα, αυτή τη φορά όχι έμμεσα, αφού δεν έμεινε στην απλή αναφορά των κινδύνων από αυτά τα δάνεια αλλά με μια ξεκάθαρη σύσταση προς το Αυστριακό τραπεζικό σύστημα. Έτσι, με την υπ’ αριθμ 08/190 Έκθεσή του, η οποία ολοκληρώθηκε στις 22 Μαΐου 2008, προβαίνει σε μια σειρά συστάσεων προς τις Αυστριακές αρχές.
Πριν όμως φτάσουμε στις Συστάσεις ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο το ΔΝΤ αντιμετωπίζει τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα, είναι η αναφορά στη σελίδα 2, όπου αναφέρει
Εικόνα 1 - IMF Country Report No. 08/190, σελίδα 1

Μετάφραση: «Το αυστριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι γενικά ισχυρό. Η ταχεία επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις αναδυόμενες αγορές της Ευρώπης έφερε υψηλότερα κέρδη και διαφοροποίηση, αλλά και μεγαλύτερες ευπάθειες, κυρίως στον πιστωτικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένου αυτού που συνδέεται με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα, σε αυτές τις χώρες».

Το Ταμείο, λοιπόν, πιο καθαρά από ποτέ, διαπιστώνει ότι ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα συνιστά ευπάθεια για το τραπεζικό σύστημα. Ήδη, δηλαδή από την πρώτη σελίδα της έκθεσης είχε καταστεί ορατή και αντιληπτή η πρόθεση του ΔΝΤ να προχωρήσει σε συστάσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί η εν λόγω ευπάθεια.
Στο πλαίσιο αυτό, ειδικά για το τραπεζικό σύστημα και για τα δάνεια σε ξένο νόμισμα, το Ταμείο σύστησε, με ένταση (όπως βλέπετε παρακάτω, η προτεραιότητα της σύστασης, στη σελίδα 8 έχει οριστεί σε «υψηλή»)
Εικόνα 2 - IMF Country Report No. 08/190, σελίδα 8
Μετάφραση: «Να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες συνεχίζουν να διαχειρίζονται τον έμμεσο πιστωτικό κίνδυνο που απορρέει από τα δάνεια σε ξένο νόμισμα , τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και να προωθηθεί η ευαισθητοποίηση των δανειοληπτών για τους κινδύνους».

Η έκθεση έχει πολλαπλές αναφορές στα δάνεια αυτά και στη σελίδα 9 επισημαίνεται
Εικόνα 3 - IMF Country Report No. 08/190, σελ 9
Μετάφραση: «…Ένα ασυνήθιστο χαρακτηριστικό της αυστριακής οικονομίας είναι η ισχυρή ζήτηση για δάνεια σε ξένο νόμισμα. Οι αρχές έχουν λάβει μέτρα για να αυξήσουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο και την ενίσχυση της τραπεζικής διαχείρισης κινδύνου αυτών των δανείων, και καθώς οι διαφορές των επιτοκίων έχουν μειωθεί, η αναλογία των δανείων σε ξένο νόμισμα στο σύνολο των δανείων έχει αρχίσει να μειώνεται…»
 
Ενώ στη σελίδα 34 επαναλαμβάνεται η σύσταση μαζί με προτεινόμενες δράσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ως ακολούθως:
Εικόνα 4 - IMF Country Report No. 08/190, σελ 34
Μετάφραση: «Σύσταση: Συνέχεια παρακολούθησης εκ του σύνεγγυς του δανεισμού σε ξένο νόμισμα από τις τράπεζες σε μη αντισταθμισμένους εγχώριους πελάτες, κυρίως από τις μικρές τράπεζες οι οποίες συμμετέχουν ενεργά σε αυτά τα δάνεια, και να εξασφάλιση ότι ο αρμόζουσα κατάλληλη διαχείριση κινδύνων ακολουθείται για αυτά τα δάνεια
Εκτέλεση: Το 2003 , η FMA δημοσίευσε τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη χορήγηση και τη διαχείριση των δανείων σε ξένο νόμισμα. Η FMA και OeNB έχουν εισαγάγει μια πρωτοβουλία που στοχεύει στην αύξηση της ευαισθητοποίησης του κινδύνου των δανειοληπτών και έχουν συστήσει ενισχυμένες εποπτικές αναφορές σε σχέση με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα . Τα δάνεια σε ξένο νόμισμα είναι κανονικό μέρος της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της OeNB και κάλυψης στην Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα. Οι ρυθμιστικές εκθέσεις σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα έχουν επεκταθεί και καλύπτουν πλέον πληροφορίες σχετικά τόσο με τη δομή αποπληρωμής των δανείων, όσο και τη χρήση των οχημάτων αποπληρωμής. Ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο σχετικά με ανοίγματα σε ξένο νόμισμα των θυγατρικών αυστριακών τραπεζών στην CESE έχει αποσταλεί στις μεγαλύτερες αυστριακές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Μια ανάλογη ανασκόπηση πραγματοποιήθηκε επίσης το 2006».

Η ευπάθεια, λοιπόν, του δανεισμού σε ξένο νόμισμα, έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Και αυτό απαιτούσε όχι μόνο διαδικασίες ευαισθητοποίησης κι ενημέρωσης των δανειοληπτών αλλά και εσωτερικές –διατραπεζικές- διαδικασίες για περιορισμό των χορηγούμενων δανείων σε ξένο νόμισμα.
Μάλιστα, το ίδιο έτος (2008), το ΔΝΤ επανήλθε στο θέμα του δανεισμού σε ξένο νόμισμα, αλλά αυτή τη φορά, δεν αναφέρθηκε μόνο στην Αυστρία αλλά συνολικά για το δανεισμό σε ξένο νόμισμα, με σημείο αναφοράς τις αναπτυσσόμενες χώρες της ΕΕ.
Έτσι, με νέα έκθεσή του, την από Ιουλίου 2008 και υπ’ αριθμ WP/08/173, αναλύει τα δομικά χαρακτηριστικά και τους συστημικούς κινδύνους που γεννώνται από το δανεισμό σε ξένο νόμισμα. Η Έκθεση αυτή είχε κυρίως μακροοικονομικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις των δανείων σε συνάλλαγμα που μόνο όσοι έχουν οικονομικές γνώσεις μπορούν να εκτιμήσουν.

Η αντίδραση της Αρχής για την Οικονομική Αγορά της Αυστρίας και της Αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας
          Η αντίδραση της FMA (=Financial Market Authority = Αρχή για την Οικονομική Αγορά) και της Αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας (OeNB) στα παραπάνω μηνύματα του ΔΝΤ υπήρξε άμεση. Στις 10 Οκτωβρίου του έτους 2008 η Αυστριακή Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε σύσταση με την οποία σταματούσε την χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα. Η εν λόγω αναφορά περιλαμβάνεται στην από 22 Μαρτίου 2010 Έκθεση της FMA (=Financial Market Authority = Αρχή για την Οικονομική Αγορά), όπου στη σελίδα 2 αυτής αναφέρεται ότι
Εικόνα 5 - Η από 22 Μαρτίου 2010 Έκθεση της FMA (σελ 2) με αναφορά στην διεθνή κριτική που δέχτηκε η Αυστρία για το εν λόγω ζήτημα
Μετάφραση: «Ο εξαιρετικός όγκος των δανείων σε ξένο νόμισμα και των δανείων με οχήματα αποπληρωμής που χορηγήθηκαν στα νοικοκυριά της Αυστρίας είναι πολύ μεγάλος σε σχέση με διεθνή σύγκριση και φιλοξενεί έναν εν δυνάμει συστημικό κίνδυνο (ιδίως όσον αφορά τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών). Αυτή η συνθήκη έχει επίσης έντονα επικριθεί από Διεθνείς Οικονομικούς Οργανισμούς (ιδίως από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης (EBRD) σε τακτική βάση και μπορεί να υπονομεύσει την φήμη της Αυστρίας ως οικονομικής αγοράς».

Σε πρώτη φάση, πέρα από την κριτική και τις συστάσεις του ΔΝΤ, η αρμόδια οικονομική Αρχή της Αυστρίας, αποκαλύπτει ότι το επίδικο ζήτημα είχε επικριθεί έντονα και σε τακτική βάση από διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης (EBRD). Δυστυχώς, από την έρευνα δεν προέκυψαν τα σχετικά έγγραφα.
Πάντως, το πρόβλημα της χορήγησης δανείων σε ξένο νόμισμα, είχε εντοπιστεί και είχε εκτιμηθεί σε παρελθοντικό χρόνο, και πάντως, πριν οι Ελληνικές τράπεζες εφεύρουν και πουλήσουν ευρέως το εν λόγω «προϊόν» τους. Είχε ήδη διαπιστωθεί ότι τα «δάνεια» αυτά αποτελούσαν επικίνδυνα προϊόντα, που δημιουργούσαν κινδύνους αφενός για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα μιας οικονομικά εύρωστης χώρας, όπως η Αυστρία αλλά και κίνδυνο για τη φήμη της, ως οικονομικής αγοράς. Αμέσως παρακάτω, η ίδια έκθεση, στη σελίδα 2 αναφέρει ότι 

Εικόνα 6 - Η από 22 Μαρτίου 2010 Έκθεση της FMA (σελ 2) με αναφορά στην προηγούμενη Σύσταση του 2008 για την παύση χορηγήσεων δανείων σε ξένο νόμισμα. Η σύσταση αυτή επαναλαμβάνεται εκ νέου και στην εν λόγω Έκθεση.
Μετάφραση: «…Τον Οκτώβριο του 2008 η ΑΚΤ – σύμφωνα με την καταστατική εντολή της να διαφυλάσσει το εθνικό οικονομικό συμφέρον διατηρώντας ένα αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα και τη σταθερότητα της οικονομικής αγοράς (Άρθρο 69 παρ. 1 του Τραπεζικού Νόμου) – συνέστησε στα πιστωτικά ιδρύματα να σταματήσουν τη χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα προς τα νοικοκυριά»
               
Στην ίδια έκθεση, στη σελίδα 3, τονίζεται ότι
Εικόνα 7 - Η από 22 Μαρτίου 2010 Έκθεση της FMA (σελ 3)
Μετάφραση: «Εξαιτίας των κινδύνων που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα δάνεια σε ξένο νόμισμα προς ιδιώτες καταναλωτές δεν είναι κατάλληλο σαν μαζικό προϊόν, αλλά απαρτίζει ένα ειδικό προϊόν για το οποίο είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη κάθε ειδική περίπτωση και η συγκεκριμένη κατάσταση του κάθε υποψήφιου πελάτη. Σε αυτή τη βάση του Άρθρου 39 του Τραπεζικού Νόμου, τα δάνεια σε ξένο νόμισμα είναι ιδιαιτέρως ακατάλληλα σαν ένα πρότυπο ενυπόθηκο οικονομικό προϊόν για τους καταναλωτές. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να δείξουν αυξημένη προσοχή για να παράσχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους που συνδέονται με αυτό το προϊόν»

Ενόψει των παραπάνω, η FMA (=Financial Market Authority = Αρχή για την Οικονομική Αγορά), όρισε πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μόνο υπό την πλήρωση των οποίων θα ήταν δυνατή η χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τους προταθέντες ήδη με την επίδικη αγωγή και τις προτάσεις ισχυρισμούς μας. Εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις αυτές παρατίθενται, τόσο στην αρχική τους εμφάνιση (δηλαδή, αυτούσια η σελίδα του αγγλώφωνου κειμένου), όσο και σε μετάφραση, ώστε να διαπιστωθεί ότι οι ενάγοντες, δεν εστιάσαμε τη σκέψη μας σε κάτι πρωτότυπο και πάντως παγκοσμίως πρωτοεμφανιζόμενο.
Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι, οι δικοί μας, σημερινοί προβληματισμοί, είχαν ήδη απασχολήσει άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και πληθώρα διεθνών οργανισμών, οι οποίοι είχαν ήδη από το 2008 διαμορφώσει αυστηρό πλαίσιο για τη χορήγηση των επίδικων δανείων. Άλλωστε, οι σκέψεις και οι ισχυρισμοί μας δεν διαφέρουν, στην ουσία και το περιεχόμενό τους από την κοινή λογική. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται στη σελίδα 5 της εν λόγω Έκθεσης όπου ορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης των εν λόγω δανείων:
 
Εικόνα 8 - Η από 22 Μαρτίου 2010 Έκθεση της FMA (σελ 5)
Μετάφραση: «Χορήγηση νέων δανείων σε ξένο νόμισμα
5. Γενικά τα πιστωτικά ιδρύματα δεν πρέπει να εγκρίνουν δάνεια σε ξένο νόμισμα στους καταναλωτές. Νέα δάνεια μπορούν να εγκριθούν μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες ατόμων:
α. Άτομα με ικανό εισόδημα στο ίδιο νόμισμα. Το νόμισμα στο οποίο θα πληρώνονται το κεφάλαιο και ο τόκος πρέπει να είναι το ίδιο με το νόμισμα του εισοδήματος, από το οποίο θα εξυπηρετείται το δάνειο.
β. Δανειολήπτες οι οποίοι προσδοκούν άλλα έσοδα στο νόμισμα στο οποίο εξυπηρετείται το δάνειο και σκοπεύουν να πληρώσουν το δάνειο χρησιμοποιώντας τα έσοδα αυτά, για παράδειγμα με τη χρήση ομολόγων ξένων νομισμάτων με συγκεκριμένο χρόνο εξαγοράς (όπου το ομόλογο έχει ήδη συναφθεί για ποσό τουλάχιστον ίσο με το ονομαστικό ποσό του δανείου κατά το χρόνο της εκταμίευσης), με την πώληση ακινήτων σε ξένο νόμισμα (όπου η πραγματική βούληση πώλησης θα πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο  εκταμίευσης του δανείου και οι διαδικασίες της πώλησης, βασισμένες σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις της αγοραίας αξίας ή του συμβατικά συμφωνημένου τιμήματος είναι τουλάχιστον ίσες με το ονομαστικό ποσό του δανείου) ή πουλώντας μετοχές μιας εταιρείας που χρηματοδοτούνται στο ίδιο νόμισμα.
γ. Άτομα αυξημένων εισοδημάτων με άριστη πιστοληπτική ικανότητα. Ο δανειολήπτης κατατάσσεται στην κατηγορία των πελατών που ταξινομούνται ως «άτομα αυξημένων εισοδημάτων» σύμφωνα με τις εσωτερικές κατευθυντήριες γραμμές του πιστωτικού ιδρύματος και στους οποίους έχει αποδοθεί η υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση…»

Κατ’ αρχάς, λοιπόν, τα πιστωτικά ιδρύματα ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΧΟΡΗΓΟΥΝ ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΞΕΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Νέα δάνεια σε ξένο νόμισμα θα μπορούσαν να χορηγηθούν μόνο εφόσον τηρούνταν οι προρρηθείσες και κατά την κοινή λογική διαπιστούμενες ως εύλογες, προϋποθέσεις.
Τον ίδιο περίπου καιρό, το 2008, η Τράπεζα της Ελλάδας επισήμαινε τον κίνδυνο πτώχευσης των δανειοληπτών, από χορηγήσεις σε νόμισμα κυμαινόμενης ισοτιμίας.
Η Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το έτος 2008.

Παρά το γεγονός ότι οι κίνδυνοι, που γεννούν τα εν λόγω "δάνεια" φαίνεται να τελεί σε γνώση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ο τελευταίος δεν έλαβε καμία ανάλογη ή αντίστοιχη πρωτοβουλία, σαν αυτές που έλαβαν τον ίδιο καιρό οι αρμόδιες οικονομικές αρχές της Αυστρίας...

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Δάνεια σε συνάλλαγμα: Γνωρίζαμε πόσο αθώα και ακίνδυνα είναι;


Σε συνέχεια δυο προηγούμενων αναρτήσεών μου (που είναι διαθέσιμες εδώ και εδώ), στις οποίες ερευνήθηκε κυρίως η νομιμότητα των δανείων σε συνάλλαγμα, ήρθε η ώρα να δούμε και την ουσιαστική επικινδυνότητα των εν λόγω προϊόντων.



Πρώτα-πρώτα ξεκινάμε την αναζήτησή μας, από τα κεκτημένα της διεθνούς εμπειρίας.

1. Το Ευρωπαϊκό προηγούμενο
1.a. Οι αιτίες δημιουργίας ενός δανείου σε ελβετικό φράγκο

Ευλογοφανείς αιτίες για τη δημιουργία ενός καταναλωτικού προϊόντος σε ελβετικό φράγκο θα μπορούσαν να είναι τόσο η απόκτηση καταναλωτικών αγαθών απευθείας στο εν λόγω νόμισμα, όσο και η ύπαρξη εισοδημάτων απευθείας στο νόμισμα της Ελβετίας. Ιδίως αυτή η δεύτερη συνθήκη θα λειτουργούσε ως φυσική αντιστάθμιση κάθε συναλλαγματικού κινδύνου.

Τα παραπάνω γεγονότα είναι και κατά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οι κύριες αιτίες, στις οποίες οφείλεται η δημιουργία αυτών των δανείων, κατά πρώτο λόγο στην Αυστρία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την από 4 Αυγούστου 2004, έκθεσή του (IMF Country Report No. 04/238) στην Αυστρία πάνω από το 20% των δανείων χορηγήθηκαν σε ελβετικό φράγκο (βλ. σημείωση 18, σελ 11, της Έκθεσης). Στο κεφάλαιο με τίτλο “C. Foreign Currency Lending” (=Δανεισμός σε ξένο νόμισμα), που έχει ακριβώς ως ακολούθως


Εικόνα 1 - ΔΝΤ (Country Report No. 04/238), Ημερομηνία: 04-08-2004

Το Ταμείο αναφέρεται στις αιτίες δημιουργίας του επίδικου προϊόντος, διαπιστώνοντας ότι «Επιπρόσθετα με τα χαμηλά επιτόκια, η ζήτηση για αυτά τα δάνεια φαίνεται να οδηγείται από συγκεκριμένους αποκλειστικά Αυστριακούς παράγοντες. Τα δάνεια αυτά αρχικά έγιναν δημοφιλή στα δυτικά της χώρας, όπου πολλοί δανειολήπτες είχαν φυσική αντιστάθμιση στο Ελβετικό Φράγκο (πχ όντας εργαζόμενοι στην Ελβετία και αμειβόμενοι σε Ελβετικά Φράγκα). Η δημοσιοποίηση ότι πολλοί από αυτούς τους πρώιμους δανειολήπτες είχαν προβεί σε σημαντικές εξοικονομήσεις λόγω των χαμηλών επιτοκίων και την απουσία επιβλαβών διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών εξάπλωσε τη ζήτηση σε όλη τη χώρα. Οι οικονομικοί σύμβουλοι μπορεί επίσης, έχουν παίξει κάποιο ρόλο μέσω της εντατικής εμπορικής προώθησης του οφέλους αυτών των δανείων. Αν και τα δάνεια αυτά συναντώνται πλέον σε όλη τη χώρα, είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένα στις μικρότερες τράπεζες και στη δυτική περιοχή της χώρας».

Αυτή είναι η ιστορικά πρώτη εμφάνιση των δανείων σε ελβετικό φράγκο σε κείμενο θεσμικού διεθνούς οικονομικού φορέα, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από τη στιγμή της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).

Στη σημείωση 22 της ίδιας έκθεσης (σελ 14) το Ταμείο διαπιστώνει ότι υπάρχει μακροοικονομικός κίνδυνος για τις τράπεζες της χώρας από την χορήγηση κεφαλαίων που δεν έχουν αντισταθμιστεί, αλλά δεν κρίνεται σημαντικός. Περαιτέρω, στη σημείωση 25 της σελίδας 14, αναφέρεται ότι:


Εικόνα 2 - ΔΝΤ (Country Report No. 04/238), Ημερομηνία: 04-08-2004

Μετάφραση: «Όπως είναι γνωστό από την εμπειρία άλλων χωρών, προβλήματα μπορούν εύκολα να προκύψουν για τις τράπεζες σε σχέση με τα δάνεια σε ξένο νόμισμα σε εγχώριους πελάτες, ακόμη και όταν οι ίδιες οι τράπεζες είναι πλήρως καλυμμένες. Σημαντικές δυσμενείς μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα επιδράσουν στη φερεγγυότητα των δανειοληπτών και ως εκ τούτου στην ικανότητά τους, και μερικές φορές στα κίνητρά τους, να αποπληρώσουν. Οι τράπεζες σε γενικές γραμμές γνωρίζουν πολύ καλά τους κινδύνους αυτούς και φαίνεται να τους παρακολουθούν και να τους ελέγχουν επαρκώς. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν τυπικά χαρακτηριστικά αυτών των δανείων στην Αυστρία που περιορίζουν τους κινδύνους που συνεπάγονται, ειδικά για τους δανειστές. Οι τράπεζες γενικά απαιτούν μεταξύ άλλων: έναν μεγαλύτερο βαθμό ασφάλειας από ό,τι θα απαιτούσαν με τη μορφή δανεισμού σε ευρώ, την ικανότητα του οφειλέτη να εξυπηρετήσει το δάνειο του ίδιου ποσού σε ευρώ και μια επιλογή για μονομερή μετατροπή του δανείου σε ευρώ, αν υπάρχει σημαντική μεταβολή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ένας άλλος περιστασιακός παράγοντας είναι ότι η πιθανότητα περιστασιακών πτωχεύσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είναι υψηλή, δεδομένου ότι τα νοικοκυριά δεν έχουν κατά κανόνα υψηλή μόχλευση, και πολλά από αυτά τα δάνεια είναι μακροπρόθεσμες υποθήκες που θα μπορούσε να αναδιαρθρωθούν, εάν κριθεί απαραίτητο (π.χ., επιμήκυνση της λήξης). Επίσης, παράλληλα με τις δανείστριες τράπεζες, οι οφειλέτες έχουν συχνά τη δυνατότητα να μετατρέψουν τα δάνεια σε ευρώ, στις ημερομηνίες ορισμού των επιτοκίων επιτρέποντάς τους έτσι να περιορίζουν τις απώλειες από το συνάλλαγμα».

Οι τράπεζες, λοιπόν, γνώριζαν την ιστορική συγκυρία, υπό την οποία προέκυψε το Αυστριακής έμπνευσης καταναλωτικό προϊόν. Γνώριζαν ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν ότι η Αυστρία και η Ελβετία είναι γείτονες χώρες.

Γνώριζαν ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν ότι στην Αυστρία, «πολλοί δανειολήπτες είχαν φυσική αντιστάθμιση στο Ελβετικό Φράγκο (πχ όντας εργαζόμενοι στην Ελβετία και αμειβόμενοι σε Ελβετικά Φράγκα)».

Η Ελλάδα, όμως, απέχει από την Ελβετία 2.153 χιλιόμετρα. Δεν υπήρξαμε ποτέ γείτονες χώρες. Ποτέ οι νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα καταναλωτές δεν εργάζονταν στην Ελβετία, μένοντας ταυτόχρονα στην Ελλάδα, ώστε τα εισοδήματά τους σε Ελβετικά Φράγκα να αποτελούν φυσική αντιστάθμιση κάθε συναλλαγματικού κινδύνου.

Περαιτέρω, οι τράπεζες γνώριζαν, ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν, τους κινδύνους που γεννούσε το προϊόν αυτό. Δηλαδή:
  • Γνώριζαν ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν τους κινδύνους στους οποίους υπήγαγαν τους καταναλωτές, αφού «Σημαντικές δυσμενείς μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα επιδράσουν στη φερεγγυότητα των δανειοληπτών και ως εκ τούτου στην ικανότητά τους, και μερικές φορές στα κίνητρά τους, να αποπληρώσουν».
  • Δηλαδή, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι το προϊόν τους μπορεί να υπονομεύσει την οικονομική δυνατότητα του κάθε δανειολήπτη και να του δημιουργήσει κίνδυνο αδυναμίας πληρωμής.
  • Γνώριζαν ότι η αδυναμία πληρωμής, το default του δανειολήπτη, ιδωμένο αντίστροφα, δηλαδή, ιδωμένο από την πλευρά της τράπεζας, θα γεννούσε για την ίδια κίνδυνο ρευστότητας, κίνδυνο φερεγγυότητας και εν γένει πιστωτικό κίνδυνο. 
  • Τέλος, γνώριζαν, ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν τις τεχνικές για την αντιμετώπιση των κινδύνων που γεννούσε το προϊόν τους. Δεν επρόκειτο άλλωστε, για κάποιο οικονομικό μυστικό. Όπως διαπιστώνει το Ταμείο «Οι τράπεζες σε γενικές γραμμές γνωρίζουν πολύ καλά τους κινδύνους αυτούς και φαίνεται να τους παρακολουθούν και να τους ελέγχουν επαρκώς» και παραθέτει τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό οι Αυστριακές τράπεζες, ήδη πριν το 2004. 
Οι τράπεζες, ως εκ της θέσεως και της λειτουργίας τους, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν όλα τα παραπάνω.

Παρά τη γνώση τους, οι τράπεζες επέλεξαν να δημιουργήσουν το συγκεκριμένο προϊόν με τα χαρακτηριστικά ακριβώς που φέρεται αυτό σήμερα ενώπιον των Δικαστηρίων όλης της χώρας.

Παρά τη γνώση τους, οι τράπεζες επέλεξαν να διαθέσουν το συγκεκριμένο προϊόν στους καταναλωτές, παραβλέποντας τη χρήση των εργαλείων γνώριζαν ότι μπορούσαν να θέσουν στη διάθεσή τους και στη διάθεση των καταναλωτών.

Παρά τη γνώση τους, οι τράπεζες αποδέχτηκαν πλήρως κάθε κίνδυνο που μπορούσε να προκληθεί στους καταναλωτές ή που μπορούσαν και οι ίδιες να υποστούν από το προϊόν αυτό.

Παρά τη γνώση τους, οι τράπεζες ανέλαβαν κάθε κίνδυνο που μπορούσε να τους προκληθεί ή/και να υποστούν από το προϊόν αυτό, δηλαδή, ανέλαβαν τον πιστωτικό κίνδυνο (κίνδυνο περί το επιχειρείν) και τον ηθικό κίνδυνο (moral hazard) της δανειοδότησης των καταναλωτών με προϊόντα υψηλής επικινδυνότητας.

Με μια πρώτη ματιά, λοιπόν, οι ισχυρισμοί των τραπεζών ότι δήθεν δεν γνώριζαν και δεν μπορούσαν να προβλέψουν την εξέλιξη αυτών των δανείων, δεν φαίνονται ιδιαίτερα πειστικοί.

1.b. Οι κίνδυνοι από τον δανεισμό σε ελβετικό φράγκο
Οι τράπεζες ισχυρίζονται είτε ότι ο κίνδυνος ήταν γνωστός στους δανειολήπτες, είτε ότι μέσω της «προστασίας δόσης» (που παρείχαν μόνο ορισμένες από αυτές και μόνο για συγκεκριμένες περιπτώσεις) είχαν φροντίσει να τον αποσοβήσουν.

Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί των τραπεζών, δείχνουν ότι προσπαθούν να ωραιοποιήσουν την κατάσταση και να υποβαθμίσουν την επικινδυνότητα του προϊόντος που οι ίδιες δημιούργησαν, αποκρύπτοντας το σύνολο των κινδύνων που δημιουργεί ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα.
Οι κίνδυνοι αυτοί, όπως είδαμε, είχαν ακροθιγώς επισημανθεί στην Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (βλ. ΣΜ-6, αμέσως παραπάνω), ήδη από το 2004. Βέβαια, η εν λόγω Έκθεση αφορούσε την Αυστρία, πλην όμως εξ αρχής, έθετε το πρόβλημα του δανεισμού σε ξένο νόμισμα, υπό το πρίσμα της μακροοικονομικής εξέτασης. Συνεπώς, οι αρχικά περιφερειακές αναφορές των κινδύνων που γεννούσε ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα, θα μπορούσαν κατ’ αναλογία να ισχύουν για κάθε χώρα της Ευρωζώνης.

Ωστόσο, στην Αυστρία, το φαινόμενο του δανεισμού σε ελβετικό φράγκο έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Μέχρι τον Μάρτιο του 2005, το 30% των συνολικών χορηγήσεων ήταν δάνεια σε ξένο νόμισμα.

Έτσι, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επανήλθε το 2005 στο θέμα αυτό και στην από 29-06-2005, με αριθμό 05/249 νέα έκθεσή του (IMF Country Report No. 05/249) ασχολήθηκε αποκλειστικά και απολύτως ειδικά με τα δάνεια σε ξένο νόμισμα. Την έκθεση ετοίμασε και ο Έλληνας μακροοικονομολόγος Δημήτρης Τζαννίνης.

Πέρα από τα αριθμητικά στοιχεία και τις οικονομικές εξισώσεις, τους πίνακες και τα διαγράμματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σελίδα 9 της έκθεσης. Εκεί, εντός του Πλαισίου με αριθμό τρία (3), περιλαμβάνεται εκτενής λίστα με όλους τους κινδύνους που γεννώνται από ένα δάνειο σε ξένο νόμισμα και μάλιστα, για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Παρουσιάζονται, λοιπόν, αναλυτικά οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες, οι κίνδυνοι που προκαλούνται για τις τράπεζες και βέβαια, ο πολιτικός κίνδυνος, ο οποίο όμως, ως μη επίδικος, δεν ερευνάται και δεν μεταφράζεται το σχετικό χωρίο. Άλλωστε, απευθύνομαι σε πολίτες, των οποίων η πολιτική κρίση θα αποδώσει και τον πολιτικό κίνδυνο που εγκυμονούσαν αυτά τα δάνεια.

Η ακριβής λίστα κινδύνων έχει ως εξής:

Εικόνα 3 - ΔΝΤ (Country Report No. 05/249), Ημερομηνία: 29-06-2005 

Μετάφραση:
«Πλαίσιο 3. Κίνδυνοι που σχετίζονται με δάνεια σε ξένο νόμισμα
Νοικοκυριά
Δάνεια σε ξένο νόμισμα εκθέτουν τα νοικοκυριά στους ακόλουθους κινδύνους:
• Συναλλαγματικός κίνδυνος, από μεγάλη, ακάλυπτη έκθεση των νοικοκυριών. Η φυγή από το Ιαπωνικό Γιέν προς το πιο σταθερό ελβετικό φράγκο έχει μετριάσει αυτόν τον κίνδυνο. Παρ 'όλα αυτά, ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να μην είναι ασήμαντος και μπορεί να επιδεινωθεί από το γεγονός ότι το πλήρες κεφάλαιο οφείλεται μέχρι τη λήξη του, η οποία μπορεί να είναι πολλά χρόνια μακριά. Ενώ, κατ' αρχήν, το όχημα αποπληρωμής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον περιορισμό αυτού του κινδύνου, στην πράξη, η έκθεση σε πολλαπλά νομίσματα συμβαίνει συχνά όταν τα νοικοκυριά επενδύουν σε ένα τρίτο νόμισμα.
• Κίνδυνος επιτοκίων από τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου με συχνές ημερομηνίες αναπροσαρμογής.
• Επιπλέον κίνδυνοι αγοράς από τις αβέβαιες αποπληρωμές της επένδυσης για τα οχήματα αποπληρωμής.
• Κίνδυνος αναντιστοιχίας ωριμότητας των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού. Τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών (οχήματα αποπληρωμής) προσφέρουν μακροπρόθεσμες αποδόσεις, ενώ οι υποχρεώσεις (δάνεια σε ξένο νόμισμα) εκτίθενται σε βραχυπρόθεσμα επιτόκια.
• Κίνδυνος διπλής έκθεσης από δανεισμό σε ξένο νόμισμα και την επένδυση στην ακίνητη περιουσία. Το περιουσιακό στοιχείο που συνήθως χρηματοδοτείται από δάνεια σε ξένο νόμισμα είναι ακίνητη περιουσία, ένα μη διαπραγματεύσιμο αγαθό, το οποίο τείνει να έχει χαμηλότερες επιδόσεις όταν οι όροι του εμπορίου είναι υφεσιακοί. Με συντελεστή συσχέτισης μεταξύ της Αυστριακής ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (NEER) και του δείκτη τιμών κατοικιών για τα έτη 1987 - 2003 από 0,72, ένα νοικοκυριό θα μπορούσε να πληγεί δυσμενώς από το ίδιο σοκ (δηλαδή, από την υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος) και στις δυο πλευρές, τόσο των στοιχείων ενεργητικού όσο και του παθητικού του ισολογισμού του.
• Ο νομικός κίνδυνος. Αναγκαστικές ρήτρες μετατροπής σε δανειακές συμβάσεις έχουν τα μειονεκτήματά τους: στην περίπτωση υποτίμησης και μεταγενέστερης ενίσχυσης του ευρώ, τα νοικοκυριά θα έχουν κλειδώσει τις απώλειές τους, ενώ θα έχουν χάσει την ευκαιρία να πάρουν δάνεια με τη δυνατότητα κέρδους κεφαλαίων. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει τριβές με τις τράπεζες, να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη, και να οδηγήσει σε δικαστικές διαμάχες.

Τράπεζες
Ακόμα κι αν οι τράπεζες έχουν όρια για ανοικτές θέσεις σε ξένο συνάλλαγμα, αντισταθμίζονται σε μεγάλο βαθμό, και εφαρμόζουν συντηρητικές αναλογίες δανείου προς αξία, είναι εκτεθειμένες σε έμμεσο κίνδυνο. Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες περιλαμβάνουν:
• Πιστωτικός κίνδυνος από την πτώχευση των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης των δανειοληπτών σε κίνδυνο αγοράς.
• Φήμη και νομικός κίνδυνος από τις μεγάλες ζημίες που θα υποστούν οι πελάτες και από την ρευστοποίηση των εγγυήσεων.
• Κίνδυνος συγκέντρωσης από την ομοιογένεια των ασφαλειών και τις πιθανές τραπεζικές ζημιές που θα προκύψουν με αποτέλεσμα να χρειάζεται να πωληθούν μεγάλες ποσότητες ακινήτων σε μικρές αγορές. Η χαμηλή αναλογία δανείου-προς-αξία στην Αυστρία μετριάζει αυτόν τον κίνδυνο αλλά θα μπορούσε ακόμα να είναι σημαντικός εάν πολλά νοικοκυριά πτωχεύσουν στην ίδια αγορά..."


Ήδη από το 2005, λοιπόν, ήταν γνωστοί οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ένας δανειολήπτης. Και στους κινδύνους αυτούς περιλαμβανόταν αλλά δεν ήταν μόνος ο συναλλαγματικός κίνδυνος.

Το γεγονός ότι οι τράπεζες προσπάθησαν κι εξακολουθούν να προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι ο μόνος κίνδυνος αυτών των δανειοληπτών, το μόνο «ρίσκο» (όπως επί λέξει ανέφερε μάρτυρας τράπεζας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος, δείχνει την απόπειρα υποβάθμισης της επικινδυνότητας του επίδικου προϊόντος. Το επίδικο προϊόν ήταν πολλαπλά επικίνδυνο κι αυτό το γνώριζαν ή έστω όφειλαν να το γνωρίζουν οι τράπεζες.

Οι κίνδυνοι που δημιουργούνταν για τους δανειολήπτες είναι τουλάχιστον έξι (6), ήταν γνωστοί ήδη από το 2005, δηλαδή περίπου έναν (1) χρόνο (για την ακρίβεια, 15 μήνες) προτού ξεκινήσει η επιθετική διάθεση αυτών των δανείων στη χώρα μας κι έναντι αυτών των κινδύνων ο καταναλωτής δανειολήπτης, ούτε οποιαδήποτε ενημέρωση έλαβε ποτέ, ούτε βέβαια οποιαδήποτε προστασία.

Αντίστοιχα, η εκάστοτε τράπεζα, δεν αντιμετώπισε ποτέ κι εξακολουθεί να μην αντιμετωπίζει συναλλαγματικό κίνδυνο. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται και στην Έκθεση του ΔΝΤ αλλά μας το επιβεβαίωσε πολλαπλά και μάρτυρας τράπεζας στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος αναφέρθηκε σε πιστωτικό κίνδυνο ή κίνδυνο που προκύπτει από το επιχειρείν, όπως είπε.

Ο κίνδυνος αυτός, όμως, είναι σύμφυτος με την ίδια την υπόσταση και τη λειτουργία της αντιδίκου. Έναντι αυτού του κινδύνου η κάθε τράπεζα απαιτεί και λαμβάνει εμπράγματες εξασφαλίσεις, έναντι αυτού του κινδύνου προβαίνει σε υποχρεωτική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας κάθε υποψήφιου δανειολήπτη, έναντι αυτού του κινδύνου απολαμβάνει πρόσβαση σε ένα δαιδαλώδες σύστημα συνεχούς παροχής κεφαλαίων, τόσο από την ΕΚΤ, όσο κι από τη διατραπεζική αγορά κι έναντι αυτού του κινδύνου, εν τέλει, ανακεφαλαιοποιήθηκε πλήρως από το Ελληνικό Δημόσιο, τα τελευταία εφτά (7) έτη, όταν δηλαδή έκανε την εμφάνισή της η παρούσα κρίση, με πρεμιέρα την κατάρρευση του Αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού, της Lehman Brothers, το 2008.

Δηλαδή, οι τράπεζες διαλαλούν προς πάσα κατεύθυνση και δηλώνουν με πρωτοφανή ένταση, τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο: Ότι ως τράπεζες, υπόκεινται στον πιστωτικό κίνδυνο. Πράγματι, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πιστωτικό κίνδυνο. Όπως ακριβώς τον αντιμετωπίζουν σε κάθε δάνειο, σε κάθε πίστωση, κάθε ύψους και κάθε φύσης.

Κι επειδή ο κίνδυνος αυτός ουδεμία σχέση έχει με την μετακυλιόμενη κι επιρριπτόμενη στους καταναλωτές μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εκ των υστέρων, προσπαθούν με διάφορα ατυχή και άστοχα κατασκευάσματα να εμπλέξουν στους συλλογισμούς τους τη μεταβολή της ισοτιμίας, ως λόγο δημιουργίας πιστωτικού κινδύνου.

Επί τη βάσει αυτών των ισχυρισμών, προσπαθούν, λοιπόν, να δικαιολογήσουν, την βούλησή τους να εισπράττουν κάθε μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ως έναν επιπρόσθετο και κρυπτόμενο τόκο, τη στιγμή που οι ίδιες δεν καλούνται να την πληρώσουν. Εννοείται, ότι σε όλο αυτό το παιχνίδι η Τράπεζα της Ελλάδας, ως ο αρμόδιος εποπτικός φορέας αλλά και τα Υπουργεία Οικονομικών και Ανάπτυξης, ήταν και εξακολουθούν να είναι οι Πόντιοι Πιλάτοι, που νίπτουν τας χείρας τους...

Στο θέμα αυτό, πάντως, θα επανέλθω προσεχώς με νεότερα στοιχεία...

de jure app