Τρίτη 10 Μαΐου 2016

"Συνεργάσιμος δανειολήπτης" και Ν. 3869/2010

Και πάνω που, λόγω αποχής, κοντεύω να ξεχάσω τα λίγα νομικά που ξέρω, μου τέθηκε από έναν πολύ καλό μου φίλο το εξής ερώτημα:


Δανειολήπτης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε "μη συνεργάσιμος" από την τράπεζα, μπορεί να κάνει αίτηση του Νόμου Κατσέλη;


Χμ...Θεωρητικά όχι! 

ΟΜΩΣ, ναι μεν ο Νόμος ορίζει ότι ο χαρακτηρισμός του συνεργάσιμου δανειολήπτη αποδίδεται από την τράπεζα και αποτελεί προαπαιτούμενο για την παραδεκτή κατάθεση αιτήσεως στο Δικαστήριο, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας και να εξετάσουμε κάποιες ειδικότερες παραμέτρους, προτού απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα:

Α. Η εξουσία χαρακτηρισμού του δανειολήπτη από την τράπεζα, αφού δημιουργεί δικονομικό προαπαιτούμενο ή έστω, υποχρεωτική προδικασία, συνιστά αποδιδόμενη στην τράπεζα ΔΗΜΟΣΙΑ εξουσία, διότι εξαρτά από ένα νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού δικαίου, την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του παραδεκτού της κατάθεσης αιτήσεως, δηλαδή την πλήρωση ή μη δικονομικών προϋποθέσεων, που αφορούν στη δημόσια τάξη, για την έγκυρη υποβολή αιτήσεως του Ν. 3869/2010. 

Όμως, κατά το μέρος, που η εν λόγω προδικασία (δηλαδή, η τραπεζική δράση!) καθορίζει εκ των προτέρων, όρια δικανικής κρίσης και ιδρύει συνέπειες για το παραδεκτό της εκάστοτε αιτήσεως, επεμβαίνει και καταλύει τον αναπαλλοτρίωτο πυρήνα των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος, καθώς στις περιπτώσεις που το Σύνταγμα θεσπίζει ατομικά δικαιώματα, τα οποία μπορούν να υπαχθούν σε ρυθμιστική επέμβαση και περιορισμούς από το νομοθέτη, όπως είναι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη μπορούν να υποστούν περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί: α) επιδιώκουν θεμιτούς και συμβατούς με την έννομη τάξη σκοπούς, β) ότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος, και γ) υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των περιορισμών και του επιδιωκομένου με αυτούς σκοπού. Έτσι, οποιαδήποτε επέμβαση επιχειρείται, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση από «διοικητική» δράση στην ενάσκηση τους (πόσο μάλλον από τη «διοικητική» δράση μιας εταιρίας που λειτουργεί με όρους της ιδιωτικής επιχειρηματικής οικονομίας), επιβάλλεται να είναι ελεγκτή από τον δικαστή, προκειμένου να ελέγχεται, κάθε φορά, αν, κατά την θέσπιση της περιοριστικής αυτής στο οικείο δικαίωμα επεμβάσεως, τηρήθηκαν οι τρεις ως άνω προϋποθέσεις.

Εν προκειμένω, η παραδεκτή άσκηση αιτήσεως του Ν. 3869/2010 καταλήγει να τελεί, ως δικαίωμα υπό όρο ή αίρεση και πάντως, δικαίωμα μαχητό, υποκείμενο στην εξουσιαστική διάθεση της τράπεζας, η οποία μπορεί να διαμορφώνει μονομερώς και κατά το δοκούν τον σχετικό χαρακτηρισμό.

Για την άσκηση της εξουσίας αυτής, λοιπόν, η τράπεζα μπορεί και πρέπει να ελεγχθεί, έστω και παρεμπιπτόντως, από το Δικαστήριο της κύριας δίκης, σχετικά με την τήρηση των εγγυήσεων της θεμιτής και δίκαιης κρίσης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. 

Τούτο είναι κατά την κοινή λογική, κατά το Σύνταγμα και το Νόμο αναγκαίο, καθόσον, οι εσωτερικές διαδικασίες, υπό τις οποίες η κάθε τράπεζα αποδίδει μια ιδιότητα δεν είναι ούτε δημόσιες, ούτε διαφανείς, ούτε εκ των προτέρων γνωστές, ούτε αιτιολογημένες, ούτε υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας ή/και σκοπιμότητας, ούτε γίνονται με κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά και συγκεκριμένα, ούτε προβλέπεται διαδικασία επανεξέτασης σε περίπτωση σφάλματος, ούτε πληρείται το απαιτούμενο της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου. 

Έτσι, τόσο η έλλειψη οποιουδήποτε ελέγχου νομιμότητας ή, έστω και διοικητικού ελέγχου των τραπεζικών ενεργειών, από την καθ' ύλην αρμόδια για την άσκηση του ελέγχου της κανονιστικής συμμόρφωσης, Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και η απεριόριστη δυνατότητα εφαρμογής αμφισβητούμενων, κρυφών, αδιαφανών και ανέλεγκτων πρακτικών από την κάθε τράπεζα, παρίστανται κατ' αρχάς ως αντίθετες και παραβιάζουσες τα άρθρα 20 και 25 του Συντάγματος. 

Β. Εξάλλου, το εάν ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος ή όχι, αποτελεί ζήτημα ουσίας και πάντως, είναι αποδεικτέο κατά τη διαδικασία της συζήτησης της αίτησης στο ακροατήριο. Δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι ζήτημα μονομερούς χαρακτηρισμού των πολιτών, χαρακτηρισμός από τον οποίο εξαρτάται η παραδεκτή άσκηση ένδικου βοηθήματος. Εξάλλου, η εν λόγω έρευνα ήδη καλυπτόνταν από την προϊσχύσασα διαδικασία, υπό την έννοια του απαιτούμενου αποκλεισμού της κακοπιστίας και της δολιότητας του εκάστοτε αιτούντος, προκειμένου να κριθεί νομικά και ουσιαστικά βάσιμη η αίτησή του. Συνεπώς, ο επιβληθείς περιορισμός δεν είναι ούτε εύλογος, ούτε stricto sensu ανάλογος, ουδέ ήρθε να καλύψει οποιοδήποτε νομοθετικό κενό.

Απεναντίας, με την εν προκειμένω εξεταζόμενη νομοθετική ρύθμιση δημιουργούνται εξωφρενικά νομικά αδιέξοδα, ενδεικτικά αναφερομένων των ακολούθων: 

α) Με τον μονομερή χαρακτηρισμό πολιτών ως δήθεν "μη συνεργάσιμων" ο νομοθέτης πετυχαίνει εξάρτηση της παραδεκτής άσκησης νόμιμου ουσιαστικού δικαιώματός του πολίτη από κατ' αρχήν ανέλεγκτες πράξεις ή παραλείψεις της τράπεζας. Πλην όμως, εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων!

Η τράπεζα έχει συμφέρον να χαρακτηρίσει έναν δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμο, ώστε να αποφύγει τη δικαστική εμπλοκή και το ενδεχόμενο απομείωσης της απαίτησής της, την ίδια στιγμή που ο δανειολήπτης έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει τη δικαστική ρύθμιση των χρεών του!

β) Ένας δανειολήπτης, που θα υποβάλλει κανονικά τα έγγραφα του Ν. 4224/2013, ώστε να χαρακτηριστεί συνεργάσιμος, θα δεχτεί πρόταση ρύθμισης της οφειλής του. Ας υποθέσουμε ότι όντως ο δανειολήπτης είναι πολύ συνεργάσιμος και θα δεχτεί να συνυπογράψει την προταθείσα ρύθμιση. Αν η τράπεζα, κατά εκδήλωση της εξουσιαστικής θέσης της στη συναλλαγή, συμπεριλάβει στους ΓΟΣ της προτεινόμενης ρυθμιστικής σύμβασης, τον Όρο, ότι η εν λόγω πράξη αποτελεί ανανέωση της οφειλής, τότε αμέσως, δοθέντος ότι έχουμε ανάληψη νέου χρέους, το χρέος αυτό θα παραμείνει αρρύθμιστο, ως μη εντεταγμένο στην αρχική αίτηση του Ν. 3869/2010! 

Δηλαδή, με την ερευνώμενη διάταξη ήδη δημιουργήθηκε το νομικό υπόβαθρο της εκ πλαγίου αδρανοποίησης του Ν. 3869/2010 και της εκ πλαγίου καταστρατήγησης της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης, μη ερευνώμενων, σε αυτή την ανάρτηση, και άλλων λόγων για τους οποίους η αίτηση του δανειολήπτη καθίσταται πλέον απορριπτέα και στην ουσία της (πχ λόγω παραβίασης της αρχής της καθολικότητας των πιστωτών)!

γ) Περαιτέρω, είναι γνωστή, η τραπεζική πρακτική, που στόχο έχει είτε να συντμήσει το νόμιμο χρόνο απόκρισης του δανειολήπτη, είτε να περιορίσει δικαιώματά του, είτε να εξαφανίσει δικαιώματά του, είτε να εξοπλίσει με υπερ-δικαιώματα τον δανειστή, είτε να γεννήσει μη νόμιμο ύψος απαίτησης, κατά το υπερβάλλον του νομίμου.

Σε αυτές τις πρακτικές περιλαμβάνεται και η επιβολή ΓΟΣ που έχουν νομολογηθεί άκυροι ως καταχρηστικοί και των οποίων η χρήση απαγορεύεται από την υπ' αριθμ Ζ1-798/2008 Υπουργική Απόφαση. 

Με την ερευνώμενη διάταξη, όμως, οι έστω και παραχθείσες από μερικώς ή ολικώς μη νόμιμη αιτία απαιτήσεις της τράπεζες, παρίστανται ως δικαιώματα υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για την πολιτεία, σε σχέση με την προστατευτέα ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του κράτους.

Ο πολίτης υποχρεούται, ευθέως ή εκ πλαγίου, να αναγνωρίσει ύψη απαιτήσεων που προήλθαν από τέτοιους ΓΟΣ, για να χαρακτηριστεί "συνεργάσιμος", την ίδια στιγμή που η τράπεζα, η οποία παραβιάζει επί σειρά 15 ετών την ΑΠ 1219/2001, επί σειρά 11 ετών την ΑΠ 430/2005 και επί σειρά 8 ετών την Ζ1-798/2008 Υπουργική Απόφαση, όχι μόνο δεν υφίσταται την παραμικρή κύρωση, αλλά απεναντίας, αναδεικνύεται σε θεσμικό  οιονεί Δικαστή των πολιτών.  

Μετά από τις παραπάνω περιληπτικές σκέψεις, νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός ενός δανειολήπτη ως συνεργάσιμου ή μη, είναι απολύτως άνευ οποιασδήποτε ουσίας, οι δε ερευνώμενες νομοθετικές διατάξεις, θα πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστες, ως αντισυνταγματικές.

ΥΓ: Αυτό ήταν μόνο μια σειρά από σκέψεις μου. Θα επανέλθω με έτοιμο κείμενο (θεωρία και νομολογία), ώστε να είναι δυνατή η συμπερίληψή του, ως μέρους του δικογράφου στις αιτήσεις που θα κατατεθουν και θα παρουσιάζουν το παραπάνω πρόβλημα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

de jure app