Μετά από όσα -πρωτοφανή- συνέβησαν στο ΣΥΡΙΖΑ, ετέθη το εύλογο αίτημα, να εκτεθούν οι εκατέρωθεν απόψεις, ώστε να μπορεί κάθε πολίτης, κάθε μέλος ή κάθε φίλος του ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί. Αποπειρώμαι μια τέτοια προσπάθεια, στο βαθμό και στο μέτρο που έχω αντιληφθεί και μπορώ να εκθέσω τα εκατέρωθεν επιχειρήματα (πάντα πρόθυμος να διορθώσω τυχόν εσφαλμένη διατύπωση ή εσφαλμένη αντίληψη του εκάστοτε επιχειρήματος, εφόσον μου υποδειχθεί).
Ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά και ας τα αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα προσοχή και τη σοβαρότητα, που επιβάλλεται, αφενός μεν, από το γεγονός ότι ερευνώνται πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επομένως, αφορούν το σύνολο της κοινωνίας, αφετέρου δε, διότι, αφορούν, είτε συλλογικά όργανα, είτε πρόσωπα, που λειτουργούν ή θα έπρεπε να λειτουργούν με τους κανόνες της δημοκρατικής αρχής, του κράτους δικαίου και του καταστατικού, όπως αρμόζει σε κάθε δημοκρατικό κόμμα, που ζητά την ψήφο των πολιτών, σε δημοκρατική κοινωνία.
Κατ’ αρχάς, ας ελέγξουμε τι από τα παραπάνω είναι αληθές:
---------------------
1.α. Ερώτηση:
Υπάρχει παραδεκτή, συγκεκριμένη, σαφής και ορισμένη, όπως απαιτείται, πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης;
1.β. Απάντηση:
Στο έγγραφο κείμενο που κατατέθηκε, αυτοπροσδιοριζόμενο ως «πρόταση δυσπιστίας», εντοπίζονται εκφράσεις όπως:
- «...το κόμμα μας βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση αρχών και αξιών…».
i. Η αιτιολόγηση της πρότασης, με την ως άνω διατύπωση, είναι απαράδεκτη, ως αόριστη. Πότε ξεκίνησε η εικαζόμενη κρίση, ποιες αξίες ή/και αρχές πλήττονται, από που προκύπτει ότι οι εικαζόμενα πληττόμενες αρχές και αξίες συνιστούν προστατευόμενες αρχές και αξίες του ΣΥΡΙΖΑ βάσει του Καταστατικού του, με ποιο συγκεκριμένο τρόπο έγινε αυτό και κυρίως, με υπαιτιότητα τίνος; Όλα τα παραπάνω συνιστούν τις ελάχιστες αναγκαίες διασαφηνίσεις, ώστε να είναι ορισμένη και κατά τούτο παραδεκτή η συγκεκριμένη μομφή, ιδίως σε βάρος του Προέδρου, τον οποίο, μάλιστα, το ίδιο το κείμενο, στο συγκεκριμένο σημείο, δεν κατονομάζει ως υπαίτιο της εν λόγω κρίσης.
ii. Εξάλλου, με την ως άνω διατύπωση, το κείμενο βάλλει πρωτίστως κατά της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής!
Διότι κατά το καταστατικό (βλ αρ 20 παρ 4 εδαφ 4) «Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής». Έτσι η Κεντρική Επιτροπή, ως το ανώτερο ΠΟΛΙΤΙΚΟ όργανο του κόμματος (βλ αρ 16 παρ 1 εδαφ 1 του Καταστατικού), αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου (αρ 16 παρ 1 εδαφ 2 του Καταστατικού), όφειλε να προβεί στις δέουσες ενέργειες, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συνεδρίου, ώστε, με τις αποφάσεις της, να διαφυλάττει τις αρχές και τις αξίες, που τυγχάνουν προστασίας.
Όμως, ούτε τέτοιες συγκεκριμένες αποφάσεις φέρονται να έχουν ληφθεί από την Κεντρική Επιτροπή, ούτε τέτοιες συγκεκριμένες αποφάσεις αναφέρονται στο κείμενο της πρότασης, ούτε αναφέρεται η τυχόν παραβίαση συγκεκριμένων αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής εκ μέρους του Προέδρου.
---------------------
- «Το κόμμα μας με απόλυτη ευθύνη του Προέδρου βρίσκεται σε παρατεταμένη εσωστρέφεια και συρρίκνωση της εκλογικής του επιρροής»
i. Η αιτιολόγηση της πρότασης, με την ως άνω διατύπωση, είναι εκ νέου, απαράδεκτη, ως αόριστη. Σε τι συνίσταται η «απόλυτη ευθύνη του Προέδρου»; Ποιες είναι εκείνες οι απολύτως συγκεκριμένες πράξεις ή οι παραλείψεις, που στοιχειοθετούν προσωπική ευθύνη του Προέδρου, και μάλιστα, «απόλυτη»; Που, πότε και με ποιο τρόπο προέβη ο Πρόεδρος σε αυτές τις πράξεις ή και τις παραλείψεις και πώς οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις συνδέονται αιτιωδώς με την εσωστρέφεια και την μείωση της εκλογικής επιρροής; Αοριστολογίες και αυθαίρετες αξιολογικές εκτιμήσεις που αφήνουν τα αναγκαία στοιχεία στη φαντασία…
ii. Εξάλλου, με την ως άνω διατύπωση, το κείμενο βάλλει πρωτίστως κατά της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής!
Διότι κατά το καταστατικό (βλ αρ 20 παρ 4 εδαφ 4) «Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής». Έτσι η Κεντρική Επιτροπή, ως το ανώτερο ΠΟΛΙΤΙΚΟ όργανο του κόμματος (βλ αρ 16 παρ 1 εδαφ 1 του Καταστατικού) είναι αρμόδια για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου (αρ 16 παρ 1 εδαφ 2 του Καταστατικού).
Συνεπώς, η Κεντρική Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει εκείνες τις αποφάσεις που απαιτούνταν, για την εναρμόνιση του τρόπου λειτουργίας του κόμματος με την πολιτική απόφαση του Συνεδρίου, προς αποτροπή της εσωστρέφειας και της εκλογικής συρρίκνωσης του κόμματος.
Όμως, ούτε συγκεκριμένες τέτοιες αποφάσεις φέρονται να έχουν ληφθεί από την Κεντρική Επιτροπή, ούτε συγκεκριμένες τέτοιες αποφάσεις αναφέρονται στο κείμενο της πρότασης, ούτε αναφέρεται η τυχόν παραβίαση συγκεκριμένων αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής εκ μέρους του Προέδρου.
---------------------
- «Με ευθύνη του Προέδρου ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από, της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ανοικτό στην κοινωνία και πόλο προοδευτικής διακυβέρνησης, μετατρέπεται σε ένα κόμμα καρικατούρα με δεξιές αποχρώσεις».
i. Η αοριστία και η ασάφεια φαίνεται να είναι η προσφιλής μεθοδολογία του συντάκτη/των συντακτών του ερευνώμενου κειμένου. Σε τι συνίσταται η «ευθύνη του Προέδρου»; Ποιες είναι εκείνες οι συγκεκριμένες πράξεις ή οι παραλείψεις, που στοιχειοθετούν προσωπική ευθύνη του Προέδρου; Που, πότε και με ποιο τρόπο προέβη ο Πρόεδρος σε αυτές τις πράξεις ή και τις παραλείψεις και πώς οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις συνδέονται αιτιωδώς με την μετατροπή του κόμματος σε καρικατούρα, είναι ερωτήματα που θα έπρεπε να απαντώνται από το κείμενο της πρότασης, αλλά καταλείπονται αόριστα και εν τέλει αναπάντητα.
ii. Εξάλλου, με την ως άνω διαπίστωση, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής φέρονται να έθεσαν αόριστο, πλην όμως, σημαντικό ιδεολογικοπολιτικό ή ακόμα και ταυτοτικό ζήτημα.
Όμως, από το αρ 16 παρ 13 του Καταστατικού ορίζεται ότι «Για όλα τα σημαντικά ζητήματα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ γίνεται συζήτηση και λαμβάνονται αποφάσεις από τα μέλη του Κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή, με εισηγήσεις της, τα θέτει στις ΟΜ, οι οποίες τα συζητούν στις συνελεύσεις τους και αποφασίζουν με ψηφοφορία».
Συνεπώς, αληθής υποτιθέμενη η ως άνω διαπίστωση, θα είχε ως συνέπεια, την παραγωγή υποχρέωσης, βαρύνουσας την Κεντρική Επιτροπή, η οποία όφειλε να συντάξει και να αποστείλει στις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ) συγκεκριμένες εισηγήσεις, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του Προέδρου, ώστε τα μέλη, που έχουν σύμφωνα με το Καταστατικό, την αποφασιστική αρμοδιότητα, να τα συζητήσουν και να αποφασίσουν, με ψηφοφορία, εάν αυτές εμφανίζουν «δεξιές αποχρώσεις» ή όχι.
iii. Εντούτοις, η Κεντρική Επιτροπή, αν και φέρεται να διαπίστωσε σημαντικό ιδεολογικοπολιτικό ζήτημα, παραβίασε το καταστατικό, διότι (α) παρέλειψε να συντάξει και να αποστείλει στις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ) συγκεκριμένες εισηγήσεις, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του Προέδρου, ώστε (β) τα μέλη, που έχουν σύμφωνα με το Καταστατικό, την αποφασιστική αρμοδιότητα, να τα συζητήσουν και να αποφασίσουν, με ψηφοφορία, εάν αυτές εμφανίζουν «δεξιές αποχρώσεις» ή όχι.
Συνεπώς, προέβη σε διπλή παραβίαση του καταστατικού, αφού, αφενός μεν παρέλειψε να ανταποκριθεί στην καταστατική της υποχρέωση (δηλ. στην υποχρέωση να συντάξει και να αποστείλει στις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ) συγκεκριμένες εισηγήσεις, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του Προέδρου), αφετέρου δε, αντιποιήθηκε αποφασιστική αρμοδιότητα που, κατά ρητή καταστατική διάταξη, ανήκει αποκλειστικά στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και αποφάσισε μόνη της ότι κάποιες -αόριστο ποιες- πολιτικές είναι «δεξιών αποχρώσεων».
iv. Πχ λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» το Μνημόνιο που κυρώθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ο Ν. 4334/2015 ή ο Ν. 4354/2015; Αλλά και για μην πάμε τόσο (χρονικά) μακριά, λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η συζήτηση του 2023 (προ Κασσελάκη) περί "κυβέρνησης ηττημένων», όπως εισήχθη από τους κους Δραγασάκη και Τσακαλώτο (τότε μέλη του ΣΥΡΙΖΑ); Λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η θέση του κου Σταθάκη (τότε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ), ότι σε μία ενδεχόμενη προοδευτική διακυβέρνηση πρόσωπα όπως ο κος Ευάγγελος Βενιζέλος ή ο κος Ανδρέας Λοβέρδος θα μπορούσαν να έχουν ενεργό ρόλο; Λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η παρατεταμένη προεκλογική -και όχι μόνο- αφωνία συγκεκριμένων στελεχών; Λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η επί μακρόν άσκηση τηλεοπτικής εσωκομματικής αντιπολίτευσης; Είναι τόσο συγκεχυμένο, το τι λογίζει ως «δεξιά απόχρωση» ο συντάκτης του κειμένου, που τελικά, καταλήγει να αποτελεί μνημείο αοριστίας και ασάφειας.
---------------------
- «Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με ευθύνη του Προέδρου δεν επιτελεί τον συνταγματικό του ρόλο που είναι η άσκηση δομικής αντιπολίτευσης και η δημιουργία εναλλακτικού πόλου προοδευτικής διακυβέρνησης».
i. Η αοριστία και η ασάφεια συνεχίζεται αμείωτη. Προς αποφυγή επαναλήψεων, παραπέμπω στις ανωτέρω σχετικές επισημάνσεις μου.
ii. Εξάλλου, με την ως άνω διατύπωση, το κείμενο βάλλει, πρωτίστως κατά της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως, κατά του σ. Σωκράτη Φάμελου και του σ. Νίκου Παπά, πρώην και νυν προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, αντίστοιχα.
iii. Διότι, η άσκηση αντιπολίτευσης, αποτελεί κοινοβουλευτικό έργο, που καλείται να φέρει σε πέρας η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συντάσσει κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος πρέπει να είναι συμβατός με το καταστατικό και αναπτύσσει τη δράση της στο πλαίσιο των αποφάσεων και των κατευθύνσεων των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος (βλ αρ 35 παρ 2 Καταστατικού).
Όμως, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι βουλευτής και, ως εκ του αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού, δεν είναι Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ώστε να είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό του έργου της ή για την εφαρμογή του εσωτερικού κανονισμού της.
Περαιτέρω, η δράση της κοινοβουλευτικής ομάδας συνοτνίζεται με τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος, πλην όμως ο Πρόεδρος δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα ή και αποστολή.
Άλλωστε, η Κοινοβουλευτική Ομάδα συντάσσει κατ’ έτος, τον προγραμματισμό και τον απολογισμό της, τον οποίο υποβάλλει σε συζήτηση στην Κεντρική Επιτροπή (βλ αρ 35 παρ 3 καταστατικού), αλλά όχι στον Πρόεδρο.
Συνεπώς, αληθές υποτιθέμενο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν επιτελεί τον συνταγματικό του ρόλο που είναι η άσκηση δομικής αντιπολίτευσης», τούτο είναι ευθεία βολή κατά της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως, κατά του σ. Σωκράτη Φάμελου και του σ. Νίκου Παπά, πρώην και νυν προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, αντίστοιχα.
Κατόπιν τούτων, η απόπειρα μετάθεσης της ευθύνης στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ως εκ νέου αντικαταστατική.
iv. Έστω και ως εκ περισσού, σημειώνεται ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ως «συνταγματικό ρόλο» τη δημιουργία «εναλλακτικού πόλου προοδευτικής διακυβέρνησης», για κανένα κόμμα. Κατά μια επιεική κρίση, στο σημείο τούτο η πρόταση εμφανίζει στοιχεία βερμπαλισμού, άλλως θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι αποκαλύπτει θεσμική άγνοια.
---------------------
- «Γιατί ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την απόφαση του τέταρτου Συνεδρίου που μιλάει για κοινή εκλογική συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων. Οι εκφράσεις του περί συνεργασίας κουρελού ή συνεργασία της διαπλοκής τον καθιστούν πρόσωπο που δεν μπορεί να υπηρετήσει την απόφαση αυτή στα πλαίσια της ευρύτερης ανασύνθεσης των προοδευτικών δυνάμεων».
i. Με την ως άνω διατύπωση, η πρόταση είναι αντικαταστική, ήδη από τη σύλληψή της.
Διότι η Κεντρική Επιτροπή αποτελεί το ανώτερο πολιτικό όργανο, το οποίο έχει την υποχρέωση και την αρμοδιότητα για την εφαρμογή των αποφάσεων του συνεδρίου (βλ αρ 16 παρ 1). Ο Πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής (βλ αρ 20 παρ 4 εδαφ 4).
Συνεπώς, δεν αρκεί η μομφή ότι ο Πρόεδρος δεν τηρεί την απόφαση του Συνεδρίου. Απαιτούνταν, πρόσθετα, αφενός μεν, να εξειδικευτεί η εκτελεστική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, με την οποία διώκετο η εφαρμογή συγκεκριμένων αποφάσεων του Συνεδρίου, αφετέρου δε, απαιτούνταν να αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις ή και παραλείψεις παραβίασης της εν λόγω εκτελεστικής απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής. Ελλειπόντων των στοιχείων τούτων, η πρόταση είναι απαράδεκτη ως αόριστη.
Με το ως άνω περιεχόμενο, το κείμενο φαίνεται περισσότερο να θέλει να εκφράσει το θυμικό των συντακτών του και επιδιώκει τη δημιουργία εντυπώσεων, με πρόθεση να υπηρετήσει τον- αθέμιτο- στόχο της ανθρωποφαγίας αλλά δεν αρκεί να στοιχειοθετήσει έστω και υποψία παρατυπίας ικανής να επιστηρίξει μομφή σε βάρος οποιουδήποτε (ιδίως, εφόσον, σε συγκεκριμένα σκέλη, το ίδιο το κείμενο δεν αναφέρει οποιονδήποτε ως υπαίτιο).
---------------------
2.α. Ερώτηση:
Η Κεντρική Επιτροπή δεν έχει το δικαίωμα εκ του καταστατικού να απευθύνει πρόταση μομφής; Και τι συνέπειες έχει αυτό;
2.β. Απάντηση:
Εκ του καταστατικού, η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα να απευθύνει πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης.
Η πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης, και δεκτή γενόμενη, δεν άγει σε έκπτωση του Προέδρου αλλά σε έκτακτο συνέδριο (αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού).
Και τούτο είναι εύλογο, καθώς η Κεντρική Επιτροπή δεν παρέχει εμπιστοσύνη στον Πρόεδρο, ώστε εκ των υστέρων η τυχόν άρση της να άγει σε έκπτωση του Προέδρου.
Κατά το αρ 20 παρ 3 του Καταστατικού ο Πρόεδρος εκλέγεται σε πανελλαδικό επίπεδο με καθολική ψηφοφορία όλων των μελών. Συνεπώς, ο Πρόεδρος απολαμβάνει άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης, από τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής.
Αντίθετες απόπειρες ερμηνείας επιχειρούν λαθροχειρία επί του καταστατικού.
---------------------
3.α. Ερώτηση:
Είναι δυνατόν μια πρόταση μομφής να μην άγει σε έκπτωση του Προέδρου;
3.β. Απάντηση:
Εφόσον έτσι προβλέπει το καταστατικό, είναι δυνατό μια πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης να άγει σε έκτακτο συνέδριο και όχι σε έκπτωση του Προέδρου.
Άλλωστε, τούτο επιβεβαιώνεται από τη σχετική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής (η οποία, επί της πρότασης μομφής δεν αποφάσισε την έκπτωση του Προέδρου αλλά τη σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου!) και έχει ως ακολούθως:
Η ίδια η απόφαση δεν αναφέρει τίποτα περί έκπτωσης του Προέδρου (πράγμα το οποίο, εξάλλου, θα ήταν παράδοξο, εφόσον τυχόν έκπτωση του Προέδρου θα ήγαγε σε αποδοχή της θέσης, ότι το κόμμα, και μάλιστα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μένει χωρίς νόμιμο εκπρόσωπο, πράγμα κατά το νόμο αδύνατο).
Συνεπώς, τα περί έκπτωσης του Προέδρου είναι έωλα συμπεράσματα των εκφορέων της συγκεκριμένης άποψης, που αναδεικνύουν τη βούληση των προσώπων αυτών, σε βάρος της νομιμότητας και των πραγματικών αποφάσεων που ελήφθησαν.
---------------------
4.α. Ερώτηση:
Μα σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η πρόταση μομφής άγει σε έκπτωση, πώς γίνεται στο ΣΥΡΙΖΑ να μην άγει σε έκπτωση;
4.β. Απάντηση:
Μα σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το σώμα που αποδέχεται πρόταση μομφής είναι το ίδιο που είχε παράσχει εμπιστοσύνη.
Εν προκειμένω, τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει, αφού κατά το αρ 20 παρ 3 του Καταστατικού ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εκλέγεται σε πανελλαδικό επίπεδο με καθολική ψηφοφορία όλων των μελών.
Συνεπώς, στον ΣΥΡΙΖΑ ο Πρόεδρος απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των μελών, αλλά όχι της Κεντρικής Επιτροπής. Κατ’ αποτέλεσμα, τυχόν άρση της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής δεν μπορεί να ανατρέψει την πλειοψηφική, δημοκρατική απόφαση των μελών, αφού τούτο θα ήγαγε σε παραβίαση του αρ 20 παρ 3 του καταστατικού.
Άλλωστε, πρέπει να παρατηρηθεί και τούτο:
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το όργανο που αποδέχεται πρόταση μομφής, αυτοκαταργείται και αμέσως μετά, διενεργούνται εκλογές, με σκοπό την εκ νέου στελέχωση του οργάνου (πχ Κοινοβούλιο), ώστε το όργανο, με τη νέα σύνθεσή του, να παράσχει νέα πρόταση εμπιστοσύνης.
Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν προβλέπεται στο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς, διότι ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής.
Επομένως, τυχόν άρση της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής δεν άγει σε αυτοκατάργηση του οργάνου και εντεύθεν δεν άγει σε έκπτωση του Προέδρου.
---------------------
5.α. Ερώτηση:
Ναι, αλλά η Κεντρική Επιτροπή είναι το ανώτερο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ και έλαβε τις αποφάσεις της. Γιατί παραπονιέστε;
5.β. Απάντηση:
Η συγκεκριμένη Κεντρική Επιτροπή έχει πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Συγκεκριμένα, η παρούσα Κεντρική Επιτροπή εκλέχθηκε το 2022 από 36.972 μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αριθμούσε συνολικά περί τις 60.000 μέλη.
Αυτή τη στιγμή, το όργανο της Κεντρικής Επιτροπής αποτελείται από 295 μέλη, γιατί μετά την αποχώρηση κάποιων εκ των μελών της και τις αναπληρώσεις που ακολούθησαν, εξαντλήθηκαν και οι αναπληρωματικοί. Ο τελευταίος επιλαχών έχει εκλεγεί με εννέα (9) ολόκληρους σταυρούς.
Στο μεταξύ, από το 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ αριθμεί περί τις 135.000 μέλη.
Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης εκλέχθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 από 74.825 μέλη και φίλους του ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, η νομιμοποίηση του Προέδρου είναι αντίστοιχη της τρέχουσας σύνθεσης της βάσης μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς για την νομιμοποίηση της υφιστάμενης και ήδη απερχόμενης Κεντρική Επιτροπή.
---------------------
6.α. Ερώτηση:
Γιατί προσεγγίζεις νομικά το ζήτημα; Το θέμα είναι πολιτικό.
6.β. Απάντηση:
Το καταστατικό είναι νομικό κείμενο.
Το Σύνταγμα της χώρας απαιτεί, την κατάρτιση και την υπογραφή καταστατικού ή ιδρυτικής διακήρυξης από τουλάχιστον 200 πολίτες με δικαίωμα ψήφου, τουλάχιστον 17 ετών, με ικανότητα δικαιοπραξίας και χωρίς σε βάρος τους αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα (άρθρο 51 παρ. 3 Συντάγματος).
Η κατάθεση του καταστατικού ή ιδρυτικής δήλωσης γίνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είτε από τον Πρόεδρο του κόμματος, είτε από συλλογικό του όργανο (διοικούσα επιτροπή). Η ύπαρξη προέδρου/επικεφαλής δεν είναι αναγκαία για την ίδρυση κόμματος, ωστόσο, αν έχει οριστεί/εκλεγεί τέτοιο πρόσωπο, πρέπει αυτό να υποβάλει την ιδρυτική δήλωση.
Με το καταστατικό ή την ιδρυτική δήλωση, πρέπει να γνωστοποιείται η έδρα, το όνομα και το έμβλημα του κόμματος.
Από τη στιγμή που ιδρυθεί κάποιο κόμμα, αποκτά νομική προσωπικότητα, με δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιαίτερη θεσμική του θέση: Οικονομική ενίσχυση από το κράτος για “εκλογικές και λειτουργικές δαπάνες” (άρθρο 29 παρ. 2 Συντάγματος και Ν. 3023/2002), προβολή των θέσεών του από τον Τύπο, ευθύνη όχι του κόμματος συλλογικώς αλλά των μελών του ως φυσικών προσώπων, συμμετοχή στις εκλογές.
Η υποβολή του Καταστατικού ή της ιδρυτικής Διακήρυξης του κόμματος γίνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η «δημοκρατική ρήτρα» ενσωματώνεται ως μέρος του Καταστατικού ή της ιδρυτικής δήλωσης ταυ κόμματος στου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 29 του ν. 3023/2002 (Α' 146) (βλ ενδεικτικά περί τούτων απόφαση ΑΠ 1/2024).
Περαιτέρω, οι υποψήφιοι κάθε κόμματος, για να συμμετάσχουν σε εκλογές, πρέπει να “ανακηρυχθούν”, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή χωρίς ακροαματική διαδικασία, από το αρμόδιο δικαστήριο, το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, 10 ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου (άρθρο 33 πδ 26/2012).
Οι ανακηρυχθέντες υποψήφιοι λαμβάνουν μέρος στις εκλογές είτε εντός συνδυασμού είτε ως μεμονωμένοι (άρθρο 34 πδ 26/2012).
Στην έννοια του συνδυασμού υπάγονται, κατά την ίδια διάταξη, οι συνδυασμοί ενός κόμματος, οι συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων συνεργαζομένων κομμάτων και οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων.
Η νομιμότητα των συνδυασμών, άρα το δικαίωμα συμμετοχής, υπό κάθε μορφή, στις εκλογές, κρίνεται με βάση τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια. Τυπικά είναι η δήλωση από το αρμόδιο όργανο (παρ. 4 άρθρου 34 πδ 26/2012), ο αναγκαίος αριθμός υποψηφίων και η ποσόστωση φύλων, που πρέπει να ανέρχεται στο 1/3 τουλάχιστον, για κάθε φύλο, στο σύνολο της επικράτειας (παρ. 6 άρθρου 34). Τα ουσιαστικά κριτήρια συνδέονται με τη συνταγματική επιταγή περί υπηρέτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Κατόπιν τούτων είναι σαφές, ότι το καταστατικό είναι ένα νομικό κείμενο και πρέπει να αντιμετωπίζεται νομικά.
Αλλά, ακόμα κι αν, καθ’ υπέρβαση εργασίας, επιχειρούσαμε να αντιμετωπίσουμε το καταστατικό ως πολιτικό κείμενο, και πάλι θα καταλήγαμε στο ίδιο αποτέλεσμα.
Διότι θα καταλήγαμε ότι το καταστατικό, ιδωμένο σε πολιτικό επίπεδο, δεν είναι τίποτα άλλο, από το ελάχιστο, πλην όμως αναγκαίο επίπεδο πολιτικής συμφωνίας επί πολιτικών, λειτουργικών και οργανωτικών κανόνων.
Και προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ελάχιστη συμφωνία, το καταστατικό περιλαμβάνει κανόνες άρσης των συγκρούσεων.
Τέτοιος κανόνας περιλαμβάνεται στο καταστατικό και ορίζει ότι η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα να απευθύνει πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης, η οποία και δεκτή γενόμενη, δεν άγει σε έκπτωση του Προέδρου αλλά σε έκτακτο συνέδριο (αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού).
Προκύπτει, λοιπόν, πέραν κάθε αμφισβολίας, ότι ακόμα και η πολιτική θεώρηση του καταστατικού δεν καταλήγει σε έκπτωση του προέδρου αλλά αναδεικνύει την βούληση του Συνεδρίου (το οποίο, ως το μόνο αρμόδιο και ως το ανώτατο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε τους κανόνες του καταστατικού) να ορίσει σαφώς, ότι σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής το κόμμα οδηγείται σε έκτακτο συνέδριο. Και τίποτα άλλο.
Το αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού είναι μια πλήρης νομική διάταξη που ορίζει προϋποθέσεις (άρση εμπιστοσύνης από το 50%+1 της ΚΕ) και συνέπειες (σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου).
Αν ο καταστατικός νομοθέτης ήθελε, θα είχε ορίσει ρητώς τη συνέπεια της έκπτωσης, του Προέδρου πλην όμως τέτοια συνέπεια δεν ορίζεται στο καταστατικό και δεν μπορεί να προκύψει ούτε με ερμηνεία.
---------------------
7.α. Ερώτηση:
Γιατί δεν μπορεί να γίνει ερμηνεία του καταστατικού; Η Πολιτική Γραμματεία ισχυρίστηκε ότι η Κεντρική Επιτροπή είναι αυθεντικός ερμηνευτής του καταστατικού.
7.β. Απάντηση:
Η τοποθέτηση της Πολιτικής Γραμματείας εκκινεί από εσφαλμένη προϋπόθεση.
Ερμηνεία απαιτείται όταν εμφανίζεται νομοθετικό κενό.
Και νομοθετικό κενό υφίσταται, όταν μία σχέση δεν ρυθμίζεται ειδικώς, αν και η ρύθμισή της επιβάλλεται, παρουσιάζει δε ομοιότητες προς άλλη ρυθμιζόμενη περίπτωση, οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρησιμοποίηση των ξένων και κατ' αρχήν ασχέτων διατάξεων (Ολομέλεια ΑΠ 15/2013 ΕλΔνη 6/2013 σελ 1609-1617, Ολομέλεια ΑΠ 16/2013 τνπ Σακκουλα, ΑΠ 1121/2010 ΕλΔνη 2/2012 σελ 465-468). Επομένως, ερμηνεία χρειάζεται ένας ατελής νομικός κανόνας.
Όμως, εν προκειμένω, το αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού είναι μια πλήρης νομική διάταξη που ορίζει προϋποθέσεις (άρση εμπιστοσύνης από το 50%+1 της ΚΕ) και συνέπειες (σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου). Συνεπώς, δεν συντρέχει κανείς λόγος ερμηνείας.
Αλλά, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι απαιτείται ερμηνεία, τότε, πριν μιλήσουμε για ερμηνεία, θα πρέπει να δούμε, ποιος έχει την αρμοδιότητα ερμηνείας.
Στην πολιτεία, αρμοδιότητα ερμηνείας έχει το όργανο που εκδίδει την νομοθετική πράξη. Έτσι, το Σύνταγμα ερμηνεύεται από τον Συνταγματικό νομοθέτη. Σπανιότερα, ο κοινός νόμος ερμηνεύεται από τον κοινό νομοθέτη.
Όλες οι παραπάνω διατάξεις ερμηνεύονται από τους Δικαστές, οι οποίοι, στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, έχουν αρμοδιότητα αυθεντικής ερμηνείας του Συντάγματος και των νόμων, ώστε, εάν διαπιστώσουν αντισυνταγματικότητα μιας διάταξης, υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν την αντισυνταγματική διάταξη (στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων).
Όμως, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το καταστατικό δεν είναι ούτε το όργανο που θέσπισε τους καταστατικούς κανόνες (αφού το καταστατικό του κόμματος καθορίζεται από τις αποφάσεις του ανωτάτου οργάνου του κόμματος, που είναι το συνέδριο), ούτε δικαιοδοτικό όργανο. Το ίδιο το καταστατικό δεν αναγνωρίζει στην Κεντρική Επιτροπή αρμοδιότητα αυθεντικής ερμηνείας του καταστατικού.
Απεναντίας, το καταστατικό ορίζει ότι η Κεντρική Επιτροπή, ένα όργανο που δεν θέσπισε οποιονδήποτε καταστατικό κανόνα, είναι μόνο πολιτικό όργανο (αρ 16 παρ 1 καταστατικού).
Μάλιστα, σε σχέση με το Συνέδριο, η Κεντρική Επιτροπή είναι όργανο κατώτερης τυπικής ισχύος, με συνέπεια, κατ’ αρχήν να στερείται της αρμοδιότητας να ερμηνεύει τους υπέρτερης τυπικής ισχύος καταστατικούς κανόνες, τους οποίους αποφασίζει το ανώτατο πολιτικό όργανο του κόμματος, που είναι το Συνέδριο. Τους τελευταίους μπορεί να ερμηνεύει μόνο το Συνέδριο, το οποίο και τους θεσπίσε ή δικαιοδοτικό όργανο, εφόσον το καταστατικό είχε προβλέψει τέτοιο.
Ενόψει τούτων, προκύπτει το ερώτημα: Άρα είναι αδύνατο να προβεί η Κεντρική Επιτροπή σε ερμηνεία των κανόνων του καταστατικού;
Εάν υπήρχε σχετική εξουσιοδοτική καταστατική διάταξη, η Κεντρική Επιτροπή, θα μπορούσε να προβεί σε ερμηνεία με συγκεκριμένη μέθοδο. Όμως, καμία τέτοια εξουσιοδοτική διάταξη δεν υπάρχει στο καταστατικό.
Εξάλλου, ακόμα κι αν υπερβούμε την έλλειψη αρμοδιότητας, ύστερα θα έπρεπε να καθορίσουμε τη μέθοδο της ερμηνείας.
Γνωρίζουμε την γραμματική ερμηνεία, την τελολογική ερμηνεία, την εννοιοκρατική μέθοδο, τη μέθοδο της αξιολογικής σταθμίσεως των συμφερόντων, την τοπική μέθοδο και τη μέθοδο της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου [1], δίχως να αποκλείεται και η ύπαρξη άλλων μεθόδων, τις οποίες ο γράφων αγνοεί.
Οι παραπάνω μέθοδοι ερμηνείας δεν αποδίδουν ίδια αποτελέσματα.
Πχ στον τομέα του πτωχευτικού δικαίου η αξιολογική στάθμιση συμφερόντων λέει ότι θα πρέπει κατ’ αρχήν να επιδιωχθεί η διάσωση και εξυγίανση της επιχείρησης, επί σκοπώ διάσωσης των θέσεων εργασίας, συμπέρασμα που είναι απολύτως διάφορο, σε σχέση με την μέθοδο οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, όπου σκοπούμενο αποτέλεσμα είναι αυτό που παράγει την μέγιστη αποτελεσματικότητα, αδιαφόρως, εάν θα χαθούν οι θέσεις εργασίας.
Συνεπώς, πριν μιλήσουμε για ερμηνεία, πρέπει να μιλήσουμε συγκεκριμένα, με ποια μέθοδο ερμηνείας επιλέγουμε να προσεγγίσουμε κάθε καταστατικό κανόνα.
Η συγκεκριμένη αιτιολόγηση είναι αναγκαία, ως ανήκουσα στον αναπαλλοτρίωτο πυρήνα της ίδιας της δημοκρατίας, αφού τυχόν παράλειψή της παρέχει ευκαιρία αυθαίρετης ερμηνείας των κανόνων, κι επομένως παρέχει ευκαιρία ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης των κανόνων, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτό από κανέναν σε ένα κόμμα της δημοκρατικής αριστεράς. Η ίδια αρχή, μάλιστα, επιβάλλει και την πλήρη αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος ακόμα και των δικαστικών αποφάσεων, μη νοουμένων των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ ως υπερκείμενων της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαστικής εξουσίας.
Αλλά κι αν ακόμα ήθελε υποτεθεί, ότι η Κεντρική Επιτροπή μπορεί να ερμηνεύει το καταστατικό, τότε ποια είναι η ακολουθητέα μέθοδος; Το καταστατικό δεν ορίζει καμία.
Άρα εναπόκειται στη βούληση του αυτόκλητου ερμηνευτή να ερμηνεύει ό,τι θέλει, όπως θέλει;
Η απάντηση είναι απερίφραστα ΟΧΙ.
Και τούτο διότι, τελικά, θα πρέπει να κατανοήσουμε κάτι θεμελιώδες:
Κάθε μέθοδος ερμηνείας επιδιώκει να δημιουργήσει έναν δευτερογενή κανόνα δικαίου, εκεί που ο πρωτογενής νομοθέτης παρέλειψε να νομοθετήσει (οπότε μέσω της ερμηνείας επιδιώκεται η αναλογία δικαίου), ή νομοθέτησε ατελώς (οπότε, μέσω της ερμηνείας επιδιώκεται η αναλογία νόμου).
Όμως, με βάση το καταστατικό, το συνέδριο είναι το μόνο όργανο που μπορεί να ορίζει τους καταστατικούς κανόνες. Δεν παρέχεται εξουσία πρωτογενούς ή δευτερογενούς παραγωγής κανόνα δικαίου σε οποιοδήποτε άλλο όργανο στο ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, από το ισχύον καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, η ερμηνευτική προσέγγιση των καταστατικών κανόνων, από οποιοδήποτε όργανο, κατώτερης τυπικής ισχύος, κατά το δοκούν του ερμηνευτή, αποκλείεται απολύτως.
Κάθε αντίθετη θέση, συνιστά εκ νέου απόπειρα παραβίασης του καταστατικού και είναι, και για το λόγο αυτό, αποδοκιμαστέα.
[1] Βλ. έκθεση τωv μεθόδων αυτών (με περαιτέρω παραπομπές) από Καράση ΓεvΑρχ - Δικαιοπραξία Ι 435 επ., Παπαvικολάου Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου (2000) 81 επ., Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδ., 2022, σ. 115, υποσ. 152 = sakkoulas-online
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου