Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Μια οφειλόμενη απάντηση στην απόπειρα νομιμοποίησης της εκτροπής



Μετά από όσα -πρωτοφανή- συνέβησαν στο ΣΥΡΙΖΑ, ετέθη το εύλογο αίτημα, να εκτεθούν οι εκατέρωθεν απόψεις, ώστε να μπορεί κάθε πολίτης, κάθε μέλος ή κάθε φίλος του ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί. Αποπειρώμαι μια τέτοια προσπάθεια, στο βαθμό και στο μέτρο που έχω αντιληφθεί και μπορώ να εκθέσω τα εκατέρωθεν επιχειρήματα (πάντα πρόθυμος να διορθώσω τυχόν εσφαλμένη διατύπωση ή εσφαλμένη αντίληψη του εκάστοτε επιχειρήματος, εφόσον μου υποδειχθεί).

Ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά και ας τα αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα προσοχή και τη σοβαρότητα, που επιβάλλεται, αφενός μεν, από το γεγονός ότι ερευνώνται πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επομένως, αφορούν το σύνολο της κοινωνίας, αφετέρου δε, διότι, αφορούν, είτε συλλογικά όργανα, είτε πρόσωπα, που λειτουργούν ή θα έπρεπε να λειτουργούν με τους κανόνες της δημοκρατικής αρχής, του κράτους δικαίου και του καταστατικού, όπως αρμόζει σε κάθε δημοκρατικό κόμμα, που ζητά την ψήφο των πολιτών, σε δημοκρατική κοινωνία.

Κατ’ αρχάς, ας ελέγξουμε τι από τα παραπάνω είναι αληθές:

---------------------

1.α. Ερώτηση:
Υπάρχει παραδεκτή, συγκεκριμένη, σαφής και ορισμένη, όπως απαιτείται, πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης;

1.β. Απάντηση:
Στο έγγραφο κείμενο που κατατέθηκε, αυτοπροσδιοριζόμενο ως «πρόταση δυσπιστίας», εντοπίζονται εκφράσεις όπως:

- «...το κόμμα μας βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση αρχών και αξιών…». 

i. Η αιτιολόγηση της πρότασης, με την ως άνω διατύπωση, είναι απαράδεκτη, ως αόριστη. Πότε ξεκίνησε η εικαζόμενη κρίση, ποιες αξίες ή/και αρχές πλήττονται, από που προκύπτει ότι οι εικαζόμενα πληττόμενες αρχές και αξίες συνιστούν προστατευόμενες αρχές και αξίες του ΣΥΡΙΖΑ βάσει του Καταστατικού του, με ποιο συγκεκριμένο τρόπο έγινε αυτό και κυρίως, με υπαιτιότητα τίνος; Όλα τα παραπάνω συνιστούν τις ελάχιστες αναγκαίες διασαφηνίσεις, ώστε να είναι ορισμένη και κατά τούτο παραδεκτή η συγκεκριμένη μομφή, ιδίως σε βάρος του Προέδρου, τον οποίο, μάλιστα, το ίδιο το κείμενο, στο συγκεκριμένο σημείο, δεν κατονομάζει ως υπαίτιο της εν λόγω κρίσης.

ii. Εξάλλου, με την ως άνω διατύπωση, το κείμενο βάλλει πρωτίστως κατά της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής! 

Διότι κατά το καταστατικό (βλ αρ 20 παρ 4 εδαφ 4) «Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής». Έτσι η Κεντρική Επιτροπή, ως το ανώτερο ΠΟΛΙΤΙΚΟ όργανο του κόμματος (βλ αρ 16 παρ 1 εδαφ 1 του Καταστατικού), αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου (αρ 16 παρ 1 εδαφ 2 του Καταστατικού), όφειλε να προβεί στις δέουσες ενέργειες, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συνεδρίου, ώστε, με τις αποφάσεις της, να διαφυλάττει τις αρχές και τις αξίες, που τυγχάνουν προστασίας. 

Όμως, ούτε τέτοιες συγκεκριμένες αποφάσεις φέρονται να έχουν ληφθεί από την Κεντρική Επιτροπή, ούτε τέτοιες συγκεκριμένες αποφάσεις αναφέρονται στο κείμενο της πρότασης, ούτε αναφέρεται η τυχόν παραβίαση συγκεκριμένων αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής εκ μέρους του Προέδρου. 

---------------------

- «Το κόμμα μας με απόλυτη ευθύνη του Προέδρου βρίσκεται σε παρατεταμένη εσωστρέφεια και συρρίκνωση της εκλογικής του επιρροής»

i. Η αιτιολόγηση της πρότασης, με την ως άνω διατύπωση, είναι εκ νέου, απαράδεκτη, ως αόριστη. Σε τι συνίσταται η «απόλυτη ευθύνη του Προέδρου»; Ποιες είναι εκείνες οι απολύτως συγκεκριμένες πράξεις ή οι παραλείψεις, που στοιχειοθετούν προσωπική ευθύνη του Προέδρου, και μάλιστα, «απόλυτη»; Που, πότε και με ποιο τρόπο προέβη ο Πρόεδρος σε αυτές τις πράξεις ή και τις παραλείψεις και πώς οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις συνδέονται αιτιωδώς με την εσωστρέφεια και την μείωση της εκλογικής επιρροής; Αοριστολογίες και αυθαίρετες αξιολογικές εκτιμήσεις που αφήνουν τα αναγκαία στοιχεία στη φαντασία…

ii. Εξάλλου, με την ως άνω διατύπωση, το κείμενο βάλλει πρωτίστως κατά της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής! 

Διότι κατά το καταστατικό (βλ αρ 20 παρ 4 εδαφ 4) «Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής». Έτσι η Κεντρική Επιτροπή, ως το ανώτερο ΠΟΛΙΤΙΚΟ όργανο του κόμματος (βλ αρ 16 παρ 1 εδαφ 1 του Καταστατικού) είναι αρμόδια για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου (αρ 16 παρ 1 εδαφ 2 του Καταστατικού). 

Συνεπώς, η Κεντρική Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει εκείνες τις αποφάσεις που απαιτούνταν, για την εναρμόνιση του τρόπου λειτουργίας του κόμματος με την πολιτική απόφαση του Συνεδρίου, προς αποτροπή της εσωστρέφειας και της εκλογικής συρρίκνωσης του κόμματος. 

Όμως, ούτε συγκεκριμένες τέτοιες αποφάσεις φέρονται να έχουν ληφθεί από την Κεντρική Επιτροπή, ούτε συγκεκριμένες τέτοιες αποφάσεις αναφέρονται στο κείμενο της πρότασης, ούτε αναφέρεται η τυχόν παραβίαση συγκεκριμένων αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής εκ μέρους του Προέδρου. 

---------------------

- «Με ευθύνη του Προέδρου ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από, της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ανοικτό στην κοινωνία και πόλο προοδευτικής διακυβέρνησης, μετατρέπεται σε ένα κόμμα καρικατούρα με δεξιές αποχρώσεις».

i. Η αοριστία και η ασάφεια φαίνεται να είναι η προσφιλής μεθοδολογία του συντάκτη/των συντακτών του ερευνώμενου κειμένου. Σε τι συνίσταται η «ευθύνη του Προέδρου»; Ποιες είναι εκείνες οι συγκεκριμένες πράξεις ή οι παραλείψεις, που στοιχειοθετούν προσωπική ευθύνη του Προέδρου; Που, πότε και με ποιο τρόπο προέβη ο Πρόεδρος σε αυτές τις πράξεις ή και τις παραλείψεις και πώς οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις συνδέονται αιτιωδώς με την μετατροπή του κόμματος σε καρικατούρα, είναι ερωτήματα που θα έπρεπε να απαντώνται από το κείμενο της πρότασης, αλλά καταλείπονται αόριστα και εν τέλει αναπάντητα.

ii. Εξάλλου, με την ως άνω διαπίστωση, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής φέρονται να έθεσαν αόριστο, πλην όμως, σημαντικό ιδεολογικοπολιτικό ή ακόμα και ταυτοτικό ζήτημα. 

Όμως, από το αρ 16 παρ 13 του Καταστατικού ορίζεται ότι «Για όλα τα σημαντικά ζητήματα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ γίνεται συζήτηση και λαμβάνονται αποφάσεις από τα μέλη του Κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή, με εισηγήσεις της, τα θέτει στις ΟΜ, οι οποίες τα συζητούν στις συνελεύσεις τους και αποφασίζουν με ψηφοφορία»

Συνεπώς, αληθής υποτιθέμενη η ως άνω διαπίστωση, θα είχε ως συνέπεια, την παραγωγή υποχρέωσης, βαρύνουσας την Κεντρική Επιτροπή, η οποία όφειλε να συντάξει και να αποστείλει στις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ) συγκεκριμένες εισηγήσεις, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του Προέδρου, ώστε τα μέλη, που έχουν σύμφωνα με το Καταστατικό, την αποφασιστική αρμοδιότητα, να τα συζητήσουν και να αποφασίσουν, με ψηφοφορία, εάν αυτές εμφανίζουν «δεξιές αποχρώσεις» ή όχι. 

iii. Εντούτοις, η Κεντρική Επιτροπή, αν και φέρεται να διαπίστωσε σημαντικό ιδεολογικοπολιτικό ζήτημα, παραβίασε το καταστατικό, διότι (α) παρέλειψε να συντάξει και να αποστείλει στις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ) συγκεκριμένες εισηγήσεις, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του Προέδρου, ώστε (β) τα μέλη, που έχουν σύμφωνα με το Καταστατικό, την αποφασιστική αρμοδιότητα, να τα συζητήσουν και να αποφασίσουν, με ψηφοφορία, εάν αυτές εμφανίζουν «δεξιές αποχρώσεις» ή όχι. 

Συνεπώς, προέβη σε διπλή παραβίαση του καταστατικού, αφού, αφενός μεν παρέλειψε να ανταποκριθεί στην καταστατική της υποχρέωση (δηλ. στην υποχρέωση να συντάξει και να αποστείλει στις Οργανώσεις Μελών (ΟΜ) συγκεκριμένες εισηγήσεις, επί συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του Προέδρου), αφετέρου δε, αντιποιήθηκε αποφασιστική αρμοδιότητα που, κατά ρητή καταστατική διάταξη, ανήκει αποκλειστικά στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και αποφάσισε μόνη της ότι κάποιες -αόριστο ποιες- πολιτικές είναι «δεξιών αποχρώσεων».

iv. Πχ λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» το Μνημόνιο που κυρώθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ο Ν. 4334/2015 ή ο Ν. 4354/2015; Αλλά και για μην πάμε τόσο (χρονικά) μακριά, λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η συζήτηση του 2023 (προ Κασσελάκη) περί "κυβέρνησης ηττημένων», όπως εισήχθη από τους κους Δραγασάκη και Τσακαλώτο (τότε μέλη του ΣΥΡΙΖΑ); Λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η θέση του κου Σταθάκη (τότε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ), ότι σε μία ενδεχόμενη προοδευτική διακυβέρνηση πρόσωπα όπως ο κος Ευάγγελος Βενιζέλος ή ο κος Ανδρέας Λοβέρδος θα μπορούσαν να έχουν ενεργό ρόλο; Λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η παρατεταμένη προεκλογική -και όχι μόνο- αφωνία συγκεκριμένων στελεχών; Λογίζεται «αριστερής απόχρωσης» η επί μακρόν άσκηση τηλεοπτικής εσωκομματικής αντιπολίτευσης; Είναι τόσο συγκεχυμένο, το τι λογίζει ως «δεξιά απόχρωση» ο συντάκτης του κειμένου, που τελικά, καταλήγει να αποτελεί μνημείο αοριστίας και ασάφειας. 

---------------------

- «Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με ευθύνη του Προέδρου δεν επιτελεί τον συνταγματικό του ρόλο που είναι η άσκηση δομικής αντιπολίτευσης και η δημιουργία εναλλακτικού πόλου προοδευτικής διακυβέρνησης».

i. Η αοριστία και η ασάφεια συνεχίζεται αμείωτη. Προς αποφυγή επαναλήψεων, παραπέμπω στις ανωτέρω σχετικές επισημάνσεις μου.

ii. Εξάλλου, με την ως άνω διατύπωση, το κείμενο βάλλει, πρωτίστως κατά της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως, κατά του σ. Σωκράτη Φάμελου και του σ. Νίκου Παπά, πρώην και νυν προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, αντίστοιχα. 

iii. Διότι, η άσκηση αντιπολίτευσης, αποτελεί κοινοβουλευτικό έργο, που καλείται να φέρει σε πέρας η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συντάσσει κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος πρέπει να είναι συμβατός με το καταστατικό και αναπτύσσει τη δράση της στο πλαίσιο των αποφάσεων και των κατευθύνσεων των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος (βλ αρ 35 παρ 2 Καταστατικού). 

Όμως, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι βουλευτής και, ως εκ του αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού, δεν είναι Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ώστε να είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό του έργου της ή για την εφαρμογή του εσωτερικού κανονισμού της. 

Περαιτέρω, η δράση της κοινοβουλευτικής ομάδας συνοτνίζεται με τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος, πλην όμως ο Πρόεδρος δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα ή και αποστολή. 

Άλλωστε, η Κοινοβουλευτική Ομάδα συντάσσει κατ’ έτος, τον προγραμματισμό και τον απολογισμό της, τον οποίο υποβάλλει σε συζήτηση στην Κεντρική Επιτροπή (βλ αρ 35 παρ 3 καταστατικού), αλλά όχι στον Πρόεδρο. 

Συνεπώς, αληθές υποτιθέμενο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν επιτελεί τον συνταγματικό του ρόλο που είναι η άσκηση δομικής αντιπολίτευσης», τούτο είναι ευθεία βολή κατά της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως, κατά του σ. Σωκράτη Φάμελου και του σ. Νίκου Παπά, πρώην και νυν προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, αντίστοιχα. 

Κατόπιν τούτων, η απόπειρα μετάθεσης της ευθύνης στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ως εκ νέου αντικαταστατική.

iv. Έστω και ως εκ περισσού, σημειώνεται ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ως «συνταγματικό ρόλο» τη δημιουργία «εναλλακτικού πόλου προοδευτικής διακυβέρνησης», για κανένα κόμμα. Κατά μια επιεική κρίση, στο σημείο τούτο η πρόταση εμφανίζει στοιχεία βερμπαλισμού, άλλως θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι αποκαλύπτει θεσμική άγνοια. 

---------------------

- «Γιατί ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την απόφαση του τέταρτου Συνεδρίου που μιλάει για κοινή εκλογική συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων. Οι εκφράσεις του περί συνεργασίας κουρελού ή συνεργασία της διαπλοκής τον καθιστούν πρόσωπο που δεν μπορεί να υπηρετήσει την απόφαση αυτή στα πλαίσια της ευρύτερης ανασύνθεσης των προοδευτικών δυνάμεων».

i. Με την ως άνω διατύπωση, η πρόταση είναι αντικαταστική, ήδη από τη σύλληψή της. 

Διότι η Κεντρική Επιτροπή αποτελεί το ανώτερο πολιτικό όργανο, το οποίο έχει την υποχρέωση και την αρμοδιότητα για την εφαρμογή των αποφάσεων του συνεδρίου (βλ αρ 16 παρ 1). Ο Πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής (βλ αρ 20 παρ 4 εδαφ 4). 

Συνεπώς, δεν αρκεί η μομφή ότι ο Πρόεδρος δεν τηρεί την απόφαση του Συνεδρίου. Απαιτούνταν, πρόσθετα, αφενός μεν, να εξειδικευτεί η εκτελεστική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, με την οποία διώκετο η εφαρμογή συγκεκριμένων αποφάσεων του Συνεδρίου, αφετέρου δε, απαιτούνταν να αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις ή και παραλείψεις παραβίασης της εν λόγω εκτελεστικής απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής. Ελλειπόντων των στοιχείων τούτων, η πρόταση είναι απαράδεκτη ως αόριστη.

Με το ως άνω περιεχόμενο, το κείμενο φαίνεται περισσότερο να θέλει να εκφράσει το θυμικό των συντακτών του και επιδιώκει τη δημιουργία εντυπώσεων, με πρόθεση να υπηρετήσει τον- αθέμιτο- στόχο της ανθρωποφαγίας αλλά δεν αρκεί να στοιχειοθετήσει έστω και υποψία παρατυπίας ικανής να επιστηρίξει μομφή σε βάρος οποιουδήποτε (ιδίως, εφόσον, σε συγκεκριμένα σκέλη, το ίδιο το κείμενο δεν αναφέρει οποιονδήποτε ως υπαίτιο). 

---------------------

2.α. Ερώτηση:
Η Κεντρική Επιτροπή δεν έχει το δικαίωμα εκ του καταστατικού να απευθύνει πρόταση μομφής; Και τι συνέπειες έχει αυτό;

2.β. Απάντηση:
Εκ του καταστατικού, η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα να απευθύνει πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης.

Η πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης, και δεκτή γενόμενη, δεν άγει σε έκπτωση του Προέδρου αλλά σε έκτακτο συνέδριο (αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού).

Και τούτο είναι εύλογο, καθώς η Κεντρική Επιτροπή δεν παρέχει εμπιστοσύνη στον Πρόεδρο, ώστε εκ των υστέρων η τυχόν άρση της να άγει σε έκπτωση του Προέδρου.

Κατά το αρ 20 παρ 3 του Καταστατικού ο Πρόεδρος εκλέγεται σε πανελλαδικό επίπεδο με καθολική ψηφοφορία όλων των μελών. Συνεπώς, ο Πρόεδρος απολαμβάνει άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης, από τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής.

Αντίθετες απόπειρες ερμηνείας επιχειρούν λαθροχειρία επί του καταστατικού.

---------------------

3.α. Ερώτηση:
Είναι δυνατόν μια πρόταση μομφής να μην άγει σε έκπτωση του Προέδρου;

3.β. Απάντηση:
Εφόσον έτσι προβλέπει το καταστατικό, είναι δυνατό μια πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης να άγει σε έκτακτο συνέδριο και όχι σε έκπτωση του Προέδρου.

Άλλωστε, τούτο επιβεβαιώνεται από τη σχετική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής (η οποία, επί της πρότασης μομφής δεν αποφάσισε την έκπτωση του Προέδρου αλλά τη σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου!) και έχει ως ακολούθως:




Η ίδια η απόφαση δεν αναφέρει τίποτα περί έκπτωσης του Προέδρου (πράγμα το οποίο, εξάλλου, θα ήταν παράδοξο, εφόσον τυχόν έκπτωση του Προέδρου θα ήγαγε σε αποδοχή της θέσης, ότι το κόμμα, και μάλιστα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μένει χωρίς νόμιμο εκπρόσωπο, πράγμα κατά το νόμο αδύνατο).

Συνεπώς, τα περί έκπτωσης του Προέδρου είναι έωλα συμπεράσματα των εκφορέων της συγκεκριμένης άποψης, που αναδεικνύουν τη βούληση των προσώπων αυτών, σε βάρος της νομιμότητας και των πραγματικών αποφάσεων που ελήφθησαν. 

---------------------

4.α. Ερώτηση:
Μα σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η πρόταση μομφής άγει σε έκπτωση, πώς γίνεται στο ΣΥΡΙΖΑ να μην άγει σε έκπτωση; 

4.β. Απάντηση:
Μα σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το σώμα που αποδέχεται πρόταση μομφής είναι το ίδιο που είχε παράσχει εμπιστοσύνη. 

Εν προκειμένω, τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει, αφού κατά το αρ 20 παρ 3 του Καταστατικού ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εκλέγεται σε πανελλαδικό επίπεδο με καθολική ψηφοφορία όλων των μελών. 

Συνεπώς, στον ΣΥΡΙΖΑ ο Πρόεδρος απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των μελών, αλλά όχι της Κεντρικής Επιτροπής. Κατ’ αποτέλεσμα, τυχόν άρση της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής δεν μπορεί να ανατρέψει την πλειοψηφική, δημοκρατική απόφαση των μελών, αφού τούτο θα ήγαγε σε παραβίαση του αρ 20 παρ 3 του καταστατικού.

Άλλωστε, πρέπει να παρατηρηθεί και τούτο: 

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το όργανο που αποδέχεται πρόταση μομφής, αυτοκαταργείται και αμέσως μετά, διενεργούνται εκλογές, με σκοπό την εκ νέου στελέχωση του οργάνου (πχ Κοινοβούλιο), ώστε το όργανο, με τη νέα σύνθεσή του, να παράσχει νέα πρόταση εμπιστοσύνης. 

Τέτοια περίπτωση, όμως, δεν προβλέπεται στο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς, διότι ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής. 

Επομένως, τυχόν άρση της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής δεν άγει σε αυτοκατάργηση του οργάνου και εντεύθεν δεν άγει σε έκπτωση του Προέδρου.

---------------------

5.α. Ερώτηση:
Ναι, αλλά η Κεντρική Επιτροπή είναι το ανώτερο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ και έλαβε τις αποφάσεις της. Γιατί παραπονιέστε; 

5.β. Απάντηση:
Η συγκεκριμένη Κεντρική Επιτροπή έχει πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Συγκεκριμένα, η παρούσα Κεντρική Επιτροπή εκλέχθηκε το 2022 από 36.972 μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αριθμούσε συνολικά περί τις 60.000 μέλη. 

Αυτή τη στιγμή, το όργανο της Κεντρικής Επιτροπής αποτελείται από 295 μέλη, γιατί μετά την αποχώρηση κάποιων εκ των μελών της και τις αναπληρώσεις που ακολούθησαν, εξαντλήθηκαν και οι αναπληρωματικοί. Ο τελευταίος επιλαχών έχει εκλεγεί με εννέα (9) ολόκληρους σταυρούς. 

Στο μεταξύ, από το 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ αριθμεί περί τις 135.000 μέλη. 

Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης εκλέχθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 από 74.825 μέλη και φίλους του ΣΥΡΙΖΑ.

Συνεπώς, η νομιμοποίηση του Προέδρου είναι αντίστοιχη της τρέχουσας σύνθεσης της βάσης μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς για την νομιμοποίηση της υφιστάμενης και ήδη απερχόμενης Κεντρική Επιτροπή.

---------------------

6.α. Ερώτηση:
Γιατί προσεγγίζεις νομικά το ζήτημα; Το θέμα είναι πολιτικό.

6.β. Απάντηση:
Το καταστατικό είναι νομικό κείμενο. 

Το Σύνταγμα της χώρας απαιτεί, την κατάρτιση και την υπογραφή καταστατικού ή ιδρυτικής διακήρυξης από τουλάχιστον 200 πολίτες με δικαίωμα ψήφου, τουλάχιστον 17 ετών, με ικανότητα δικαιοπραξίας και χωρίς σε βάρος τους αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα (άρθρο 51 παρ. 3 Συντάγματος).

Η κατάθεση του καταστατικού ή ιδρυτικής δήλωσης γίνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είτε από τον Πρόεδρο του κόμματος, είτε από συλλογικό του όργανο (διοικούσα επιτροπή). Η ύπαρξη προέδρου/επικεφαλής δεν είναι αναγκαία για την ίδρυση κόμματος, ωστόσο, αν έχει οριστεί/εκλεγεί τέτοιο πρόσωπο, πρέπει αυτό να υποβάλει την ιδρυτική δήλωση.

Με το καταστατικό ή την ιδρυτική δήλωση, πρέπει να γνωστοποιείται η έδρα, το όνομα και το έμβλημα του κόμματος.

Από τη στιγμή που ιδρυθεί κάποιο κόμμα, αποκτά νομική προσωπικότητα, με δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιαίτερη θεσμική του θέση: Οικονομική ενίσχυση από το κράτος για “εκλογικές και λειτουργικές δαπάνες” (άρθρο 29 παρ. 2 Συντάγματος και Ν. 3023/2002), προβολή των θέσεών του από τον Τύπο, ευθύνη όχι του κόμματος συλλογικώς αλλά των μελών του ως φυσικών προσώπων, συμμετοχή στις εκλογές.

Η υποβολή του Καταστατικού ή της ιδρυτικής Διακήρυξης του κόμματος γίνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 

Η «δημοκρατική ρήτρα» ενσωματώνεται ως μέρος του Καταστατικού ή της ιδρυτικής δήλωσης ταυ κόμματος στου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 29 του ν. 3023/2002 (Α' 146) (βλ ενδεικτικά περί τούτων απόφαση ΑΠ 1/2024). 

Περαιτέρω, οι υποψήφιοι κάθε κόμματος, για να συμμετάσχουν σε εκλογές, πρέπει να “ανακηρυχθούν”, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή χωρίς ακροαματική διαδικασία, από το αρμόδιο δικαστήριο, το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, 10 ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου (άρθρο 33 πδ 26/2012). 

Οι ανακηρυχθέντες υποψήφιοι λαμβάνουν μέρος στις εκλογές είτε εντός συνδυασμού είτε ως μεμονωμένοι (άρθρο 34 πδ 26/2012). 

Στην έννοια του συνδυασμού υπάγονται, κατά την ίδια διάταξη, οι συνδυασμοί ενός κόμματος, οι συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων συνεργαζομένων κομμάτων και οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων.

Η νομιμότητα των συνδυασμών, άρα το δικαίωμα συμμετοχής, υπό κάθε μορφή, στις εκλογές, κρίνεται με βάση τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια. Τυπικά είναι η δήλωση από το αρμόδιο όργανο (παρ. 4 άρθρου 34 πδ 26/2012), ο αναγκαίος αριθμός υποψηφίων και η ποσόστωση φύλων, που πρέπει να ανέρχεται στο 1/3 τουλάχιστον, για κάθε φύλο, στο σύνολο της επικράτειας (παρ. 6 άρθρου 34). Τα ουσιαστικά κριτήρια συνδέονται με τη συνταγματική επιταγή περί υπηρέτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Κατόπιν τούτων είναι σαφές, ότι το καταστατικό είναι ένα νομικό κείμενο και πρέπει να αντιμετωπίζεται νομικά.

Αλλά, ακόμα κι αν, καθ’ υπέρβαση εργασίας, επιχειρούσαμε να αντιμετωπίσουμε το καταστατικό ως πολιτικό κείμενο, και πάλι θα καταλήγαμε στο ίδιο αποτέλεσμα. 

Διότι θα καταλήγαμε ότι το καταστατικό, ιδωμένο σε πολιτικό επίπεδο, δεν είναι τίποτα άλλο, από το ελάχιστο, πλην όμως αναγκαίο επίπεδο πολιτικής συμφωνίας επί πολιτικών, λειτουργικών και οργανωτικών κανόνων. 

Και προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ελάχιστη συμφωνία, το καταστατικό περιλαμβάνει κανόνες άρσης των συγκρούσεων.

Τέτοιος κανόνας περιλαμβάνεται στο καταστατικό και ορίζει ότι η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα να απευθύνει πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης, η οποία και δεκτή γενόμενη, δεν άγει σε έκπτωση του Προέδρου αλλά σε έκτακτο συνέδριο (αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού).

Προκύπτει, λοιπόν, πέραν κάθε αμφισβολίας, ότι ακόμα και η πολιτική θεώρηση του καταστατικού δεν καταλήγει σε έκπτωση του προέδρου αλλά αναδεικνύει την βούληση του Συνεδρίου (το οποίο, ως το μόνο αρμόδιο και ως το ανώτατο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε τους κανόνες του καταστατικού) να ορίσει σαφώς, ότι σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής το κόμμα οδηγείται σε έκτακτο συνέδριο. Και τίποτα άλλο.

Το αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού είναι μια πλήρης νομική διάταξη που ορίζει προϋποθέσεις (άρση εμπιστοσύνης από το 50%+1 της ΚΕ) και συνέπειες (σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου). 

Αν ο καταστατικός νομοθέτης ήθελε, θα είχε ορίσει ρητώς τη συνέπεια της έκπτωσης, του Προέδρου πλην όμως τέτοια συνέπεια δεν ορίζεται στο καταστατικό και δεν μπορεί να προκύψει ούτε με ερμηνεία.

---------------------

7.α. Ερώτηση: 
Γιατί δεν μπορεί να γίνει ερμηνεία του καταστατικού; Η Πολιτική Γραμματεία ισχυρίστηκε ότι η Κεντρική Επιτροπή είναι αυθεντικός ερμηνευτής του καταστατικού.

7.β. Απάντηση:
Η τοποθέτηση της Πολιτικής Γραμματείας εκκινεί από εσφαλμένη προϋπόθεση. 

Ερμηνεία απαιτείται όταν εμφανίζεται νομοθετικό κενό. 
Και νομοθετικό κενό υφίσταται, όταν μία σχέση δεν ρυθμίζεται ειδικώς, αν και η ρύθμισή της επιβάλλεται, παρουσιάζει δε ομοιότητες προς άλλη ρυθμιζόμενη περίπτωση, οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρησιμοποίηση των ξένων και κατ' αρχήν ασχέτων διατάξεων (Ολομέλεια ΑΠ 15/2013 ΕλΔνη 6/2013 σελ 1609-1617, Ολομέλεια ΑΠ 16/2013 τνπ Σακκουλα, ΑΠ 1121/2010 ΕλΔνη 2/2012 σελ 465-468). Επομένως, ερμηνεία χρειάζεται ένας ατελής νομικός κανόνας. 

Όμως, εν προκειμένω, το αρ 20 παρ 4 του Καταστατικού είναι μια πλήρης νομική διάταξη που ορίζει προϋποθέσεις (άρση εμπιστοσύνης από το 50%+1 της ΚΕ) και συνέπειες (σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου). Συνεπώς, δεν συντρέχει κανείς λόγος ερμηνείας.

Αλλά, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι απαιτείται ερμηνεία, τότε, πριν μιλήσουμε για ερμηνεία, θα πρέπει να δούμε, ποιος έχει την αρμοδιότητα ερμηνείας.

Στην πολιτεία, αρμοδιότητα ερμηνείας έχει το όργανο που εκδίδει την νομοθετική πράξη. Έτσι, το Σύνταγμα ερμηνεύεται από τον Συνταγματικό νομοθέτη. Σπανιότερα, ο κοινός νόμος ερμηνεύεται από τον κοινό νομοθέτη. 

Όλες οι παραπάνω διατάξεις ερμηνεύονται από τους Δικαστές, οι οποίοι, στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, έχουν αρμοδιότητα αυθεντικής ερμηνείας του Συντάγματος και των νόμων, ώστε, εάν διαπιστώσουν αντισυνταγματικότητα μιας διάταξης, υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν την αντισυνταγματική διάταξη (στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων).

Όμως, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το καταστατικό δεν είναι ούτε το όργανο που θέσπισε τους καταστατικούς κανόνες (αφού το καταστατικό του κόμματος καθορίζεται από τις αποφάσεις του ανωτάτου οργάνου του κόμματος, που είναι το συνέδριο), ούτε δικαιοδοτικό όργανο. Το ίδιο το καταστατικό δεν αναγνωρίζει στην Κεντρική Επιτροπή αρμοδιότητα αυθεντικής ερμηνείας του καταστατικού. 

Απεναντίας, το καταστατικό ορίζει ότι η Κεντρική Επιτροπή, ένα όργανο που δεν θέσπισε οποιονδήποτε καταστατικό κανόνα, είναι μόνο πολιτικό όργανο (αρ 16 παρ 1 καταστατικού). 

Μάλιστα, σε σχέση με το Συνέδριο, η Κεντρική Επιτροπή είναι όργανο κατώτερης τυπικής ισχύος, με συνέπεια, κατ’ αρχήν να στερείται της αρμοδιότητας να ερμηνεύει τους υπέρτερης τυπικής ισχύος καταστατικούς κανόνες, τους οποίους αποφασίζει το ανώτατο πολιτικό όργανο του κόμματος, που είναι το Συνέδριο. Τους τελευταίους μπορεί να ερμηνεύει μόνο το Συνέδριο, το οποίο και τους θεσπίσε ή δικαιοδοτικό όργανο, εφόσον το καταστατικό είχε προβλέψει τέτοιο.

Ενόψει τούτων, προκύπτει το ερώτημα: Άρα είναι αδύνατο να προβεί η Κεντρική Επιτροπή σε ερμηνεία των κανόνων του καταστατικού; 

Εάν υπήρχε σχετική εξουσιοδοτική καταστατική διάταξη, η Κεντρική Επιτροπή, θα μπορούσε να προβεί σε ερμηνεία με συγκεκριμένη μέθοδο. Όμως, καμία τέτοια εξουσιοδοτική διάταξη δεν υπάρχει στο καταστατικό.

Εξάλλου, ακόμα κι αν υπερβούμε την έλλειψη αρμοδιότητας, ύστερα θα έπρεπε να καθορίσουμε τη μέθοδο της ερμηνείας. 

Γνωρίζουμε την γραμματική ερμηνεία, την τελολογική ερμηνεία, την εννοιοκρατική μέθοδο, τη μέθοδο της αξιολογικής σταθμίσεως των συμφερόντων, την τοπική μέθοδο και τη μέθοδο της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου [1], δίχως να αποκλείεται και η ύπαρξη άλλων μεθόδων, τις οποίες ο γράφων αγνοεί.

Οι παραπάνω μέθοδοι ερμηνείας δεν αποδίδουν ίδια αποτελέσματα. 

Πχ στον τομέα του πτωχευτικού δικαίου η αξιολογική στάθμιση συμφερόντων λέει ότι θα πρέπει κατ’ αρχήν να επιδιωχθεί η διάσωση και εξυγίανση της επιχείρησης, επί σκοπώ διάσωσης των θέσεων εργασίας, συμπέρασμα που είναι απολύτως διάφορο, σε σχέση με την μέθοδο οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, όπου σκοπούμενο αποτέλεσμα είναι αυτό που παράγει την μέγιστη αποτελεσματικότητα, αδιαφόρως, εάν θα χαθούν οι θέσεις εργασίας.

Συνεπώς, πριν μιλήσουμε για ερμηνεία, πρέπει να μιλήσουμε συγκεκριμένα, με ποια μέθοδο ερμηνείας επιλέγουμε να προσεγγίσουμε κάθε καταστατικό κανόνα. 

Η συγκεκριμένη αιτιολόγηση είναι αναγκαία, ως ανήκουσα στον αναπαλλοτρίωτο πυρήνα της ίδιας της δημοκρατίας, αφού τυχόν παράλειψή της παρέχει ευκαιρία αυθαίρετης ερμηνείας των κανόνων, κι επομένως παρέχει ευκαιρία ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης των κανόνων, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτό από κανέναν σε ένα κόμμα της δημοκρατικής αριστεράς. Η ίδια αρχή, μάλιστα, επιβάλλει και την πλήρη αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος ακόμα και των δικαστικών αποφάσεων, μη νοουμένων των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ ως υπερκείμενων της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαστικής εξουσίας. 

Αλλά κι αν ακόμα ήθελε υποτεθεί, ότι η Κεντρική Επιτροπή μπορεί να ερμηνεύει το καταστατικό, τότε ποια είναι η ακολουθητέα μέθοδος; Το καταστατικό δεν ορίζει καμία.

Άρα εναπόκειται στη βούληση του αυτόκλητου ερμηνευτή να ερμηνεύει ό,τι θέλει, όπως θέλει; 

Η απάντηση είναι απερίφραστα ΟΧΙ.

Και τούτο διότι, τελικά, θα πρέπει να κατανοήσουμε κάτι θεμελιώδες: 

Κάθε μέθοδος ερμηνείας επιδιώκει να δημιουργήσει έναν δευτερογενή κανόνα δικαίου, εκεί που ο πρωτογενής νομοθέτης παρέλειψε να νομοθετήσει (οπότε μέσω της ερμηνείας επιδιώκεται η αναλογία δικαίου), ή νομοθέτησε ατελώς (οπότε, μέσω της ερμηνείας επιδιώκεται η αναλογία νόμου).

Όμως, με βάση το καταστατικό, το συνέδριο είναι το μόνο όργανο που μπορεί να ορίζει τους καταστατικούς κανόνες. Δεν παρέχεται εξουσία πρωτογενούς ή δευτερογενούς παραγωγής κανόνα δικαίου σε οποιοδήποτε άλλο όργανο στο ΣΥΡΙΖΑ. 

Συνεπώς, από το ισχύον καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, η ερμηνευτική προσέγγιση των καταστατικών κανόνων, από οποιοδήποτε όργανο, κατώτερης τυπικής ισχύος, κατά το δοκούν του ερμηνευτή, αποκλείεται απολύτως.

Κάθε αντίθετη θέση, συνιστά εκ νέου απόπειρα παραβίασης του καταστατικού και είναι, και για το λόγο αυτό, αποδοκιμαστέα.



[1] Βλ. έκθεση τωv μεθόδων αυτών (με περαιτέρω παραπομπές) από Καράση ΓεvΑρχ - Δικαιοπραξία Ι 435 επ., Παπαvικολάου Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου (2000) 81 επ., Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδ., 2022, σ. 115, υποσ. 152 = sakkoulas-online

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Η "πρόταση μομφής" στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, το καταστατικό και το 4ο Συνέδριο



α.       
Εισαγωγή:

Επειδή, όλα όσα έγιναν στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα αλλά και όλα όσα αναμένεται να γίνουν στο προσεχές μέλλον, επιχειρούν να εδραιώσουν τη νομιμοποίησή τους στο Καταστατικό του κόμματος, στο οποίο όλες οι πλευρές ομνύουν, αξίζει να ερευνηθεί, εάν δια του συνόλου των πράξεων ή των παραλείψεων τηρείται το εν λόγω Καταστατικό.

Αναγκαίο είναι, λοιπόν, πρώτα να εντοπιστούν οι εφαρμοστέοι κανόνες του Καταστατικού και ύστερα, το τυχόν κενό, να πληρωθεί, με τις γνωστές μεθόδους πλήρωσης, που γνωρίζει κάθε νομικό κείμενο.

 

β.       Καταστατικές διατάξεις:

1.    Το Άρθρο 16 του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ (όπως είναι δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.isyriza.gr/statute) με τίτλο «Κεντρική Επιτροπή» ορίζει ότι:

«1. Η Κεντρική Επιτροπή αποτελεί το ανώτερο πολιτικό όργανο. Είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφάσεων του συνεδρίου. Εκλέγει την Πολιτική Γραμματεία, τον/την Γραμματέα της και τα όργανα που θεωρεί απαραίτητα για τη λειτουργία και τη δράση του κόμματος.

2. Ο/Η Γραμματέας έχει την ευθύνη για τη λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής και των τμημάτων της και λογοδοτεί στην ΚΕ.

3. Η Πολιτική Γραμματεία, ως εκτελεστικό όργανο της Κεντρικής Επιτροπής, έχει την ευθύνη για την εφαρμογή των αποφάσεών της, αντιμετωπίζει τα τρέχοντα θέματα μεταξύ των συνόδων της Κεντρικής Επιτροπής και εισηγείται σ’ αυτήν. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής μπορούν να εκλέγονται στην Πολιτική Γραμματεία για μέχρι τρεις (3) διαδοχικές θητείες (συνέδρια) και μετά από διακοπή μπορούν να επανεκλέγονται με τον ίδιο τρόπο σε αυτή.

4. Η Κεντρική Επιτροπή εκλέγει από όλα τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ τους συνέδρους για το συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ). Η Κεντρική Επιτροπή εκλέγει από τα μέλη της την αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ στην Εκτελεστική Επιτροπή του ΚΕΑ. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που εκλέγονται στο προεδρείο του ΚΕΑ από το Συνέδριό του, μετέχουν με δικαίωμα λόγου στην ΚΕ, εφ’ όσον δεν είναι μέλη της.

5. Με απόφασή της Κεντρικής Επιτροπής συγκροτούνται τα τμήματα και οι επιτροπές της σύμφωνα με τα αναλυτικά οριζόμενα παρακάτω.

6. Η Κεντρική Επιτροπή σε συνεργασία με το Οργανωτικό Γραφείο και τα Τμήματα οφείλει να οργανώνει ομοιοεπαγγελματικά και ομοιοεπιστημονικά θεματικά δίκτυα μελών και ανένταχτων υποστηρικτών, καθώς και ομάδες δουλειάς για τον καλύτερο συντονισμό της δράσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, την ενίσχυση των Τμημάτων του και των αυτοδιοικητικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων στις οποίες μετέχουν τα μέλη του και την παρέμβασή του σε επιστημονικούς φορείς και επιμελητήρια. Οφείλει επίσης να οργανώνει δράσεις για την πολιτική εκπαίδευση των μελών του κόμματος

7. Η Κεντρική Επιτροπή συνέρχεται τακτικά, δια ζώσης ή, όταν απαιτείται με υβριδικό ή ψηφιακό τρόπο, κάθε 3 μήνες με ευθύνη της Πολιτικής Γραμματείας και εντός 15 ημερών όταν το ζητήσει το 1/4 των μελών της.

8. Στις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής για σοβαρά πολιτικά ζητήματα παίρνουν μέρος με δικαίωμα λόγου οι Συντονιστές/τριες των ΝΕ και των ΠΣΕ.

9. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής αναλαμβάνουν συγκεκριμένα καθήκοντα, συμμετέχουν ενεργά στις ΟΜ όπου ανήκουν και αναλαμβάνουν ευθύνες στο πλαίσιο των αποφάσεών της.

10. Η αδικαιολόγητη απουσία μέλους της Κεντρικής Επιτροπής για 6 μήνες από τις συνεδριάσεις, τις δράσεις και τις λειτουργίες της θεωρείται παραίτηση από την ιδιότητα αυτή.

11. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορούν να εκλέγονται στην Κεντρική Επιτροπή για μέχρι τρεις (3) διαδοχικές θητείες (συνέδρια) και μετά από διακοπή μπορούν να επανεκλέγονται με τον ίδιο τρόπο σε αυτή.

12. Η Κεντρική Επιτροπή κάνει τον απολογισμό της στο τέλος της θητείας της, ο οποίος συζητείται προσυνεδριακά στις ΟΜ και συζητείται και εγκρίνεται στο συνέδριο.

13. Για όλα τα σημαντικά ζητήματα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ γίνεται συζήτηση και λαμβάνονται αποφάσεις από τα μέλη του Κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή, με εισηγήσεις της, τα θέτει στις ΟΜ, οι οποίες τα συζητούν στις συνελεύσεις τους και αποφασίζουν με ψηφοφορία».

 

2.    Το αρ 20 του ιδίου καταστατικού με τίτλο «Τακτικό συνέδριο» ορίζει ότι:

«1. Το τακτικό συνέδριο είναι το ανώτατο όργανο του κόμματος. Συγκαλείται κάθε 3 χρόνια. Ψηφίζει αποφάσεις που ισχύουν μέχρι το επόμενο συνέδριο.

2. Το τακτικό συνέδριο εγκρίνει τις υποψηφιότητες για τη νέα Κεντρική Επιτροπή και τις υποψηφιότητες για την προεδρία του κόμματος, εγκρίνει τον απολογισμό της απερχόμενης κεντρικής επιτροπής και της απερχόμενης Επιτροπής Οικονομικού Ελέγχου και τη νέα Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου και την Επιτροπή Δεοντολογίας.

3. Η εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής γίνεται σε πανελλαδικό επίπεδο με καθολική ψηφοφορία όλων των μελών με ενιαία λίστα. Με τον ίδιο τρόπο και την ίδια μέρα, σε χωριστή κάλπη, γίνεται και η εκλογή του Προέδρου του κόμματος».

4. Ο/Η πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκπροσωπεί δημόσια το κόμμα και είναι πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, εάν είναι βουλευτής. Σε περίπτωση που ο/η πρόεδρος του κόμματος δεν είναι βουλευτής, η Κοινοβουλευτική Ομάδα εκλέγει τον/την πρόεδρό της. Η απόφαση αυτή της Κ.Ο. χρειάζεται την επικύρωση της Κεντρικής Επιτροπής. Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής. Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50% +1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο.

5. Η προκήρυξη του συνεδρίου, η οργάνωση της προσυνεδριακής διαδικασίας, τα προσυνεδριακά κείμενα και το μέτρο αντιπροσώπευσης είναι αρμοδιότητες της Κεντρικής Επιτροπής».

 

3.    Το αρ 49§1 του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ (όπως είναι δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.isyriza.gr/statute) με τίτλο «Τρόπος εκλογής-λίστες» ορίζει ότι

«Η εκλογή των οργάνων και των αντιπροσώπων στα συνέδρια και στις συνδιασκέψεις γίνεται με μυστική ψηφοφορία και με ενιαίο τρόπο».

 

4.    Το αρ 50§2 του ιδίου Καταστατικού που φέρει τίτλο «Προκριματικές εκλογικές διαδικασίες»ορίζει ότι:

«Στις περιπτώσεις όπου το παρόν καταστατικό προβλέπει τη διεξαγωγή προκριματικών εκλογών για την επιλογή υποψηφίων για δημόσια αξιώματα 

[…]

Η εκλογή είναι μυστική. Οι λοιπές λεπτομέρειες της εκλογικής διαδικασίας (ποσοστό σταυροδότησης, εφαρμογή πρόσθετων ποσοστώσεων εκτός των καταστατικά προβλεπόμενων κ.λπ.) καθορίζονται με απόφαση της ΚΕ».

 

5.    Και το αρ 25§5 του ιδίου καταστατικού με τίτλο «Όροι διενέργειας δημοψηφισμάτων» ορίζει ότι:

«Εσωτερικό δημοψήφισμα μπορεί να διεξάγεται και μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του κόμματος, εφ’ όσον πληρούνται τα εχέγγυα μυστικότητας και εγκυρότητας της ψήφου».

 

γ.        Τα τρέχοντα γεγονότα[1]

Στις 07-09-2024, στην έναρξη της συνεδρίασης της κεντρικής επιτροπής ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης εξήγησε ότι καλούμαστε, είτε να γράψουμε οδικό χάρτη για το μέλλον για να απαλλάξουμε τη χώρα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ή να συνεχίσουμε μια στείρα εσωκομματική αντιπαράθεση που δεν αφορά την κοινωνία και πληγώνει τη βάση του κόμματος. «Ο ΣΥΡΙΖΑ ή αλλάζει ή βουλιάζει, αυτή είναι η αλήθεια». Τη φράση αυτή χρησιμοποίησε κατά την ομιλία του στην κρίσιμη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος του κόμματος, σχολιάζοντας τις δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών, που «έβαλαν φωτιά» στο εσωκομματικό σκηνικό.

Όπως είπε, όποτε πάω να φύγω μπροστά, με μια ριζική αλλαγή, βρίσκομαι εγκλωβισμένος από ένα σύστημα που έχει φτιαχτεί για να μην αλλάζει τίποτα, και σημείωσε την ανάγκη «να μπει τέλος στα οικόπεδα και τα οικοπεδάκια που δεν χτίζουν τίποτα παρά τα αυθαίρετα εγώ των ιδιοκτητών τους. Στη θέση τους να μπει ο ΣΥΡΙΖΑ των μελών».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του σημείωσε: «Για ποιά ενότητα μιλάμε; Για την ενότητα που έφαγε τον ιδρυτή του ΣΥΡΙΖΑ; Ή για αυτήν που θέλει να φάει πρόεδρο εκλεγμένο πριν από 11 μήνες και βαφτίζομαι διχαστικός ενώ παρέλαβα διχασμό».

Ο κ. Κασσελάκης ισχυρίστηκε πως ο ΣΥΡΙΖΑ το 2023 φοβήθηκε να πει θέλω να κυβερνήσω, θέλω να εφαρμόσω το δικό μου πρόγραμμα και άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση της ΝΔ, λέγοντας ότι «καταρρέει υπό το βάρο της αλαζονείας και των ψεμάτων».

«Να μην γίνουμε ο χρήσιμος ηλίθιος της κυβέρνησης Μητσοτάκη», τόνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και παραδέχθηκε ότι δεν περιμένει να συμφωνούν όλοι σε όλα.

Κατά των νέων εκλογών, αλλά και της αλλαγής ονόματος τάχθηκε στην τοποθέτησή του κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Νίκος Παππάς.

Απευθυνόμενος πρώτα στον πρόεδρο, Στέφανο Κασσελάκη τόνισε ότι «όταν υπάρχει φωτιά, δεν πρέπει να τη βοηθάς να φουντώνει, αλλά να σβήνει». «Εδώ υπάρχουν σύντροφοι, όχι εντελλόμενα. Αλλά και σύντροφοι, που κάνουν μεγάλα λάθη, αξιοποιώντας τη δυνατότητα του δημοσίου λόγου», είπε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας πως οι αποφάσεις τους «δεν βρήκαν χώρο στον δημόσιο λόγο», αλλά «ξεκίνησε η λαθολογία, η αίσθηση ότι πάμε να τελειώσουμε λογαριασμούς με το παρελθόν».

«Δεν βλέπω υπονομευτές ή εντελλόμενα συμφερόντων», δήλωσε ο Ν. Παππάς ενώ απηύθυνε έκκληση «στην αντίθετη άποψη να μην αποδίδουμε αλλότρια κίνητρα». «Δεν μπορούν, επίσης, να υπάρχουν και προειλημμένες αποφάσεις για διαφωνίες», εκφράζοντας την άποψη ότι δεν πρέπει να αλλάξει το όνομα του κόμματος.

 «Ζούμε την αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, οργανωτική, πολιτική αλλά και αξιακή», ανέφερε στην ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ο πρώην πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, Σωκράτη Φάμελλος.

Στην ομιλία του μεταξύ άλλων ανέφερε: «Ζούμε την κορύφωση μίας μεγάλης πολιτικής κρίσης στο κόμμα μας. Τη Δευτέρα το κόμμα μας δεν θα είναι ίδιο. Να μιλήσουμε ειλικρινά για να διασφαλίσουμε την ύπαρξή του. Αλλιώς είναι κοντά οι μέρες που δεν θα υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το σύστημα εξουσίας θα έχει πετύχει το στόχο του.

Γίνεται μεγάλη κουβέντα για ένα υποθετικό σχέδιο ρευστοποίησης και κινδύνου της αυτόνομης ύπαρξης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας; Η ρευστοποίηση στον ΣΥΡΙΖΑ έχει προηγηθεί. Τώρα ζούμε την αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ, οργανωτική, πολιτική αλλά και αξιακή».

  Αναφέρθηκε στην αντικατάστασή στην προεδρία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας: «Η εσωστρέφεια κορυφώθηκε με την αναίτια κρίση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, κατά παράβαση του κανονισμού της ΚΟ και χωρίς σύμφωνη γνώμη της ΠΓ, μία προσωπική επιλογή του προέδρου, αδικαιολόγητη, που τροφοδοτεί σενάρια σκοπιμότητας, και τελικά υπονομεύει και αποδυναμώνει τη δράση μας σε μια περίοδο που οφείλουμε να είμαστε πιο δυνατοί από ποτέ».

«Μόνη λυτρωτική λύση να πάμε σε νέες εκλογές προέδρου», ανέφερε στην ομιλία της η Όλγα Γεροβασίλη, η οποία άσκησε σκληρή κριτική στον Στέφανο Κασσελάκη, καταλογίζοντας του «αμετροέπεια και προσβολές».

Ανέφερε η κ. Γεροβασίλη στην ομιλία της: «Λάθη πολιτικής και πολιτικών σχεδιασμών συγχωρούνται, αλλά το να πορεύεσαι χωρίς ήθος και αξίες δεν συγχωρείται. Ακούμε για ενότητα, σύνθεση, υπευθυνότητα κλπ, αλλά τα εννοούμε όλα αυτά; Απειλές, διχασμό, απρέπεια, κακία ακούσαμε σήμερα από τον πρόεδρο. Ακούσαμε και προσβολές. Δεν έχουν αυτά σχέση με τις αξίες της Αριστεράς. Το νέο δεν είναι ηλικιακό. Είναι ιδεολογικό. Χωρίς τις ίδιες αξίες και χωρίς σεβασμό τίποτα δεν μπορεί να είναι νέο. Οκτακόσια "εγώ" είχε η ομιλία του προέδρου και ελάχιστα "εμείς". Αμετροέπεια να λέει ο πρόεδρος ότι έλιωσε σόλες στη χώρα έναν χρόνο, όταν εμείς έχουμε λιώσει χρόνια πολλά σόλες γι' αυτό το κόμμα και από ένα μικρό κόμμα έγινε κυβέρνηση.

Στο Συνέδριο ποτέ δεν υποχώρησα. Το Συνέδριο αποφάσισε να μην γίνουν εκλογές. Πολλά από εκείνα που είχα επισημάνει τότε ισχύουν δυστυχώς και σήμερα. Σεβάστηκα την απόφαση του Συνεδρίου και δήλωσα ότι θα δώσουμε τη μάχη των ευρωεκλογών ενωμένοι. Στο νομό μου στην Άρτα είχαμε το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα αντίθετα με πολλούς άλλους νομούς και ακούσαμε σήμερα ότι δεν κάναμε τίποτα στις εκλογές».

Νωρίτερα κείμενο αμφισβήτησης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Στέφανου Κασσελάκη που θα καταθέσουν στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος έδωσαν στην δημοσιότητα 99 μέλη του καθογηγητικού οργάνου. 

Στο κείμενο ασκούν σκληρή κριτική στον Στέφανο Κασσελάκη για τις ενέργειές του τους τελευταίους μήνες καταλογίζοντας του την ευθύνη για την εσωστρέφεια που επικρατεί στο κόμμα. Το κείμενο καταλήγει ότι "στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα" και καλεί τον κ. Κασσελάκη να πάρει την πρωτοβουλία για την προσφυγή στην κομματική βάση.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο πρόεδρος του κόμματος, Στέφανος Κασσελάκης, οφείλει επιτέλους να αναλάβει την ευθύνη και να προκηρύξει εκλογές Προέδρου. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

Κατόπιν τούτου είναι ανοικτό εάν οι 99 στην περίπτωση που δεν δεχθεί ο κ. Κασσελάκης την πρόταση τους καταθέσουν πρόταση μομφής στην συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής.

Στους υπογράφοντες είναι και οι βουλευτές Όλγα Γεροβασίλη, Κατερίνα Νοτοπούλου, Συμεών Κεδίκογλου, Διονύσης Καλαματιανός. Σημειώνεται ότι παρόμοια πρόθεση έχει εκφράσει και ο Παύλος Πολάκης με δικό του σκεπτικό που δεν ταυτίζεται με τους 99.

Επί της διαδικασίας για την κρίση επί της πρότασης μομφής, η Κεντρική Επιτροπή, με ψηφοφορία αποφάσισε ότι η ψηφοφορία θα γίνει τελικά με κάλπη την Κυριακή από τις 10:00 έως τις 13:00. Η πρόταση για μυστική ψηφοφορία πέρασε με 122 έναντι 90 που ζητούσε ονομαστική. Συνολικά παρόντα ήταν 212 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής[2].

 

δ.       Εν προκειμένω, επί της διαδικασίας σε σχέση με το Καταστατικό 

Αναγκαίο προαπαιτούμενο για την κατάφαση της εγκυρότητας των όποιων συλλογικών οργανικών πολιτικών πρωτοβουλιών ή εξελίξεων είναι η νομική τους υπόσταση και η νομική τους βασιμότητα, νοούμενης ως τέτοιας της άντλησης της νομιμοποίησής τους από το Καταστατικό του Κόμματος και τις διατάξεις του.

Κατ’ αρχάς, οι παράγραφοι 4 και 5 του αρ 20 του Καταστατικού ορίζουν ότι: «4… Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής. Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50% +1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο.

5. Η προκήρυξη του συνεδρίου, η οργάνωση της προσυνεδριακής διαδικασίας, τα προσυνεδριακά κείμενα και το μέτρο αντιπροσώπευσης είναι αρμοδιότητες της Κεντρικής Επιτροπής».

Από τις παραπάνω διατάξεις του Καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει ότι δεν ρυθμίζεται ειδικά και συγκεκριμένα:

(α) ούτε η αρμοδιότητα ή το τεκμήριο αρμοδιότητας της Κεντρικής Επιτροπής, να αποφασίζει για την ακολουθητέα διαδικασία επί τυχόν πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης (έτσι την αναφέρει το κείμενο του Καταστατικού, βλ αρ 20§4 και όχι «πρόταση μομφής», όπως διαδίδεται από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας αλλά και τα στελέχη του Κόμματος), και

(β) ούτε in concreto η ακολουθητέα διαδικασία με την οποία η Κεντρική Επιτροπή αποφασίζει επί της πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης (έτσι την αναφέρει το κείμενο του Καταστατικού, βλ αρ 20§4 και όχι «πρόταση μομφής», όπως διαδίδεται από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας αλλά και τα στελέχη του Κόμματος). 

 

Εκκινώντας από το δεύτερο ζήτημα, με μια ανάγνωση του αρ 20§4 του Καταστατικού, που ορίζει ότι «Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50% +1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο» διαπιστώνεται ότι:

- Η Κεντρική Επιτροπή μπορεί να άρει την εμπιστοσύνη της στον Πρόεδρο.

Η διάταξη εμφανίζει εκτιμητέα παραδοξότητα, καθόσον εκ του αρ 20§3 του Καταστατικού ορίζεται ότι ο Πρόεδρος εκλέγεται σε πανελλαδικό επίπεδο με καθολική ψηφοφορία όλων των μελών, με ενιαία λίστα και σε χωριστή κάλπη από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Συνεπώς, ο Πρόεδρος απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των μελών, ως διακριτό ατομικό όργανο του κόμματος. Δεν αποτελεί μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής, ουδέ το Καταστατικό προβλέπει δόση ψήφου εμπιστοσύνης στον Πρόεδρο, από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, ώστε να νοείται η εκ των υστέρων άρση της -μηδέποτε!- δοθείσας εμπιστοσύνης. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω δεν σχολιάζεται το εύστοχο ή μη των καταστατικών διατάξεων. Ειρήσθω εν παρόδω επισημαίνεται η λειτουργική αστοχία των καταστατικών προβλέψεων, οπότε το συγκεκριμένο ζήτημα αφήνεται να διευθετηθεί από το έχων την αρμοδιότητα τακτικό Συνέδριο, κρατώντας μόνο το δικαίωμα άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής προς τον πρόεδρο.

- Προϋπόθεση για την άρση της εμπιστοσύνης είναι η απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Κεντρικής Επιτροπής (50%+1 μέλος).

Το Καταστατικό ορίζει ως προϋπόθεση την άρση της εμπιστοσύνης από το 50%+1 μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ώστε γενόμενης δεκτής της πρότασης να προκηρυχθεί έκτακτο συνέδριο.

Δεν προσδιορίζει, όμως, εάν το 50%+1 αποτελεί προϋπόθεση για την κατάθεση ή και τη συζήτηση της προτάσεως ή, αντιθέτως, εάν η πρόταση μπορεί να υπογράφεται από οποιοδήποτε αριθμό μελών, αλλά θα πρέπει να τύχει της αποδοχής από το 50%+1[3]. Όπως και δεν προσδιορίζει με ποια διαδικασία καταγράφεται και πιστοποιείται το ποσοτικό κριτήριο του 50%+1. Με μυστική ή φανερή ψηφοφορία; Με ενιαία ή με χωριστές λίστες;  

 

Παρεμπιπτόντως, εντύπωση προκαλεί, ότι οι διαφωνήσαντες επέλεξαν να κινηθούν με τη διάταξη του αρ 20§4 του Καταστατικού, και όχι με τη διάταξη του αρ 21§2 του Καταστατικού και τούτο διότι, ναι μεν οι δυο διατάξεις επί της ουσίας τάσσουν τις ίδιες προϋποθέσεις (πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής) και το ίδιο αποτέλεσμα (προσφυγή σε έκτακτο συνέδριο) με συνέπεια να αλληλοκαλύπτονται κατ’ αποτέλεσμα, πλην όμως, η διάταξη του αρ 20§4 δεν τάσσει την χρονική προθεσμία του αρ 21§3 του Καταστατικού (σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου εντός 3 μηνών) ούτε και παραπέμπει σε αυτήν, και τούτο, διότι εν προκειμένω, δεν τέθηκε αίτημα σύγκλησης εκτάκτου συνεδρίου αλλά τέθηκε διακριτή πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης, η οποία, ναι μεν άγει στο ίδιο αποτέλεσμα (έκτακτο συνέδριο), πλην όμως, χωρίς τον προσδιορισμό της προθεσμίας των τριών μηνών. 

Και αφενός μεν, βασιμά πιθανολογείται ότι τα κίνητρα όσων ισχυρίζονται ότι ήραν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η ξεκάθαρη πολιτική στόχευσή του, ως υπαιτίου όλων, όσα του καταλογίζουν, εξ ου και η υιοθέτηση ορολογίας («πρόταση μομφής») που δεν γνωρίζει το Καταστατικό, αφετέρου όμως, δεν μπορεί να παροράται, ότι με την επιλογή τους ανέλαβαν τον κίνδυνο μακρόχρονης εσωκομματικής διαμάχης, ελλείψει σαφούς καταστατικής προθεσμίας, για την προκήρυξη εκτάκτου συνεδρίου, στην εν λόγω περίπτωση.    

Προς άρση του αδιεξόδου, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, είτε ότι και το έκτακτο συνέδριο θα πρέπει κατ’ αναλογία να γίνει εντός της ιδίας προθεσμίας του αρ 21§3 (δηλαδή, εντός 3 μηνών), είτε ότι αναζητάται το όργανο με την αποφασιστική αρμοδιότητα να αποφανθεί επί των προκυψάντων ζητημάτων. 

Κι έτσι, φτάνουμε στο πρώτο ζήτημα που ετέθη παραπάνω: 

Ποιο όργανο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα να αποφασίζει για για όλα αυτά τα ζητήματα; 

 

Ως προς το πρώτο ζήτημα (αρμοδιότητα ή τεκμήριο αρμοδιότητας της Κεντρικής Επιτροπής, να αποφασίζει για την ακολουθητέα διαδικασία επί τυχόν πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης) λεκτέα τα κάτωθι:

Δεν θα μπορούσε να ανακύψει αυτή η διάσταση του προβλήματος, είτε εάν η Κεντρική Επιτροπή είχε την καταστατική αρμοδιότητα, είτε εάν το Καταστατικό του Κόμματος ίδρυε τεκμήριο αρμοδιότητας της Κεντρικής Επιτροπής να αποφασίζει για κάθε ζήτημα, που δεν προβλέπεται ειδικά στο Καταστατικό, με την τυχόν πλειοψηφία που θα είχε επιλέξει το Συνέδριο ή έστω, να αποφασίζει την ακολουθητέα διαδικασία επί τυχόν πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου.

 

-              Τι είναι, όμως, το τεκμήριο αρμοδιότητας;

Το τεκμήριο αρμοδιότητας εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η νομοθεσία (εν προκειμένω, το Καταστατικό) δεν ορίζει ρητά ποιο όργανο είναι αρμόδιο. Σε αυτή την περίπτωση, η αρμοδιότητα «τεκμαίρεται» ότι ανήκει στο όργανο που έχει την πιο άμεση ή γενική σχέση με το ζήτημα.

Συναντώνται πλείστες περιπτώσεις εφαρμογής του τεκμηρίου αρμοδιότητας, όπως:

-           Στη Δημόσια Διοίκηση:

Στη δημόσια διοίκηση, το τεκμήριο αρμοδιότητας συνήθως σημαίνει ότι, αν δεν υπάρχει σαφής νομοθετική διάταξη, η αρμοδιότητα ανήκει στο γενικότερο ή ανώτερο διοικητικό όργανο. Για παράδειγμα, εάν δεν ορίζεται ποια υπηρεσία είναι αρμόδια για την επίλυση ενός διοικητικού θέματος, τότε η αρμοδιότητα μπορεί να ανήκει στο κεντρικό διοικητικό όργανο ή στον υπουργό. Στο Ελληνικό Δίκαιο το τεκμήριο νομοθετικής αρμοδιότητας το έχει η Βουλή των Ελλήνων (αρ 70 Συντάγματος), το τεκμήριο διοίκησης τοπικών υποθέσεων το έχουν οι ΟΤΑ (αρ 102 Συντάγματος) κλπ.

-           Δικαστική Εξουσία:

Το τεκμήριο αρμοδιότητας λειτουργεί ως εργαλείο για τον καθορισμό του δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία να εκδικάσει μια υπόθεση. Αν η νομοθεσία δεν προσδιορίζει ρητά τη δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου, το τεκμήριο μπορεί να δίνει την αρμοδιότητα στο γενικότερο δικαστήριο ή στο δικαστήριο πρώτης βαθμίδας (πχ τεκμήριο αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, αρ 683§1 ΚΠολΔ).

-           Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο:

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τεκμήριο αρμοδιότητας μπορεί να λειτουργεί υπέρ των κρατών-μελών, όταν η αρμοδιότητα δεν έχει μεταβιβαστεί ρητά στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τις Συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα σε θέματα που δεν έχουν σαφώς μεταφερθεί στην ΕΕ (βλ αρ 2, 3, 4 και 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, τις Αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ, τις συντρέχουσες αρμοδιότητες της ΕΕ και τις υποστηρικτικές αρμοδιότητες της ΕΕ).

Το τεκμήριο αρμοδιότητας είναι σημαντικό, γιατί συμβάλλει στην αποφυγή συγκρούσεων αρμοδιότητας μεταξύ διαφόρων οργάνων και ενισχύει την ομαλή λειτουργία του κράτους και των θεσμών. Ωστόσο, μπορεί να προκαλέσει αντιπαραθέσεις όταν υπάρχει διχογνωμία σχετικά με την ερμηνεία του.

 

Εν προκειμένω, από το κείμενο του Καταστατικού προκύπτει ότι η Κεντρική Επιτροπή δεν έχει την καταστατική αρμοδιότητα, να αποφασίζει και μάλιστα, για κάθε ζήτημα, που δεν προβλέπεται ειδικά στο Καταστατικό, με την τυχόν πλειοψηφία που θα είχε ορίσει στο Καταστατικό το Συνέδριο ή έστω, να αποφασίζει την ακολουθητέα διαδικασία, επί τυχόν πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου.

Ούτε το Καταστατικό του Κόμματος ιδρύει τεκμήριο αρμοδιότητας της Κεντρικής Επιτροπής να αποφασίζει και μάλιστα, για κάθε ζήτημα, που δεν προβλέπεται ειδικά στο Καταστατικό, με την τυχόν πλειοψηφία που θα είχε ορίσει στο Καταστατικό το Συνέδριο ή έστω, να αποφασίζει την ακολουθητέα διαδικασία επί τυχόν πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου.

Και ναι μεν το αρ 16 του Καταστατικού ορίζει ότι «Η Κεντρική Επιτροπή αποτελεί το ανώτερο πολιτικό όργανο» (αρ 16§1 εδαφ 1) του κόμματος και συγκεκριμένα, είναι ένα πολυπρόσωπο διαρκές πολιτικό όργανο, με θητεία 3 ετών (εφόσον το Συνέδριο εγκρίνει τις υποψηφιότητες για την Κεντρική Επιτροπή -βλ αρ 20§2- τούτο σημαίνει ότι οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών της μπορούν να γίνουν μόνο μετά από έγκριση του Συνεδρίου που γίνεται κάθε τρία χρόνια, βλ αρ 20§1), πλην όμως, προκύπτει ότι είναι όργανο εκτελεστικό των αποφάσεων του Συνεδρίου (αρ 16§1 εδαφ 2), έχει συγκεκριμένες αποφασιστικές αρμοδιότητες[4], που αφορούν τη λειτουργία του οργανισμού του ΣΥΡΙΖΑ αλλά είναι μη κρίσιμες και μη εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, όπως αυτές προσδιορίζονται κυρίως στο αρ 16 του Καταστατικού (και διάσπαρτα σε άλλες διατάξεις) και τέλος, έχει συγκεκριμένες οργανωτικές αρμοδιότητες (όπως πχ την προκήρυξη του συνεδρίου, την οργάνωση της προσυνεδριακής διαδικασίας, τα προσυνεδριακά κείμενα και το μέτρο αντιπροσώπευσης, βλ αρ 20§5).

Από το σύνολο των διατάξεων του Καταστατικού, δεν απονέμεται στην Κεντρική Επιτροπή αρμοδιότητα ή τεκμήριο αρμοδιότηταςνα αποφασίζει για την ακολουθητέα διαδικασία επί τυχόν πρότασης άρσης της εμπιστοσύνης.

 

Εντούτοις, υπάρχουν σαφείς αποφάσεις του Συνεδρίου, οι οποίες έγιναν διατάξεις του Καταστατικού και αναδεικνύουν τα κριτήρια της εφαρμογής συγκεκριμένων, κατά περίπτωση, ακολουθητέων διαδικασιών. 

Έτσι, βλέπουμε ότι, στις περιπτώσεις που το Συνέδριο ήθελε, όρισε ρητά ότι η ψηφοφορία θα είναι μυστική. Επί παραδείγματι, στο αρ 49§1 ορίστηκε σαφώς ότι η εκλογή των οργάνων και των αντιπροσώπων στα συνέδρια και στις συνδιασκέψεις γίνεται με μυστική ψηφοφορία και με ενιαίο τρόπο. Στην παρ 3 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι «Το κόμμα ενθαρρύνει την ενιαία λίστα στις διαδικασίες εκλογής» και στην παρ 4 ορίστηκε ότι «Η εκλογή με χωριστά ψηφοδέλτια (λίστες) επιτρέπεται στις περιπτώσεις όπου το αργότερο ως την έναρξη του εσωκομματικού διαλόγου στο αντίστοιχο επίπεδο (συνέδριο, νομαρχιακή συνδιάσκεψη, εκλογοαπολογιστική συνέλευση ΟΜ) έχει κατατεθεί διακριτό κείμενο πολιτικών θέσεων (πλατφόρμα), είτε αντιπαραθετικά είτε συμπληρωματικά προς την εισήγηση». Αντιστοίχως, στο αρ 50§2 ορίστηκε ότι η ψήφος στις προκριματικές εκλογές είναι μυστική. 

Απεναντίας, δεν ορίστηκαν προϋποθέσεις μυστικότητας, ούτε για την κατ’ εξαίρεση σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής (αρ 16§7), ούτε για την πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου, που τίθεται στο πλαίσιο λειτουργίας της Κεντρικής Επιτροπής.

Σε σχέση με το όλο πνεύμα που φαίνεται να διαπνέει το Καταστατικό η συγκεκριμένη επιλογή είναι εύλογη: 

Στις διαδικασίες εκλογής οργάνων και μάλιστα, σε συγκεκριμένα επίπεδα εσωκομματικού διαλόγου, το Καταστατικό καθορίζει (σχεδόν εξαντλητικά) την διαδικασία και κατοχυρώνει τη μυστικότητα της ψηφοφορίας.

Όμως η πρόταση άρσης της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου δεν είναι διαδικασία εκλογής οργάνου και επομένως, δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη πρόβλεψη μυστικότητας. Δεν είναι ούτε και μπορεί να λογιστεί προκριματική εκλογή, εφόσον και δεκτή γενόμενη, θα άγει σε προκήρυξη εκτάκτου συνεδρίου και δεν θα προκρίνει υποψηφιότητα κανενός προσώπου για κανένα όργανο. 

Κατόπιν τούτων, και κατ’ αντιστοιχία προς ό,τι ισχύει σε πολιτειακό επίπεδο[5], βάσιμα μπορεί να υποστηριχτεί ότι η διαδικασία έγκρισης ή απόρριψης της πρότασης άρσης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου, ως διαδικασία έχυσα πολιτικά χαρακτηριστικά, διενεργείται με φανερή ψηφοφορία, εφόσον δεν ορίζεται άλλως στο Καταστατικό.

Εξάλλου και εξ αντιδιαστολής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι η διαδικασία έγκρισης ή απόρριψης της πρότασης άρσης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Προέδρου μπορεί να διενεργηθεί και με μυστική ψηφοφορία, παρόλη την έλλειψη σχετικής πρόβλεψης στο Καταστατικό, τούτο, θα αναδείκνυε προβληματικό έλλειμμα του Καταστατικού, εφόσον στερεί από την τυχόν μειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής (πολλώ δε μάλλον από τον φερόμενο ως υπαίτιο, για όλα όσα του καταλογίζονται, Πρόεδρο) το δικαίωμα να ζητήσει την διεξαγωγή φανερής ψηφοφορίας, έστω και υπό την προϋπόθεση, ότι το αντίστοιχο αίτημα (ήτοι, το αίτημα για τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας) υποβάλλεται από συγκεκριμένο αριθμό μελών της Κεντρικής Επιτροπής, κατ’ αναλογία, επίσης, προς τα πολιτειακά ισχύοντα[6].

 

ε.        Επί της ουσίας και εν κατακλείδι

Το αρ 16 παρ 13 του Καταστατικού ορίζει ότι για όλα τα σημαντικά ζητήματα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ γίνεται συζήτηση και λαμβάνονται αποφάσεις από τα μέλη του Κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή, με εισηγήσεις της, τα θέτει στις ΟΜ, οι οποίες τα συζητούν στις συνελεύσεις τους και αποφασίζουν με ψηφοφορία.

Εν προκειμένω, στο κείμενο της πρότασης μομφής εντοπίζεται το παρακάτω απόσπασμα:

«Με ευθύνη του Προέδρου ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ανοικτό στην κοινωνία και πόλο προοδευτικής διακυβέρνησης, μετατρέπεται σε ένα κόμμα καρικατούρα με δεξιές αποχρώσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με ευθύνη του Προέδρου δεν επιτελεί τον συνταγματικό του ρόλο που είναι η άσκηση δομικής αντιπολίτευσης και η δημιουργία εναλλακτικού πόλου προοδευτικής διακυβέρνησης.

Γιατί ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την απόφαση του τέταρτου Συνεδρίου που μιλάει για κοινή εκλογική συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων. Οι εκφράσεις του περί συνεργασίας κουρελού ή συνεργασία της διαπλοκής τον καθιστούν πρόσωπο που δεν μπορεί να υπηρετήσει την απόφαση αυτή στα πλαίσια της ευρύτερης ανασύνθεσης των προοδευτικών δυνάμεων». 

Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο των αποφάσεων του 4ου συνεδρίου[7] αναδεικνύει μια σειρά από προβλήματα ουσίας στην παραπάνω τοποθέτηση. Ειδικότερα, η πολιτική απόφαση του 4ουσυνεδρίου αναφέρει επί λέξει ότι:

«Το Συνέδριό μας συνδυάζεται ιδεολογικά και προγραμματικά με την προετοιμασία μας για τη μάχη των Ευρωεκλογών του Ιουνίου 2024, που είναι ίσως οι πιο κρίσιμες των τελευταίων δεκαετιών, λόγω των πολλών κρίσεων, με τις οποίες η Ευρώπη ως σύνολο και ειδικότερα η Ε.Ε., είναι αντιμέτωπη και την διευρυνόμενη αποστασιοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών από το σημερινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα των μεγάλων ανισοτήτων, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο, αλλά και της απουσίας στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε., που ανέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία και τη Γάζα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θα δώσει τη μάχη αυτή εμμένοντας ότι η θέση και το μέλλον της Ελλάδας είναι μέσα σε μια ενωμένη Ευρώπη των λαών και των πολιτών της, ικανή να προστατεύσει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και να πρωταγωνιστήσει τόσο στην πανευρωπαϊκή συνεργασία, όσο και στην παγκόσμια, ως αυτόνομος πόλος ειρήνης, σταθερότητας και κοινής ευημερίας. Η ριζική αλλαγή πορείας της Ε.Ε. σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς και της εθνικιστικής Ακροδεξιάς, που πρέπει να ηττηθούν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Αντιθέτως, ενισχυμένες πρέπει να βγουν οι δυνάμεις της  ευρωπαϊκής Αριστεράς και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, των οποίων η συμπόρευση απαιτείται, ώστε να υπάρξει εναλλακτική πρόταση πραγματικής σύγκλισης και αλληλεγγύης, μακριά από ανεδαφικές αντιλήψεις για Ευρώπη φρούριο, πολύ περισσότερο που το σύνορο της Ε.Ε. με τον αναπτυγμένο κόσμο είναι η Μεσόγειος.

[…]

Αποτελεί καθήκον των προοδευτικών δυνάμεων να δοθεί μια πολυεπίπεδη μάχη, ώστε να αναδειχθεί το όραμα και ο στόχος μιας άλλης, κοινωνικά δίκαιης και αλληλέγγυας Ευρώπης, με περισσότερη Δημοκρατία, δικαιοσύνη, ελευθερίες και δικαιώματα.

Σε αυτή τη μάχη, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία,  ως το μεγαλύτερο κόμμα του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα, κι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και να συμβάλει ως μια γέφυρα συνεργασίας και συμπόρευσης των αριστερών, σοσιαλιστικών και πράσινων δυνάμεων».

Από την αντιπαραβολή της πολιτικής απόφασης του 4ου Συνεδρίου με το κείμενο της «πρότασης μομφής» προκύπτει, ότι το κείμενο της εν λόγω πρότασης εκκινεί από ψευδείς πολιτικές θέσεις, που δεν αποτέλεσαν ποτέ αποφάσεις του 4ου συνεδρίου και οι οποίες συνιστούν, παραλλήλως, σημαντικά ζητήματα πολιτικής, όπως το ότι οι υπογράψαντες ζητούν επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει απλός πόλος (βλ πρόταση μομφής) και όχι ο πρωταγωνιστής (βλ πολιτική απόφαση 4ου συνεδρίου), όχι της προοδευτικής διακυβέρνησης (βλ πρόταση μομφής) αλλά της πραγματικής σύγκλισης και αλληλεγγύης (βλ απόφαση 4ου συνεδρίου), που απαιτείται (βλ απόφαση 4ουσυνεδρίου) αλλά δεν εξαρτάται μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ (βλ πρόταση μομφής). Όπως και εκτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ασκεί δομική αντιπολίτευση (εντύπωση προκαλεί ότι το κείμενο το υπέγραψαν και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι στις εκλογικές τους περιφέρειες διατρανώνουν ότι κάνουν ότι καλύτερο μπορούν σαν αντιπολίτευση). Όπως και τίθεται το ζήτημα της ιδεολογικής τοποθέτησης του ΣΥΡΙΖΑ εγγύτερα σε δεξιές αποχρώσεις.

Αυτά είναι σημαντικά ζητήματα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τα οποία, σύμφωνα με το αρ 16 παρ 13 του Καταστατικού έπρεπε να γίνει συζήτηση και να ληφθούν αποφάσεις από τα μέλη του Κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή, με εισηγήσεις της, όφειλε να τα θέτει στις Οργανώσεις Μελών, οι οποίες έπρεπε να τα συζητήσουν στις συνελεύσεις τους και να αποφασίσουν με ψηφοφορία.

Εντούτοις, η Κεντρική Επιτροπή φαίνεται ότι δεν δίστασε να παραβιάσει το Καταστατικό, αντιποιήθηκε τον Καταστατικό ρόλο των Οργανώσεων Μελών, αντιποιήθηκε την αποφασιστική αρμοδιότητα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που τους αποδόθηκε από το Καταστατικό και αποφάσισε να θέσει και να συζητήσει στους κόλπους της, υπό τους δικούς της όρους, και πάντως, αναρμοδίως και κατά παράβαση του αρ 16 παρ 13 του Καταστατικού και τα παραπάνω θέματα. Αποπειράται δε, δια της ψηφοφορίας που όρισε, να αποφασίσει κι επί των ως άνω θεμάτων, αγνοώντας επιδεικτικά ότι, με το ως άνω  περιεχόμενο, η φερόμενη ως «πρόταση μομφής» δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο των αρμοδιοτήτων της.

Είναι, μάλλον, αποκρουστικό το θέαμα τέτοιου καταστατικού κανιβαλισμού.  



[1] Το ιστορικό που τέθηκε παραπάνω δημοσιεύτηκε από το euronews στη διεύθυνση https://gr.euronews.com/2024/09/07/syriza-100-meli-tis-kentrikis-epitropis-amfisbitoun-ton-stefano-kasselaki

 

[2] Βλ ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Η ΑΥΓΗ» στη διεύθυνση https://www.avgi.gr/politiki/492737_tin-kyriaki-proi-me-kalpi-i-psifoforia-gia-tin-protasi-momfis

[3] Αντίστοιχη πρόβλεψη εντοπίζεται στο αρ 142§1 του Κανονισμού της Βουλής που ορίζει ότι «H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να υπογράφεται από τo ένα έκτο (1/6) τουλάχιστον των Βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα oπoία θα διεξαχθεί η συζήτηση».

[4] Ενδεικτικά αναφέρω ότι στις αποφασιστικές αρμοδιότητες της Κεντρικής Επιτροπής είναι να ιδρύει εδαφικές ή κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές ΟΜ και να αποφασίζει την κατάργησή τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει Νομαρχιακή Επιτροπή, που έχει την κατ’ αρχήν αρμοδιότητα για να λάβει τη σχετική απόφαση (βλ αρ 10), στο βαθμό και στο μέτρο που αναδεικνύει τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας και το Γραμματέα της (βλ αρ 16§1 εδαφ 3), εκλέγει από όλα τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ τους συνέδρους για το συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ, βλ αρ 16§4) ή με σύνθετη ενέργεια, μετά από εισήγηση του/της Γραμματέα της, ορίζει το Οργανωτικό Γραφείο, μαζί με τον/την Συντονιστή/τρια και τον/την Αναπληρωτή/τρια Συντονιστή/τρια του (αρ 17§1) κλπ.

[5] Βλ αρ 70 § 2 του Κανονισμού της Βουλής, που ορίζει ότι «2. Η ψηφοφορία είναι φανερή ή μυστική. Αν το Σύνταγμα ή ο Κανονισμός δεν προβλέπουν ρητά το αντίθετο, η ψηφοφορία είναι φανερή».

[6] Βλ αρ 72§1 Κανονισμού της Βουλής που ορίζει ότι: «1. Η ψηφοφορία με ονομαστική κλήση διεξάγεται: α) όταν υποβληθεί αίτηση, που υπογράφεται από το ένα εικοστό (1/20) του όλου αριθμού των βουλευτών».

de jure app