Τρίτη 31 Μαΐου 2016

221/2016 Ειρ Κορίνθου: Νόμω αβάσιμη, ουσία αβάσιμη και αόριστη η απαίτηση τράπεζας στη νομή αυτοκινήτου

Με μια εξαιρετικής νομικής θεμελίωσης απόφαση, η οποία σηματοδοτεί μια σπουδαία τομή για ανάλογες υποθέσεις, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της χρηματοδότριας τράπεζας, με την οποία η τελευταία ζητούσε να αναγνωριστεί νομέας του χρηματοδοτηθέντος αυτοκινήτου.

Η απόφαση αποκαλύπτει το ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΒΑΣΙΜΟ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ, σύμφωνα με το οποίο οι χρηματοδοτικοί φορείς ισχυρίζονται ενώπιον των Δικαστηρίων, ότι δήθεν έχουν τη νομή των αυτοκινήτων από την τριμερή σύμβαση για την αγορά του αυτοκινήτου με παρακράτηση κυριότητας και σύσταση ενεχύρου.

Μάλιστα, στην επίδικη περίπτωση, το αυτοκίνητο είχε αφαιρεθεί, μετά από ατυχή απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας, το οποίο είχε διατάξει τη δικαστική μεσεγγύησή του από τους προστηθέντες της τράπεζας. 

Εν τέλει, ωστόσο, επειδή προηγείται η έρευνα του παραδεκτού το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή της τράπεζας λόγω απαραδέκτου (δηλαδή, ως αόριστη) πλην όμως, δίχως να αφήσει περιθώρια, να προβληθούν εκ νέου οι ίδιοι αντιφατικοί και πάντως, νομικά και ουσιαστικά αβάσιμοι ισχυρισμοί. 

Η σχολιαζόμενη απόφαση έχει πολύ περισσότερες προεκτάσεις από αυτές που εκ πρώτης όψεως εμφαίνονται, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, οι χρηματοδοτικοί φορείς προέβησαν, όχι μόνο σε βιαία αφαίρεση των οχημάτων (η οποία με βάση την απόφαση είναι μη νόμιμη!) αλλά και σε ιδιωτικές πωλήσεις των οχημάτων (κατά κάποιο τρόπο σε ιδιωτικούς πλειστηριασμούς, δίχως τις εγγυήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), συνήθως σε αξία πολύ μικρότερη από την εκάστοτε τρέχουσα εμπορική αξία του αυτοκινήτου και εκ των υστέρων επανέρχονταν με αποκλειστικά ενοχικές αξιώσεις για το υποτιθέμενα υπολειπόμενο της δανεικής τους απαίτησης, με την έκδοση Διαταγών Πληρωμής.

Παρατίθεται το κείμενο της απόφασης για μελέτη και για όποιον επιθυμεί να το κατεβάσει στον υπολογιστή του είναι διαθέσιμο ΕΔΩ




ΥΓ: Σημειώνεται, ότι η ενάγουσα τράπεζα αρχικά είχε εισαγάγει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής και τακτική αγωγή νομής, ενώπιον του κατά τόπο αναρμόδιου Ειρηνοδικείου Πειραιά. Η τοπική αναρμοδιότητα αναγνωρίστηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, με απόφαση εκείνου του δικαστηρίου (την οποία, δεν έχω αναρτήσει). Ενόψει της αναρμοδιότητας η τράπεζα επανήλθε με την κρινόμενη αγωγή που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, ενώ παράλληλα επεδίωξε και -ατυχώς- επέτυχε την δικαστική μεσεγγύηση του επίδικου αυτοκινήτου από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, η πρακτική αυτή θα ονομαζόταν forum shopping με πρόθεση καταστρατήγησης του Νόμου. Στο εσωτερικό δικαϊκό σύστημα, ωστόσο, έχει κριθεί ότι το 116 ΚΠολΔ δεν αρκεί για να καλύψει την καταχρηστική άσκηση δικονομικού δικαιώματος... Ας είναι. Αφού τελικά υπάρχουν Δικαστές που δικάζουν στην ουσία τις υποθέσεις, έστω κι έτσι, αποδόθηκε Δικαιοσύνη.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

334/2016 Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών: Καταχρηστικός ο ΓΟΣ χορήγησης δανείων σε Ελβετικό Φράγκο

Με την 334/2016 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε επί Συλλογικής Αγωγής (βλ άρ 10 του Ν. 2251/1994), το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε, ότι τόσο ο ΓΟΣ χορήγησης δανείων σε Ελβετικό Φράγκο είναι αδιαφανής, όσο και ο ΓΟΣ περί πλασματικής αναγνώρισης χρέους που έθετε η τράπεζα ως προαπαιτούμενο υπογραφής ρυθμίσεων. Μεταξύ άλλων διατάσσει τον επανυπολογισμό των απαιτήσεων της τράπεζας στην ισοτιμία εκταμίευσης.

Η απόφαση διαθέσιμη σε pdf από ΕΔΩ

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Ιστορικές μνήμες, ενόψει πολυνομοσχεδίου

1990:
Το 1990 μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Σόιμπλε, Υπουργός Εσωτερικών της Δυτικής Γερμανίας, με μια συμφωνία 800 σελίδων ιδρύει Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων με το όνομα Treuhand. Στο ταμείο "Treuhand", πέρασαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας, εκτιμώμενης αξίας περίπου 1,2 τρις μάρκων. Το 1994 το Ταμείο κλείνει. Στα βιβλία του αναφέρεται έλλειμμα 260 δις μάρκα και οι πωλήσεις ΟΛΩΝ των περιουσιακών στοιχείων της Ανατολικής Γερμανίας φαίνεται ότι απέφεραν μόλις 50 δις μάρκα.

Στα 4 χρόνια που λειτούργησε η Treuhand:
1. Περίπου 3.700 εργοστάσια της Ανατολικής Γερμανίας έκλεισαν.
2. Η ανεργία τριπλασιάστηκε και χάθηκαν περίπου 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
3. Ένα από τα καλύτερα εκπαιδευμένα ανθρώπινα δυναμικά στον κόσμο, οι νέοι της Ανατολικής Γερμανίας, ωθήθηκαν σε οικονομική μετανάστευση.
4. Περίπου 8.500 δημόσιες εταιρείες άλλαξαν χέρια μέσα σε μια νύχτα, συχνά για λίγες χιλιάδες μάρκα.

5. Χιλιάδες ακίνητα "φιλέτα", στρατώνες, ορυχεία πουλήθηκαν για ψίχουλα ή απογυμνώθηκαν από τις μηχανές τους μέσα σε λίγες ώρες.
Αλλά το πιο ωραίο είναι ότι και τότε, αυτό παρουσιάστηκε ότι ήταν 
"ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ".


2016
Ο Τσίπρας ιδρύει ταμείο αποκρατικοποιήσεων σε συμφωνία με τον Σοϊμπλε (ως Υπουργό Εξωτερικών, πια, της Γερμανίας, στις περσινές διαβουλεύσεις μετά το δημοψήφισμα) στο οποίο θα περάσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Ελληνικού Δημοσίου.

Κάθε ομοιότητα είναι εντελώς τυχαία.
Όπως, υποθέτω, τυχαίο θα είναι και κάθε όμοιο αποτέλεσμα.

ΥΓ: Τα στοιχεία για την Treuhand και το έργο της είχαν δημοσιευτεί από την κα Νάντια Βαλαβάνη (μετέπειτα Υπουργό της κυβέρνησης Σύριζα) στις 15-07-2012 σε άρθρο της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας "Η ΑΥΓΗ". Επίσης, στο θέμα αυτό είχε αναφερθεί, στις 20-07-2015, ο Γιάνης Βαρουφάκης, πρώην Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σύριζα, στην ενημερωτική ιστοσελίδα TVXS.gr, συμφερόντων Στέλιου Κούλογλου (νυν και εν ενεργεία Ευρωβουλευτή του Σύριζα).

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Απόφαση 152/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου: Η εκκρεμοδικία στη δίκη της ανακοπής

Οι ανακόπτοντες, με την ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναρτάται και για τους λόγους που ειδικότερα εκτέθηκαν σε αυτήν, ζήτησαν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ' ης τράπεζα, ποσό πλέον τόκων και εξόδων ως κατάλοιπο οριστικώς κλεισθέντος ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, καθώς και της αντίστοιχης επιταγής προς πληρωμή, επί τη βάσει της οποίας επισπεύδεται εις βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση. 


Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε απαραδέκτως και είναι άκυρη λόγω υφιστάμενης εκκρεμοδικίας διότι η συζήτηση κατά την ημερομηνία της αιτήσεως για της έκδοσή της έγινε μετά την άσκηση της τακτικής αγωγής τους σε βάρος της καθ' ης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ερείδεται στις διατάξεις του άρθρου 70 ΚΠολΔ και στηρίζεται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία και η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί για την προσδιορισθείσα δικάσιμο στο ως άνω δικαστήριο.

Το δικαστήριο είπε ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 221, 222 και 632 επ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εισάγει προς διάγνωση την απαίτηση του αιτούντος, αλλά επιδιώκει μόνον την απόκτηση τίτλου εκτελεστού και για το λόγο αυτό δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία. Παρά την έλλειψη, όμως, εκκρεμοδικίας αποκλείεται η υποβολή της ίδιας αξίωσης στηριζόμενης στην ίδια ιστορική και νομική αιτία με νέα μεταγενέστερη αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής, με βάση τον κανόνα non bis in idem και εν όψει του κινδύνου της διπλής εκτέλεσης, αλλά και της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος. Αντίθετα, εκκρεμοδικία δημιουργείται με την άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που περατούται όμως με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Στη δίκη, όμως, της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνον στο μέτρο των υποβαλλομένων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκηση της ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής που προσδιορίζεται επίσης και από την απαίτηση στην οποία στηρίχθηκε η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω, εάν ο λόγος της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι τυπικός, αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου που δικάζει την ανακοπή δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή για την παραδοχή της ανακοπής δεν αποτελεί προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη της απαίτησης και ως εκ τούτου δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως αυτό από το δικαστήριο της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλΔ 38. 768, ΕΑ 8741/1982 ΕλΔ 24. 995).

Παράλληλα, οι προϋποθέσεις της ενστάσεως εκκρεμοδικίας κατά την έννοια του άρθρου 222 ΚΠολΔ είναι οι εξής : α) Ύπαρξη εκκρεμούς δίκης είτε ενώπιον του ίδιου είτε ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω β) Ταυτότητα προσώπων, ήτοι ταυτότητα διαδίκων που να παρίστανται με την ίδια ιδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι το δεδικασμένο της αποφάσεως της πρώτης δίκης καταλαμβάνει (δεσμεύει) και τους διαδίκους της δεύτερης δίκης, ανεξάρτητα δηλαδή από την μεταλλαγή της δικονομικής ιδιότητας αυτών σε κάθε δίκη γ) Ταυτότητα διαφοράς, ήτοι ταυτότητα δικαιώματος, αντικειμένου και ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα δικαιώματος υπάρχει όταν το προβαλλόμενο δικαίωμα είναι το ίδιο το οποίο εξετάστηκε και κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ταυτότητα αντικειμένου υπάρχει όταν το ενσώματο ή ασώματο αντικείμενο της νέας δίκης δεν είναι διαφορετικό της προηγούμενης δίκης. Τέλος, με τον όρο ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας δηλώνεται η ταυτότητα του νομικού γεγονότος του παραγωγικού της έννομης σχέσης. Με άλλα λόγια ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας σημαίνει ότι με την δεύτερη αγωγή, ανταγωγή κ.λ.π. πρέπει να προβάλλεται με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά το ίδιο αίτημα. Η εκκρεμοδικία με την ως άνω έννοια συνιστά δικονομικό απαράδεκτο της αγωγής, που ασκήθηκε εκ νέου και έχει ως συνέπεια όχι την απόρριψη της δεύτερης αγωγής αλλά την αναστολή της εκδικάσεως αυτής μέχρι την περάτωση ή κατάργηση της πρώτης δίκης. Η αναστολή διατάσσεται όχι μόνον κατόπιν προβολής ενστάσεως αλλά και αυτεπαγγέλτως όπως ρητά ορίζει το άρθρο 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Πολ.Αθηνών 8986/1976 Νοβ 25, 224).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης που είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό Δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης ωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, προκύπτει με σαφήνεια ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξάρτητα βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων προσώπων, για το σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης σχετικά προς το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910). Για την εφαρμογή, εξάλλου, της εν λόγω διατάξεως προϋποτίθεται κατ' αρχήν δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των δύο δικών, δηλαδή εξάρτηση της διαγνώσεως της διαφοράς από άλλες έννομες σχέσεις (βλ. Γαζής/Κεραμεύς: ΝΟΒ 1987 σελ. 334). Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία ομιλεί για αναβολή της συζήτησης πρόκειται εδώ για αναστολή της δίκης (βλ. Εφ.ΑΘ. 10144/1995 Αρμ. 1996. 189, ΕφΠατρ, 723/1983 Δ. 15. 280, K. Μπέη ΠολΔΙΚ.ΈΚδ. 1974 τόμ. 5ος σελ. 1090). Τέλος, οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στην ύπαρξη της απαίτησης εφ' ης εξεδόθη η διαταγή πληρωμής μπορούν να προβληθούν και με αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Η ταυτόχρονη δε άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής επιφέρει την αναστολή εκδίκασης της μιας από τις δύο κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΣΤ. Πανταζόπουλος «Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής», Β' έκδοση, έτος 2013 σελ. 365). Εξάλλου, η ενδεχόμενη σώρευση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής με αρνητική αναγνωριστική αγωγή βάσει των ιδίων λόγων κατά του κύρους της απαίτησης και η εκδίκαση της πρώτης έχει ως συνέπεια την έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την εκδίκαση της δεύτερης ενώ επιπλέον δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία της οφειλής. Η κατ' ουσίαν απόρριψη της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για την απαίτηση εφ' ης η διαταγή πληρωμής μετά την άσκηση ανακοπής κατ' άρθρο 632 ΚΠολΔ δημιουργεί δεδικασμένο για την ύπαρξη της έννομης σχέσης, η οποία αμφισβητήθηκε με την αγωγή. Όπως και όταν έχει ήδη προηγηθεί η έκδοση απόφασης επί της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ως προς την ανυπαρξία της απαίτησης και στη συνέχεια εκδικάζεται η ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής στην οποία ως προδικαστικό ζήτημα τίθεται η ίδια κριθείσα έννομη σχέση. (βλ. σχετ. Στέφανος Πανταζόπουλος «Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής», Β έκδοση, έτος 2013, σελ. 366)

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής οι ανακόπτοντες ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω υφιστάμενης εκκρεμοδικίας, καθόσον η αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής υποβλήθηκε μετά την άσκηση της αγωγής των ανακοπτόντων κατά της καθ' ης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας οι ανωτέρω ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού εφ' ης στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγή πληρωμής. Με αυτό το περιεχόμενο ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής κρίθηκε απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη ούτε η υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής αλλά ούτε η έκδοση διαταγής πληρωμής αποκλείουν την άσκηση τακτικής αγωγής για την ίδια απαίτηση. Εξάλλου η ήδη ασκηθείσα από τον οφειλέτη αγωγή για την αναγνώριση της ανυπαρξίας της απαίτησης δεν εμποδίζει την παράλληλη κατάθεση και έκδοση διαταγής πληρωμής για την ίδια απαίτηση. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση από το εισφερθέν αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι οι ανακόπτοντες έχουν πράγματι ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή κατά της καθ' ης η ανακοπή, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί, με την οποία ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης του αλληλόχρεου λογαριασμού, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω ακυρότητας των γενικών όρων συναλλαγών και ειδικότερα των σχετικών όρων αναφορικά με την ευθύνη του εγγυητή, τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του N, 128/1975, την πλασματική αναγνώριση χρέους, το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και την προμήθεια αδράνειας καθώς και το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος συμβατικού επιτοκίου. Εξάλλου, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διαπιστώνεται ότι η τελευταία εκδόθηκε δυνάμει απαίτησης της καθ' ης η ανακοπή, που προέρχεται από την αυτή σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, της οποίας η εγκυρότητα αμφισβητείται και ζητείται η ακύρωση της με την προγενεστέρως ασκηθείσα αναγνωριστική αγωγή για τους αναλυτικά αναφερόμενους σε αυτή λόγους. Μεταξύ δε των δύο εκκρεμών δικών δεν υπάρχει μεν εκκρεμοδικία, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, μεταξύ της κρινόμενης ανακοπής, με την οποία ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και της ασκηθείσας αγωγής, με την οποία ζητείται- μεταξύ άλλων- η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού και συνεπακόλουθα αναγνώριση ανυπαρξίας της απαίτησης. Ωστόσο, ανάμεσα στις δύο αυτές δίκες υπάρχει δεσμός νομικής αναγκαιότητας, υπό την έννοια ότι το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, άλλωστε, κατέστη εκκρεμής χρονικά πριν την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, συνέχεται και επηρεάζει άμεσα την παρούσα δίκη, καθόσον οι ισχυρισμοί, που συγκροτούν την ιστορική βάση της προηγηθείσας αναγνωριστικής αγωγής, ταυτίζονται με τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, που αφορούν την ακυρότητα των γενικών όρων συναλλαγών της επίδικης σύμβασης. Κρίθηκε, με το παραπάνω σκεπτικό, ότι τίθεται ζήτημα κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αναφορικά με το ζήτημα της εγκυρότητας της σύμβασης αλληλοχρέου λογαριασμού, καθώς η εγκυρότητα ή όχι της επίδικης σύμβασης, από την οποία προέκυψε η συνολική απαίτηση, που θα κριθεί στη σχετικώς ανοιγείσα δίκη με αγωγή των ανακοπτόντων, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της παρούσας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς, για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, κρίθηκε ότι πρέπει να ανασταλεί η συζήτηση κατ' άρθρ. 249 ΚΠολΔ, και το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής των νυν ανακοπτόντων κατά της καθ' ης η ανακοπή, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία).

Την υπόθεση χειρίστηκα από κοινού με τον δικηγόρο Αθηνών, Θανάση Αλαμπάση.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης, εδώ

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

"Συνεργάσιμος δανειολήπτης" και Ν. 3869/2010

Και πάνω που, λόγω αποχής, κοντεύω να ξεχάσω τα λίγα νομικά που ξέρω, μου τέθηκε από έναν πολύ καλό μου φίλο το εξής ερώτημα:


Δανειολήπτης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε "μη συνεργάσιμος" από την τράπεζα, μπορεί να κάνει αίτηση του Νόμου Κατσέλη;


Χμ...Θεωρητικά όχι! 

ΟΜΩΣ, ναι μεν ο Νόμος ορίζει ότι ο χαρακτηρισμός του συνεργάσιμου δανειολήπτη αποδίδεται από την τράπεζα και αποτελεί προαπαιτούμενο για την παραδεκτή κατάθεση αιτήσεως στο Δικαστήριο, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας και να εξετάσουμε κάποιες ειδικότερες παραμέτρους, προτού απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα:

Α. Η εξουσία χαρακτηρισμού του δανειολήπτη από την τράπεζα, αφού δημιουργεί δικονομικό προαπαιτούμενο ή έστω, υποχρεωτική προδικασία, συνιστά αποδιδόμενη στην τράπεζα ΔΗΜΟΣΙΑ εξουσία, διότι εξαρτά από ένα νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού δικαίου, την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του παραδεκτού της κατάθεσης αιτήσεως, δηλαδή την πλήρωση ή μη δικονομικών προϋποθέσεων, που αφορούν στη δημόσια τάξη, για την έγκυρη υποβολή αιτήσεως του Ν. 3869/2010. 

Όμως, κατά το μέρος, που η εν λόγω προδικασία (δηλαδή, η τραπεζική δράση!) καθορίζει εκ των προτέρων, όρια δικανικής κρίσης και ιδρύει συνέπειες για το παραδεκτό της εκάστοτε αιτήσεως, επεμβαίνει και καταλύει τον αναπαλλοτρίωτο πυρήνα των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος, καθώς στις περιπτώσεις που το Σύνταγμα θεσπίζει ατομικά δικαιώματα, τα οποία μπορούν να υπαχθούν σε ρυθμιστική επέμβαση και περιορισμούς από το νομοθέτη, όπως είναι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη μπορούν να υποστούν περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί: α) επιδιώκουν θεμιτούς και συμβατούς με την έννομη τάξη σκοπούς, β) ότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος, και γ) υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των περιορισμών και του επιδιωκομένου με αυτούς σκοπού. Έτσι, οποιαδήποτε επέμβαση επιχειρείται, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση από «διοικητική» δράση στην ενάσκηση τους (πόσο μάλλον από τη «διοικητική» δράση μιας εταιρίας που λειτουργεί με όρους της ιδιωτικής επιχειρηματικής οικονομίας), επιβάλλεται να είναι ελεγκτή από τον δικαστή, προκειμένου να ελέγχεται, κάθε φορά, αν, κατά την θέσπιση της περιοριστικής αυτής στο οικείο δικαίωμα επεμβάσεως, τηρήθηκαν οι τρεις ως άνω προϋποθέσεις.

Εν προκειμένω, η παραδεκτή άσκηση αιτήσεως του Ν. 3869/2010 καταλήγει να τελεί, ως δικαίωμα υπό όρο ή αίρεση και πάντως, δικαίωμα μαχητό, υποκείμενο στην εξουσιαστική διάθεση της τράπεζας, η οποία μπορεί να διαμορφώνει μονομερώς και κατά το δοκούν τον σχετικό χαρακτηρισμό.

Για την άσκηση της εξουσίας αυτής, λοιπόν, η τράπεζα μπορεί και πρέπει να ελεγχθεί, έστω και παρεμπιπτόντως, από το Δικαστήριο της κύριας δίκης, σχετικά με την τήρηση των εγγυήσεων της θεμιτής και δίκαιης κρίσης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. 

Τούτο είναι κατά την κοινή λογική, κατά το Σύνταγμα και το Νόμο αναγκαίο, καθόσον, οι εσωτερικές διαδικασίες, υπό τις οποίες η κάθε τράπεζα αποδίδει μια ιδιότητα δεν είναι ούτε δημόσιες, ούτε διαφανείς, ούτε εκ των προτέρων γνωστές, ούτε αιτιολογημένες, ούτε υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας ή/και σκοπιμότητας, ούτε γίνονται με κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά και συγκεκριμένα, ούτε προβλέπεται διαδικασία επανεξέτασης σε περίπτωση σφάλματος, ούτε πληρείται το απαιτούμενο της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου. 

Έτσι, τόσο η έλλειψη οποιουδήποτε ελέγχου νομιμότητας ή, έστω και διοικητικού ελέγχου των τραπεζικών ενεργειών, από την καθ' ύλην αρμόδια για την άσκηση του ελέγχου της κανονιστικής συμμόρφωσης, Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και η απεριόριστη δυνατότητα εφαρμογής αμφισβητούμενων, κρυφών, αδιαφανών και ανέλεγκτων πρακτικών από την κάθε τράπεζα, παρίστανται κατ' αρχάς ως αντίθετες και παραβιάζουσες τα άρθρα 20 και 25 του Συντάγματος. 

Β. Εξάλλου, το εάν ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος ή όχι, αποτελεί ζήτημα ουσίας και πάντως, είναι αποδεικτέο κατά τη διαδικασία της συζήτησης της αίτησης στο ακροατήριο. Δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι ζήτημα μονομερούς χαρακτηρισμού των πολιτών, χαρακτηρισμός από τον οποίο εξαρτάται η παραδεκτή άσκηση ένδικου βοηθήματος. Εξάλλου, η εν λόγω έρευνα ήδη καλυπτόνταν από την προϊσχύσασα διαδικασία, υπό την έννοια του απαιτούμενου αποκλεισμού της κακοπιστίας και της δολιότητας του εκάστοτε αιτούντος, προκειμένου να κριθεί νομικά και ουσιαστικά βάσιμη η αίτησή του. Συνεπώς, ο επιβληθείς περιορισμός δεν είναι ούτε εύλογος, ούτε stricto sensu ανάλογος, ουδέ ήρθε να καλύψει οποιοδήποτε νομοθετικό κενό.

Απεναντίας, με την εν προκειμένω εξεταζόμενη νομοθετική ρύθμιση δημιουργούνται εξωφρενικά νομικά αδιέξοδα, ενδεικτικά αναφερομένων των ακολούθων: 

α) Με τον μονομερή χαρακτηρισμό πολιτών ως δήθεν "μη συνεργάσιμων" ο νομοθέτης πετυχαίνει εξάρτηση της παραδεκτής άσκησης νόμιμου ουσιαστικού δικαιώματός του πολίτη από κατ' αρχήν ανέλεγκτες πράξεις ή παραλείψεις της τράπεζας. Πλην όμως, εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων!

Η τράπεζα έχει συμφέρον να χαρακτηρίσει έναν δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμο, ώστε να αποφύγει τη δικαστική εμπλοκή και το ενδεχόμενο απομείωσης της απαίτησής της, την ίδια στιγμή που ο δανειολήπτης έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει τη δικαστική ρύθμιση των χρεών του!

β) Ένας δανειολήπτης, που θα υποβάλλει κανονικά τα έγγραφα του Ν. 4224/2013, ώστε να χαρακτηριστεί συνεργάσιμος, θα δεχτεί πρόταση ρύθμισης της οφειλής του. Ας υποθέσουμε ότι όντως ο δανειολήπτης είναι πολύ συνεργάσιμος και θα δεχτεί να συνυπογράψει την προταθείσα ρύθμιση. Αν η τράπεζα, κατά εκδήλωση της εξουσιαστικής θέσης της στη συναλλαγή, συμπεριλάβει στους ΓΟΣ της προτεινόμενης ρυθμιστικής σύμβασης, τον Όρο, ότι η εν λόγω πράξη αποτελεί ανανέωση της οφειλής, τότε αμέσως, δοθέντος ότι έχουμε ανάληψη νέου χρέους, το χρέος αυτό θα παραμείνει αρρύθμιστο, ως μη εντεταγμένο στην αρχική αίτηση του Ν. 3869/2010! 

Δηλαδή, με την ερευνώμενη διάταξη ήδη δημιουργήθηκε το νομικό υπόβαθρο της εκ πλαγίου αδρανοποίησης του Ν. 3869/2010 και της εκ πλαγίου καταστρατήγησης της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης, μη ερευνώμενων, σε αυτή την ανάρτηση, και άλλων λόγων για τους οποίους η αίτηση του δανειολήπτη καθίσταται πλέον απορριπτέα και στην ουσία της (πχ λόγω παραβίασης της αρχής της καθολικότητας των πιστωτών)!

γ) Περαιτέρω, είναι γνωστή, η τραπεζική πρακτική, που στόχο έχει είτε να συντμήσει το νόμιμο χρόνο απόκρισης του δανειολήπτη, είτε να περιορίσει δικαιώματά του, είτε να εξαφανίσει δικαιώματά του, είτε να εξοπλίσει με υπερ-δικαιώματα τον δανειστή, είτε να γεννήσει μη νόμιμο ύψος απαίτησης, κατά το υπερβάλλον του νομίμου.

Σε αυτές τις πρακτικές περιλαμβάνεται και η επιβολή ΓΟΣ που έχουν νομολογηθεί άκυροι ως καταχρηστικοί και των οποίων η χρήση απαγορεύεται από την υπ' αριθμ Ζ1-798/2008 Υπουργική Απόφαση. 

Με την ερευνώμενη διάταξη, όμως, οι έστω και παραχθείσες από μερικώς ή ολικώς μη νόμιμη αιτία απαιτήσεις της τράπεζες, παρίστανται ως δικαιώματα υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για την πολιτεία, σε σχέση με την προστατευτέα ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του κράτους.

Ο πολίτης υποχρεούται, ευθέως ή εκ πλαγίου, να αναγνωρίσει ύψη απαιτήσεων που προήλθαν από τέτοιους ΓΟΣ, για να χαρακτηριστεί "συνεργάσιμος", την ίδια στιγμή που η τράπεζα, η οποία παραβιάζει επί σειρά 15 ετών την ΑΠ 1219/2001, επί σειρά 11 ετών την ΑΠ 430/2005 και επί σειρά 8 ετών την Ζ1-798/2008 Υπουργική Απόφαση, όχι μόνο δεν υφίσταται την παραμικρή κύρωση, αλλά απεναντίας, αναδεικνύεται σε θεσμικό  οιονεί Δικαστή των πολιτών.  

Μετά από τις παραπάνω περιληπτικές σκέψεις, νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός ενός δανειολήπτη ως συνεργάσιμου ή μη, είναι απολύτως άνευ οποιασδήποτε ουσίας, οι δε ερευνώμενες νομοθετικές διατάξεις, θα πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστες, ως αντισυνταγματικές.

ΥΓ: Αυτό ήταν μόνο μια σειρά από σκέψεις μου. Θα επανέλθω με έτοιμο κείμενο (θεωρία και νομολογία), ώστε να είναι δυνατή η συμπερίληψή του, ως μέρους του δικογράφου στις αιτήσεις που θα κατατεθουν και θα παρουσιάζουν το παραπάνω πρόβλημα. 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

ΔΕΕ: Δυο νέες πολύ σημαντικές αποφάσεις

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (για συντομία, εφεξής, ΔΕΕ) προχώρησε στην έκδοση δυο πρόσφατων αποφάσεων, κατά την άποψή μου πολύ σημαντικών αναφορικά με την οφειλόμενη ενιαία προστασία, που πρέπει να απολαμβάνουν οι καταναλωτές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Έτσι, στην πρώτη απόφαση (C-49/14) το Δικαστήριο έκρινε ότι
"Η οδηγία 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, που δεν επιτρέπει στον δικαστή ο οποίος έχει επιληφθεί κατά το στάδιο της εκτελέσεως μιας διαταγής πληρωμής να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας η οποία περιέχεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν η αρχή που αποφάνθηκε επί της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής δεν είναι αρμόδια να προβεί σε μια τέτοια εκτίμηση."

Ακροθιγώς αναφέρω, ότι θεωρώ πολύ σημαντική την απόφαση αυτή, διότι, κατά την άποψή μου, ανοίγει ευθεία οδό αποζημίωσης των δανειοληπτών, είτε από τους Δικαστές, οι οποίοι, αν και όφειλαν να διαπιστώσουν την ύπαρξη καταχρηστικοτήτων σε μια δανειακή σύμβαση, κατά το στάδιο της υποβολής αίτησης για την έκδοση Διαταγής Πληρωμής, παρέλειψαν να πράξουν τούτο, αναγκάζοντας τους δανειολήπτες να υποστούν τις συνέπειες των καταχρηστικοτήτων, είτε από τους Δικαστές, οι οποίοι, αν και όφειλαν και να διαπιστώσουν την παράλειψη συναδέλφου τους και εντεύθεν, να καταστήσουν ανενεργούς τους προσβαλλόμενους ΓΟΣ, κατά τρόπο που να μην παράγουν δυσμενή αποτελέσματα για τους δανειολήπτες, παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους.
  
Την απόφαση μπορείτε να την δείτε ΕΔΩ

Στη δεύτερη απόφαση C-377/14
"1) Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική δικονομική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, αφενός, δεν επιτρέπει στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της εν λόγω διαδικασίας να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών από τις οποίες απορρέουν απαιτήσεις αναγγελθείσες στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, μολονότι το δικαστήριο αυτό έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία, και, αφετέρου, παρέχει στο δικαστήριο αυτό την εξουσία να εξετάζει μόνον εγχειρόγραφες απαιτήσεις και μόνο για περιορισμένο αριθμό λόγων σχετικών με την παραγραφή και την απόσβεση των απαιτήσεων αυτών.

2) Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι επιβάλλει σε εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο διαφοράς σχετικής με απαιτήσεις απορρέουσες από σύμβαση πίστωσης κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αν έχει τηρηθεί η υποχρέωση πληροφόρησης την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή και να αντλεί όλες τις συνέπειες που επιφέρει, κατά το εθνικό δίκαιο, η παράβασή της, υπό τον όρο ότι οι κυρώσεις πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 της εν λόγω οδηγίας.

3) Τα άρθρα 3, στοιχείο ιβ΄, και 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 καθώς και το σημείο I του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης και το ποσό της ανάληψης συνιστούν τα ποσά που τίθενται στη διάθεση του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να αποκλείονται τα ποσά που χρησιμοποιεί ο πιστωτικός φορέας για την κάλυψη των συνδεόμενων με την οικεία πίστωση εξόδων και τα οποία στην πραγματικότητα ουδέποτε καταβάλλονται στον εν λόγω καταναλωτή.

4) Οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν το ποσό της αποζημίωσης που επιβάλλεται στον καταναλωτή ο οποίος δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του είναι δυσανάλογα υψηλό, κατά την έννοια του σημείου 1, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής, πρέπει να αξιολογηθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των σχετικών ρητρών που περιλαμβάνονται στην οικεία σύμβαση, ανεξαρτήτως του αν ο πιστωτής επιδιώκει πράγματι την πλήρη εκτέλεση καθεμίας από αυτές, και ότι, εφόσον συντρέχει λόγος, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι ορισμένες ρήτρες είναι καταχρηστικές, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, να συναγάγει όλες τις εξ αυτού απορρέουσες συνέπειες αφήνοντας ανεφάρμοστες τις ρήτρες που κηρύχθηκαν καταχρηστικές, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από αυτές."

Κατ' αρχάς, αυτή η απόφαση δικαιώνει απόλυτα τη θέση μου, ήδη από το 2011, όταν επέμενα να αναφέρω στις αιτήσεις του 3869/2010 ("Νόμος Κατσέλη) ότι ακόμα και στη διαδικασία της αφερεγγυότητας θα έπρεπε να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως οι συντρέχουσες καταχρηστικότητες των δανειακών συμβάσεων.

Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση 
"Εν προκειμένω, αφενός, η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών και της παρουσίας υποχρεωτικών πληροφοριακών στοιχείων σε σύμβαση πίστωσης συνιστά δικονομικό κανόνα που δεσμεύει όχι τους ιδιώτες αλλά τα δικαιοδοτικά όργανα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionová, C‑34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 67, καθώς και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)."

Αντί της δικής μου θέσης, νομολογιακά κυριάρχησε (δίχως κανένα νομικό έρεισμα, όπως είχε συμβεί με την θεώρηση των εμπόρων ως δήθεν μη καταναλωτών, θέση που εξαερώθηκε με την ΟλΑΠ 13/2015, και εξακολουθεί να συμβαίνει όταν η πλειοψηφία των Δικαστών έχει ως διάδικο μια ή περισσότερες τράπεζες, οπότε εφευρίσκονται διάφορα τέτοια οιονεί δικονομικά και ουσιαστικά προνόμια των τραπεζών) κυριάρχησε η αντίληψη ότι ο αιτών του Ν. 3869/2010 προβαίνει σε οιονεί αποδοχή του ύψους της οφειλής (!). 

Τελικά, το ΔΕΕ, 5 χρόνια μετά, δικαιώνει και τις θέσεις και τα υποδείγματα που έχω δημοσιεύσει, στα οποία ποτέ δεν έπαψα να βάλλω κατά των ΓΟΣ των δανειακών συμβάσεων, τονίζοντας ότι το εκάστοτε Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τις καταχρηστικότητες των ΓΟΣ, ώστε από την οριστική απόφαση να μην δεσμεύονται οι δανειολήπτες (και εκ των πραγμάτων, καταναλωτές) από καταχρηστικά διαμορφωμένα ύψη απαιτήσεων.

Πάντως, η απόφαση είναι ιδανική για άντληση επιχειρημάτων (ιδίως όσον αφορά την "παράτυπη συμπερίληψη, στο συνολικό ποσό της πίστωσης, ποσών εμπιπτόντων στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή που έχει κατ’ ανάγκη ως συνέπεια τον προσδιορισμό του ΣΕΠΕ σε χαμηλότερο επίπεδο, δεδομένου ότι ο υπολογισμός του εξαρτάται από το συνολικό ποσό της πίστωσης" -βλ σκέψη 87 της απόφασης). 

Σημειώνεται ότι οι τράπεζες μνημονεύουν ΣΕΠΕ που υπολείπεται ακόμα και των ονομαστικών επιτοκίων, συνεχίζοντας πρακτικές αδιαφάνειας δεκαετιών, που έσπευδε και δυστυχώς, μια μικρή μερίδα Δικαστών εξακολουθεί να σπεύδει να νομιμοποιεί.

Την απόφαση μπορείτε να την δείτε ΕΔΩ.

de jure app