Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Αλληλόχρεος λογαριασμός = αθέμιτος τραπεζικός πλουτισμός


Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού  

«Με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά, να ενδιαφέρει, αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού, έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 715/2009).

Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, ενώ οριστικά, κλείνει οποτεδήποτε, με καταγγελία οποιουδήποτε των μερών, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθρ. 112§2 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό και με άρθρ. 47§2 ν.δ. 17.7/13.8. 1923).

Συνεπώς εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν, οριστικά οποτεδήποτε, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία τους, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1524/1991).

Εξ άλλου ναι μεν κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του.

Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004).

Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση, ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, μ` αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική.

Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες.» (ΑΠ 1352/2011).

Σύμφωνη με τις σκέψεις αυτές και η νομική θεωρία αποδέχεται ότι από τις διατάξεις των άρθρων 361, 873 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 47, 64- 67 ν.δ. 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη πραγματικής δυνατότητας να προκύψουν απαιτήσεις και οφειλές και από τις δύο πλευρές και να μην είναι δεδομένο, από το περιεχόμενο και τη φύση της σύμβασης, ότι ένας από τους συμβαλλομένους θα είναι μόνο πιστωτής και ο άλλος μόνο οφειλέτης. Ειδικότερα, για την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού, και ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, απαιτείται να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό, ποιος από τους συμβαλλομένους κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών τους, θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου.

Συνεπώς, δεν υπάρχει τέτοιος λογαριασμός, όταν από τη φύση της σύμβασης ο ένας καθίσταται μόνον πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, ο άλλος δε μόνον ο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, ενώ την ίδια στιγμή οι εκάστοτε καταβολές γίνονται αποκλειστικά για την τμηματική εξόφληση του χρέους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η τήρηση λογαριασμού («καρτέλλας») που απεικονίζει κατά τους κανόνες της λογιστικής τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός αποτελούν καταβολές έναντι των απαιτήσεων του άλλου, δεν συνιστά αλληλόχρεο λογαριασμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν, αλλά έχει τον χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού (Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Ι, σελ 225, Γεωργακόπουλος, Χρηματιστηριακό και Τραπεζικό Δίκαιο, σελ 253, Βελέντζας, Τραπεζικό Δίκαιο, 1992, σελ 163, Ρούσσης, Καταστρατήγηση δικαίου στις τραπεζικές συμβάσεις, 2010, σελ 134,135).

Πιο συγκεκριμένα, η αληθής έννοια της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη μιας κύριας συναλλακτικής σχέσης, η οποία εξυπηρετείται από την τήρηση του λογαριασμού. Η διάρθρωση της συναλλακτικής αυτής σχέσης ανάμεσα στο πιστωτικό ίδρυμα και τον πελάτη του θα πρέπει να δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να προκύπτουν ανάμεσα στα μέρη αμοιβαίες υποχρεώσεις και ενοχές, δηλαδή αμφότερα τα μέρη να καθίστανται την ίδια στιγμή δανειστές ως προς τις οφειλόμενες παροχές του άλλου μέρους και οφειλέτες ως προς την δική τους εκκρεμούσα αντιπαροχή. Με άλλα λόγια, η βασική αμφοτεροβαρής σύμβαση θα πρέπει να δημιουργεί πραγματικές συμβατικές υποχρεώσεις οικονομικού περιεχομένου για τα συμβαλλόμενα μέρη. Ταυτόχρονα, πρέπει να συνθέτει μια διαρκή ενοχική συμφωνία με επαναλαμβανόμενες εκατέρωθεν παροχές και απαιτήσεις με συνέπεια τη δυσχέρανση της συχνής εκκαθάρισης των δοσοληψιών τους. Η λειτουργία ακριβώς αυτής της συμβατικής σχέσης και η ανάγκη περιστολής της συνεχούς παρακολούθησης και είσπραξης των αμοιβαίων οφειλών συνιστά το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της προσφυγής των μερών στη λύση του αλληλόχρεου λογαριασμού. Η αντικατάσταση των αμοιβαίων απαιτήσεων με λογιστικές χρεωπιστωτικές εγγραφές και η διευκόλυνση της κύριας συναλλαγής των μερών μέσω της συγχώνευσης των επιμέρους απαιτήσεων είναι η ουσιαστική causa της ανάδειξης της sui generis αυτής παρεπόμενης συμφωνίας. Αυτή η θεμελιώδης αιτία που ενεργοποιεί τα μέρη να επιλέξουν τον συγκεκριμένο συμβατικό μηχανισμό για την τήρηση και παρακολούθηση των εκατέρωθεν χρεών τους, αποκαλύπτει την ακριβή έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού. Κύριο χαρακτηριστικό της δικαιοπρακτικής υπαγωγής των επιμέρους απαιτήσεων των μερών στον συμβατικό τύπο του αλληλόχρεου λογαριασμού τυγχάνει, συνεπώς, η ύπαρξη αμοιβαίων οφειλών και από τα δύο μέρη και η ανάγκη διάθεσης και συμψηφισμού των εκατέρωθεν πιστωτικών κονδυλίων στο πλαίσιο ενός ενιαίου διακανονισμού τους (έτσι και η θέση της ΕφΠειρ 46/2009, ΔΕΕ 2009, σελ 478).

Με βάση την πάγια πρακτική των πιστωτικών ιδρυμάτων κάθε πιστωτική σύμβαση μπορεί να λειτουργήσει ως συμφωνία αλληλόχρεου λογαριασμού. Οι τράπεζες, χορηγώντας πίστωση έως ενός συγκεκριμένου πιστωτικού ορίου ή καταρτίζοντας συμβάσεις δανείου με άπαξ εκταμίευση, επιλέγουν συνήθως να εντάξουν τη διαδικασία αποπληρωμής και επιστροφής του ληφθέντος δανείσματος στο πλαίσιο λογιστικών καταχωρίσεων, τις οποίες βαφτίζουν ως αλληλόχρεο λογαριασμό. Η συμβατική υπαγωγή της σχέσης αυτής κάτω από αυτήν την ονομασία συνιστά τον συναλλακτικό κανόνα, είτε πρόκειται για βραχυπρόθεσμα δάνεια, είτε για πιστώσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες συνομολογείται το άνοιγμα πίστωσης, η συμβατική σχέση που προκύπτει, ενδύεται με τον τύπο του αλληλόχρεου λογαριασμού.

Εντούτοις, η δικαιοπρακτική συμπεριφορά των μερών, δεν λαμβάνει χώρα σε καθεστώς πλήρους σεβασμού της συμβατικής ελευθερίας αμφοτέρων των μερών. Τα πιστωτικά ιδρύματα, διατυπώνοντας μονομερώς τις σχετικές πιστωτικές συμβάσεις, έχουν επιβάλει την αντιμετώπισή τους ως αλληλόχρεων λογαριασμών, όχι μόνο μέσα από τον απλό νομικό χαρακτηρισμό τους, αλλά και μέσα από την περίληψη στα συμβατικά κείμενα συγκεκριμένων όρων και διατυπώσεων, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί αμφιμερής συμφωνία για την υπαγωγή της λειτουργίας και της εκτέλεσης της πιστωτικής σύμβασης στο καθεστώς του ιδιότυπου αυτού λογαριασμού.

Έτσι, πέραν της σαφούς αναφοράς στην τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού δυνάμει του οποίου εξυπηρετείται η πίστωση, περιλαμβάνονται όροι που συνάδουν με τη λειτουργία του: Συμφωνία λογιστικών καταχωρίσεων των χρεωπιστώσεων και των απαιτήσεων των μερών, ανεξαρτήτως της πραγματικής ή έστω και θεωρητικής δυνατότητας να υπάρξουν αμοιβαίες απαιτήσεις, όρος για την έλλειψη αυτοτέλειας των απαιτήσεων αυτών για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μετά το οποίο το κατάλοιπο από τη διαδικασία εκκαθάρισης των χρεωπιστώσεων λογίζεται ως απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, ρήτρα για τον ανατοκισμό των οριστικών υπολοίπων του λογαριασμού με βάση το άρθρο 112 ΕισΝ ΑΚ, δικονομικού περιεχομένου αποδεικτικές συμφωνίες κ.ο.κ.

Βασική, συνεπώς, επιλογή του ισχυρού μέρους της σύμβασης είναι η διαμόρφωση κατά τέτοιο τρόπο του συμβατικού κειμένου, ώστε να προκύπτει λειτουργία αλληλόχρεου λογαριασμού μέσα από την υπαγωγή των θεωρητικά αμοιβαίων χρεωπιστώσεων των μερών, στον λογιστικό πίνακα, όπου επέρχεται απόσβεση και συμψηφισμός τους έως την εξαγωγή του οριστικού καταλοίπου.

Εντούτοις, βασικός γνώμονας της συναλλακτικής αυτής συμπεριφοράς είναι η βούληση των πιστωτικών ιδρυμάτων να τύχουν εφαρμογής στις επίμαχες πιστωτικές συμβάσεις οι ευεργετικές για τον δανειστή προβλέψεις για τον αυτοδίκαιο ανατοκισμό της ΕισΝΑΚ 112, για τη δυνατότητα άτυπης αφηρημένης αναγνώρισης του υπολοίπου της ΑΚ 874, για την τήρηση των δικονομικού περιεχομένου ρητρών και για τις μέσω συμψηφισμού αμοιβαίας απόσβεσης των απαιτήσεων.

Πιο συγκεκριμένα, τα πιστωτικά ιδρύματα επιδίωξαν την εφαρμογή των κανόνων για τον αυτοδίκαιο ανατοκισμό ανά σύντομα χρονικά διαστήματα. Μέχρι την θέση σε ισχύ του άρθρου 12 του Νόμου 2601/1998, οι περί ανατοκισμού ρυθμίσεις στην περίπτωση του αλληλόχρεου λογαριασμού διέπονταν από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις απαιτούσαν ειδική συμφωνία για την τοκοφορία των τόκων ανάμεσα στον δανειστή και τον οφειλέτη και εφόσον οι καθυστερούμενοι αυτοί τόκοι ήταν απαιτητοί, τουλάχιστον για ένα εξάμηνο ή για ένα έτος, κατά περίπτωση.

Με το προνομιακό ειδικό κανονιστικό καθεστώς της ΕισΝΑΚ 112 τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούσαν ευχερώς να τοκίζουν τους καθυστερούμενους τόκους με αυτοδίκαιη κεφαλαιοποίηση αυτών ανά εξάμηνο, αλλά ακόμη και ανά τρίμηνο κατόπιν σχετικής συμφωνίας. Έτσι, οι εξερχόμενοι καθυστερούμενοι τόκοι του περιοδικού ή οριστικού καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού μπορούσαν νομίμως να τοκίζονται περαιτέρω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας και τις τράπεζες υψηλές απαιτήσεις και για τους οφειλέτες σημαντικά χρέη, τα οποία γιγαντώθηκαν με την εφαρμογή της απόφασης της νομισματικής επιτροπής, η οποία ήρε πλήρως τους χρονικούς ως προς τον ανατοκισμό περιορισμούς του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ.

Αξίζει να υπομνησθεί η εύνοια που επιφυλάχθηκε στις περιπτώσεις ανατοκισμού των τόκων υπέρ των πιστωτικών ιδρυμάτων από την αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του νόμου 1083/1980, «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων», όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 12 παρ. 5β  του νόμου 2601/1998 που ισχύει από 15/4/1998 (άρθρο 20 αυτού). Η διάταξη όριζε ότι η νομισματική επιτροπή με αποφάσεις της δύναται να επιτρέψει τον εκτοκισμό των οφειλομένων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Από την διατύπωση αυτή προέκυψε ότι παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στην νομισματική επιτροπή υπό τον έλεγχο και την ρυθμιστική εξουσία της οποίας είχε τεθεί το όλο πλέγμα των τραπεζικών επιτοκίων, να επιτρέψει με αποφάσεις της τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση την νομοθετική αυτή εξουσιοδότηση εκδόθηκε η απόφαση 289/20-10-1980 της νομισματικής επιτροπής που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α 269/27-11-1980) και είχε ισχύ νόμου, με την οποία η νομισματική επιτροπή αποφάσισε ότι «ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας Τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού περιορισμού». Με την απόφαση αυτή, η οποία ίσχυσε από τις 8/12/1980 έως τις 15/4/1998, θεσπίστηκε, προκειμένου περί των τραπεζικών συναλλαγών, εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296ΑΚ, 110 και 111 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, για τον ανατοκισμό των οφειλομένων τόκων. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή παρασχέθηκε στις τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου που θέτει η ανωτέρω διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως τους χωρίς τους περιορισμούς των πιο πάνω διατάξεων του ΑΚ και του εισαγωγικού του νόμου. Για τον ανατοκισμό αυτό κρίθηκε ότι απαιτείται ρητή συμφωνία από τα μέρη και δεν αρκεί μονομερής δήλωση από την τράπεζα (ΟλΑΠ 8 και 9/1998, ΔΕΕ 1998, σελ 180, ΝοΒ 1998, σ. 629, Δ 1999, σ. 237 και Εφ Πατρ 143/2008,ΕπισκΕΔ 2008, σ. 571).

Η παρεχόμενη αυτή δυνατότητα αποτέλεσε και εξακολουθεί ακόμη να συνιστά την βασικότερη αιτία για τον εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων χαρακτηρισμό των πιστωτικών συμβάσεων ως αλληλόχρεων λογαριασμών. Τα τελευταία, καθόσον διαθέτουν την συναλλακτική υπεροπλία, την πρωτοβουλία διαπραγμάτευσης και την γνωσιολογική και οικονομική υπεροχή, συνδέουν απαραιτήτως τη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με την τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, προκειμένου να καρπωθούν τα αντίστοιχα οφέλη από τον επιτρεπόμενο υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους ανατοκισμό.

Ακόμη και μετά την εισαγωγή του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998 με το οποίο καθιερώνεται πλέον εξάμηνος ή για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα ανατοκισμός κατά τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, τα πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν να έλκουν οφέλη από την δυνατότητα αυτοδίκαιης και άνευ σχετικής συμφωνίας τοκοφορία των τόκων των κονδυλίων των αλληλόχρεων λογαριασμών (Μάζης, Ο ανατοκισμός στον τραπεζικό ανοιχτό λογαριασμό μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 2601/1998, γνμδ, ΔΕΕ 2006, σ. 119 επ.).

Παρεπόμενη έννομη συνέπεια της δικαιοπρακτικής επιλογής σύνδεσης της πιστωτικής σύμβασης με αλληλόχρεο λογαριασμό είναι η εφαρμογή της ΑΚ 874, με βάση την οποία η συμφωνία για την υπόσχεση ή την αναγνώριση του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού μπορεί να λάβει χώρα άτυπα κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην ΑΚ 873. Πράγματι, τα πιστωτικά ιδρύματα προσβλέπουν στην a priori αφηρημένη υπόσχεση χρέους, προκειμένου να δημιουργηθεί νέα αυτοτελής και διαφορετική της σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού ενοχή. Συνηθέστατα, εξοπλίζουν το συμβατικό κείμενο ανοίγματος πίστωσης με ρήτρες υπόσχεσης εκ των προτέρων του τελικού υπολοίπου του λογαριασμού, δίχως δυνατότητα αμφισβήτησης των κονδυλίων που θα προκύψουν ή με όρους πλασματικής αναγνώρισης του οριστικού καταλοίπου, εφόσον αυτό δεν αμφισβητηθεί μετά την έγγραφη ειδοποίηση του πιστούχου για το κλείσιμο του λογαριασμού εντός της προβλεπόμενης στην σύμβαση προθεσμίας.

Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται σαφές ότι η αντιμετώπιση των πιστωτικών συμβάσεων, μέσα από το πρίσμα του αλληλόχρεου λογαριασμού παρέχει στα πιστωτικά ιδρύματα δυνατότητες αξιοποίησης ευεργετικών ρυθμίσεων, αποκλίσεις από αναγκαστικού δικαίου διατάξεις και επιβολής ανεπιεικών όρων σε βάρος των οφειλετών τους, οπότε και εγείρεται η ανάγκη προστασίας του ασθενέστερου μέρους της σύμβασης και αξιοποιείται η ερμηνευτική αρχή in dubio contra stipulatorem, υπογραμμίζοντας ότι δεν νοείται έγκυρη υπόσχεση μελλοντικού χρέους δίχως δυνατότητα αμφισβήτησης αυτού. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι σε περίπτωση αμφιβολίας λόγω της έλλειψης τυπικής συμφωνίας δεν καταρτίζεται αφηρημένη αναγνώριση χρέους με χαρακτήρα αυτοτελούς ενοχής, a fortiori δεν μπορεί αυτή να λογιστεί ως ανανέωση της ΑΚ 436 και με όρο διατήρησης των ασφαλειών. Απλώς συνομολογείται συμφωνία βεβαιωτικού χαρακτήρα με σκοπό τη μετακύλιση του βάρους της απόδειξης και την υπέρβαση της υποχρέωσης επίκλησης της συνολικής κίνησης του αλληλόχρεου λογαριασμού.

Η τυπολογική αυτή μορφή εμφάνισης αλληλόχρεου λογαριασμού συνάδει με την πραγματική έννοια της ιδιορρυθμίας αυτής σύμβασης. Από την ίδια τη φύση της σύμβασης διεξαγωγής δοσοληψιών καθίσταται δεδομένο, ότι στον λογαριασμό αυτό θα καταχωρούνται αμοιβαίες απαιτήσεις και κονδύλια, θα πραγματοποιούνται δηλαδή εκατέρωθεν αποστολές, όπως παγίως διαλαμβάνει η νομολογία. Τα δυο συμβαλλόμενα μέρη είναι εκ των προτέρων δεδομένο, ότι θα αποτελέσουν και δανειστές και οφειλέτες στη συμφωνία, με αποτέλεσμα ουδείς να μπορεί να γνωρίζει ποιος εκ των δύο συμβαλλομένων θα είναι τελικώς οφειλέτης με την εξαγωγή του οριστικού (ή και του περιοδικού ακόμη) καταλοίπου. Με άλλα λόγια, από τη συγκεκριμένη συναλλακτική σχέση γεννώνται αναπόφευκτα δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και μάλιστα κατά τρόπο συστηματικό. Έτσι, δικαιολογείται και η ανάγκη καταχώρησης των επιμέρους απαιτήσεων στον τηρούμενο λογαριασμό και συμψηφιστικής εκκαθάρισης τους, ώστε η πληθώρα των εκατέρωθεν απαιτήσεων να χάνει την αυτοτέλειά της και να καθίσταται απαιτητό μόνον το υπόλοιπο του λογαριασμού με τη λήξη της βασικής σχέσης (Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Ι, σελ 224 επ).

Πρέπει να αναδειχθεί με ένταση η διαφοροποίηση του αλληλόχρεου από τον τρέχοντα (ανοιχτό) λογαριασμό. Εισαγωγικά, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι έννοιες του τρέχοντος και του ανοικτού λογαριασμού ταυτίζονται στην ουσιαστική τους λειτουργία. Τρέχον (ανοικτός) λογαριασμός είναι λογαριασμός, που τηρείται για την εξυπηρέτηση πολλών ομοειδών συμβάσεων, κατά τον οποίο καταχωρούνται απαιτήσεις αποκλειστικά του ενός μέρους. Πιο συγκεκριμένα, κατά την τήρηση του λογαριασμού αυτού, καταχωρούνται οι απαιτήσεις ενός συμβαλλομένου μέρους έναντι του άλλου μέρους, από μία ή περισσότερες συμβάσεις. Συνήθως θα πρόκειται για συμβάσεις παροχής πίστωσης ή συμφωνίες κατάθεσης, όπου το ένα μέρος θα υποχρεούται σε καταβολές έναντι των απαιτήσεων του αντισυμβαλλομένου του. Κατά τη διάρθρωση αυτή του ανοιχτού λογαριασμού ελλείπει παντελώς το στοιχείο της αμοιβαιότητας των καταχωρούμενων κονδυλίων, καθώς ο καταθέτης ή ο πιστοδότης, θα είναι πάντοτε δανειστές και η τράπεζα, ή ο πιστούχος, αντίστοιχα, οφειλέτες. Δηλαδή, δεν υπάρχει η πραγματική δυνατότητα τα συμβαλλόμενα μέρη, να εγγράψουν την ίδια στιγμή χρεωστικά και πιστωτικά κονδύλια, καθώς δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη γένεση αμοιβαίων και αντίρροπων απαιτήσεων. Συνεπώς, με βάση τη διάρθρωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών δεν πληρείται η ουσιαστικότερη προϋπόθεση για τη θεώρηση της συμφωνίας αυτής ως σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού (Ρόκας, Μελέτες εμπορικού δικαίου, 1971, τομ. 2, σελ 555, Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, 1995, σελ 502).

Αντίστοιχη αντιμετώπιση πρέπει να επιφυλάσσεται και για τη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με τήρηση ανοικτού λογαριασμού. Στη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, ακόμα και όπου συνομολογείται ο πιστούχος να κάνει περιοδική ανάληψη του δανείσματος, και να επιστρέφει τμηματικά τις υπολειπόμενες δόσεις, δεν υφίσταται αμοιβαιότητα των εκατέρωθεν απαιτήσεων και δεν μεταβάλλεται σε καμία περίπτωση το πρόσωπο του οφειλέτη και του δανειστή. Δεν πρόκειται με άλλα λόγια για αμοιβαίες απαιτήσεις, οι οποίες χρήζουν καταχώρησης προκειμένου να τύχουν συμψηφισμού και εκκαθάρισης. Μάλιστα, με βάση την ακριβή διάρθρωση της συμφωνίας των μερών απαίτηση μπορεί να θεωρηθεί, ότι υφίσταται μόνον ως προς το ένα συμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή τον πιστούχο. Η μόνη απαίτηση που υφίσταται στην σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με τήρηση λογαριασμού, είναι η επιστροφή του δανείσματος. Κατά συνέπεια, δεν είναι ορθή η αξιολόγηση του τηρούμενου λογαριασμό στο πλαίσιο σύμβασης κατάθεσης ή ανοίγματος πίστωσης ως αλληλόχρεου λογαριασμού. Ορθότερα, πρέπει να γίνεται λόγος για ετεροσκελή ή απλό δοσοληπτικό λογαριασμό. Το ότι η έννοια της αμοιβαιότητας συνέχεται αναγκαστικά με την υπόσταση του αλληλόχρεου λογαριασμού απορρέει και μέσα από την τελολογική προσέγγιση του νοήματος του άρθρου 112 ΕισΝΑΚ περί ανατοκισμού. Έχει ορθά επισημανθεί ότι, αν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία για αλληλόχρεο λογαριασμό, χωρίς όμως αυτός να διαπνέεται από αμοιβαιότητα των καταχωρούμενων κονδυλίων, τότε η εφαρμογή της ΕισΝΑΚ 112 θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 296 παρ. 1 ΑΚ και 11 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, καθόσον μόνο η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων συνεπάγεται και την αμοιβαιότητα του ανατοκισμού. Δηλαδή, η αναγνώριση της δυνατότητας τήρησης ενός αλληλόχρεου λογαριασμού χωρίς να προκύπτουν με αμφιμερείς και αντίρροπες απαιτήσεις και η ταυτόχρονη εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ανατοκισμού, θα οδηγούσε στην μονομερή δυνατότητα ανατοκισμού των τοκοφόρων απαιτήσεων εκ μέρους του πιστωτή, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θα τυγχάνει και ο μόνος δανειστής του καταλοίπου, σε αντίθεση με τον οφειλέτη του, ο οποίος δεν θα μπορεί να προβεί σε παρόμοιο ανατοκισμό.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο νομικός χαρακτηρισμός της δικαιοπραξίας και η εξειδίκευση της έννοιας της αρχής της καλής πίστης ή του factum των συναλλακτικών ηθών είναι ζήτημα νομικό, υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Περαιτέρω, το δικαιοδοτικό όργανο δεν δεσμεύεται από την γραμματική διατύπωση των συμβαλλομένων και από τον χαρακτηρισμό που αυτά θα αποδώσουν στη σύμβαση (Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, σελ 551, Καλλιμόπουλου, Θεώρηση θεμάτων του τραπεζικού δικαίου, Χρη-Δικ 2007, σελ 11). Συνεπώς, ακόμη και αν κατά το συνήθως συμβαίνον τα μέρη χαρακτήρισαν τη σύμβαση τήρησης λογαριασμού, που εξυπηρετεί την κύρια πιστωτική συμφωνία, ως αλληλόχρεο λογαριασμό, τούτο δεν δεσμεύει την δικανική κρίση (ΑΠ 1749/2006, ΠΠρΑθ 1156/2003, ΔΕΕ 2004, σελ 66). Αντίθετα, το Δικαστήριο μπορεί να αναδείξει το νομικά αποφασιστικό νόημα της δικαιοπραξίας και να υπαγάγει το περιεχόμενο της συγκεκριμένης σύμβασης σε εκείνον τον κανόνα δικαίου, που ρυθμίζει την επώνυμη έννομη σχέση, αποκλείοντας την εφαρμογή άσχετων με τον συμβατικό μηχανισμό ρυθμίσεων και αξιοποιώντας τη ρήτρα της καλής πίστης (ΑΚ 200) στο πλαίσιο αντικειμενικής ερμηνείας της σύμβασης (Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, σ. 374).

Με τη μέθοδο αυτή και στο μέτρο που ο Δικαστής θα επισημάνει την ουσιαστική απόκλιση του περιεχομένου της σύμβασης από τον νομικό χαρακτηρισμό που απέδωσαν σε αυτήν συμβαλλόμενα μέρη, δεν θα εφαρμόσει τις επιμέρους διατάξεις περί αλληλόχρεου λογαριασμού και δεν θα επικαλεστεί τις έννομες συνέπειες αυτών. Αντίθετα, θα αποφανθεί ότι υφίσταται συμφωνία για την τήρηση απλού (ανοικτού) λογαριασμού και θα αποκλείσει την επέλευση των δυσμενών για τον πιστολήπτη συνεπειών ενός αλληλόχρεου λογαριασμού.

Περαιτέρω ο ερμηνευτής του δικαίου, μπορεί να διαγνώσει την ύπαρξη αντίφασης ανάμεσα στις επιμέρους ρήτρες του συμβατικού κειμένου, οι οποίες και προδιαγράφουν το πλέγμα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών και αποτυπώνουν την πραγματική λειτουργία του συμβατικού μηχανισμού και στον νομικό χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στην σύμβαση. Από τη μια πλευρά υφίσταται σαφής διάγνωση για την ύπαρξη συμφωνίας τήρησης απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, καθώς δεν προκύπτει αμοιβαιότητα παροχών, ούτε καν αμφίδρομες απαιτήσεις των μερών, που να καταχωρούνται στα εκατέρωθεν κονδύλια του λογαριασμού. Η λειτουργία, μάλιστα, αυτής της συμφωνίας αποτυπώνεται σε επιμέρους διατάξεις του συμβατικού κειμένου, ώστε να είναι πάντοτε δεδομένος τελικός οφειλέτης. Από την άλλη πλευρά τα μέρη συνομολογούν, ότι η συμφωνία τους αποτελεί σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού στα πλαίσια ανοίγματος πίστωσης από την τράπεζα υπέρ του δανειολήπτη, θέτοντας ευθέως τούτο στο εισαγωγικό κείμενο και στο προοίμιο του συμβατικού κειμένου. Μάλιστα, τούτο λαμβάνει χώρα κατά πάγια συναλλακτική πρακτική των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία διαθέτουν την διαπραγματευτική πρωτοβουλία και εισάγουν τυποποιημένους συμβατικούς όρους κατά την κατάρτιση των συμφωνιών ανοίγματος πίστωσης (Δελλιος, Ατομική και συλλογική προστασία των καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης,2008, σελ 272 επ). Περαιτέρω, σε ορισμένες περιπτώσεις υφίστανται ειδικότεροι συμβατικοί όροι, με βάση τους οποίους προσδιορίζονται συγκεκριμένες έννομες συνέπειες από την εν λόγω σύμβαση, οι οποίες προσιδιάζουν στην εφαρμογή ενός αλληλόχρεου λογαριασμού. Τέτοιοι όροι μπορεί να σχετίζονται με την εφαρμογή των προβλέψεων της ΕισΝΑΚ112 περί ανατοκισμού στην περίπτωση ύπαρξης ληξιπρόθεσμων τοκοφόρων απαιτήσεων του καταλοίπου του λογαριασμού, με την δυνατότητα άτυπης αφηρημένης αναγνώρισης του καταλοίπου κατά την ΑΚ 874, με δικονομικού περιεχομένου συμφωνία σχετικά με την αποδεικτική η αξία των αποσπασμάτων κ.ο.κ. Η ύπαρξη αυτής της αντίφασης μεταξύ των συμβατικών ρητρών οφείλει να ενεργοποιεί την ερμηνευτική και διαγνωστική αρμοδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου: Η αντίφαση των επιμέρους διατυπώσεων στο ίδιο συμβατικό κείμενο εγείρει ζήτημα ασάφειας και αμφιβολίας για τους τελικώς εφαρμοζόμενους στη σύμβαση όρους.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, της επεξεργασίας της πιστωτικής σύμβασης και ιδίως της σύμβασης ανοίγματος πιστώσεως, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι ο πιστούχος τυγχάνει προστατευτέος με βάση το γενικότερο πλέγμα των διατάξεων του Νόμου 2251/1994.

Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι - κατόπιν της αντικειμενικής ερμηνείας της ΑΚ 200 - το συμβατικό κείμενο δεν περιλαμβάνει ασάφειες ή αντιφάσεις και συνεπώς δεν καθίσταται δυνατή, η επενέργεια της αρχής της ευνοϊκής για τον καταναλωτή ερμηνευτικής προσέγγισης, είναι δυνατή η ευθεία προσφυγή στον ανοιχτό έλεγχο της καταχρηστικότητας των επίμαχων όρων που δεν συνάδουν με την σύμβαση ανοίγματος πίστωσης. Έτσι, στο ανωτέρω συμπέρασμα μπορεί να οδηγηθεί κανείς και από την συνδυασμένη εφαρμογή της γενικής ρήτρας της παραγράφου 6 και του εδαφίου λ΄ της παραγράφου 7 άρθρο 2  Ν 2251/1994 στο πλαίσιο εξέτασης του περιλαμβανομένου στη σύμβαση όρου περί ανατοκισμού. Το εδάφιο λ΄ ως επιμέρους περιεχόμενο της ειδικής απαγορευτικής ρήτρας της παραγράφου 7 του άρθρου 2 περί γενικών όρων συναλλαγών σημειώνει, ότι απαγορεύονται ως καταχρηστικοί οι όροι που επιβάλλουν στον καταναλωτή σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, ενόσω η γενική ρήτρα της παραγράφου 6 εγείρει ζήτημα καταχρηστικότητας των μονομερώς επιβληθέντων γενικών όρων, οι οποίοι επιφέρουν σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και του σκοπού της σύμβασης.

Κατά συνέπεια, δεν εφαρμόζεται η ειδική κανονιστική ρύθμιση για τον αυτοδίκαιο ανατοκισμό των τόκων του οριστικού καταλοίπου του λογαριασμού. Δεν είναι, δηλαδή, επιτρεπτοί οι συμφωνημένοι ανά τρίμηνο ή οι αυτοδίκαιοι ανά εξάμηνο ανατοκισμοί του υπολοίπου του λογαριασμού. Αντίθετα, εφαρμόζονται στον τηρούμενο ανοιχτό λογαριασμό η διάταξη του άρθρου 12 του νόμου 2601/1998, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα αυτοδίκαιου ανατοκισμού, αλλά μόνον συμβατικού τέτοιου.

Άπαντα τα μέχρι εδώ αναφερόμενα δεν αναιρούνται από τυχόν συμβατική πρόβλεψη ότι, κάθε ποσό που θα καταβάλλει ο πιστούχος σε πίστωση του λογαριασμού που θα τηρείται από την Τράπεζα, καθ’ υπέρβαση του χρεωστικού υπολοίπου, θα αποφέρει τον τόκο που παρέχει η τράπεζα στις παρ’ αυτή καταθέσεις όψεως, διότι δεν πρόκειται περί τόκου υπερημερίας (ΜονΠρωτΧίου 171/2012).

Συνεπώς, θα πρέπει το Δικαστήριο να αποστεί από τον νομικό χαρακτηρισμό περί αλληλόχρεου λογαριασμού που έδωσαν τα μέρη και να αποκλείσει την επέλευση των εννόμων συνεπειών περί αυτοδίκαιου ανατοκισμού. Επαγωγικά, θα πρέπει να εφαρμοστούν οι ευνοϊκότερες για τον πιστωτή ρυθμίσεις για τον επαναπροσδιορισμό των οφειλών του και για την υποχρέωση αναπροσαρμογής του ύψους των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων (σε δεύτερο επίπεδο σπουδαιότητας, στο πλαίσιο των συμβάσεων ανοίγματος πίστωσης με υπηρεσία απλού [ανοιχτού] λογαριασμού δεν εφαρμόζεται και η παρεχόμενη από το άρθρο 874 ΑΚ δυνατότητα άτυπης αφηρημένης αναγνώρισης του υπολοίπου).

Συναφές αποτέλεσμα από τον ορθό αναχαρακτηρισμό των συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού προκύπτει και στην περίπτωση της εφαρμογής του νόμου 3816/2010. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αξιολογήσει τις ανωτέρω συμβάσεις ως συνήθεις πιστωτικές συμβάσεις που εξυπηρετούνται από το δοσοληπτικό λογαριασμό, τότε η ρύθμιση των οφειλών του πιστολήπτη, θα διέπεται από τους γενικούς όρους των άρθρων 1 και 2 και όχι από τις στενότερες προϋποθέσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2 του Νόμου 3816/2010.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

USA vs BofA

Μήνυση εις βάρος της Bank Of America κατέθεσε εκ μέρους των Fannie Mae και Freddie Mac η αμερικανική κυβέρνηση, ζητώντας αποζημίωση ύψους 1 δισ. δολαρίων.

H μήνυση αφορά στο γεγονός πως η BofA παρουσίασε εσφαλμένα στοιχεία για την ποιότητα των δανείων που χορηγήθηκαν κατά την περίοδο 2007 -2009.

Οι κρατικές Fannie Mae και Freddie Mac δεν δανείζουν απευθείας σε καταναλωτές αλλά αγοράζουν στεγαστικά δάνεια από τράπεζες, τα οποία τιτλοποιούν και στη συνέχεια τα πωλούν σε επενδυτές.

Ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Μανχάταν, Πριτ Μπαράρα, τόνισε σχετικά ότι αυτά τα "τοξικά" δάνεια "επέφεραν συνολική ζημιά άνω του 1 δισ. δολαρίων", καθώς και "αναρίθμητες κατασχέσεις".

Παρόμοια δικαστική διαδικασία δρομολογήθηκε τις πρώτες μέρες του τρέχοντος μηνός κατά της τράπεζας Wells Fargo, αλλά και από την Πολιτεία Νέας Υόρκης εναντίον της JPMorgan Chase, για "τοξικά" δάνεια της εξαγορασθείσας το 2008 Bear Stearns, τα οποία τιτλοποίησε και κατόπιν κατέστησε απαιτητά.

Τα "τοξικά" ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου πυροδότησαν την αμερικανική και παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008.

Πηγές: news 247 - Bloomberg

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Χάριν τραπεζών...


Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ. αριθμ. 126/2012 γνωμοδότησή του, έκρινε ότι ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, με βάση το άρθρο 10 παρ.3 του ν. 3869/2010, να χορηγεί σε πιστωτή του οφειλέτη πληροφορίες και στοιχεία για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του φορολογούμενου-οφειλέτη, ακόμα και αν αυτά εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο.

Η γνωμοδότηση του ΝΣΚ έγινε δεκτή σύμφωνα με την εκδοθείσα ΠΟΛ 1199/22.10.2012 (LawNet FreeAccess24) και συγκεκριμένα προβλέπεται η υποχρέωση χορήγησης κάθε «χρήσιμης πληροφορίας» σε πιστωτές, εφόσον είναι πρόσφορη για να καταστεί δυνατός ο περιουσιακός έλεγχος του οφειλέτη στο πλαίσιο ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Να σημειωθεί ότι αν ο οφειλέτης δεν επιθυμεί τη χορήγηση απόρρητων φορολογικών στοιχείων στον πιστωτή του, τότε οφείλει να παραιτηθεί από την αίτηση για ρύθμιση των χρεών του.

Τέλος, διευκρινίζεται ότι εξαιρείται η χορήγηση αντιγράφων των φορολογικών δηλώσεων από τα υποχρεωτικώς χορηγούμενα στον πιστωτή φορολογικά έγγραφα.

Πηγή: Lawnet.gr

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ώρα για αποζημιώσεις δανειοληπτών

Με μαζικές αγωγές αποζημίωσης είναι αντιμέτωπες δώδεκα από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου λόγω του σκανδάλου Libor, της χειραγώγησης δηλαδή του διατραπεζικού επιτοκίου που καθορίζει τα επιτόκια πάσης φύσεως δανείων. Ιδιοκτήτες κατοικιών έχουν καταθέσει αγωγές στη Νέα Υόρκη, υποστηρίζοντας ότι το κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών τους δανείων ήταν υψηλότερο εξαιτίας της χειραγώγησης του επιτοκίου Libor.

Οπως αποκάλυψε πρόσφατα η βρετανική εφημερίδα Financial Times (FT), μεταξύ των εναγόντων είναι και η Ανι Μπελ Ανταμς, μια συνταξιούχος της οποίας το στεγαστικό δάνειο είχε τιτλοποιηθεί σε επενδυτικό προϊόν με αποδόσεις που προσδιορίζονταν από το Libor. Tελικά το σπίτι της κ. Ανταμς κατασχέθηκε. Με βάση την αγωγή, στελέχη των δώδεκα τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των Bank of America, UBS και Barclays, είχαν όφελος από το «κλείδωμα» του Libor σε υψηλότερα επίπεδα από το φυσιολογικό κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων ημερομηνιών. Ο λόγος είναι ότι σ’ αυτές τις ημερομηνίες αναπροσαρμόζονταν τα επιτόκια στεγαστικών δανείων και άρα οι αποδόσεις των επενδυτικών τίτλων συνδεδεμένων με αυτά. Οπως τονίζεται από τους FT, η αγωγή υποστηρίζει ότι οι ιδιοκτήτες κατοικιών κατέβαλλαν υψηλότερα επιτόκια στα στεγαστικά τους δάνεια στο διάστημα 2000-09. Οι ενάγοντες, μάλιστα, μπορεί να φθάνουν τις 100.000, αλλά δεν έχει διατυπωθεί καμία εκτίμηση για το ύψος των αποζημιώσεων.

Το σκάνδαλο χειραγώγησης των επιτοκίων Libor και Euribor ξέσπασε το καλοκαίρι, με τις εποπτικές αρχές του τραπεζικού κλάδου από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Σιγκαπούρη να ξεκινούν έρευνες για τη διερεύνηση αυτής της πολύκροτης υπόθεσης.

Πρόκειται για ένα διεθνές σκάνδαλο με πρωταγωνιστές τραπεζίτες όπως ο Μπομπ Ντάιαμοντ, πρώην διευθύνων σύμβουλος της βρετανικής Barclays, που υπέβαλε την παραίτησή του μετά το σκάνδαλο. Ακόμη και ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, σερ Μέρβιν Κινγκ, θεωρείται ότι δεν έλαβε επαρκή μέτρα για να αποτρέψει την κατάχρηση του Libor. Βάσει του Libor, μόνον, περνούν από τα χέρια τραπεζών και επενδυτικών εταιρειών συναλλαγές 500 τρισ. δολαρίων σε 16 νομίσματα για 15 διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Το επιτόκιο ορίζεται από τις προσφορές περίπου 20 τραπεζών που συμμετέχουν καθημερινά στη διαδικασία. Στα τέλη Ιουνίου, η Barclays κατέβαλε 407 εκατ. ευρώ (500 εκατ. δολ.) σε επιμέρους πρόστιμα που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Εμπορευμάτων των ΗΠΑ (CTFC), το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης και την Αρχή Εποπτείας των Αγορών στη Βρετανία (FSA).

Aπό το καλοκαίρι, το υπουργείο Δικαιοσύνης στις ΗΠΑ διερευνά το ενδεχόμενο άσκησης ποινικών διώξεων, ενώ οι πολιτείες της Νέας Υόρκης και του Κονέκτικατ εξετάζουν εάν έχουν δεχθεί οικονομικό πλήγμα από χρηματοοικονομικά προϊόντα που συνδέονται με το επιτόκιο Libor. Η ΕΚΤ ασκεί ήδη πιέσεις για επανεξέταση των κανόνων που διέπουν το επιτόκιο Euribor.

Οι αρμόδιες αρχές στη Σιγκαπούρη, στο Χονγκ Κονγκ και στην Ιαπωνία εξήγγειλαν επανεξέταση των βασικών διατραπεζικών επιτοκίων τους.

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάνκι, είχε μιλήσει ενώπιον του Κογκρέσου για «δομικές αδυναμίες» της διατραπεζικής αγοράς Libor, ανοίγοντας τον δρόμο για τη θέσπιση νέων κανόνων. Οι Credit Agricole, Deutsche Bank, HSBC και Société Générale ήδη βρίσκονται στο μικροσκόπιο των Αρχών για να εξακριβωθεί εάν είχαν αποπειραθεί να κατευθύνουν από κοινού τα επιτόκια Libor και Euribor σε χαμηλότερα ή σε υψηλότερα επίπεδα του φυσιολογικού.

Πηγή: Καθημερινή

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Γοργά βήματα πίσω (2)

Σε συνέχεια από αυτή εδώ τη δημοσίευση ήρθε η ώρα να αναλύσουμε, τι σημαίνουν οι άλλες δυο φερόμενες ως "προτεινόμενες λύσεις" σε σχέση με την δήθεν προωθούμενη ρύθμιση των οφειλών μας προς τις τράπεζες.

Ως δεύτερο προτεινόμενο μέτρο είναι επί λέξει το εξής:

"Επιπλέον, οι τράπεζες συζητούν την υιοθέτηση του «αγγλικού μοντέλου» σύμφωνα με το οποίο ο δανειολήπτης δεν αγοράζει το ακίνητο, αλλά τη χρήση του για 99 χρόνια. Έτσι, το ύψος κάθε δόσης πέφτει σημαντικά ενώ ο δανειολήπτης μπορεί αργότερα, όταν οι τιμές ανέβουν, να πουλήσει τη χρήση και να κερδίσει. Ωστόσο αυτό θεωρείται δύσκολο να υλοποιηθεί στην Ελλάδα, καθώς δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές (ηλεκτρονικό κτηματολόγιο-υποθηκοφυλακεία, κοκ)."

Αν και οι επιλεγμένες λέξεις είναι τουλάχιστον ελκυστικές στην ακοή, επί της ουσίας τα εξαγγελόμενα δεν είναι τίποτα λιγότερο από επικύνδυνα. Και τούτο για τον εξής λόγο: 

Η αγορά της χρήσης σημαίνει -κατά κάποιο τρόπο- μίσθωση, δηλαδή ενοικίαση του ακινήτου. Ο "αρθρογράφος" της πρωτότυπης είδησης αντιλαμβάνεται δυσκολίες υλοποίησης μόνο ως προς την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής αλλά...όλως παραδόξως παραλείπει να μας εξηγήσει, με ποιον ακριβώς, τρόπο θα αποξενωθεί ο κάθε πολίτης από την ιδιοκτησία του.

Δηλαδή, ναι, θα αποκτήσετε τη χρήση ενός ακινήτου για τα επόμενα 99 χρόνια αλλά...ποιος ο λόγος να αγοράσετε κάτι που ήδη αυτή τη στιγμή έχετε?

Ποιος ο λόγος να αγοράσετε το έλλασον δικαίωμα της χρήσης, τη στιγμή που έχετε το μείζον δικαίωμα, δηλαδή την πλήρη κυριότητα?

Ποιος και με ποιο τρόπο θα σας αποξενώσει από την ιδιοκτησία σας και θα σας αναγκάσει να αρκεστείτε στην απλή χρήση του ακινήτου σας?

Επί της ουσίας, αυτό το οποίο έντεχνα αποκρύπτεται είναι, ότι στόχος της κοινοπραξίας κράτους-τραπεζών είναι η ακίνητη περιουσία κάθε πολίτη.

ΤΩΡΑ έχετε την κυριότητα του ακινήτου σας. 
ΑΛΛΑ στο εγγύς μέλλον, χάρη στη διαρκή και διαρκώς αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση, δεν θα είστε σε θέση να έχετε την κυριότητα. Το Ελληνικό Δημόσιο φροντίζει ήδη, ώστε η φορολογική σας επιβάρυνση να είναι τέτοιας έντασης και έκτασης, ώστε η κυριότητα επί των ακινήτων σας να καταλλήγει επί της ουσίας εξαιρετικά επαχθής.

Δεν είναι τυχαία όλα όσα έχουν ήδη εξαγγελθεί σε επίπεδο φορολογικών μέτρων: 

Στα παραπάνω προσθέστε όσους φόρους ήδη πληρώνετε, όπως τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ο γνωστός ΦΑΠ), το ΕΕΤΗΔΕ (το διαβόητο "χαράτσι" της ΔΕΗ), ο ΦΠΑ επί της αγοραπωλησίας οικοδομών και θα έχετε μια πλήρη εικόνα της λυσσαλέας προσπάθειας που γίνεται, προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να πετύχει την de facto απαλλοτρίωση του αναπαλλοτρίωτου πυρήνα της ιδιοκτησίας σας, με την χρήση φορολογικών όπλων οικονομικής εξόντωσης.

Ήδη από πέρισυ είχα προειδοποιήσει ότι το Ελληνικό Δημόσιο, με την ακολουθούμενη πολιτική του θα μετατραπεί σταδιακά σε εισπράκτορα ξένων απαιτήσεων, τις οποίες, μάλιστα, θα ικανοποιεί σε βάρος της περιουσίας σας. Τώρα ήρθε η ώρα να σας το πουλήσουν και ως ευνοϊκή ρύθμιση. Καλώς ορίσατε στην οικονομική πραγματικότητα του πολιτικού δωσιλογισμού.

Θα ακολουθήσει τρίτο μέρος σχετικά με την τρίτη προτεινόμενη λύση περί "ισπανικού μοντέλου"...

Δικαίωση δανειοληπτών - επιστροφή παρακρατηθέντων ποσών

Πηγή: lawnet.gr

Το Ειρηνοδικείο Βόλου κατόπιν ομαδικής αγωγής που είχε ασκηθεί από την Ένωση καταναλωτών Βόλου δικαίωσε δανειολήπτες για ποσά που είχαν υποχρεωθεί να καταβάλλουν κατά τις συναλλαγές τους με τράπεζα.

Η απόφαση στρέφεται κατά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και αποφαίνεται υπέρ των δανειοληπτών, κρίνοντας τα ποσά που είχαν ζητηθεί παράνομα και καταχρηστικά. Σύμφωνα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου η τράπεζα επιβάρυνε τους δανειολήπτες με διάφορα εφάπαξ ποσά χαρακτηρίζοντάς τα ως «έξοδα ελέγχου τίτλων», «έξοδα προμήθειας - διαχείρισης στεγαστικού δανείου», «έξοδα έγκρισης δανείου»,«έξοδα αξιολόγησης αίτησης στεγαστικού δανείου», ενώ και σε κάποιες περιπτώσεις εισέπραττε προμήθεια ποσού 20,00 ευρώ ετησίως, ως «έξοδα δανείου».

Οι παραπάνω επιβαρύνσεις θεωρήθηκαν παράνομες και θα πρέπει τώρα τα ποσά αυτά να επιστραφούν στους ζημιωθέντες δανειολήπτες, καθώς η είσπραξη οποιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων απαγορεύεται.

Η Ένωση Καταναλωτών Βόλου προτίθεται το επόμενο διάστημα να προχωρήσει σε άσκηση και άλλων ομαδικών αγωγών, στρεφόμενη κατά όλων σχεδόν των Τραπεζών.
Απόφαση δικαίωσης δανειοληπτών και επιστροφή παρακρατηθέντων ποσών

202/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων

«Θαρραλέα» χαρακτηρίστηκε από την Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης η υπ’αριθμόν 202/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, με την οποία έγινε κούρεμα κατά 92 τοις εκατό του χρέους άνεργου, οικογενειάρχη δανειολήπτη, μέλους της Ένωσης.

Ο δανειολήπτης είχε συνολικό χρέος ύψους 73.233,52 ευρώ προς τέσσερις Τράπεζες από πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια. Λόγω της προφανούς και αποδεδειγμένης αδυναμίας πληρωμής των χρεών από τον δανειολήπτη, το δικαστήριο αποφάσισε να «κουρέψει» το χρέος κατά 92,46 τοις εκατό, ώστε ο δανειολήπτης τελικά θα κληθεί να καταβάλει συνολικά μόλις 551.04 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο δανειολήπτης θα πληρώνει 11,48 ευρώ μηνιαίως , τα οποία θα κατανέμονται στις Τράπεζες αναλογικά. Σε σχετική ανακοίνωσή της η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης εξέφρασε την ικανοποίησή της για την έκβαση της υπόθεσης και ευχαρίστησε τους συνεργάτες της που βοήθησαν στο αποτέλεσμα, αλλά και τους δικαστές της Κρήτης που «με συμπάθεια και ανοιχτά μυαλά στέκονται δίπλα στα πολύπαθα υπερχρεωμένα νοικοκυριά».

305/2012 απόφαση του Ειρ. Χανίων

Εξαιρετικό νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ. αριθμ. 305/2012 απόφαση του Ειρ. Χανίων καθώς για πρώτη φορά ελληνικό δικαστήριο ρυθμίζει τις οφειλές δανειολήπτριας εξαιρώντας από την εκποίηση οικόπεδο.

Η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης τη χαρακτηρίζει ως «γενναία» δεδομένου ότι το δικαστήριο εξετάζοντας την οικονομική κατάσταση της γυναίκας, τις μηνιαίες αποδοχές της, το βιοτικό της επίπεδο καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που κατά κυριότητα της ανήκουν, έκρινε ότι υπάρχει δυνατότητα μέσω ρύθμισης να εξοφληθούν τα χρέη της προς τις τράπεζες.

Η Ειρηνοδίκης Χανίων εκτιμώντας ότι η 32χρονη δανειολήπτρια μπορεί να αποφασίσει μελλοντικά την ανέγερση της κύριας κατοικίας της στο εν λόγω οικόπεδο, κατέληξε στη χορήγηση μιας τετραετούς περιόδου χάριτος κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να καταβάλλονται μηνιαίως δόσεις συνολικού ύψους 160 ευρώ.

Μετά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, θα τεθεί σε εφαρμογή συνδυαστική ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρ. 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, η οποία ορίζει την καταβολή ποσού ίσου με την εμπορική αξία του οικοπέδου (9.000 ευρώ)∙ συνεπώς, η δανειολήπτρια θα υποχρεωθεί να πληρώνει επί πενταετία το ποσό των 150 ευρώ προκειμένου να διασώσει το ακίνητο ενώ για το υπόλοιπο των χρεών που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, η αιτούσα απαλλάσσεται.

Ειρηνοδικείο Χανίων: Ρύθμιση οφειλών - Εξαίρεση εκποίησης οικοπέδου


πηγή: lawnet.gr

Όταν οι Δικαστές ξέρουν και τολμούν


Πηγή: lawnet.gr

Με προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων την οποία είχε καταθέσει δανειολήπτης, το Ειρηνοδικείο Χανίων έκρινε αναφορικά με τη νομιμότητα της επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας, καθώς και ως προς την παρακράτηση από το μισθό του, των συμφωνηθέντων για τη δόση των δανείων ποσών.
Πιο συγκεκριμένα, ο συνταξιούχος δανειολήπτης έχοντας υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις στις αποδοχές του και επιβαρυνόμενος οικονομικά από τα τέκνα του δηλώνει ότι έχει περιέλθει σε αδυναμία καταβολής των οφειλών του και έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του ν.3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα.
Με καθαρές μηνιαίες αποδοχές συνολικού ύψους 1.789,61 ευρώ καθίσταται σαφές ότι είναι αδύνατη η αποπληρωμή του χρέους του προς τις εννέα τράπεζες που ανέρχεται σε 209.026,42 ευρώ όταν μάλιστα δύο εξ αυτών παρακρατούν απ’ευθείας από το μισθό του ποσό 800 περίπου ευρώ συνολικά.
Να σημειωθεί ότι η ρύθμιση αυτή για την απ’ευθείας παρακράτηση είχε συμφωνηθεί προ της οικονομικής κρίσης όταν τίποτα δεν προμήνυε τη σημερινή δεινή οικονομική του κατάσταση.
Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’όψη τα εισοδήματα του αιτούντος και την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών που τον οδήγησαν σε ληξιπρόθεσμες οφειλές χιλιάδων ευρώ, απαγόρευσε στις πιστώτριες την επίσπευση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και επίσης διέταξε τις δύο τράπεζες να μην παρακρατούν από τη σύνταξή του ποσό πέραν των 100 ευρώ εκάστη εξασφαλίζοντάς του με αυτό τον τρόπο μηνιαία ωφέλεια περί τα 600 ευρώ. Να σημειωθεί τέλος ότι η δικάσιμος για την εκδίκαση της υπόθεσης έχει προσδιοριστεί για τον Νοέμβριο του 2016.
Απόφαση σταθμός του Ειρ.Χανίων για δανειολήπτες-υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (Προσωρινή Διαταγή)

Να ένας δίκαιος φόρος!

Την ώρα που οι απλοί πολίτες φορολογούνται σχεδόν για τα πάντα, η ΕΕ μόλις τώρα άρχισε να σκέφτεται την επιβολή φόρου χρηματο-οικονομικών συναλλαγών.

Το ελάχιστο απαιτούμενο όριο των 9 κρατών μελών συμπληρώθηκε σήμερα με στόχο την προώθηση μέτρου για την επιβολή φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, καθώς ο συνολικός αριθμός των κρατών που συναινούν στη λήψη του μέτρου αυτού ανέρχεται, μέχρι στιγμής, σε 11 ανακοίνωσε ο Επίτροπος επί ζητημάτων φορολογίας Αλγκίρντας Σεμέτα.

Ειδικότερα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Εσθονία και η Σλοβακία δήλωσαν σήμερα ότι συμπαρατάσσονται με ακόμη επτά κράτη μέλη, ήτοι την Γαλλία, την Γερμανία, το Βέλγιο, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, την Αυστρία και την Ελλάδα, με στόχο την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, γνωστού και ως φόρου «Τόμπιν».

Μόλις η Κομισιόν λάβει επιστολές από εννέα (9) κράτη μέλη της ΕΕ, θέτει σε κίνηση τη λεγόμενη «διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας», δήλωσε ο κ. Σεμέτα, στη διάρκεια συνόδου των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ, στο Λουξεμβούργο.

Πηγή: ethemis.gr

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Αντισυνταγματικά κανόνια!


Περίληψη: Τα δύο δε «Μνημόνια» δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά απλές προγραμματικές διακηρύξεις, που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση κανονιστικής δέσμευσης, παρά την παραπομπή σ’ αυτά του νόμου (βλ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟ, Γ., Το τέλος του εργατικού δικαίου; Συνταγματική αποτίμηση της «αντιμεταρρύθμισης» του Μνημονίου ΙΙ, ΕΕργΔ 2012.637 και ιδίως 638-639). Ειδικά ως προς το πρώτο από αυτά, έχει ήδη κριθεί εξάλλου, ότι δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή, αλλά για να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες μ’ αυτό πολιτικές, πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του Ελληνικού Κράτους (νόμοι ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου) (ΟλΣτΕ 668/2012 ΕΕργΔ 2012.393). Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι μη εφαρμοστέες.


Αριθμός Απόφασης 24/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παρασκευή Στεφανίδου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Ευαγγελία Παπαγεωργίου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 20η Ιουνίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ - ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: [1..-.. 6] ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Αναστάσιου Ταρπινίδη, που κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΚΤΕΛ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ Α.Ε.» που εδρεύει στον Πολύγυρο Χαλκιδικής (Νικ. Φωκά 12) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της, Ανέστη Αϊβαζίδη και Όλγας Χαριτίδου, που κατέθεσαν προτάσεις. ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Δευτεροβάθμιας κλαδικής συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ο.Σ.Μ.Ε.)», που εδρεύει στην Αθήνα (Μενάνδρου 51) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Πολυτίμης Τάσικα, που κατέθεσε προτάσεις. ΟΙ ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ζητούν να γίνει δεκτή η από 04.04.2012 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 27.04.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 879/19/27.04.2012 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 13.06.2012 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ συνδικαλιστική οργάνωση, με την πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ των εναγόντων και κατά της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, την οποία άσκησε προφορικά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο κατά την ημέρα της δικασίμου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, ζητεί να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτήν. ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 879/19/27.04.2012 αγωγή και η προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων της προαναφερόμενης αγωγής, πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ένωση και συνεκδίκαση τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, συνεπάγονται τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και επιφέρουν ταυτόχρονα την μείωση των εξόδων της (άρθρ. 246 KΠολΔ). Ι. Κατά το άρθρ. 2 §1 του π.δ. 246/2006 με τίτλο «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ Α.Ε. και των ΚΤΕΛ του ν.2963/2001», η ισχύς του οποίου άρχισε από την 01.01.2007 «1. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται : α) Σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ Α.Ε. και ΚΤΕΛ, β) Στους οδηγούς των λεωφορείων, που είναι μισθωμένα ή ενταγμένα σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ και στους μετόχους - ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες λεωφορείων μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ, όταν απασχολούνται ως οδηγοί στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους, μόνο ως προς προσόντα, τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τον πειθαρχικό έλεγχο». Περαιτέρω στο άρθρ. 26 § 1 του ίδιου π.δ., με τον τίτλο «Λόγοι απόλυσης προσωπικού», στο οποίο επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 14 §2 του προϊσχύσαντος κανονισμού (π.δ. 229/1994), ορίζεται ότι «1. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ απολύεται από την Υπηρεσία για τους ακόλουθους λόγους : α) Εξαιτίας κατάργησης οργανικής θέσης εργασίας ή Υπηρεσίας μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΤΕΛ, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ως προς το ποσοστό απολύσεων, κλπ.). Εξαιρείται της παρούσας ρύθμισης το κατά την ισχύ του παρόντος Κανονισμού υπηρετούν τακτικό προσωπικό, για το οποίο, ως προς την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εφαρμόζονται οι λοιπές ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού, β) Εξαιτίας καταδίκης για κακούργημα ή κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, απιστία εν γένει και εγκλήματα κατά των ηθών σε βαθμό πλημμελήματος, γ) Εξαιτίας ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας ή επαγγελματικής ανικανότητας στην εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σ’ αυτό, δ) Εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής νόσου που έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη ανικανότητα του υπαλλήλου να εκτελέσει τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και διαπιστώνεται από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία του ΙΚΑ, ε) Εξαιτίας επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ Α.Ε. και ΚΤΕΛ, απολύονται μόνο για τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο παραπάνω π.δ. λόγους και επομένως δεν είναι έγκυρη η αναιτιώδης καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης κατά τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αδιάφορα αν αυτή γίνεται από τον ιδιοκτήτη του λεωφορείου που τους προσέλαβε ή από το ΚΤΕΛ, όταν το τελευταίο συμβαίνει να είναι και εργοδότης τους. Με τις πιο πάνω διατάξεις θεσπίζεται περιορισμός του δικαιώματος προς απόλυση του προσωπικού, με αποτέλεσμα οι ΚΤΕΛ Α.Ε. ή τα ΚΤΕΛ να μην μπορούν να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεών των υπαλλήλων τους με μόνη την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρ. 5 §3 του ν.3198/1955, εφόσον δεν συντρέχει και λόγος από εκείνους που περιοριστικά προβλέπονται στον Κανονισμό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη χωρίς διακρίσεις διατύπωση των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρ. 26 του Κανονισμού, είναι δε σύμφωνο με τον επιδιωκόμενο σκοπό, που συνίσταται όχι μόνο στην ασφαλή εκτέλεση της μεταφοράς του επιβατικού κοινού και στον περιορισμό της ευθύνης των ιδιοκτητών από τη λειτουργία των λεωφορείων, αλλά συγχρόνως, και στην κατοχύρωση της εργασιακής θέσης του προσωπικού, το οποίο εργάζεται για την επιτυχία του ανωτέρω σκοπού, και στην αποτροπή των αυθαίρετων και καταχρηστικών απολύσεών του, στα πλαίσια του λειτουργικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού των ΚΤΕΛ (ΟλΑΠ 15/2002 ΕΕργΔ 2002.1223, ΑΠ 1168/2008 ΝοΒ 2009.1403, οι οποίες εκδόθηκαν υπό την ισχύ του προηγούμενου κανονισμού και ΑΠ 99/2008 ΝΟΜΟΣ, που αφορά προσωπικό του ΟΑΣΘ, με αντίστοιχη όμως αιτιολογία). Οι παραπάνω διατάξεις δεν είναι αντίθετες με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα (άρθρ.4 §1 και 25 §1), αφού δεν περιορίζουν αδικαιολόγητα το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ενώ υπαγορεύονται από ειδικές περιστάσεις που τις δικαιολογούν και επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (ΑΠ 1499/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 428/2007 ΝΟΜΟΣ). Η αντίθετη εκδοχή, που είχε διαμορφωθεί στη νομολογία κατά την ερμηνεία των διατάξεων των Κανονισμών του ΚΤΕΛ που ίσχυαν πριν το π.δ. 229/1994 (και συνεπώς πριν και από το εν προκειμένω εφαρμοζόμενο π.δ. 246/2006 που το αντικατέστησε), σύμφωνα με την οποία ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου (και συνεπώς και το ίδιο το ΚΤΕΛ όταν αυτό ήταν εργοδότης), παράλληλα με τους προβλεπόμενους στους Κανονισμούς αυτούς λόγους απόλυσης του προσωπικού, μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αναιτιωδώς, κατά τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δεν είναι συμβατή με τις ρυθμίσεις του π.δ. 229/1994, ούτε και του ήδη ισχύοντος Κανονισμού, οι οποίες (ρυθμίσεις) κατά τούτο διαφέρουν των αντίστοιχων ρυθμίσεων των προγενέστερων Κανονισμών που δεν περιελάμβαναν διάταξη όμοια με εκείνη του άρθρ. 2 §6 του π.δ. 229/1994, ούτε με εκείνη του άρθρ. 26 §1 του π.δ. 246/2006 (ΟλΑΠ 15/2002 ό.π., ΑΠ 1499/2010 ό.π.). ΙΙ. Με το άρθρ. 1 §2 ν.4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012), ο οποίος (ν. 4046/2012) ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής επιμέρους Μνημόνια : α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ΦΕΚ υπ’ αριθμ. 28/14.02.2012, στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση (βλ. ΛΕΒΕΝΤΗ, Γ., Οι πρόσφατες αλλαγές που επέφερε ο ν.4046/2012 στο εργατικό δίκαιο, ΔΕΝ 2012.226). Με το άρθρ.1 §6 ν. 4046/2012 ορίζεται ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Ε … παρ. 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 … παρ. 4.1 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παρ. 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου». Ειδικότερα η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο «Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι» προβλέπει τα εξής : «Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας». Ακολούθως, με βάση την πιο πάνω εξουσιοδότηση του άρθρ.1 § 6 ν.4046/2012, εκδόθηκε η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 6/28.02.2012 (με τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012», ΦΕΚ Α΄38/28.02.2012) στο άρθρ. 5 της οποίας ορίζονται τα εξής: «1. Από 14.02.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α΄101). 2. Από την 14.02.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (Α΄ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α 101)». Στην ελληνική πραγματικότητα, η «ρήτρα μονιμότητας» αποτελεί ευρύτερη έννοια, η οποία εκτός από τη σύμβαση με όριο ηλικίας περιλαμβάνει κάθε σύμβαση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, στην οποία το δικαίωμα καταγγελίας υπόκειται σε ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς. Με τη ρήτρα μονιμότητας ουσιαστικά αναλαμβάνεται η δέσμευση από τον εργοδότη να μην απολύσει τον εργαζόμενο παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και που η βασιμότητά τους κρίνεται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία, μπορεί δε να συνδυασθεί, όπως προαναφέρθηκε, με σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί απλώς ένα είδος περιορισμού στο δικαίωμα του εργοδότη για ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης (βλ. ΚΟΥΚΙΑΔΗ, Ι., Εργατικό Δίκαιο, έκδ.1995, σελ. 827 - 828). Συνεπώς, η έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας, οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, αδιακρίτως αν περιέχονται σε συμβάσεις που ήταν εξαρχής αορίστου χρόνου ή σε συμβάσεις που θεωρούνταν ορισμένου χρόνου λόγω ορίου ηλικίας, καθώς και ό, τι παρεκκλίνει από τους «γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας» και ό, τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα (αναφορικά με τα θέματα απόλυσης). Καταργούνται δηλαδή οι διατάξεις που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας την από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους (βλ. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟ, Κ., Οι συμβάσεις με όριο ηλικίας και οι ρήτρες μονιμότητας μετά το ν.4046/2012 και την Π.Υ.Σ. 6/2012, ΕΕργΔ.691 και ιδίως 694). ΙΙΙ. Με τις διατάξεις του άρθρ. 43 §§2 και 4 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, υπό την επιφύλαξη ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Μ’ αυτά ρυθμίζονται είτε θέματα καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο, υπό ορισμένους όρους, με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμους πλαίσιο) (§4), είτε ειδικά θέματα που προσδιορίζονται συγκεκριμένα από την εξουσιοδοτική διάταξη (§2 εδ.α΄). Περαιτέρω, με τη διάταξη της §2 εδ.β΄ άρθρ. του ίδιου άρθρ. 43 του Συντάγματος, προβλέπεται ότι φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί «ειδικότερων», «τοπικού ενδιαφέροντος», «λεπτομερειακών» ή «τεχνικών» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει o εξουσιοδοτικός νόμος, όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΣτΕ 1210/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 1892/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3220/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3973/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 125/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 2815/2004 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2536/2011 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3285/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 648/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία αποδέκτης της εξουσιοδότησης θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, ο ν.4046/2012 όχι μόνο δεν θέτει το πλαίσιο και τις γενικές κατευθύνσεις υπό τις οποίες καλείται να ενεργήσει η διοίκηση με την έκδοση κανονιστικής πράξης (βλ. ΠΙΚΟΥΛΑ, Ι., Οι μεταβολές τις οποίες ο πρόσφατος «μνημονιακός» ν.4046/2012 επέφερε στην εργατική νομοθεσία, ΕΕργΔ 2012.232 και ιδίως 233), αλλά δεν περιέχει κανέναν κανόνα δικαίου. Ο νόμος απλώς παραπέμπει σε κεφάλαια των «Μνημονίων», τα οποία προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V σ’ αυτόν, με την πρόβλεψη ότι «συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής». Τα δύο δε «Μνημόνια» δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά απλές προγραμματικές διακηρύξεις, που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση κανονιστικής δέσμευσης, παρά την παραπομπή σ’ αυτά του νόμου (βλ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟ, Γ., Το τέλος του εργατικού δικαίου; Συνταγματική αποτίμηση της «αντιμεταρρύθμισης» του Μνημονίου ΙΙ, ΕΕργΔ 2012.637 και ιδίως 638-639). Ειδικά ως προς το πρώτο από αυτά, έχει ήδη κριθεί εξάλλου, ότι δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή, αλλά για να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες μ’ αυτό πολιτικές, πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του Ελληνικού Κράτους (νόμοι ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου) (ΟλΣτΕ 668/2012 ΕΕργΔ 2012.393). Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι μη εφαρμοστέες. IV. Με το άρθρ. 5 §2 π.δ.246/2006 καθορίζονται τα ειδικά προσόντα πρόσληψης του τακτικού ή έκτακτου προσωπικού των ΚΤΕΛ, ανάλογα με την ειδικότητά τους. Ειδικότερα για το προσωπικό κίνησης, όπως οδηγούς, σταθμάρχες, ελεγκτές και εισπράκτορες, προβλέπεται στην περ. β΄ υποπερ. αα΄ της πιο πάνω διάταξης ότι αυτοί πρέπει : «Να πληρούν τις προϋποθέσεις υγείας για τη θέση που προορίζονται, προσκομίζοντας κατά την πρόσληψή τους το κατά περίπτωση αναγκαίο ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο θα πρέπει να έχει εκδοθεί προ έξι (6) μηνών το μέγιστο. Η σχετική καταλληλότητα πιστοποιείται από ιατρούς του ΙΚΑ ή από ιατρούς που έχουν συμβληθεί με τις υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών των Ν.Α. σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά περίπτωση». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την πρόσληψη του εισπράκτορα των ΚΤΕΛ απαιτείται, εκτός των άλλων, αυτός να είναι κατάλληλος από άποψη υγείας για την εργασία. Η καταλληλότητά του πιστοποιείται αρμοδίως από ιατρούς υπηρεσιών που έχουν συμβληθεί με τις υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών των Ν.Α. ή από ιατρούς του ΙΚΑ. Τα πιστοποιητικά υγείας ισχύουν για ορισμένο χρόνο και δη για έξι (6) μήνες από την έκδοσή τους. Έτσι, αν δεν εκδοθεί και δεν προσκομιστεί τέτοιο πιστοποιητικό κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου (εισπράκτορα) του ΚΤΕΛ, η σύμβαση εργασίας, ως αντικείμενη στην πιο πάνω διάταξη που είναι δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και θεωρείται σαν μη έγινε (άρθρ.174, 180 ΑΚ). Αλλά και εάν κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο εισπράκτορας δεν υποβάλλεται ανά 6μηνο στις ιατρικές (κατά τα παραπάνω), εξετάσεις και έχει λήξει η 6μηνη ισχύς του ιατρικού πιστοποιητικού και πάλι ή σύμβαση εργασίας καθίσταται άκυρη και παύει να ισχύει. Η ύπαρξη, εξάλλου, πιστοποιητικού υγείας κατά την αρχική πρόσληψη του υπαλλήλου δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής με την οποία αυτός αξιώνει μισθούς υπερημερίας, αλλά απόκειται στον εναγόμενο εργοδότη να επικαλεσθεί κατ’ ένσταση την έλλειψή του και την εντεύθεν ακυρότητα της σύµβασης. Περαιτέρω, εφόσον η κατ’ άρθρ. 174 ΑΚ άκυρη σύµβαση θεωρείται σύµφωνα µε το άρθρ. 180 ΑΚ σαν να µην έγινε, ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το μισθωτό στην εργασία του ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, αφού η σχέση που τους ενώνει, μη αναγνωριζόμενη από το νόμο, δεν δύναται να εξακολουθήσει χωρίς τη θέλησή του, ενώ επιπλέον από τις διατάξεις των άρθρ. 1 § 2, 5 § 3, 6 §1, 8 και 9 §1 του ν. 3148/1955 προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργοδότης παύσει να αποδέχεται την παρεχόμενη από το μισθωτό εργασία, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, δεν περιέρχεται σε υπερημερία, με συνέπεια να μην οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1824/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1673/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 309/2007 ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου, σε περίπτωση απόλυσης, την αντίστοιχη αποζημίωση, δικαιούται και ο μισθωτός, ο οποίος, λόγω της ακυρότητας της οικείας σύμβασης, συνδέεται με τον εργοδότη του με απλή σχέση εργασίας, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 1 §2, 5 §3, 6 §1 και 9 §1 ν. 3198/1955, και αν ακόμη διατηρείται απλή σχέση εργασίας, μετά την κατάρτιση άκυρης σύμβασης, ο εργοδότης, που θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία του μισθωτού, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση, όπως ορίζει το άρθρ. 5 §3 του παραπάνω νόμου, και να καταβάλει την προβλεπόμενη από το ν.2112/1920 αποζημίωση (ΕφΘεσ 152/2004 Αρμ 2004.394, ΕφΘεσ 388/2003 Αρμ 2003.377 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης, όσο και από το ότι, αντιθέτως, σ’ αυτές γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση. Συνεπώς και σε περίπτωση καταγγελίας άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου, την αναλογούσα σ’ αυτόν αποζημίωση. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρ. 183 §1 ΑΚ η επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα κατάρτισή της, δηλαδή αποτελεί νέα δικαιοπραξία, για την οποία απαιτείται η συνδρομή όλων των όρων της εξ υπαρχής κατάρτισής της, ενώ κατά τον ερμηνευτικό κανόνα της §2 του ίδιου άρθρου αν οι συμβαλλόμενοι επικύρωσαν άκυρη σύµβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας δημιουργείται αμοιβαία μεταξύ τους υποχρέωση για κάθε παροχή που θα όφειλαν αν η σύµβαση ήταν έγκυρη από την αρχή, δηλαδή η επικύρωση άκυρης ενοχικής σύµβασης έχει, σε περίπτωση αμφιβολίας, αναδροµικά αποτελέσµατα. Κατά τις διατάξεις αυτές απαιτείται συνεπώς για την επικύρωση άκυρης σύµβασης, νέα σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των µερών, τα οποία, όπως είναι αυτονόητο από την αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων, είναι ελεύθερα να προβούν στην επικύρωση ή να την αποκρούσουν. Εξάλλου η, απαιτούμενη για την επικύρωση, δήλωση βούλησης των μερών µπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, στηριζόμενη σε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα από τα οποία προκύπτει αντίστοιχη βούληση. Τέτοια σιωπηρή επικύρωση της άκυρης, λόγω έλλειψης αρχικά του ως άνω πιστοποιητικού υγείας, σύµβασης εργασίας των ως άνω µισθωτών, προκύπτει και από τη συνέχιση της αποδοχής, όπως και προηγουμένως, των υπηρεσιών αυτών από τον εργοδότη (ΕφΘεσ 2536/2001 Αρμ 2002.418), ο οποίος όμως τελεί σε γνώση της μεταγενέστερης απόκτησης του πιστοποιητικού (ΑΠ 493/2011 ό.π.). V. Σύμφωνα με το άρθρ. 655 ΑΚ σε περίπτωση σύμβασης εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά την διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Τάσσεται δηλαδή από το άρθρ. 655 ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρ. 341 §1 ΑΚ και να οφείλει έκτοτε, επί χρηματικού χρέους, τόκους υπερημερίας κατά το άρθρ. 345 εδ.α΄ ΑΚ. Έτσι, οι μισθοί υπερημερίας τοκοφορούν από την πρώτη του μήνα που έπεται εκείνου που αφορούν (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΑΠ 51/2005 ΕΕργΔ 2005.644, ΕφΛαμ 9/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8860/2006 ΕλλΔνη 2006.887, ΕφΠειρ 555/2006 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι προσλήφθηκαν από την εναγόμενη, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος την 01.01.2003, ο δεύτερος την 31.07.2002, ο τρίτος την 23.09.2002, ο τέταρτος την 06.11.2001, ο πέμπτος την 17.04.2003 και ο έκτος την 16.10.2003, προκειμένου να εργαστούν οι μεν τρεις πρώτοι ως εισπράκτορες, οι δε τρεις επόμενοι ως οδηγοί των λεωφορείων που ήταν ενταγμένα σ’ αυτήν, αντί των εκάστοτε νομίμων αποδοχών. Ότι σε εκτέλεση των συμβάσεών τους αυτών παρείχαν τις υπηρεσίες τους συνεχώς και αδιαλείπτως στην εναγόμενη μέχρι την 20.03.2012 οι δύο πρώτοι απ’ αυτούς και μέχρι την 21.03.2012 οι τέσσερις επόμενοι, οπότε η εναγόμενη, με πρόσχημα την αναδιάρθρωση της επιχείρησης με σκοπό την μείωση του μισθολογικού κόστους, κατήγγειλε τις μεταξύ τους εργασιακές συμβάσεις. Ότι οι ως άνω καταγγελίες είναι άκυρες, διότι έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ, δεδομένου ότι οι καταγγελίες δεν έγιναν για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους σ’ αυτόν (κανονισμό) λόγους, επικουρικά δε διότι είναι καταχρηστικές, καθώς υπαγορεύθηκαν από διάθεση εκδίκησης της διοίκησης της εναγομένης και με σκοπό την κάμψη του ηθικού του προσωπικού της επιχείρησης, ώστε να αποδεχθεί τελείως αυθαίρετες μειώσεις αποδοχών, χωρίς να συντρέχουν οικονομοτεχνικοί λόγοι που τις επέβαλαν, άλλως διότι ακόμη κι αν αυτοί συνέτρεχαν, παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ο δήθεν επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη λήψη άλλων, ηπιότερων μέτρων, άλλως και όλως επικουρικά, διότι καταβλήθηκε ελλιπώς η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Κατόπιν τούτων ζητούν : α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθενός από αυτούς, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους απασχολεί πραγματικά, δεδομένου ότι η εκ μέρους της άρνηση των παρεχόμενων από αυτούς υπηρεσιών προσβάλλει το δικαίωμά τους στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας : 1. στον πρώτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 21.03.2012 έως 21.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.137,37 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 6.824,22 ευρώ, 2. στο δεύτερο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 21.03.2012 έως 21.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.110,23 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 6.661,38 ευρώ, 3. στον τρίτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.136,62 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 6.819,72 ευρώ, 4. στον τέταρτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.348,42 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 8.090,52 ευρώ, 5. στον πέμπτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.315,88 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 7.895,28 ευρώ και 6. στον έκτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.083,84 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 10.085,08 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση που δεν κριθούν άκυρες οι γενόμενες καταγγελίες, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει ως υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης : 1. το ποσό των 706,59 ευρώ στον πρώτο απ’ αυτούς, 2. το ποσό των 774,73 ευρώ στο δεύτερο απ’ αυτούς, 3. το ποσό των 1.193,45 ευρώ στον τρίτο απ’ αυτούς, 4. το ποσό των 4.280,62 ευρώ στον τέταρτο απ’ αυτούς, 5. το ποσό των 2.409,11 ευρώ στον πέμπτο απ’ αυτούς και 6. το ποσό των 823,38 ευρώ στον έκτο απ’ αυτούς. Όλα τα ανωτέρω ποσά οι ενάγοντες ζητούν με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη απαιτητή κάθε αξίωση για καθέναν απ’ αυτούς, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, ε) να καταδικαστεί η εναγόμενη σε χρηματική ποινή, ύψους 300 ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησής της να απασχολεί τον καθένα απ’ αυτούς και στ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση με την παρούσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (663 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 11 αριθμ.7 και 25 §2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας έλαβαν χώρα την 20.03.2012 και 21.03.2012 και η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη την 04.05.2012 (βλ. την υπ’ αριθμ. 9065Β΄/04.05.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, ......................), επομένως αυτή, έχει ασκηθεί παραδεκτά, καθόσον αφορά τα κύρια αιτήματά της για την αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών, την υποχρέωση της εναγομένης να απασχολεί πραγματικά τους ενάγοντες και την καταβολή μισθών υπερημερίας, εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρ. 6 §1 ν.3198/1955, ενώ επίσης παραδεκτά έχει ασκηθεί και καθόσον αφορά το επικουρικό αίτημα για καταβολή του υπολοίπου της αποζημίωσης, δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε εντός του εξαμήνου του άρθρ. 6 §1 ν.3198/1955 από τότε που η αποζημίωση κατέστη απαιτητή. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς τις επικουρικές της βάσεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των αρθρ. 3, 57, 174, 180, 281, 341, 345, 346, 349, 350, 361, 648, 653, 655, 656 ΑΚ, 25 §1 του Συντάγματος, 6 §1, 8 §2, 9 §2 και 10 §2 της ΕΣΔΑ, 3, 8 §1 ν. 2112/1920, 5 ν. 3198/1955, 2 §1, 26 §1 του π.δ. 246/2006, 70, 74 αριθμ.1, 176, 668, 907, 908 §1 περ.ε΄ και 946 ΚΠολΔ (βλ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟ, Γ., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 946 αριθμ. 5). Κατόπιν τούτων πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων της ως άνω αγωγής, η δευτεροβάθμια κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ο.Σ.Μ.Ε.)», επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ενόψει του ότι οι ενάγοντες είναι μέλη του πρωτοβάθμιου σωματείου εργαζομένων με την επωνυμία «ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ», το οποίο είναι μέλος της, παριστάμενη δια της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιας δικηγόρου, άσκησε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγόντων, με αίτημα την αποδοχή της ανωτέρω αγωγής, μετά δε το πέρας της συζήτησης στο ακροατήριο, κατέθεσε προτάσεις. Η ως άνω συνεκδικαζόμενη με την αγωγή πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 31 §1, 80, 81 §1, 231, 591 §1, 666 §1 και 669 αριθμ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί και αυτή περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση τη υπόθεσης στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, από όλες τις ένορκες βεβαιώσεις που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν (βλ. άρθρ. 339 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 36 ν. 3994/2011), και ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. 1417/19.06.2012 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων των εναγόντων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, Βασιλικής Δαουλτζή, η οποία έχει ληφθεί νομότυπα, κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης προ είκοσι τεσσάρων ωρών (βλ. την υπ’ αριθμ. 9.125Β/15.06.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, Νικολάου Πλατσά) και την υπ’ αριθμ. 33.329/12.06.2012 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων της εναγομένης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ατσάλα η οποία έχει ληφθεί νομότυπα, κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων προ είκοσι τεσσάρων ωρών (βλ. την υπ’ αριθμ. 1.239Γ/11.06.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης,........), πλην της υπ’ αριθμ. 33.398 /25.06.2012 ένορκης βεβαίωσης, διότι την επικαλείται και την προσκομίζει η εναγόμενη με την προσθήκη - αντίκρουση που κατέθεσε 3 ημέρες μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, προς απόδειξη ισχυρισμών της που προβλήθηκαν με τις προτάσεις της και προς αντίκρουση αγωγικών ισχυρισμών των εναγόντων και όχι προς αντίκρουση ισχυρισμών των τελευταίων που προτάθηκαν το πρώτον στο ακροατήριο (κατά παράβαση των άρθρ. 670 εδ.α΄ και 591 §1 περ. δ΄ ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη, που ιδρύθηκε και λειτούργησε ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κατά τις διατάξεις του ν.δ. 102/1973 «περί οργανώσεως των δια λεωφορείων αυτοκινήτων εκτελουμένων δημοσίων επιβατικών συγκοινωνιών» και στη συνέχεια μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία, αποτελεί ιδιότυπη συγκοινωνιακή επιχείρηση, με σκοπό την μεταφορά, μέσω λεωφορείων ιδιοκτησίας των μετόχων της, τα οποία έχουν εκμισθωθεί σ’ αυτήν, του επιβατικού κοινού από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική και αντίστροφα, καθώς και την μεταφορά αυτού εντός των ορίων του νομού Χαλκιδικής. Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ αφενός της εναγομένης και αφετέρου του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου των εναγόντων, οι τελευταίοι προσλήφθηκαν από αυτήν με πλήρες ωράριο εργασίας και με τις νόμιμες κάθε φορά αποδοχές, προκειμένου να εργαστούν οι μεν δεύτερος και τρίτος ως εισπράκτορες, οι δε τέταρτος, πέμπτος και έκτος ως οδηγοί των λεωφορείων της. Ειδικότερα ο δεύτερος ενάγων, ......................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 31.07.2002 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του εισπράκτορα, ο τρίτος ενάγων, ........................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 23.09.2002 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του εισπράκτορα, ο τέταρτος ενάγων,.................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 06.11.2001 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του οδηγού, ο πέμπτος ενάγων,...................................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 17.04.2003 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του οδηγού και ο έκτος ενάγων, ....................................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 16.10.2003 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του οδηγού επίσης. Σε εκτέλεση των συμβάσεών τους αυτών όλοι οι ανωτέρω ενάγοντες παρείχαν κανονικά τις υπηρεσίες τους στην εναγόμενη, με πλήρη απασχόληση, και συγκεκριμένα μέχρι την 20.03.2012 ο δεύτερος και μέχρι την 21.03.2012 οι υπόλοιποι (τρίτος έως και έκτος), οπότε η τελευταία κατήγγειλε εγγράφως τις προαναφερόμενες συμβάσεις εργασίας τους, επιδίδοντας με δικαστικό επιμελητή το σχετικό έγγραφο της καταγγελίας σε καθέναν απ’ αυτούς και καταθέτοντας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Πολυγύρου, υπέρ καθενός από τους ενάγοντες, μέρος της αποζημίωσης απόλυσής τους, ως πρώτη δόση, έναντι του συνόλου αυτής. Συγκεκριμένα κατέθεσε υπέρ του δεύτερου ενάγοντος το ποσό των 2.590,54 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 6.476,34 ευρώ, υπέρ του τρίτου ενάγοντος το ποσό των 2.652,11 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 6.630,28 ευρώ, υπέρ του τέταρτου ενάγοντος το ποσό των 3.146,31 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 7.865,78 ευρώ, υπέρ του πέμπτου ενάγοντος το ποσό των 3.070,39 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 7.675,97 ευρώ και υπέρ του έκτου ενάγοντος το ποσό των 2.528,96 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 6.322,40 ευρώ. Ακολούθως, με εξώδικες δηλώσεις της που επέδωσε στους ενάγοντες την 17.05.2012 καλούσε καθέναν απ’ αυτούς να λάβει ως διαφορά αποζημίωσης, δεδομένου ότι αυτή που είχε υπολογίσει στις έγγραφες καταγγελίες των εναγόντων υπολειπόταν της νόμιμης, που δικαιούνταν ο καθένας απ’ αυτούς, το ποσό των 102,03 ο δεύτερος, το ποσό των 1.193,45 ο τρίτος, το ποσό των 2.707,47 ο τέταρτος, το ποσό των 2.409,11 ο πέμπτος και το ποσό των 822,98 ευρώ ο έκτος απ’ αυτούς, κατόπιν δε σχετικής άρνησής τους κατέθεσε τα ποσά που αφορούσαν το δεύτερο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Θεσσαλονίκης, τα δε ποσά που αφορούσαν τους υπόλοιπους, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Πολυγύρου. Οι ως άνω καταγγελίες όμως εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρες και δεν παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα, δηλαδή δεν επέφεραν τη λύση των συμβάσεων εργασίας με καθέναν από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο από τους ενάγοντες, ως προς τους οποίους έχει εφαρμογή το π.δ. 246/2006 με τίτλο «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ Α.Ε. και των ΚΤΕΛ του ν. 2963/2001», αφού δεν αποδείχτηκε ότι έγιναν επειδή συνέτρεχαν κάποιες από τις περιοριστικώς αναφερόμενες, κατά τα διαλαμβανόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας υπό (Ι), στο άρθρ. 26 προϋποθέσεις του Κανονισμού αυτού, παρά μόνο ότι τηρήθηκαν οι γενικές, του άρθρ. 5 §3 ν. 3198/1955, διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Είναι βέβαια γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρ. 1 §6 ν. 4046/2012, εκδόθηκε η Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 στο άρθρ. 5 §2 της οποίας ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι από την 14.02.2012 διατάξεις νόμων ή Κανονισμών Εργασίας που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας καταργούνται, τέτοια δε διάταξη είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας υπό (ΙΙ), και αυτή του άρθρ. 26 του π.δ. 246/2006, δεδομένου ότι μ’ αυτήν το δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη υπόκειται σε ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς, αφού βάσει της τελευταίας, αναλαμβάνεται η δέσμευση από τα ΚΤΕΛ να μην απολύσουν τους εργαζόμενους σ’ αυτά παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και που η βασιμότητά τους κρίνεται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία, δημιουργώντας ένα είδος περιορισμού στο δικαίωμα των ΚΤΕΛ για ελεύθερη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας. Ωστόσο, η διάταξη αυτή του άρθρ.5 §2 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012, με την οποία όπως εκτέθηκε στην προαναφερόμενη νομική σκέψη, υπό (ΙΙΙ), εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενής κανόνας δικαίου, που εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2 του Συντάγματος, είναι για το λόγο αυτόν μη εφαρμοστέα. Συνεπώς η εναγόμενη όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρ. 26 του π.δ. 246/2006, η οποία ουδόλως καταργήθηκε, και όχι αυτές του εργατικού δικαίου που αφορούν την αναιτιώδη καταγγελία, απορριπτομένων των όσων αντίθετων ισχυρίζεται. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος από τους ενάγοντες και μετά την άκυρη απόλυση τους συνέχισαν να προσφέρουν την εργασία τους στην εναγόμενη, η οποία όμως αρνήθηκε να την αποδεχθεί. Συνεπώς, η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη και για το λόγο αυτόν οφείλει στους προαναφερόμενους ενάγοντες μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθενός από αυτούς. Ειδικότερα οφείλει μισθούς υπερημερίας από την 21.03.2012 ως προς το δεύτερο ενάγοντα και από την 22.03.2012 ως προς τους υπόλοιπους ενάγοντες, μέχρι την 20.08.2012 ως προς το δεύτερο ενάγοντα και μέχρι την 21.08.2012 ως προς τους λοιπούς αντίστοιχα, δηλαδή για χρονικό διάστημα πέντε και όχι έξι μηνών που ζητούν οι ενάγοντες, δεδομένου ότι ο μισθός που αφορά τον έκτο μήνα, δηλαδή το χρονικό διάστημα από 21.08.2012 έως την 20.09.2012 (για το δεύτερο ενάγοντα) και από 22.08.2012 έως την 21.09.2012 (για τους λοιπούς ενάγοντες), θα πρέπει να καταβληθεί την 20.09.2012 και την 21.09.2012 αντίστοιχα, δηλαδή στο τέλος κάθε εργασιακού μηνός, και ως εκ τούτου δεν έχει καταστεί ακόμη απαιτητός, ούτε συνεπώς και η εναγόμενη υπερήμερη ως προς την καταβολή αυτού, απορριπτομένης της αγωγής ως προς τον επιπλέον αυτόν μήνα ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν. Έτσι, οι μισθοί υπερημερίας του δεύτερου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.110,23 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.551,15 ευρώ (5 μήνες Χ 1.110,23 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του τρίτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.136,62 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.683,10 ευρώ (5 μήνες Χ 1.136,62 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του τέταρτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.348,42 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 6.742,10 ευρώ (5 μήνες Χ 1.348,42 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του πέμπτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.315,88 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 6.579,40 ευρώ (5 μήνες Χ 1.315,88 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του έκτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.083,84 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.419,20 ευρώ (5 μήνες Χ 1.083,84 ευρώ). Πρέπει επομένως να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου των εναγόντων, καθώς και η υπέρ αυτών πρόσθετη παρέμβαση, ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά την κύρια βάση της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε καθέναν απ’ αυτούς τα πιο πάνω ποσά για μισθούς υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους του μήνα τον οποίο κάθε φορά αφορούν κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην υπό (V) νομική σκέψη. Η απόφαση, ως προς την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει τα πιο πάνω ποσά που αφορούν μισθούς υπερημερίας, πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους πιο πάνω ενάγοντες, λόγω της φύσης του μισθού που αποτελεί μέσο βιοπορισμού του εργαζομένου. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να απασχολεί πραγματικά τους πιο πάνω ενάγοντες και να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, ύψους 150 ευρώ, για κάθε ημέρα μη επιχείρησης της ως άνω πράξης για καθέναν από αυτούς. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου, έκτου ενάγοντος, της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της εναγομένης τα δικαστικά τους έξοδα, κατ’ άρθρ. 179 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Περαιτέρω, αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα,.........................., αποδείχθηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 01.01.2003 προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του εισπράκτορα, παρείχε δε κανονικά τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη, με πλήρη απασχόληση, μέχρι την 20.03.2012 οπότε η εναγόμενη προέβη σε έγγραφη καταγγελία της σύμβασής του. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι αυτός, τόσο κατά την αρχική πρόσληψή του όσο και κατά τη διάρκεια εν γένει της εργασίας του, δεν ήταν εφοδιασμένος με πιστοποιητικά υγείας, όπως οι αναφερόμενες υπό (IV) διατάξεις δημόσιας τάξης ορίζουν. Και ναι μεν επιμελήθηκε την 20.01.2012 την έκδοση πιστοποιητικού υγείας από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, πλην όμως αυτό δεν ασκεί έννομη επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, διότι δεν προκύπτει ότι κατατέθηκε στην εναγόμενη και ότι η τελευταία έλαβε γνώση τούτου. Επομένως παρά το ότι το επίμαχο πιστοποιητικό εκδόθηκε πριν την καταγγελία της σχέσης εργασίας του πρώτου ενάγοντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα σιωπηρή επικύρωση αυτής (της σχέσης εργασίας), με νέα σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των μερών, δεδομένου ότι η εναγόμενη δεν εξέφρασε καμία νέα δήλωση βούλησης, αφού δεν προκύπτει ότι τελούσε σε γνώση της μεταγενέστερης απόκτησής του. Επομένως, η ένδικη σύμβαση εργασίας του πρώτου ενάγοντος ήταν άκυρη, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, η δε σχέση που τον συνέδεε με την εναγόμενη ήταν απλή σχέση εργασίας και ως εκ τούτου η εναγόμενη μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του, έστω και χωρίς έγκαιρη καταγγελία και δεν καθίσταται υπερήμερη και υπόχρεη καταβολής μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, παρά μόνον υποχρεώνεται να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, υπό (IV). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω τα αιτήματα της αγωγής του πρώτου ενάγοντος, που στηρίζονται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, περί της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας που αφορά το πρόσωπό του και της υποχρέωσης της εναγομένης να τον απασχολεί πραγματικά καθώς και της υποχρέωσης της τελευταίας να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αλλά και το επικουρικό αίτημά του για την καταβολή του ποσού των 706,59 ευρώ ως υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούται, δεδομένου ότι η εναγόμενη του κατέβαλε μικρότερη αυτής κατά το πιο πάνω ποσό, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, διότι όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη αναγνωρίζοντας εκ των υστέρων το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατά τους υπολογισμούς της οφειλόμενης στον πρώτο ενάγοντα αποζημίωσης, τον κάλεσε την 17.05.2012 με εξώδικη πρόσκλησή της να λάβει το πιο πάνω ποσό, το οποίο μετά από σχετική άρνησή του, κατέθεσε υπέρ του την 21.05.2012 στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Θεσσαλονίκης (βλ. την υπ’ αριθμ. 33.216/24.05.2012 κατάθεση γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μαρίας Ατσάλα). Κατόπιν τούτων η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τον πρώτο ενάγοντα στο σύνολό της, το ίδιο δε και η ασκηθείσα υπέρ αυτού πρόσθετη παρέμβαση. Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176 και 191 §2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 879/19/27.04.2012 αγωγή με την πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε προφορικά στο ακροατήριο υπέρ των εναγόντων, αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και την υπέρ αυτού πρόσθετη παρέμβαση. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν σαράντα (140) ευρώ. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο ενάγοντα, καθώς και την ασκηθείσα υπέρ αυτών πρόσθετη παρέμβαση. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 20.03.2012 καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του δεύτερου ενάγοντος και οι από 21.03.2012 καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων του τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης είναι άκυρες. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να απασχολεί πραγματικά το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο ενάγοντα. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε χρηματική ποινή, ύψους 150 ευρώ, για κάθε ημέρα που δεν απασχολεί καθέναν από τους προαναφερόμενους ενάγοντες. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη, να καταβάλει : α) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.551,15 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.04.2012, 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.05.2012, 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.06.2012, 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.07.2012 και 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.08.2012, β) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.683,10 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.05.2012, 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.07.2012 και 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.08.2012, γ) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.742,10 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.05.2012, 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.07.2012 και 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.08.2012, δ) στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.579,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.05.2012, 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.07.2012 και 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.08.2012 και ε) στον έκτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.419,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.05.2012, 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.07.2012 και 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.08.2012. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξή της προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 3.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου ενάγοντος και της υπέρ των τελευταίων προσθέτως παρεμβαίνουσας. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στη Χαλκιδική την 10η Σεπτεμβρίου 2012. Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Βάση Νομικών Δεδομένων - ΝΟΜΟΣ

de jure app