Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Είναι παράνομη η απόρριψη ανακοπής λόγω αοριστίας;

Διευκρινίζω ότι η παρούσα ανάρτηση δεν έχει (ακόμα) ποινικό σκέλος. 

Αυτό τον καιρό πραγματεύομαι το περιεχόμενο της σχετικής μήνυσης, οπότε, όταν το ολοκληρώσω θα το αναρτήσω προς γνώση των δανειοληπτών, ώστε να μπορούν να καταθέτουν μηνύσεις κατά δικαστών που απορρίπτουν ανακοπές (ή και μεμονωμένους λόγους ανακοπής) λόγω αοριστίας και απορρίπτουν την επέκταση του δεδικασμένου των αποφάσεων επί Συλλογικών Αγωγών στις ατομικές δίκες των καταναλωτών.

Το αστικό σκέλος, που αποδεικνύει ως μη νόμιμη την αποδοχή της ένστασης αοριστίας και την εντεύθεν απαγγελία της σε απόφαση ανακοπής που ασκεί καταναλωτής κατά διαταγής πληρωμής τράπεζας, έχει ως εξής:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΕ

Β. Οι ειδικές δικαιοδοτικές και δικονομικές υποχρεώσεις του Δικαστηρίου, όπως απορρέουν από το δεδικασμένο του ΔΕΕ 
Κατ’ αρχάς παρατηρητέο τυγχάνει ότι η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ δεν εισάγει μόνο διατάξεις ουσιαστικού αλλά και δικονομικού δικαίου. Και ως προς τα δυο σκέλη, το δίκαιο που τίθεται είναι αναγκαστικό και υπερνομοθετικής ισχύος, κατά το αρ 28 Σ, κατ’ εκδήλωση της αρχής της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του Εθνικού Δικαίου.
Ως προς το δικονομικό σκέλος, η υποχρέωση των εθνικών Δικαστηρίων να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως υπόψη τους τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε προδιατυπωμένη σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, δεν αποτελεί ένα αόριστο ευχολόγιο και δεν προσδιορίζει μια αόριστη δικαιοδοτική δυνατότητα των εθνικών Δικαστηρίων.
Απεναντίας, από την παραπάνω Οδηγία αμέσου εφαρμογής απορρέει ειδική δικονομική υποχρέωση, αφού όπως έκρινε το Δικαστήριο (ΔΕΕ, με την σκέψη 77 της από 21-04-2016 απόφασής του στην υπόθεση C-377/14 Ernst Georg Radlinger, Helena Radlingerová κατά Finway a.s.)
77      Εν προκειμένω, αφενός, η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών και της παρουσίας υποχρεωτικών πληροφοριακών στοιχείων σε σύμβαση πίστωσης συνιστά δικονομικό κανόνα που δεσμεύει όχι τους ιδιώτες αλλά τα δικαιοδοτικά όργανα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionová, C‑34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 67, καθώς και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Μάλιστα, το ανώτατο Δικαστήριο της ΕΕ ερμηνεύει τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στο πλαίσιο κάθε εθνικής δικονομικής διαδικασίας, καταλήγοντας ότι οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες και οι δικονομικές ιδιαιτερότητες της κάθε ένδικης διαδικασίας δεν είναι -ή πάντως, δεν πρέπει να είναι- στοιχεία ικανά για να υποβαθμίσουν την προστασία των καταναλωτών.
Υπό το πρίσμα αυτό, διατύπωσε τις σκέψεις 52 και 53 στην από 10-09-2014 απόφασή του στην υπόθεση C-34/13, σύμφωνα με τις οποίες

52    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι κάθε περίπτωση κατά την οποία τίθεται το ζήτημα εάν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διατάξεως στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της εξελίξεως και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων (απόφαση Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León, C‑413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
53    Περαιτέρω, τα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ένδικης διαδικασίας η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορούν να αποτελούν στοιχείο δυνάμενο να θίξει την έννομη προστασία της οποίας πρέπει να απολαύει ο καταναλωτής δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 93/13 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Aziz, EU:C:2013:164, σκέψη 62).

Έτσι, ως προς το δικονομικό σκέλος το ΔΕΕ απεφάνθη (επί των δύο προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-537/12 και επί των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-116/13) ότι

38    Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία αρμόζει να εξετασθούν από κοινού, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αν η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι προσκρούει σε αυτήν νομοθεσία κράτους μέλους, όπως αυτή των κυρίων δικών, η οποία δεν παρέχει την εξουσία στο δικαστήριο εκτελέσεως, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, ούτε να εξετάζει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης στη σύμβαση από την οποία προκύπτει η οφειλή της οποίας ζητείται η εξόφληση και στην οποία στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος, ούτε να λαμβάνει προσωρινά μέτρα διασφαλίζοντα την πλήρη αποτελεσματικότητα της οριστικής αποφάσεως του δικαστηρίου της αντίστοιχης επί της ουσίας διαδικασίας, το οποίο είναι αρμόδιο να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής.
39    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Aziz, σκέψη 44).
40    Ακριβώς επειδή οι καταναλωτές βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται για επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη, η οποία τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (προπαρατεθείσα απόφαση Aziz, σκέψη 45).
41    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και, πράττοντας τούτο, να αίρει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ανισότητα, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (προπαρατεθείσα απόφαση Aziz, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
42    Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι προσκρούει σε αυτήν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν παρέχει στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας ή σε κάθε στάση της δίκης, και μολονότι διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί επιτοκίου υπερημερίας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, στην περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος δεν έχει ασκήσει ανακοπή (απόφαση Banco Español de Crédito, προπαρατεθείσα, σκέψη 57).
43    Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στη σκέψη 64 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Aziz, η οδηγία αυτή έχει την έννοια ότι αποκλείει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, ενώ δεν προβλέπει στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως λόγους ανακοπής αντλούμενους από τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση του εκτελεστού τίτλου, δεν παρέχει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας, τη δυνατότητα λήψεως προσωρινών μέτρων, μεταξύ των οποίων, της αναστολής της εν λόγω διαδικασίας εκτελέσεως, όταν η λήψη των μέτρων αυτών είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της οριστικής αποφάσεώς του.

Δηλαδή, το ΔΕΕ, κατά την πάγια νομολογία του, όχι μόνο διατυπώνει την εύλογη διαπίστωση, ότι ένα ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας των καταναλωτών, εξοπλισμένο με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, δεν μπορεί να στέκεται μόνο στην αφηρημένη υποχρέωση διαπίστωσης της καταχρηστικότητας συμβατικών ρητρών, οι οποίες φέρονται να συνομολογήθηκαν μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, από τα εθνικά Δικαστήρια, όχι μόνο καθιερώνει πρόσθετη ειδική δικαιοδοτική υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων, να διαπιστώνουν ακόμα και αυτεπαγγέλτως την καταχρηστικότητα ρητρών που συνήφθησαν μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή, παρέχοντας πρόσθετη, πλην όμως αποτελεσματική προστασία στον καταναλωτή[1], έστω κι αν αυτή δεν προβλέπεται από αντίστοιχο κανόνα του εθνικού δικαίου[2] αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.
Διατυπώνει την άποψη, ότι η προστασία του καταναλωτή δεν μπορεί να αποδυναμώνεται από δικονομικούς περιορισμούς του κάθε κράτους-μέλους, οι οποίοι, ακόμα κι αν έχουν τεθεί, εφόσον καταλήγουν να αποστερούν τον καταναλωτή από την προστασία που ο τελευταίος θα έπρεπε να έχει, παρίστανται ως αντικείμενοι σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, κι ως εκ τούτου θα πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστοι, εν προκειμένω ως αντισυνταγματικοί.
Μάλιστα, ορίζει ότι για να ανταποκριθεί το εκάστοτε εθνικό Δικαστήριο στο ειδικό δικονομικό και δικαιοδοτικό του καθήκον, απαιτείται ενέργεια εκ μέρους του. Έτσι, το εθνικό Δικαστήριο οφείλει να πράξει οτιδήποτε, ώστε να αποκαταστήσει τη συμβατική ισορροπία των μερών.
Οι υποχρεώσεις θετικών παρεμβάσεων των εθνικών δικαστηρίων διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, και στις σκέψεις 52 και 53 της από 21-04-2016 απόφασης του ΔΕΕ επί της υπόθεσης C-377/14 (Ernst Georg Radlinger, Helena Radlingerová κατά Finway a.s)

52     Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, πράττοντας τούτο, να αίρει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ανισότητα, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary, C‑32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
53     Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προς εξασφάλιση της επιδιωκόμενης από την εν λόγω οδηγία προστασίας, η ως άνω κατάσταση ανισότητας μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση, και συγκεκριμένα παρέμβαση του εθνικού δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pohotovosť, C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Και ναι μεν το ΔΕΕ δεν ορίζει στην συγκεκριμένη απόφαση, σε τι ακριβώς συνίσταται η «θετική παρέμβαση», πλην όμως, τούτο έχει απαντηθεί ήδη σε παρελθόντα χρόνο, καθώς έχει κριθεί στην υπόθεση C-472/11 (Banif Plus Bank Zrt κατά Csaba Csipai, Viktória Csipai) ότι

27    Ως προς την υποχρέωση διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας της προστασίας που προβλέπει η οδηγία όσον αφορά τις συνέπειες μιας καταχρηστικής ρήτρας, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να συναγάγει όλες τις συνέπειες που, κατά το εθνικό του δίκαιο, απορρέουν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής δεν θα δεσμεύεται από αυτήν (προμνημονευθείσα απόφαση Asturcom Telecomunicaciones, σκέψη 59). Το Δικαστήριο διευκρίνισε, πάντως, ότι ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει, δυνάμει της οδηγίας, να μην εφαρμόσει την επίδικη ρήτρα εάν ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί από τον εν λόγω δικαστή, δεν προτίθεται να προβάλει τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό της χαρακτήρα (βλ. προμνημονευθείσα απόφαση Pannon GSM, σκέψεις 33 και 35).
28    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι για την πλήρη αποτελεσματικότητα της προβλεπόμενης από την οδηγία προστασίας απαιτείται ο εθνικός δικαστής, ο οποίος διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας, να μπορεί να συναγάγει τις συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής, χωρίς να αναμένει έως ότου ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί σχετικά με τα δικαιώματά του, προβεί σε δήλωση με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η εν λόγω ρήτρα.

Ενώ σε καμία περίπτωση δεν δύναται υπό την ψευδεπίγραφη ένσταση της αοριστίας, να εμποδιστεί η προστασία την οποία πρέπει να απολαμβάνουν οι καταναλωτές. Τούτο, διότι όπως πάλι το ΔΕΕ έκρινε στην υπόθεση C-618/10 (Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino)

44      Συναφώς, κληθέν να αποφανθεί επί αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που είχε υποβάλει εθνικό δικαστήριο το οποίο είχε επιληφθεί στο πλαίσιο διαδικασίας αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας κατόπιν ανακοπής ασκηθείσας εκ μέρους καταναλωτή κατά διαταγής πληρωμής, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω δικαστήριο όφειλε να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να εξακριβώσει αν μια ρήτρα περί απονομής αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας περιλαμβανόμενη σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση Pénzügyi Lízing, σκέψη 56).

Η απόφαση Pénzügyi Lízing, στην οποία παραπέμπει η παραπάνω απόφαση, εκδόθηκε την 09-11-2010 στην υπόθεση C-137/08 (VB Pénzügyi Lízing Zrt. Κατά Ferenc Schneider) και στη σκέψη 56 αυτής, διατυπώνεται ρητά η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να διατάσσουν αυτεπαγγέλτως αποδείξεις. Για του λόγου το αληθές, παρατίθενται οι σκέψεις 47 έως και 56 της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίες έχουν ακριβώς ως ακολούθως:

47     Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, όσον αφορά τέτοιες καταστάσεις στις οποίες ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι η καταχρηστική ρήτρα δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται για επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη, η οποία τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ αυτών ισότητα (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Mostaza Claro, σκέψη 36, και Asturcom Telecomunicaciones, σκέψη 30).
48     Προς εξασφάλιση της προστασίας που προβλέπει η οδηγία, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι η κατάσταση ανισότητας μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, σκέψη 27, Mostaza Claro, σκέψη 26, και Asturcom Telecomunicaciones, σκέψη 31).
49     Επομένως, στο πλαίσιο των καθηκόντων που υπέχει από τις διατάξεις της οδηγίας, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται, καταρχάς, να εξακριβώνει αν συμβατική ρήτρα που αποτελεί αντικείμενο διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο εθνικός δικαστής οφείλει, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, να εκτιμήσει την εν λόγω ρήτρα υπό το πρίσμα των απαιτήσεων προστασίας του καταναλωτή που προβλέπουν οι διατάξεις της οδηγίας αυτής.
50     Όσον αφορά το πρώτο στάδιο της εξετάσεως που πρέπει να πραγματοποιήσει ο εθνικός δικαστής, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 της οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε κάθε καταχρηστική ρήτρα περί απονομής αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας περιλαμβανόμενη σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή και η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
51     Επομένως, προς εξασφάλιση της επιδιωκόμενης από τον νομοθέτη της Ένωσης προστασίας των καταναλωτών, ο εθνικός δικαστής πρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις και ανεξαρτήτως περιεχομένου των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, να καθορίζει κατά πόσον η επίμαχη ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.
52     Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο της εξετάσεως που πρέπει να πραγματοποιήσει ο εθνικός δικαστής, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη συμβατική ρήτρα προβλέπει, όπως επισήμανε και το αιτούν δικαστήριο, την αποκλειστική κατά τόπον αρμοδιότητα ενός δικαστηρίου που δεν είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του ο εναγόμενος ούτε εκείνο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του ενάγοντος, αλλά δικαστήριο που βρίσκεται εγγύς της έδρας του ενάγοντος τόσο γεωγραφικώς όσο και από απόψεως δυνατοτήτων μεταφοράς.
53     Όσον αφορά ρήτρα περιλαμβανόμενη σε σύμβαση συναπτόμενη μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία απονέμει αποκλειστική αρμοδιότητα στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του επαγγελματία, το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, ότι πρέπει να θεωρείται καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας, στο μέτρο που δημιουργεί, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία, εις βάρος του καταναλωτή, μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.
54     Επισημαίνεται ότι η ρήτρα επί της οποίας καλείται να αποφανθεί ο εθνικός δικαστής εν προκειμένω, ακριβώς όπως μια ρήτρα η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή αρμοδιότητας, για όλες τις διαφορές εκ της συμβάσεως, στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του επαγγελματία, επιβάλλει στον καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίου το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του, πράγμα το οποίο μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την παράστασή του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Στην περίπτωση διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά, τα έξοδα που απαιτούνται για την παράσταση του καταναλωτή μπορεί να τον αποθαρρύνουν και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την άσκηση ένδικης προσφυγής ή από την υπεράσπισή του. Ως εκ τούτου, μια τέτοια ρήτρα εμπίπτει στην κατηγορία των ρητρών που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη ματαίωση ή την παρεμπόδιση της ασκήσεως ενδίκων προσφυγών από τον καταναλωτή, κατηγορία που προβλέπεται στο σημείο 1, στοιχείο π, του παραρτήματος της οδηγίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, σκέψη 22).
55     Επιπλέον, μια τέτοια ρήτρα περί παρεκτάσεως αρμοδιότητας παρέχει στον επαγγελματία τη δυνατότητα να συγκεντρώνει το σύνολο των διαφορών που αφορούν την επαγγελματική του δραστηριότητα σε ένα μοναδικό δικαστήριο που δεν είναι εκείνο του τόπου διαμονής του καταναλωτή, πράγμα το οποίο διευκολύνει την παράστασή του ενώπιον του δικαστηρίου καθιστώντας τη συγχρόνως λιγότερο δαπανηρή (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, σκέψη 23).
56     Επομένως, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα που υποβλήθηκε συμπληρωματικώς είναι ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να διατάσσει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να εξακριβώσει αν μια ρήτρα περί απονομής αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση αποτελούσα αντικείμενο διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, και η οποία έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητα δικαστηρίου.

Τούτων δοθέντων, πέρα από άστοχη αποδεικνύεται και παράνομη η νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων, δυνάμει της οποίας μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανακοπών ή κι επιμέρους λόγοι ανακοπών φέρονται να έχουν απορριφθεί λόγω αοριστίας.
Ενόψει όλων όσα προαναφέρθηκαν δεν απομένει επαρκής νομικός χώρος, ούτε για να προβληθεί, ούτε για να γίνει αποδεκτή ως παραδεκτή οποιαδήποτε ένσταση αοριστίας, ούτε ακόμα και για να εφευρεθεί μια τέτοια, καθώς, ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ήθελε διαπιστώσει οποιαδήποτε αοριστία, και πάλι, θα όφειλε να διατάξει αυτεπαγγέλτως αποδείξεις, ώστε εν τέλει να δικαιοδοτήσει επί της ουσίας της υποθέσεως, αποφαινόμενο επί της καταχρηστικότητας των προσβαλλόμενων με την ανακοπή ΓΟΣ.
Με τα δεδομένα αυτά, ένα πρώτο ασφαλές νομικό συμπέρασμα είναι ότι το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα κάθε ρήτρας που περιλαμβάνεται σε προδιατυπωμένη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ακόμα κι αν η καταχρηστικότητα αυτή δεν προτείνεται με την ένδικη ανακοπή, μη δυνάμενο να επικαλεστεί και να αντιτάξει διατάξεις του εσωτερικού δικονομικού δικαίου, που αντίκεινται και εν τέλει παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικότητας της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Τέτοιες, τυχόν υφιστάμενες δικονομικές διατάξεις ή/και ενστάσεις, παρίστανται ήδη ως αντίθετες στο υπερνομοθετικής ισχύος αναγκαστικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Έτσι, η εν προκειμένω τυχόν επίκληση και εφαρμογή τους θα πλήττει την ίδια τη συνταγματικότητα της απόφασης του Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Δικαστήριο, οφείλει να προβεί σε θετική παρέμβαση, κατά τρόπο, ώστε οι εν προκειμένω καταναλωτές να μην δεσμευόμαστε από τα αποτελέσματα που παράγει η εκάστοτε διαπιστούμενη ως καταχρηστική ρήτρα.
Αυτό αποτελεί ειδικό δικονομικό καθήκον του εθνικού δικαστή, που απορρέει από υπερνομοθετικής ισχύος αναγκαστικό δίκαιο. 
Ενδεχόμενη δε παραβίαση της πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ, όπως αυτή παρατέθηκε ανωτέρω συνιστά αδικοπραξία και γεννά αποζημιωτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου (βλ απόφαση ΔΕΕ στην υπόθεση C-168/15).
Από όλα τα παραπάνω σκιαγραφούνται και προσδιορίζονται οι ειδικές δικαιοδοτικές (δικονομικές και ουσιαστικές) υποχρεώσεις του Δικαστηρίου, όπως αυτές πηγάζουν από τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Όμως, στη φάση αυτή προκύπτει, κατά λογική αναγκαιότητα, το ερώτημα:
Ποια είναι η ισχύς του δεδικασμένου του ΔΕΕ για την Ελληνική έννομη τάξη;

Γ. Η ισχύς του δεδικασμένου του ΔΕΕ στην Ελληνική έννομη τάξη
Η κρίση του ΔΕΕ ως ερμηνεία κοινοτικού δικαίου δεσμεύει όλα τα Δικαστήρια, διότι όπως έκρινε η ΟΛΑΠ 16/2013:
η άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σ' αυτό υπόθεση με βάση την ερμηνεία, που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από το Δικαστήριο της Ένωσης, συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία στην Ελλάδα ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 των άρθρ. 559 ή 560 ΚΠολΔ. Η ίδια παράβαση συντελείται ακόμη και όταν το εθνικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει μεν ευθέως το δίκαιο της Ένωσης, αλλά ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, που ενσωματώνουν αντίστοιχες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, τις οποίες όμως και πάλι παραβιάζει, αν τελικά ερμηνεύει τις εσωτερικές ρυθμίσεις κατά τρόπο αντίθετο προς την ερμηνεία προηγουμένως των ενωσιακών ρυθμίσεων από το Δικαστήριο της Ένωσης.

Δ. Το δεδικασμένο από Συλλογικές Αγωγές ως λόγος γένεσης καταναλωτικών δικαιωμάτων
Πέρα από το δεδικασμένο του ΔΕΕ, υπάρχει και το δεδικασμένο της Ελληνικής έννομης τάξης, που παράγεται από την ευδοκίμηση Συλλογικών Αγωγών (αγωγών παραλείψεως, βλ παρ 20 του αρ 10 του Ν. 2251/1994) και το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική νομοθετική διάταξη

20. Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Το δεδικασμένο απόφασης που δέχεται εν όλω ή εν μέρει αγωγή της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 ισχύει και υπέρ των ζημιωθέντων καταναλωτών, έστω και αν αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική δίκη[3].

Αναφορικά με την ισχύ αυτού του δεδικασμένου, που παρήχθη από την ευδοκίμηση Συλλογικών Αγωγών, αντί πολλών παρατίθεται αυτούσια η από 26 Απριλίου 2012 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία εξεδόθη στην υπόθεση C-472/10, σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι:
Η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους γενικούς όρους, περιλαμβανομένων και των καταναλωτών που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης.
Όταν ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας περιλαμβανόμενης στους γενικούς όρους συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, και στο μέλλον, να αντλούν αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω αναγνώριση τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο, ώστε η ρήτρα αυτή να μη δεσμεύει τους καταναλωτές που έχουν συνάψει με τον οικείο επαγγελματία σύμβαση με τους ίδιους γενικούς όρους.

Άλλωστε, σύμφωνα με το ΔΕΕ, δεν είναι δυνατός ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων που παράγονται από την αναγνώριση συγκεκριμένης ρήτρας άκυρης ως καταχρηστικής, καθόσον, όπως διατυπώθηκε στις σκέψεις 72, 73 και 74 επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15

72     Ο χρονικός περιορισμός των έννομων αποτελεσμάτων που απορρέουν από τη διαπίστωση της ακυρότητας των ρητρών «κατώτατου επιτοκίου», στον οποίο προέβη το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) με την απόφασή του της 9ης Μαΐου 2013, ισοδυναμεί με εν γένει στέρηση από κάθε καταναλωτή που συνήψε, προ αυτής της ημερομηνίας, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιέχουσα τέτοια ρήτρα του δικαιώματος για εξ ολοκλήρου επιστροφή των ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως στο τραπεζικό ίδρυμα κατ’ εφαρμογήν αυτής της ρήτρας κατά το προγενέστερο της 9ης Μαΐου 2013 διάστημα.
73     Επομένως, εθνική νομολογία, όπως η διαλαμβανόμενη στην απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, σχετική με τον χρονικό περιορισμό των έννομων αποτελεσμάτων που απορρέουν, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, από την κήρυξη συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής παρέχει μόνον περιορισμένη προστασία στους καταναλωτές οι οποίοι συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιέχουσα ρήτρα «κατώτατου επιτοκίου» προ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας της. Μια τέτοια προστασία, όμως, είναι ελλιπής και ανεπαρκής και δεν συνιστά ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση αυτού του είδους ρητρών, τούτο δε αντιβαίνει προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 60).
74      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αιτούντα δικαστήρια, τα οποία δεσμεύονται για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει δώσει το Δικαστήριο, οφείλουν να μην εφαρμόσουν, αυτεπαγγέλτως, τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων στον οποίο προέβη το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) με την απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, καθόσον δεν πρόκειται για περιορισμό σύμφωνο προς το δίκαιο αυτό (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2010, Elchinov, C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψεις 29 έως 32· της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψεις 33 και 34· της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov, C‑614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 36, καθώς και της 8ης Νοεμβρίου 2016, Ognyanov, C‑554/14, EU:C:2016:835, σκέψεις 67 έως 70).

Για να καταλήξει, με το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως να ορίσει ότι

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία περιορίζει χρονικώς τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με τη κήρυξη, με δικαστική απόφαση, ρήτρας ως καταχρηστικής, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η οποία ρήτρα περιέχεται σε σύμβαση συναφθείσα από επαγγελματία με καταναλωτή, μόνον στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν τέτοιας ρήτρας μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η εν λόγω καταχρηστικότητα.

Μετά την παραπάνω απόφαση, αποκαθηλώνεται πλήρως η μερίδα της ελληνικής νομολογίας, η οποία υποχρεώνει τον καταναλωτή να προσδιορίζει στην ανακοπή του ειδικότερα κονδύλια, άλλως απορρίπτει την ανακοπή ως αόριστη.

Τέτοια δικανική κρίση αποδεικνύεται παράνομη, διότι:

Α) Είναι κατ’ αρχάς αντισυνταγματική, αφού παρίσταται ως αντικείμενη στην αρχή της αποτελεσματικότητας της Οδηγίας 93/13 και την υπερνομοθετική ισχύ αυτής, σε συνδυασμό με το αρ 28 παρ 1 του Συντάγματος, ιδίως εφόσον με αυτή επιχειρείται να περιοριστούν τα αποτελέσματα της καταχρηστικότητας μόνο στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογή άκυρης ως καταχρηστικής ρήτρας.

Β) Είναι, περαιτέρω, παράνομη, διότι απαιτεί και προϋποθέτει κατάχρηση εξουσίας, κατά την έννοια του 239 εδαφ β ΠΚ την οποία, μάλιστα τελεί ο εθνικός δικαστής, που παραλείπει να διαπιστώσει τις συντρέχουσες και ήδη προβληθείσες καταχρηστικότητες των ΓΟΣ κι έτσι, προκαλεί την εν τοις πράγμασι απαλλαγή της τράπεζας από τις ευθύνες της, ένεκα της χρήσης άκυρων ως καταχρηστικών ΓΟΣ.

Γ) Είναι επιπλέον, παράνομη, διότι απαιτεί και προϋποθέτει παράβαση καθήκοντος, κατά την έννοια του 259 ΠΚ και τελείται από τον εθνικό δικαστή, που παραβιάζει τις ειδικές δικαιοδοτικές του υποχρεώσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται από την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, η οποία αυθεντικά ερμηνεύεται από την νομολογία του ΔΕΕ, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται καθήκον της δικαιοδοτικής υπηρεσίας του εθνικού δικαστηρίου.

Και τούτο μόνο αρκεί, για να καταστεί νομικά αβάσιμη κάθε ένσταση αοριστίας βάλλουσα κατά ανακοπής καταναλωτή κατά προμηθευτή, εδραζόμενη σε άκυρες ως καταχρηστικές ρήτρες της συμβάσεως, καθώς δεν νοείται καμία αοριστία λόγω της μη αναφοράς ειδικότερων κονδυλίων, πολλώ δε μάλλον δεν νοείται ως βάσιμη η εδραίωση της ένστασης αοριστίας, επί τη βάσει της απαίτησης αναφοράς ειδικότερων κονδυλίων, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων εκ μέρους των δανειοληπτών, αφού με την ένσταση αυτή διώκεται ο περιορισμός της καταχρηστικότητας μόνο στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως. Τέτοιος περιορισμός, όμως είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου αβάσιμα προτείνεται και ζητείται από την τράπεζα στην επίδικη περίπτωση.

Ε. Το υφιστάμενο δεδικασμένο των Ελληνικών δικαστηρίων, που προέκυψε μετά από ευδοκίμηση Συλλογικών Αγωγών του αρ 10 του Ν. 2251/1994 (άρθρο 7 παρ 3 της Οδηγίας 93/13)
Μετά από την ευδοκίμηση σειράς Συλλογικών Αγωγών (δηλ. αγωγών παραλείψεως που άσκησαν καταναλωτικές ενώσεις κατά τραπεζών, ως προμηθευτών) τέτοιο δεδικασμένο έχει παραχθεί στην Ελληνική Επικράτεια από
την ΑΠ 1219/2001,
την ΑΠ 430/2005,
την ΑΠ 652/2010,
την ΕφΑθ 5253/2003,
την ΕφΑθ 6291/2000,
την ΠΠΑθ 1119/2002, 
την ΠΠΑθ 1208/1998,
οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και από την απόφαση 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη.

Το παραπάνω δεδικασμένο, ή έστω η ισχύς του (erga omnes) επιδρά και επεκτείνεται και στην κρινόμενη περίπτωση, δίχως να είναι δυνατή η νόμιμη απόκρουση της επεκτάσεως αυτής της ισχύος, αφού εντελώς πρόσφατα το ΔΕΕ, με τις σκέψεις 28-31, 40, 43 και 47 που περιέλαβε στην απόφαση της 21-12-2016 στην υπόθεση C-119/15 αναφορικά με την δυνατότητα επέκτασης του δεδικασμένου, ακόμα και σε προμηθευτή ο οποίος δεν είχε μετάσχει στην αρχική δίκη της Συλλογικής Αγωγής (αγωγή παραλείψεως) δικαιοδότησε ότι μοναδική προϋπόθεση για την επέκταση του δεδικασμένου είναι η δυνατότητα προσφυγής του προμηθευτή ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου Δικαστηρίου, ώστε να διαπιστωθεί η τυχόν καταχρηστικότητα της παρεμφερούς ρήτρας, της οποίας προσβάλλεται η χρήση.
Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο, δέχτηκε ότι

28     Πρέπει, επιπροσθέτως, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το σύστημα προστασίας που καθιερώνει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο πληροφορήσεως (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, BBVA, C‑8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
29     Λαμβανομένης υπόψη της ασθενέστερης αυτής θέσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές. Πρόκειται για αναγκαστικής φύσεως διάταξη, η οποία έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία δυνάμενη να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, BBVA, C‑8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
30     Επιπλέον, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος που έγκειται στην προστασία των καταναλωτών οι οποίοι βρίσκονται σε τέτοια ασθενέστερη θέση, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να πάψει η χρήση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2015, Unicaja Banco και Caixabank, C‑482/13, C‑484/13, C‑485/13 και C‑487/13, EU:C:2015:21, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
31     Τον σκοπό αυτό της παύσεως των παράνομων πρακτικών επιδιώκουν επίσης οι διατάξεις της οδηγίας 2009/22, οι οποίες συμπληρώνουν την προστασία των καταναλωτών στην οποία αποσκοπεί η οδηγία 93/13, με την πρόβλεψη κατάλληλων διαδικαστικών μέσων σε σχέση με τις αγωγές παραλείψεως.
40     Επιπροσθέτως, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο επαγγελματίας, στον οποίο επιβάλλεται πρόστιμο επειδή χρησιμοποίησε ρήτρα που κρίθηκε ισοδύναμη προς ρήτρα που περιέχεται στο συγκεκριμένο μητρώο, πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαθέτει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της κυρώσεως αυτής. Το δικαίωμα αυτό προσφυγής πρέπει να αφορά τόσο την εκτίμηση της θεωρηθείσας ως παράνομης συμπεριφοράς όσο και το ύψος του ποσού που καθορίσθηκε από το αρμόδιο εθνικό όργανο, εν προκειμένω το Γραφείο προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών.
43     Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, την ακρίβεια των οποίων οφείλει να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι εθνικό σύστημα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας του επαγγελματία ή παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
47     Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2009/22, καθώς και υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να θεωρείται παράνομη η χρήση ρητρών γενικών όρων, το περιεχόμενο των οποίων είναι ισοδύναμο με εκείνο ρητρών που έχουν κριθεί παράνομες με τελεσίδικη δικαστική απόφαση και έχουν καταχωριστεί σε δημόσιο μητρώο παρανόμων ρητρών γενικών όρων έναντι επαγγελματία ο οποίος δεν είχε συμμετάσχει στη διαδικασία που κατέληξε στην καταχώριση των ρητρών αυτών στο εν λόγω μητρώο, υπό την προϋπόθεση, τη συνδρομή της οποίας απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι ο επαγγελματίας αυτός έχει το δικαίωμα ασκήσεως πραγματικής προσφυγής, τόσο κατά της αποφάσεως περί διαπιστώσεως της ισοδυναμίας των υπό σύγκριση ρητρών, η οποία έγκειται στο κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών περιστάσεων κάθε υποθέσεως, οι ρήτρες αυτές είναι ουσιαστικώς πανομοιότυπες, ιδίως όσον αφορά τα αποτελέσματα που παράγουν εις βάρος των καταναλωτών, όσο και κατά της αποφάσεως με την οποία καθορίζεται, κατά περίπτωση, το ύψος του επιβληθέντος προστίμου.

Υπό τα παραπάνω δεδομένα, δεν απομένει καμία νόμιμη δυνατότητα, να αποκρουστεί η επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου σε κάθε τέτοια περίπτωση.

Έτσι, το δεδικασμένο, που πηγάζει από τις αποφάσεις που παρατέθηκαν στο κεφάλαιο τούτο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ακόμα και αυτεπαγγέλτως, τόσο κατά τη διάταξη της παρ 20 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994, όσο και κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ, όπως αυτό εκτείνεται και καλύπτει τα ανακύπτοντα στην παρούσα δίκη προδικαστικά ζητήματα, που ερευνήθηκαν στο πλαίσιο των ανωτέρω αποφάσεων, κατ’ άρθρο 330 ΚΠολΔ, ενόψει των ειδικών δικονομικών συνεπειών που επάγεται η ευδοκίμηση αγωγών παραλείψεως (Συλλογικών Αγωγών), όπως οι συνέπειες αυτές διαπιστώθηκαν από το Δικαστήριο της ΕΕ, που ερμήνευσε αυθεντικά την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ.
Άλλωστε, εν προκειμένω, εφόσον η τράπεζα ουδέν αντίθετο αποδεικνύει (παρά τις όποιες παλαιάς κοπής ενστάσεις της) περί της καταναλωτικής ιδιότητάς μας, θα πρέπει κατά το μέρος αυτό η ανακοπή να θεωρείται ομολογημένη κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, άλλως βάσιμη, δυνάμει όλων όσα αναφέρθηκαν ήδη.

Ως εκ τούτου και συγκεφαλαιώνοντας τα μέχρι εδώ αναφερόμενα, ενόψει:
α) της καταναλωτικής ιδιότητας των ανακοπτόντων,

β) των ειδικών δικαιοδοτικών (δικονομικών και ουσιαστικών) υποχρεώσεων του Δικαστηρίου, όπως αυτές προσδιορίστηκαν από τη νομολογία του ΔΕΕ που παρατέθηκε και απορρέουν από το αναγκαστικό δίκαιο, υπερονομοθετικής ισχύος της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση διατάξεως αποδείξεων αυτεπαγγέλτως, εφόσον, βεβαίως, ήθελε θεωρηθεί ότι χρειάζονται τέτοιες αποδείξεις

γ) της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να εφαρμόσει τις Κοινοτικές Οδηγίες κι εν γένει το δεδικασμένο του ΔΕΕ, όπως έκρινε η ΟλΑΠ 16/2013

δ) της υπάρξεως δεδικασμένου με ισχύ και δεσμευτικότητα έναντι πάντων, το οποίο προέκυψε από ευδοκίμηση Συλλογικών Αγωγών (αρ 10 παρ 20 του Ν. 2251/1994 με το οποίο μεταφέρθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η παρ 2 του αρ 7 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ)

ε) της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να αντλήσει αυτεπαγγέλτως τις συνέπειες που συνεπάγεται η ύπαρξη του δεδικασμένου αυτού, ακόμα κι έναντι προμηθευτή, ο οποίος δεν συμμετείχε στην δίκη αγωγής παραλείψεως (Συλλογικής Αγωγής του αρ 10 του Ν. 2251/1994) επί της οποίας εκδόθηκαν οι παραπάνω αποφάσεις της Ελληνικής έννομης τάξης, ήτοι της υποχρέωσης του Δικαστηρίου, να λάβει υπόψη του το δεδικασμένο των παραπάνω αποφάσεων, έστω και εάν ήθελε θεωρηθεί, ότι εν προκειμένω, δεν συντρέχουν οι, κατά το Ελληνικό δικονομικό σύστημα, προϋποθέσεις της επέκτασής του,

αποδεικνύεται ότι τυγχάνει εφαρμογής η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και οι διατάξεις του Ν. 2251/1994, δυνάμει των οποίων, σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο υποχρεούται αυτεπαγγέλτως, να αντλήσει τις συνέπειες της ήδη αναγνωρισμένης ακυρότητας των με την ανακοπή προσβαλλόμενων όρων, ώστε να μην δεσμεύονται οι ανακόπτοντες από τη λειτουργία και τα αποτελέσματα των ήδη προσβαλλόμενων ως καταχρηστικών ΓΟΣ.

Συνεπώς η προτεινόμενη ένσταση αοριστίας εκ μέρους των τραπεζών, με την οποία διώκεται η παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου, η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, ο χρονικός και ποσοτικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών που πλήττονται με την ανακοπή ως καταχρηστικές και η επιδιωκόμενη νομιμοποίηση καταχρηστικών τραπεζικών απαιτήσεων (έστω και μερικώς) αποδεικνύεται ότι είναι συνολικά μη νόμιμη, προτείνεται νομικά αβάσιμα, άλλως καταχρηστικά κι ως εκ τούτου, κατ’ αρχάς είναι απορριπτέα.

Αφετέρου ενόψει όλων όσα προαναφέρθηκαν δεν απομένει δυνατότητα συγγνωστής αποδοχής της εν λόγω ενστάσεως από το Δικαστήριο, δίχως προηγουμένως να παραβιαστούν αφενός και πολλαπλά οι διατάξεις του αναπτύσσοντος υπερνομοθετική ισχύ επιτακτικού Κοινοτικού Δικαίου και συνολικά η αρχή της αποτελεσματικότητας της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, την οποία το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει εν προκειμένω, κατά τον τρόπο που παγίως έχει νομολογηθεί από το ΔΕΕ και αφετέρου ακόμα και οι διατάξεις του Ελληνικού Δικαίου, που προαναφέρθηκαν.

ΣΤ. Επικουρικώς, υποβάλλεται αίτημα απευθύνσεως προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ
Άλλως, και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία το Δικαστήριο εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες περί της εφαρμογής του Δικαίου της Ένωσης στην προκειμένη περίπτωση, ζητείται με τις παρούσες προτάσεις μας, κατά τα άρθρα 19, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (:ΣΕΕ) και 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (:ΣΛΕΕ), η υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του ΔΕΕ, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του Δικαίου της Ένωσης και επί του κύρους των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, ώστε:

1.     Να ερωτηθεί, εάν η παράλειψη των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 628, 629 ΚΠολΔ, να θεσπίσουν ρητή υποχρέωση των εθνικών Δικαστηρίων να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως υπόψη τους τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, που συνήφθη μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, κατά τη διαδικασία έκδοσης Διαταγής Πληρωμής, ιδίως δοθέντος ότι, στην Ελληνική έννομη τάξη, η διαταγή πληρωμής εκδίδεται με τυπικό έλεγχο εγγράφων στα οποία περιλαμβάνεται η δανειακή σύμβαση, αρμόδιο για έκδοση Διαταγής Πληρωμής είναι δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας και η διαταγή πληρωμής αποτελεί αμέσως εκτελεστό τίτλο, δυνάμει του οποίου ο προμηθευτής μπορεί μετά από τρεις (3) ημέρες να εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι σύμφωνη με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ.

2.     Να ερωτηθεί, εάν οι διατάξεις των άρθρων 623, 624, 628, 629 ΚΠολΔ, με το ισχύον περιεχόμενό τους, κατά το μέρος που παραλείπουν να απαγορεύσουν την έκδοση Διαταγής Πληρωμής, όταν αποδεικνύεται εγγράφως, ενώπιον δικαστηρίου που εκδίδει διαταγή πληρωμής, ότι η απαίτηση προέκυψε από ΓΟΣ, που έχουν ήδη νομολογηθεί, τελεσίδικα και αμετάκλητα, στο πλαίσιο Αγωγών Παραλείψεως, που άσκησαν καταναλωτικές ενώσεις κατά προμηθευτών,  άκυροι ως καταχρηστικοί, όπως αυτοί απαριθμούνται στην έχουσα χαρακτήρα εθνικού μητρώου καταχρηστικών ρητρών, από υπ’ αριθμ Ζ1-798/25-06-2008 (ΦΕΚ Β/1353/11-07-2008) Υπουργική Απόφαση όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθ Ζ1-21/17-01-2011 και κρίθηκε νόμιμη με την ΣτΕ 1210/2010 και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ' αριθμ 430/2005 και 1219/2001 ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και 1208/1998 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ' αριθμ 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ 2 του Ν 2251/1994) με την οποία αποφασίστηκε «η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές», στην οποία παρατίθενται οι ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί, μετά από άσκηση συλλογικών αγωγών ενώσεων καταναλωτών κατά των τραπεζών, λογιζομένων των τελευταίων ως προμηθευτών, ιδίως δοθέντος ότι αρμόδια προς έκδοση διαταγών πληρωμής στην Ελλάδα είναι δικαιοδοτικά όργανα και συγκεκριμένα τα Ειρηνοδικεία και τα Πρωτοδικεία της χώρας και η διαταγή πληρωμής αποτελεί αμέσως εκτελεστό τίτλο, δυνάμει του οποίου ο προμηθευτής μπορεί μετά από τρεις (3) ημέρες να εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι σύμφωνη με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ.

3.     Να ερωτηθεί, εάν η ευρύτερη προστασία που απολαμβάνει ο καταναλωτής στο Ελληνικό Δίκαιο, σύμφωνα με τον Ν. 2251/1994, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και όπως αυτός ερμηνεύτηκε αυθεντικά με την ΟλΑΠ 13/2015, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.

4.     Να ερωτηθεί εάν, η εκ της νομολογίας των Ελληνικών δικαστηρίων διαμορφωθείσα απαίτηση του Ελληνικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής υποχρεούται να προσδιορίσει τα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού, κατά τα οποία αχρεωστήτως επιβαρύνθηκε, είναι σύμφωνη με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο, για την εκ μέρους του εθνικού Δικαστηρίου παράλειψη διαπίστωσης της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας που τέθηκε από προμηθευτή σε προδιατυπωμένη σύμβαση προσχωρήσεως, στην οποία αναγκάστηκε να προσχωρήσει ο καταναλωτής, άλλως, αν αποτελεί βάσιμο και νόμιμο λόγο για την απόρριψη της ανακοπής ή της αγωγής ή εν γένει οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος που ο τελευταίος έχει ασκήσει, κατά τρόπο, που ματαιώνεται στην πράξη η προστασία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.

5.     Να ερωτηθεί, εάν οποιαδήποτε δικονομική ένσταση ή νομολογιακά διαμορφωθείσα απαίτηση του Ελληνικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία, ο καταναλωτής υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τις υπερβάσεις και τα αχρεωστήτως απαιτούμενα κονδύλια, εκ μέρους του προμηθευτή, σε διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, αντίκειται στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ.

6.     Να ερωτηθεί εάν εθνική διάταξη, η οποία, ορίζοντας τις προϋποθέσεις επέκτασης του δεδικασμένου, απαιτεί ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας της νομικής αιτίας, με αποτέλεσμα, το δεδικασμένο που παρήχθη από την ευδοκίμηση Συλλογικών Αγωγών παραλείψεως, να μην μπορεί να επεκταθεί και να μην μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία εθνικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος που ασκεί καταναλωτής κατά προμηθευτή, είναι σύμφωνη με την Οδηγία 93/13.



Ζ. Νομικά αβάσιμη η υποτιθέμενη δυνατότητα μερικής ακύρωσης της Διαταγής Πληρωμής, που καθιστά νομικά αβάσιμη, άλλως αλυσιτελή, άλλως ουσιαστικά αβάσιμη την απαίτηση αναφοράς ειδικότερων κονδυλίων - Νόθευση και αποδοχή ψευδούς μείζονος και ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού.

Πρώτον διότι αντικείμενο της δίκης, που ανοίγει με την ανακοπή, είναι ο δικαστικός (ακυρωτικός) έλεγχος της νομι­μότητας (του κύρους) της διαταγής. Για το λόγο αυτό, αν απορριφθεί η ανα­κοπή, εξακολουθεί να είναι, για το δανειστή, εκτελεστός τίτλος η διαταγή πλη­ρωμής και όχι η απόφαση που απέρριψε την ανακοπή. Η αποκρουσμένη εκδοχή βρίσκει βέβαιο κάποια δικαιολόγηση στην αρχή της οικονομίας της δίκης, προκειμένου ο δανειστής να αποφύγει των περιπέτεια μιας καινούριας δίκης, όπου θα διαγνωστεί η απαίτηση του. Όμως το αδύνατο σημείο της ερμηνευ­τικής αυτής κατασκευής είναι πιο σημαντικό. Παραβλέπεται δηλαδή, ότι το δικα­στήριο δεν έχει εξουσία να διαγνώσει την ύπαρξη της απαίτησης του δανειστή, δίχως αίτημα (106), για το οποίο, μάλιστα, θα πρέπει να έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία (111 § 2).
Ακόμη και αν η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είχε στη­ριχτεί σε περισσότερες βάσεις, αν ο δικαστής που είχε εκδώσει τη διαταγή είχε στηριχτεί στην κύρια βάση, δίχως να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις, σε περί­πτωση που έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις που είχε επι­καλεστεί ο δανειστής με την αίτηση για την έκδοση της διαταγής. Και τούτο, ακριβώς γιατί, στη διεξαγόμενη ήδη δίκη, δεν έχει τηρηθεί, ως προς τον αντί­δικο, η αρχή της προδικασίας (Σταυρόπουλος, 633 § 4α σελ. 781. ΕφΑθ 44/1972 Αρμ 26, 415. 657/1976 ΝοΒ 24, 728).
Η αντίθετη εκδοχή προσπαθεί να ξεπεράσει το εμπόδιο αυτό με την ερμη­νευτική κατασκευή ότι ο ανακόπτων έχει θέση εναγομένου και, αντίστοιχα, ο καθού η ανακοπή θέση ενάγοντα. Ακόμη, ότι η διαταγή πληρωμής (προδήλως από κοινού με την αίτηση για την εκδοχή της) έχει θέση αγωγής. Και ότι η (πλασματική) αυτή αγωγή περιέχει, έστω και σιωπηρώς, αίτημα για τη διά­γνωση της οφειλής.
Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 603 § 3 ΚΠολΔ 1968 όριζε πανηγυρικά ότι «ο ανακόπτων επέχει κατά την δίκην θέσιν εναγομένου». Όμως η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το ν.δ. 958/1971, και μάλιστα με την εξήγηση ότι, «ως εκ της γενικότητας αυτής δύναται να αγάγει εις εσφαλμένος λύσεις των επί μέρους ζητημάτων, η λύσις των οποίων πρέπει να στηρίζεται εις την ερμηνείαν των σχετικών διατάξεων και εις την φύσιν της υποθέσεως». Πραγματικά, η ανα­κοπή προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής, όπως κάθε ανακοπή, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια ειδική μορφή διαπλαστικής (ακυρωτικής) αγωγής, θέση ενάγοντα λοιπόν έχει ο ανακόπτων και όχι ο αντίδικος του. Άλλο είναι το ζή­τημα ότι η γενική δωσιδικία προσδιορίζεται από την κατοικία του ανακόπτοντα. Πρόκειται για μια ειδική ρύθμιση των δικονομικών σχέσεων των διαδίκων, η οποία, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον παραμερισμό των άρθρων 106 και 111 § 2 (βλ σχετικά σε Μπέη, όπ).
Για τους λόγους αυτούς, αν η ανακοπή είναι βάσιμη, το δικαστήριο περιο­ρίζεται στο να ακυρώσει την ανακοπτόμενη διαταγή, και δεν προχωρεί στη διάγνωση μήπως, παρόλη την ακυρότητα της διαταγής, υπάρχει η απαίτηση, για την οποία είχε εκδοθεί.
Υπό αυτή τη θεώρηση, αποδεικνύεται ότι ουδέποτε υφίστατο ζήτημα προσδιορισμού κονδυλίων, εφόσον μερική ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής υπό το ισχύον νομικό καθεστώς δεν νοείται.
Συνεπώς, τα δκαστήρια ισχυριζόμενα ότι δήθεν είναι δυνατή η μερική ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής, λόγος για τον οποίο απαιτούν την αναφορά ειδικότερων κονδυλίων, καταλήγουν να αντιστρέφουν παρανόμως τα βάρη της αποδείξεως και να λαμβάνουν υπόψη τους εσφαλμένες προϋποθέσεις, υπολαμβάνοντας εσφαλμένες μείζονες και κατ’ επέταση ελάσσονες προτάσεις του δικανικού συλλογισμού, άλλως νοθεύοντας αυτές, κατά τρόπο νομικά αβάσιμο.

Δεύτερον, διότι ο περί αοριστίας ισχυρισμός και η αντίστοιχη δικαιοδοτική κρίση έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, όχι μόνο περί της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να διατάξει αυτεπαγγέλτως αποδείξεις (περί της οποίας έγινε αναλυτικά λόγος παραπάνω) αλλά και της συντρέχουσας υποχρέωσης του εθνικού Δικαστηρίου, εφόσον διαπιστώσει την καταχρηστικότητα μιας ρήτρας να την αφήσει ανεφάρμοστη και να μην προβεί σε συμπλήρωσή της. Συγκεκριμένα σχετικά με το ζήτημα αυτό το ΔΕΕ με την απόφασή του στην υπόθεση C-618/10 αποφάσισε ότι

61     Παρά ταύτα, για να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα που αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 όσο και οι σκοποί και η γενική οικονομία της οδηγίας αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑482/07, AHP Manufacturing, Συλλογή 2009 σ. I‑7295, σκέψη 27, και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑125/10, Merck Sharp & Dohme Corp., Συλλογή 2010, σ. I‑12987, σκέψη 29).
62     Όσον αφορά το γράμμα του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η πρώτη ημιπερίοδος της διατάξεως, μολονότι αναγνωρίζει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο αυτονομίας ως προς τον καθορισμό των νομικών καθεστώτων που έχουν εφαρμογή στις καταχρηστικές ρήτρες, εντούτοις, τους επιβάλλει ρητώς την υποχρέωση να προβλέπουν ότι οι εν λόγω ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές».
63     Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή κρίνοντας ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών να συναγάγει όλες τις εξ αυτού απορρέουσες συνέπειες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από την ανωτέρω ρήτρα (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Asturcom Telecomunicaciones, σκέψη 58· διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, C‑76/10, Pohotovosť, Συλλογή 2010, σ. I‑11557, σκέψη 62, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Pereničová και Perenič, σκέψη 30). Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, πρόκειται για επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη, η οποία τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα.
64     Αφετέρου, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ρητώς, στη δεύτερη ημιπερίοδο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και στην εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, ότι η σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή «εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».
65     Επομένως, από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η μόνη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων είναι να αφήνουν ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των καταναλωτών, χωρίς ωστόσο τα δικαστήρια αυτά να έχουν την εξουσία να αναθεωρούν το περιεχόμενο των ρητρών αυτών. Συγκεκριμένα, η οικεία σύμβαση πρέπει καταρχήν να εξακολουθεί να υφίσταται, δίχως άλλη τροποποίηση πλην της προκύπτουσας από την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, η συνέχιση της σύμβασης είναι νομικώς εφικτή.
66     Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής επιβεβαιώνεται, συν τοις άλλοις, από τον σκοπό και τη γενική οικονομία της οδηγίας 93/13.
67     Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 93/13 συνιστά, ως σύνολο, απαραίτητο μέτρο για την εκπλήρωση των αποστολών που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικότερα, για τη βελτίωση του επιπέδου και της εν γένει ποιότητας ζωής (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Mostaza Claro, σκέψη 37, Pannon GSM, σκέψη 26, και Asturcom Telecomunicaciones, σκέψη 51).
68     Επομένως, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος επί του οποίου στηρίζεται η προστασία που εξασφαλίζεται στους καταναλωτές, οι οποίοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους επαγγελματίες, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο της 7, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα «προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές».
69     Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 86 έως 88 των προτάσεών της, αν το εθνικό δικαστήριο είχε την εξουσία να αναθεωρήσει το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή θα συνέβαλε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών στους καταναλωτές (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Pohotovost’, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμα και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλιστεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών.
70     Ως εκ τούτου, η αναγνώριση της ευχέρειας αυτής στο εθνικό δικαστήριο δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει, αφ’ εαυτής, προστασία εξίσου αποτελεσματική με εκείνη που συνεπάγεται η μη εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών. Επιπλέον, η ευχέρεια αυτή δεν θα μπορούσε να στηριχθεί ούτε στο άρθρο 8 της οδηγίας 93/13, κατά το οποίο στα κράτη μέλη απόκειται να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, C‑484/08, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid, Συλλογή 2010, σ. I‑4785, σκέψεις 28 και 29, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Pereničová και Perenič, σκέψη 34).
71     Κατά συνέπεια, από τις ανωτέρω εκτιμήσεις συνάγεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι παρέχει στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα, σε περίπτωση που διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να αναθεωρήσει το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας αντί να την αφήσει απλώς ανεφάρμοστη ως προς τον οικείο καταναλωτή.

Πλην, όμως σε περίπτωση μερικής ακυρώσεως της Διαταγής Πληρωμής θα συνέβαινε ακριβώς αυτό που κατά το ΔΕΕ είναι παράνομο!
Δηλαδή, σε περίπτωση μερικής ακυρώσεως της Διαταγής Πληρωμής, το Δικαστήριο θα επενέβαινε στη σύμβαση, θα αναθεωρούσε τους προσβαλλόμενους ΓΟΣ, ώστε να μην προκύπτουν απαιτήσεις της τράπεζας υπερβάλλουσες του νομίμου κι έτσι, τελικώς, θα παραβίαζε και την πάγια νομολογία του ΔΕΕ και το 632 ΚΠολΔ και τον Ν. 2251/1994 και τα άρθρα 6 και 8 της Οδηγίας 93/13, όπως αυτά μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο με τον Ν. 2251/1994, εκμηδενίζοντας το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της Οδηγίας, όπως αυτό θα έπρεπε να αναπτύσσεται με βάση την αρχή της αποτελεσματικότητας.

Συνεπώς και υπό αυτή τη θεώρηση, μερική ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής δεν είναι νοητή, ενδεχόμενη δε ένσταση η οποία εδράζεται σε τέτοια προϋπόθεση είναι νομικά αβάσιμη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να βαρύνει στην κρίση του Δικαστηρίου.
 
Τρίτον, διότι ακόμα και υπό το πρίσμα του Ελληνικού δικονομικού δικαίου πάλι στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε! Δοθέντος, ότι με το δικόγραφο συνήθως σωρεύονται παραδεκτώς ανακοπή του 633 ΚΠολΔ και ανακοπή του 933 ΚΠολΔ, καμία περίπτωση αοριστίας της ανακοπής  δεν μπορεί να προκύψει, καθώς όπως άλλωστε δέχεται και η καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέχρι πρότινος Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Πειραιώς και ήδη Γενική Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, κα Χαρούλα Απαλαγάκη:

Το ζήτημα εάν οι αντιρρήσεις στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως εισάγουν ένσταση έχει τεθεί κυρίως με σημείο αιχμής την απαίτηση. Οι αντιρρήσεις γενικά, και ειδικότερα οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην απαίτηση μπορούν να συνίστανται είτε στην αμφισβήτηση της υπάρξεώς της, δηλαδή στην αμφισβήτηση του κανόνα δικαίου, είτε στην αμφισβήτηση της επέλευσης της έννομης συνέπειάς της, είτε στην αδυναμία ασκήσεώς της, είτε τέλος στην κατάλυσή της. Η διάκριση αυτή στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ αποβαίνει κρίσιμη σε ό,τι αφορά το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως. Εάν ο ανακόπτων αμφισβητήσει το δικαιογόνο κανόνα, τότε αρνείται αυτόν και μεταθέτει αυτόχρημα το βάρος στον επισπεύδοντα δανειστή, σε κάθε άλλη περίπτωση ενίσταται και επωμίζεται το σχετικό βάρος αποδείξεως. (βλ. Χ. Απαλαγάκη, Προβολή και διάγνωση ισχυρισμών στις δίκες περί την εκτέλεση, ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, Τεύχος 8-9/2010, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010, σελ 902 επ)

Συνεπώς, αρκεί και μόνο η προβολή βάσιμων λόγων ανακοπής, με τους οποίους οι ανακόπτοντες αρνούνται τους δικαιογόνους κανόνες που θέτουν οι προσβαλλόμενοι ΓΟΣ, αμφισβητούν και αρνούνται τις έννομες συνέπειες που η λειτουργία τούτων επέφερε, με αποτέλεσμα το βάρος αποδείξεως του νομίμου της συμπεριφοράς κι εντεύθεν του προσδιορισμού της έκτασης του παρανόμου αυτής, να βαρύνει την τράπεζα κι όχι τους ανακόπτοντες. 

Μετά τα παραπάνω, αποδεικνύεται, τόσο υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ, όσο και από το σύνολο της ερμηνείας του Ελληνικού (ουσιαστικού και δικονομικού) δικαίου, ότι δεν χωρεί παραδεκτά και βάσιμα στη δίκη της ανακοπής που ασκεί καταναλωτής κατά προμηθευτή να προταθεί ένσταση αοριστίας. Εάν δε τέτοια ένσταση προταθεί, τυγχάνει απορριπτέα για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ενώ ενδεχόμενη αποδοχή της καθιστά την απόφαση παράνομη, για όσους λόγους αναφέρθηκαν. 







[1] Με βάση την αρχή της αποτελεσματικότητας, της οποίας επίκληση γίνεται παγίως στις αποφάσεις του ΔΕΕ που αφορούν την προστασία καταναλωτών, βλ ήδη προσκομιζόμενη νομολογία ΔΕΕ.
[2] Το ευθέως ανάλογο του εθνικού δικαίου είναι η πρόσφατη κατάργηση του 938ΚΠολΔ, με την οποία στερείται από το δικαστήριο συνολικά και αδιάκριτα η δυνατότητα να διατάξει αναστολή της εκτελέσεως, ακόμα κι αν διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών σε υπόθεση διεπόμενη από το καταναλωτικό δίκαιο. Η κατάργηση του 938 ΚΠολΔ, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας της Οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με την απόφαση του ΔΕΕ επί των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C-537/12 και C-116/13 και το αρ 28 παρ 1 του Συντάγματος, αποκτά μια ξεκάθαρα αντισυνταγματική διάσταση, αφού αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας της Οδηγίας 93/13.
[3] Η παράγραφος 20 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει στο παρόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

de jure app