Περίληψη: Τα δύο δε «Μνημόνια» δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά απλές προγραμματικές διακηρύξεις, που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση
κανονιστικής δέσμευσης, παρά την παραπομπή σ’ αυτά του νόμου (βλ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟ, Γ., Το τέλος
του εργατικού δικαίου; Συνταγματική αποτίμηση της «αντιμεταρρύθμισης» του Μνημονίου ΙΙ,
ΕΕργΔ 2012.637 και ιδίως 638-639). Ειδικά ως προς το πρώτο από αυτά, έχει ήδη κριθεί εξάλλου,
ότι δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες
δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή, αλλά για να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες μ’ αυτό
πολιτικές, πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του
Ελληνικού Κράτους (νόμοι ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου) (ΟλΣτΕ
668/2012 ΕΕργΔ 2012.393). Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 που
ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη
πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2
του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι μη εφαρμοστέες.
Αριθμός Απόφασης 24/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παρασκευή Στεφανίδου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε
από την Πρόεδρο Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Ευαγγελία Παπαγεωργίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 20η Ιουνίου 2012 για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ - ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: [1..-.. 6] ..., οι οποίοι
παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Αναστάσιου Ταρπινίδη, που κατέθεσε
προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία
«ΚΤΕΛ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ Α.Ε.» που εδρεύει στον Πολύγυρο Χαλκιδικής (Νικ. Φωκά 12) και
εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της, Ανέστη
Αϊβαζίδη και Όλγας Χαριτίδου, που κατέθεσαν προτάσεις.
ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Δευτεροβάθμιας κλαδικής συνδικαλιστικής οργάνωσης με
την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ο.Σ.Μ.Ε.)», που εδρεύει στην
Αθήνα (Μενάνδρου 51) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας
δικηγόρου της, Πολυτίμης Τάσικα, που κατέθεσε προτάσεις.
ΟΙ ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ζητούν να γίνει δεκτή η από 04.04.2012 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη
Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 27.04.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
879/19/27.04.2012 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 13.06.2012 και μετά από αναβολή για
τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ συνδικαλιστική οργάνωση, με την πρόσθετη παρέμβασή της
υπέρ των εναγόντων και κατά της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, την οποία άσκησε προφορικά
με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο κατά την ημέρα της δικασίμου που
καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, ζητεί να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτήν.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 879/19/27.04.2012
αγωγή και η προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των
διαδίκων της προαναφερόμενης αγωγής, πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να
συνεκδικαστούν, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ένωση και συνεκδίκαση τους, λόγω της
πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, συνεπάγονται τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής
της δίκης και επιφέρουν ταυτόχρονα την μείωση των εξόδων της (άρθρ. 246 KΠολΔ).
Ι. Κατά το άρθρ. 2 §1 του π.δ. 246/2006 με τίτλο «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ Α.Ε.
και των ΚΤΕΛ του ν.2963/2001», η ισχύς του οποίου άρχισε από την 01.01.2007 «1. Ο
κανονισμός αυτός εφαρμόζεται : α) Σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ Α.Ε. και
ΚΤΕΛ, β) Στους οδηγούς των λεωφορείων, που είναι μισθωμένα ή ενταγμένα σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ
και στους μετόχους - ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες λεωφορείων μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ
Α.Ε. ή ΚΤΕΛ, όταν απασχολούνται ως οδηγοί στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους, μόνο ως προς
προσόντα, τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τον πειθαρχικό έλεγχο». Περαιτέρω στο άρθρ. 26 §
1 του ίδιου π.δ., με τον τίτλο «Λόγοι απόλυσης προσωπικού», στο οποίο επαναλαμβάνονται οι
αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 14 §2 του προϊσχύσαντος κανονισμού (π.δ. 229/1994), ορίζεται
ότι «1. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ απολύεται από την Υπηρεσία για τους ακόλουθους λόγους : α)
Εξαιτίας κατάργησης οργανικής θέσης εργασίας ή Υπηρεσίας μετά από απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου του ΚΤΕΛ, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ως προς το ποσοστό
απολύσεων, κλπ.). Εξαιρείται της παρούσας ρύθμισης το κατά την ισχύ του παρόντος Κανονισμού
υπηρετούν τακτικό προσωπικό, για το οποίο, ως προς την καταγγελία της σύμβασης εργασίας
εφαρμόζονται οι λοιπές ρυθμίσεις του παρόντος Κανονισμού, β) Εξαιτίας καταδίκης για
κακούργημα ή κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, απιστία εν γένει και εγκλήματα κατά των ηθών
σε βαθμό πλημμελήματος, γ) Εξαιτίας ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας ή επαγγελματικής
ανικανότητας στην εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σ’ αυτό, δ) Εξαιτίας σωματικής
ή πνευματικής νόσου που έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη ανικανότητα του υπαλλήλου να εκτελέσει
τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και διαπιστώνεται από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία του
ΙΚΑ, ε) Εξαιτίας επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης κατά τις διατάξεις του
άρθρου 18 του παρόντος. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι οι
υπάλληλοι που εντάσσονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ Α.Ε. και ΚΤΕΛ,
απολύονται μόνο για τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο παραπάνω π.δ. λόγους και επομένως
δεν είναι έγκυρη η αναιτιώδης καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης κατά τις γενικές διατάξεις
της εργατικής νομοθεσίας, αδιάφορα αν αυτή γίνεται από τον ιδιοκτήτη του λεωφορείου που τους
προσέλαβε ή από το ΚΤΕΛ, όταν το τελευταίο συμβαίνει να είναι και εργοδότης τους. Με τις πιο
πάνω διατάξεις θεσπίζεται περιορισμός του δικαιώματος προς απόλυση του προσωπικού, με
αποτέλεσμα οι ΚΤΕΛ Α.Ε. ή τα ΚΤΕΛ να μην μπορούν να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεών
των υπαλλήλων τους με μόνη την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρ. 5 §3 του ν.3198/1955,
εφόσον δεν συντρέχει και λόγος από εκείνους που περιοριστικά προβλέπονται στον Κανονισμό.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη χωρίς διακρίσεις διατύπωση των προαναφερόμενων διατάξεων του
άρθρ. 26 του Κανονισμού, είναι δε σύμφωνο με τον επιδιωκόμενο σκοπό, που συνίσταται όχι μόνο
στην ασφαλή εκτέλεση της μεταφοράς του επιβατικού κοινού και στον περιορισμό της ευθύνης
των ιδιοκτητών από τη λειτουργία των λεωφορείων, αλλά συγχρόνως, και στην κατοχύρωση της
εργασιακής θέσης του προσωπικού, το οποίο εργάζεται για την επιτυχία του ανωτέρω σκοπού, και
στην αποτροπή των αυθαίρετων και καταχρηστικών απολύσεών του, στα πλαίσια του
λειτουργικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού των ΚΤΕΛ (ΟλΑΠ 15/2002 ΕΕργΔ 2002.1223, ΑΠ
1168/2008 ΝοΒ 2009.1403, οι οποίες εκδόθηκαν υπό την ισχύ του προηγούμενου κανονισμού και
ΑΠ 99/2008 ΝΟΜΟΣ, που αφορά προσωπικό του ΟΑΣΘ, με αντίστοιχη όμως αιτιολογία). Οι
παραπάνω διατάξεις δεν είναι αντίθετες με τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας που
κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα (άρθρ.4 §1 και 25 §1), αφού δεν περιορίζουν αδικαιολόγητα
το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ενώ υπαγορεύονται από ειδικές
περιστάσεις που τις δικαιολογούν και επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού
συμφέροντος (ΑΠ 1499/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 428/2007 ΝΟΜΟΣ). Η αντίθετη εκδοχή, που είχε
διαμορφωθεί στη νομολογία κατά την ερμηνεία των διατάξεων των Κανονισμών του ΚΤΕΛ που
ίσχυαν πριν το π.δ. 229/1994 (και συνεπώς πριν και από το εν προκειμένω εφαρμοζόμενο π.δ.
246/2006 που το αντικατέστησε), σύμφωνα με την οποία ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου (και
συνεπώς και το ίδιο το ΚΤΕΛ όταν αυτό ήταν εργοδότης), παράλληλα με τους προβλεπόμενους
στους Κανονισμούς αυτούς λόγους απόλυσης του προσωπικού, μπορούσε να καταγγείλει τη
σύμβαση εργασίας αναιτιωδώς, κατά τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, δεν είναι
συμβατή με τις ρυθμίσεις του π.δ. 229/1994, ούτε και του ήδη ισχύοντος Κανονισμού, οι οποίες
(ρυθμίσεις) κατά τούτο διαφέρουν των αντίστοιχων ρυθμίσεων των προγενέστερων Κανονισμών
που δεν περιελάμβαναν διάταξη όμοια με εκείνη του άρθρ. 2 §6 του π.δ. 229/1994, ούτε με εκείνη
του άρθρ. 26 §1 του π.δ. 246/2006 (ΟλΑΠ 15/2002 ό.π., ΑΠ 1499/2010 ό.π.).
ΙΙ. Με το άρθρ. 1 §2 ν.4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012), ο οποίος (ν. 4046/2012) ψηφίσθηκε από
την Ολομέλεια της Βουλής με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης
(Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής επιμέρους Μνημόνια : α)
Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις
Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια
επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ΦΕΚ υπ’
αριθμ. 28/14.02.2012, στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση (βλ.
ΛΕΒΕΝΤΗ, Γ., Οι πρόσφατες αλλαγές που επέφερε ο ν.4046/2012 στο εργατικό δίκαιο, ΔΕΝ
2012.226). Με το άρθρ.1 §6 ν. 4046/2012 ορίζεται ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο
Κεφάλαιο Ε … παρ. 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και
στο Κεφάλαιο 4 … παρ. 4.1 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις
Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παρ. 2 και προσαρτώνται ως
παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με
αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της
παρούσας παραγράφου». Ειδικότερα η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις
Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο «Δεσμεύσεις από το
παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι» προβλέπει τα εξής : «Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι
όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή
στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας». Ακολούθως, με
βάση την πιο πάνω εξουσιοδότηση του άρθρ.1 § 6 ν.4046/2012, εκδόθηκε η Πράξη Υπουργικού
Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 6/28.02.2012 (με τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της
παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012», ΦΕΚ Α΄38/28.02.2012) στο άρθρ. 5 της οποίας
ορίζονται τα εξής: «1. Από 14.02.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να
λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων
συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης
αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται
στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται
ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε
οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65)
ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α΄101). 2. Από την 14.02.2012 διατάξεις
νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών
Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης
επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας
παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την
εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται.
Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες
ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο
δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του
άρθρου 1 του ν.1256/1982 (Α΄ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α 101)».
Στην ελληνική πραγματικότητα, η «ρήτρα μονιμότητας» αποτελεί ευρύτερη έννοια, η οποία εκτός
από τη σύμβαση με όριο ηλικίας περιλαμβάνει κάθε σύμβαση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου
χρόνου, στην οποία το δικαίωμα καταγγελίας υπόκειται σε ουσιαστικούς και διαδικαστικούς
περιορισμούς. Με τη ρήτρα μονιμότητας ουσιαστικά αναλαμβάνεται η δέσμευση από τον εργοδότη
να μην απολύσει τον εργαζόμενο παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά
και που η βασιμότητά τους κρίνεται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία, μπορεί δε να συνδυασθεί,
όπως προαναφέρθηκε, με σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή
αποτελεί απλώς ένα είδος περιορισμού στο δικαίωμα του εργοδότη για ελεύθερη καταγγελία της
σύμβασης (βλ. ΚΟΥΚΙΑΔΗ, Ι., Εργατικό Δίκαιο, έκδ.1995, σελ. 827 - 828). Συνεπώς, η έννοια της
παρ. 2 του άρθρ. 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας, οι
διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, αδιακρίτως αν περιέχονται
σε συμβάσεις που ήταν εξαρχής αορίστου χρόνου ή σε συμβάσεις που θεωρούνταν ορισμένου
χρόνου λόγω ορίου ηλικίας, καθώς και ό, τι παρεκκλίνει από τους «γενικούς κανόνες της
εργατικής νομοθεσίας» και ό, τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα (αναφορικά με τα θέματα
απόλυσης). Καταργούνται δηλαδή οι διατάξεις που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την
καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας την από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους (βλ.
ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟ, Κ., Οι συμβάσεις με όριο ηλικίας και οι ρήτρες μονιμότητας μετά το ν.4046/2012
και την Π.Υ.Σ. 6/2012, ΕΕργΔ.691 και ιδίως 694).
ΙΙΙ. Με τις διατάξεις του άρθρ. 43 §§2 και 4 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η
εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική
εξουσία, υπό την επιφύλαξη ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική
διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας ότι η σχετική νομοθετική
εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής
εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Μ’
αυτά ρυθμίζονται είτε θέματα καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο, υπό ορισμένους όρους, με νόμους
που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμους πλαίσιο) (§4), είτε ειδικά θέματα που
προσδιορίζονται συγκεκριμένα από την εξουσιοδοτική διάταξη (§2 εδ.α΄). Περαιτέρω, με τη
διάταξη της §2 εδ.β΄ άρθρ. του ίδιου άρθρ. 43 του Συντάγματος, προβλέπεται ότι φορέας της
εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της
Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί «ειδικότερων», «τοπικού ενδιαφέροντος», «λεπτομερειακών» ή
«τεχνικών» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το
περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο,
μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης.
Αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια
της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης
είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει o εξουσιοδοτικός
νόμος, όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά
επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα με το
οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΣτΕ 1210/2010
ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 1892/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3220/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3973/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ
125/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 2815/2004 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2536/2011 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3285/2011 ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 648/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία αποδέκτης της
εξουσιοδότησης θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να είναι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, ο ν.4046/2012 όχι μόνο δεν θέτει το πλαίσιο και τις
γενικές κατευθύνσεις υπό τις οποίες καλείται να ενεργήσει η διοίκηση με την έκδοση κανονιστικής
πράξης (βλ. ΠΙΚΟΥΛΑ, Ι., Οι μεταβολές τις οποίες ο πρόσφατος «μνημονιακός» ν.4046/2012
επέφερε στην εργατική νομοθεσία, ΕΕργΔ 2012.232 και ιδίως 233), αλλά δεν περιέχει κανέναν
κανόνα δικαίου. Ο νόμος απλώς παραπέμπει σε κεφάλαια των «Μνημονίων», τα οποία
προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V σ’ αυτόν, με την πρόβλεψη ότι «συνιστούν πλήρεις κανόνες
δικαίου άμεσης εφαρμογής». Τα δύο δε «Μνημόνια» δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά απλές
προγραμματικές διακηρύξεις, που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση
κανονιστικής δέσμευσης, παρά την παραπομπή σ’ αυτά του νόμου (βλ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟ, Γ., Το τέλος
του εργατικού δικαίου; Συνταγματική αποτίμηση της «αντιμεταρρύθμισης» του Μνημονίου ΙΙ,
ΕΕργΔ 2012.637 και ιδίως 638-639). Ειδικά ως προς το πρώτο από αυτά, έχει ήδη κριθεί εξάλλου,
ότι δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες
δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή, αλλά για να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες μ’ αυτό
πολιτικές, πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του
Ελληνικού Κράτους (νόμοι ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου) (ΟλΣτΕ
668/2012 ΕΕργΔ 2012.393). Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 που
ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη
πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2
του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι μη εφαρμοστέες.
IV. Με το άρθρ. 5 §2 π.δ.246/2006 καθορίζονται τα ειδικά προσόντα πρόσληψης του τακτικού ή
έκτακτου προσωπικού των ΚΤΕΛ, ανάλογα με την ειδικότητά τους. Ειδικότερα για το προσωπικό
κίνησης, όπως οδηγούς, σταθμάρχες, ελεγκτές και εισπράκτορες, προβλέπεται στην περ. β΄
υποπερ. αα΄ της πιο πάνω διάταξης ότι αυτοί πρέπει : «Να πληρούν τις προϋποθέσεις υγείας για τη
θέση που προορίζονται, προσκομίζοντας κατά την πρόσληψή τους το κατά περίπτωση αναγκαίο
ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο θα πρέπει να έχει εκδοθεί προ έξι (6) μηνών το μέγιστο. Η σχετική
καταλληλότητα πιστοποιείται από ιατρούς του ΙΚΑ ή από ιατρούς που έχουν συμβληθεί με τις
υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών των Ν.Α. σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά περίπτωση». Από
την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την πρόσληψη του εισπράκτορα των ΚΤΕΛ απαιτείται,
εκτός των άλλων, αυτός να είναι κατάλληλος από άποψη υγείας για την εργασία. Η καταλληλότητά
του πιστοποιείται αρμοδίως από ιατρούς υπηρεσιών που έχουν συμβληθεί με τις υπηρεσίες
Μεταφορών και Επικοινωνιών των Ν.Α. ή από ιατρούς του ΙΚΑ. Τα πιστοποιητικά υγείας ισχύουν για
ορισμένο χρόνο και δη για έξι (6) μήνες από την έκδοσή τους. Έτσι, αν δεν εκδοθεί και δεν
προσκομιστεί τέτοιο πιστοποιητικό κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου (εισπράκτορα) του ΚΤΕΛ,
η σύμβαση εργασίας, ως αντικείμενη στην πιο πάνω διάταξη που είναι δημόσιας τάξης, είναι άκυρη
και θεωρείται σαν μη έγινε (άρθρ.174, 180 ΑΚ). Αλλά και εάν κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο
εισπράκτορας δεν υποβάλλεται ανά 6μηνο στις ιατρικές (κατά τα παραπάνω), εξετάσεις και έχει
λήξει η 6μηνη ισχύς του ιατρικού πιστοποιητικού και πάλι ή σύμβαση εργασίας καθίσταται άκυρη
και παύει να ισχύει. Η ύπαρξη, εξάλλου, πιστοποιητικού υγείας κατά την αρχική πρόσληψη του
υπαλλήλου δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής με την οποία αυτός αξιώνει μισθούς
υπερημερίας, αλλά απόκειται στον εναγόμενο εργοδότη να επικαλεσθεί κατ’ ένσταση την έλλειψή
του και την εντεύθεν ακυρότητα της σύµβασης. Περαιτέρω, εφόσον η κατ’ άρθρ. 174 ΑΚ άκυρη
σύµβαση θεωρείται σύµφωνα µε το άρθρ. 180 ΑΚ σαν να µην έγινε, ο εργοδότης δεν είναι
υποχρεωμένος να διατηρεί το μισθωτό στην εργασία του ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, αφού
η σχέση που τους ενώνει, μη αναγνωριζόμενη από το νόμο, δεν δύναται να εξακολουθήσει χωρίς
τη θέλησή του, ενώ επιπλέον από τις διατάξεις των άρθρ. 1 § 2, 5 § 3, 6 §1, 8 και 9 §1 του ν.
3148/1955 προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργοδότης παύσει να
αποδέχεται την παρεχόμενη από το μισθωτό εργασία, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης
εργασίας, δεν περιέρχεται σε υπερημερία, με συνέπεια να μην οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ
493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1824/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1673/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 309/2007 ΝΟΜΟΣ,
με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου, σε περίπτωση απόλυσης, την αντίστοιχη
αποζημίωση, δικαιούται και ο μισθωτός, ο οποίος, λόγω της ακυρότητας της οικείας σύμβασης,
συνδέεται με τον εργοδότη του με απλή σχέση εργασίας, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ.
1 §2, 5 §3, 6 §1 και 9 §1 ν. 3198/1955, και αν ακόμη διατηρείται απλή σχέση εργασίας, μετά την
κατάρτιση άκυρης σύμβασης, ο εργοδότης, που θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία του
μισθωτού, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση, όπως ορίζει το άρθρ. 5 §3 του παραπάνω νόμου, και να
καταβάλει την προβλεπόμενη από το ν.2112/1920 αποζημίωση (ΕφΘεσ 152/2004 Αρμ 2004.394,
ΕφΘεσ 388/2003 Αρμ 2003.377 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Τούτο καθίσταται σαφές
τόσο από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την
ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί αποζημίωση σε περίπτωση
απόλυσης, όσο και από το ότι, αντιθέτως, σ’ αυτές γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για
εργασιακή σχέση. Συνεπώς και σε περίπτωση καταγγελίας άκυρης σύμβασης εργασίας, ο
εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου, την αναλογούσα σ’ αυτόν αποζημίωση. Περαιτέρω
κατά τη διάταξη του άρθρ. 183 §1 ΑΚ η επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα
κατάρτισή της, δηλαδή αποτελεί νέα δικαιοπραξία, για την οποία απαιτείται η συνδρομή όλων των
όρων της εξ υπαρχής κατάρτισής της, ενώ κατά τον ερμηνευτικό κανόνα της §2 του ίδιου άρθρου
αν οι συμβαλλόμενοι επικύρωσαν άκυρη σύµβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας δημιουργείται
αμοιβαία μεταξύ τους υποχρέωση για κάθε παροχή που θα όφειλαν αν η σύµβαση ήταν έγκυρη από
την αρχή, δηλαδή η επικύρωση άκυρης ενοχικής σύµβασης έχει, σε περίπτωση αμφιβολίας,
αναδροµικά αποτελέσµατα. Κατά τις διατάξεις αυτές απαιτείται συνεπώς για την επικύρωση άκυρης
σύµβασης, νέα σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των µερών, τα οποία, όπως είναι αυτονόητο
από την αρχή της ελευθερίας των συµβάσεων, είναι ελεύθερα να προβούν στην επικύρωση ή να
την αποκρούσουν. Εξάλλου η, απαιτούμενη για την επικύρωση, δήλωση βούλησης των μερών
µπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, στηριζόμενη σε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα από τα
οποία προκύπτει αντίστοιχη βούληση. Τέτοια σιωπηρή επικύρωση της άκυρης, λόγω έλλειψης
αρχικά του ως άνω πιστοποιητικού υγείας, σύµβασης εργασίας των ως άνω µισθωτών, προκύπτει
και από τη συνέχιση της αποδοχής, όπως και προηγουμένως, των υπηρεσιών αυτών από τον
εργοδότη (ΕφΘεσ 2536/2001 Αρμ 2002.418), ο οποίος όμως τελεί σε γνώση της μεταγενέστερης
απόκτησης του πιστοποιητικού (ΑΠ 493/2011 ό.π.).
V. Σύμφωνα με το άρθρ. 655 ΑΚ σε περίπτωση σύμβασης εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη
συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται
κατά ορισμένα διαστήματα κατά την διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από
αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο
χρόνο έως τη λήξη. Τάσσεται δηλαδή από το άρθρ. 655 ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα
καταβολής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης
υπερήμερος κατά το άρθρ. 341 §1 ΑΚ και να οφείλει έκτοτε, επί χρηματικού χρέους, τόκους
υπερημερίας κατά το άρθρ. 345 εδ.α΄ ΑΚ. Έτσι, οι μισθοί υπερημερίας τοκοφορούν από την πρώτη
του μήνα που έπεται εκείνου που αφορούν (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΑΠ 51/2005 ΕΕργΔ
2005.644, ΕφΛαμ 9/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8860/2006 ΕλλΔνη 2006.887, ΕφΠειρ 555/2006 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι προσλήφθηκαν από την εναγόμενη,
δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος την 01.01.2003, ο
δεύτερος την 31.07.2002, ο τρίτος την 23.09.2002, ο τέταρτος την 06.11.2001, ο πέμπτος την
17.04.2003 και ο έκτος την 16.10.2003, προκειμένου να εργαστούν οι μεν τρεις πρώτοι ως
εισπράκτορες, οι δε τρεις επόμενοι ως οδηγοί των λεωφορείων που ήταν ενταγμένα σ’ αυτήν, αντί
των εκάστοτε νομίμων αποδοχών. Ότι σε εκτέλεση των συμβάσεών τους αυτών παρείχαν τις
υπηρεσίες τους συνεχώς και αδιαλείπτως στην εναγόμενη μέχρι την 20.03.2012 οι δύο πρώτοι απ’
αυτούς και μέχρι την 21.03.2012 οι τέσσερις επόμενοι, οπότε η εναγόμενη, με πρόσχημα την
αναδιάρθρωση της επιχείρησης με σκοπό την μείωση του μισθολογικού κόστους, κατήγγειλε τις
μεταξύ τους εργασιακές συμβάσεις. Ότι οι ως άνω καταγγελίες είναι άκυρες, διότι έγιναν κατά
παράβαση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ, δεδομένου ότι οι
καταγγελίες δεν έγιναν για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους σ’ αυτόν (κανονισμό)
λόγους, επικουρικά δε διότι είναι καταχρηστικές, καθώς υπαγορεύθηκαν από διάθεση εκδίκησης
της διοίκησης της εναγομένης και με σκοπό την κάμψη του ηθικού του προσωπικού της
επιχείρησης, ώστε να αποδεχθεί τελείως αυθαίρετες μειώσεις αποδοχών, χωρίς να συντρέχουν
οικονομοτεχνικοί λόγοι που τις επέβαλαν, άλλως διότι ακόμη κι αν αυτοί συνέτρεχαν,
παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ο δήθεν επιδιωκόμενος σκοπός θα
μπορούσε να επιτευχθεί με τη λήψη άλλων, ηπιότερων μέτρων, άλλως και όλως επικουρικά, διότι
καταβλήθηκε ελλιπώς η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Κατόπιν τούτων ζητούν : α) να
αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθενός από αυτούς, β) να
υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους απασχολεί πραγματικά, δεδομένου ότι η εκ μέρους της άρνηση
των παρεχόμενων από αυτούς υπηρεσιών προσβάλλει το δικαίωμά τους στην ελεύθερη ανάπτυξη
της προσωπικότητάς τους, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας :
1. στον πρώτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 21.03.2012 έως 21.09.2012, ρητά
επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.137,37 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το
ποσό των 6.824,22 ευρώ, 2. στο δεύτερο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 21.03.2012
έως 21.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.110,23 ευρώ
μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 6.661,38 ευρώ, 3. στον τρίτο απ’ αυτούς, για το χρονικό
διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το
ποσό των 1.136,62 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 6.819,72 ευρώ, 4. στον τέταρτο απ’
αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον
μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.348,42 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 8.090,52 ευρώ,
5. στον πέμπτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012 έως 22.09.2012, ρητά
επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.315,88 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το
ποσό των 7.895,28 ευρώ και 6. στον έκτο απ’ αυτούς, για το χρονικό διάστημα από 22.03.2012
έως 22.09.2012, ρητά επιφυλασσόμενος για τον μετέπειτα χρόνο, το ποσό των 1.083,84 ευρώ
μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 10.085,08 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση
που δεν κριθούν άκυρες οι γενόμενες καταγγελίες, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει ως
υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης : 1. το ποσό των 706,59 ευρώ στον πρώτο απ’
αυτούς, 2. το ποσό των 774,73 ευρώ στο δεύτερο απ’ αυτούς, 3. το ποσό των 1.193,45 ευρώ
στον τρίτο απ’ αυτούς, 4. το ποσό των 4.280,62 ευρώ στον τέταρτο απ’ αυτούς, 5. το ποσό των
2.409,11 ευρώ στον πέμπτο απ’ αυτούς και 6. το ποσό των 823,38 ευρώ στον έκτο απ’ αυτούς.
Όλα τα ανωτέρω ποσά οι ενάγοντες ζητούν με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη απαιτητή
κάθε αξίωση για καθέναν απ’ αυτούς, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά
εκτελεστή, ε) να καταδικαστεί η εναγόμενη σε χρηματική ποινή, ύψους 300 ευρώ, για κάθε ημέρα
άρνησής της να απασχολεί τον καθένα απ’ αυτούς και στ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην
καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς
συζήτηση με την παρούσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (663 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον
του Δικαστηρίου αυτού που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 11 αριθμ.7 και 25 §2
ΚΠολΔ). Εξάλλου, οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας έλαβαν χώρα την 20.03.2012 και
21.03.2012 και η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη την 04.05.2012 (βλ. την υπ’ αριθμ.
9065Β΄/04.05.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής,
......................), επομένως αυτή, έχει ασκηθεί παραδεκτά, καθόσον αφορά τα κύρια αιτήματά
της για την αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών, την υποχρέωση της εναγομένης να
απασχολεί πραγματικά τους ενάγοντες και την καταβολή μισθών υπερημερίας, εντός της τρίμηνης
προθεσμίας του άρθρ. 6 §1 ν.3198/1955, ενώ επίσης παραδεκτά έχει ασκηθεί και καθόσον αφορά
το επικουρικό αίτημα για καταβολή του υπολοίπου της αποζημίωσης, δεδομένου ότι η αγωγή
ασκήθηκε εντός του εξαμήνου του άρθρ. 6 §1 ν.3198/1955 από τότε που η αποζημίωση κατέστη
απαιτητή. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς τις
επικουρικές της βάσεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των αρθρ. 3, 57, 174, 180, 281, 341, 345, 346,
349, 350, 361, 648, 653, 655, 656 ΑΚ, 25 §1 του Συντάγματος, 6 §1, 8 §2, 9 §2 και 10 §2 της
ΕΣΔΑ, 3, 8 §1 ν. 2112/1920, 5 ν. 3198/1955, 2 §1, 26 §1 του π.δ. 246/2006, 70, 74 αριθμ.1, 176,
668, 907, 908 §1 περ.ε΄ και 946 ΚΠολΔ (βλ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟ, Γ., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ,
Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 946 αριθμ. 5). Κατόπιν τούτων πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την
ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και μετά την εκφώνηση των ονομάτων
των διαδίκων της ως άνω αγωγής, η δευτεροβάθμια κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση με την
επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ο.Σ.Μ.Ε.)», επικαλούμενη έννομο
συμφέρον, ενόψει του ότι οι ενάγοντες είναι μέλη του πρωτοβάθμιου σωματείου εργαζομένων με
την επωνυμία «ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ», το οποίο είναι
μέλος της, παριστάμενη δια της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιας δικηγόρου,
άσκησε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου πρόσθετη παρέμβαση
υπέρ των εναγόντων, με αίτημα την αποδοχή της ανωτέρω αγωγής, μετά δε το πέρας της
συζήτησης στο ακροατήριο, κατέθεσε προτάσεις. Η ως άνω συνεκδικαζόμενη με την αγωγή
πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ.
31 §1, 80, 81 §1, 231, 591 §1, 666 §1 και 669 αριθμ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί και
αυτή περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση τη υπόθεσης στο
ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά
συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και
προσκομίζουν, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως
δικαστικά τεκμήρια, από όλες τις ένορκες βεβαιώσεις που οι διάδικοι επικαλούνται και
προσκομίζουν (βλ. άρθρ. 339 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 36 ν. 3994/2011), και
ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. 1417/19.06.2012 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων των εναγόντων
ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, Βασιλικής Δαουλτζή, η οποία έχει ληφθεί νομότυπα,
κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης προ είκοσι τεσσάρων ωρών (βλ. την υπ’ αριθμ.
9.125Β/15.06.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής,
Νικολάου Πλατσά) και την υπ’ αριθμ. 33.329/12.06.2012 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων της
εναγομένης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ατσάλα η οποία έχει ληφθεί
νομότυπα, κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων προ είκοσι τεσσάρων ωρών (βλ. την
υπ’ αριθμ. 1.239Γ/11.06.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο
Θεσσαλονίκης,........), πλην της υπ’ αριθμ. 33.398 /25.06.2012 ένορκης βεβαίωσης, διότι
την επικαλείται και την προσκομίζει η εναγόμενη με την προσθήκη - αντίκρουση που κατέθεσε 3
ημέρες μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, προς απόδειξη ισχυρισμών της που προβλήθηκαν με τις
προτάσεις της και προς αντίκρουση αγωγικών ισχυρισμών των εναγόντων και όχι προς
αντίκρουση ισχυρισμών των τελευταίων που προτάθηκαν το πρώτον στο ακροατήριο (κατά
παράβαση των άρθρ. 670 εδ.α΄ και 591 §1 περ. δ΄ ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη, που ιδρύθηκε και λειτούργησε ως νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου κατά τις διατάξεις του ν.δ. 102/1973 «περί οργανώσεως των δια λεωφορείων
αυτοκινήτων εκτελουμένων δημοσίων επιβατικών συγκοινωνιών» και στη συνέχεια μετετράπη σε
ανώνυμη εταιρία, αποτελεί ιδιότυπη συγκοινωνιακή επιχείρηση, με σκοπό την μεταφορά, μέσω
λεωφορείων ιδιοκτησίας των μετόχων της, τα οποία έχουν εκμισθωθεί σ’ αυτήν, του επιβατικού
κοινού από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική και αντίστροφα, καθώς και την μεταφορά αυτού
εντός των ορίων του νομού Χαλκιδικής. Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου
χρόνου μεταξύ αφενός της εναγομένης και αφετέρου του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου
και έκτου των εναγόντων, οι τελευταίοι προσλήφθηκαν από αυτήν με πλήρες ωράριο εργασίας και
με τις νόμιμες κάθε φορά αποδοχές, προκειμένου να εργαστούν οι μεν δεύτερος και τρίτος ως
εισπράκτορες, οι δε τέταρτος, πέμπτος και έκτος ως οδηγοί των λεωφορείων της. Ειδικότερα ο
δεύτερος ενάγων, ......................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 31.07.2002 και
εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την
ειδικότητα του εισπράκτορα, ο τρίτος ενάγων, ........................., προσλήφθηκε από την
εναγόμενη την 23.09.2002 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της
παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του εισπράκτορα, ο τέταρτος ενάγων,..................,
προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 06.11.2001 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής,
προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του οδηγού, ο πέμπτος
ενάγων,...................................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 17.04.2003 και εντάχθηκε
στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα
του οδηγού και ο έκτος ενάγων, ....................................., προσλήφθηκε από την εναγόμενη την
16.10.2003 και εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό αυτής, προκειμένου να της παρέχει τις
υπηρεσίες του με την ειδικότητα του οδηγού επίσης. Σε εκτέλεση των συμβάσεών τους αυτών όλοι
οι ανωτέρω ενάγοντες παρείχαν κανονικά τις υπηρεσίες τους στην εναγόμενη, με πλήρη
απασχόληση, και συγκεκριμένα μέχρι την 20.03.2012 ο δεύτερος και μέχρι την 21.03.2012 οι
υπόλοιποι (τρίτος έως και έκτος), οπότε η τελευταία κατήγγειλε εγγράφως τις προαναφερόμενες
συμβάσεις εργασίας τους, επιδίδοντας με δικαστικό επιμελητή το σχετικό έγγραφο της καταγγελίας
σε καθέναν απ’ αυτούς και καταθέτοντας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Πολυγύρου,
υπέρ καθενός από τους ενάγοντες, μέρος της αποζημίωσης απόλυσής τους, ως πρώτη δόση, έναντι
του συνόλου αυτής. Συγκεκριμένα κατέθεσε υπέρ του δεύτερου ενάγοντος το ποσό των 2.590,54
ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 6.476,34
ευρώ, υπέρ του τρίτου ενάγοντος το ποσό των 2.652,11 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης,
κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 6.630,28 ευρώ, υπέρ του τέταρτου ενάγοντος το
ποσό των 3.146,31 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της
εναγομένης, ύψους 7.865,78 ευρώ, υπέρ του πέμπτου ενάγοντος το ποσό των 3.070,39 ευρώ,
έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 7.675,97 ευρώ
και υπέρ του έκτου ενάγοντος το ποσό των 2.528,96 ευρώ, έναντι συνολικής αποζημίωσης, κατά
τους υπολογισμούς της εναγομένης, ύψους 6.322,40 ευρώ. Ακολούθως, με εξώδικες δηλώσεις της
που επέδωσε στους ενάγοντες την 17.05.2012 καλούσε καθέναν απ’ αυτούς να λάβει ως διαφορά
αποζημίωσης, δεδομένου ότι αυτή που είχε υπολογίσει στις έγγραφες καταγγελίες των εναγόντων
υπολειπόταν της νόμιμης, που δικαιούνταν ο καθένας απ’ αυτούς, το ποσό των 102,03 ο δεύτερος,
το ποσό των 1.193,45 ο τρίτος, το ποσό των 2.707,47 ο τέταρτος, το ποσό των 2.409,11 ο
πέμπτος και το ποσό των 822,98 ευρώ ο έκτος απ’ αυτούς, κατόπιν δε σχετικής άρνησής τους
κατέθεσε τα ποσά που αφορούσαν το δεύτερο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων
Θεσσαλονίκης, τα δε ποσά που αφορούσαν τους υπόλοιπους, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και
Δανείων Πολυγύρου. Οι ως άνω καταγγελίες όμως εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρες και δεν
παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα, δηλαδή δεν επέφεραν τη λύση των συμβάσεων εργασίας με
καθέναν από τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο από τους ενάγοντες, ως προς τους
οποίους έχει εφαρμογή το π.δ. 246/2006 με τίτλο «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των ΚΤΕΛ Α.Ε.
και των ΚΤΕΛ του ν. 2963/2001», αφού δεν αποδείχτηκε ότι έγιναν επειδή συνέτρεχαν κάποιες από
τις περιοριστικώς αναφερόμενες, κατά τα διαλαμβανόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας υπό
(Ι), στο άρθρ. 26 προϋποθέσεις του Κανονισμού αυτού, παρά μόνο ότι τηρήθηκαν οι γενικές, του
άρθρ. 5 §3 ν. 3198/1955, διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Είναι βέβαια γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρ. 1 §6 ν.
4046/2012, εκδόθηκε η Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012 στο άρθρ. 5 §2 της οποίας ορίζεται, μεταξύ άλλων,
ότι από την 14.02.2012 διατάξεις νόμων ή Κανονισμών Εργασίας που θεσπίζουν όρους που
υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της
εργατικής νομοθεσίας καταργούνται, τέτοια δε διάταξη είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,
σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας υπό (ΙΙ), και αυτή του άρθρ. 26 του
π.δ. 246/2006, δεδομένου ότι μ’ αυτήν το δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη υπόκειται σε
ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς, αφού βάσει της τελευταίας, αναλαμβάνεται η
δέσμευση από τα ΚΤΕΛ να μην απολύσουν τους εργαζόμενους σ’ αυτά παρά μόνο για ορισμένους
λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και που η βασιμότητά τους κρίνεται σύμφωνα με ορισμένη
διαδικασία, δημιουργώντας ένα είδος περιορισμού στο δικαίωμα των ΚΤΕΛ για ελεύθερη καταγγελία
των συμβάσεων εργασίας. Ωστόσο, η διάταξη αυτή του άρθρ.5 §2 της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012, με την
οποία όπως εκτέθηκε στην προαναφερόμενη νομική σκέψη, υπό (ΙΙΙ), εισάγεται για πρώτη φορά
στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενής κανόνας δικαίου, που εκδόθηκε από το Υπουργικό
Συμβούλιο κατά παράβαση των άρθρ. 26 και 43 §2 του Συντάγματος, είναι για το λόγο αυτόν μη
εφαρμοστέα. Συνεπώς η εναγόμενη όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρ. 26 του π.δ.
246/2006, η οποία ουδόλως καταργήθηκε, και όχι αυτές του εργατικού δικαίου που αφορούν την
αναιτιώδη καταγγελία, απορριπτομένων των όσων αντίθετων ισχυρίζεται.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος από τους ενάγοντες
και μετά την άκυρη απόλυση τους συνέχισαν να προσφέρουν την εργασία τους στην εναγόμενη, η
οποία όμως αρνήθηκε να την αποδεχθεί. Συνεπώς, η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη και για το
λόγο αυτόν οφείλει στους προαναφερόμενους ενάγοντες μισθούς υπερημερίας για το χρονικό
διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθενός από αυτούς.
Ειδικότερα οφείλει μισθούς υπερημερίας από την 21.03.2012 ως προς το δεύτερο ενάγοντα και
από την 22.03.2012 ως προς τους υπόλοιπους ενάγοντες, μέχρι την 20.08.2012 ως προς το
δεύτερο ενάγοντα και μέχρι την 21.08.2012 ως προς τους λοιπούς αντίστοιχα, δηλαδή για χρονικό
διάστημα πέντε και όχι έξι μηνών που ζητούν οι ενάγοντες, δεδομένου ότι ο μισθός που αφορά τον
έκτο μήνα, δηλαδή το χρονικό διάστημα από 21.08.2012 έως την 20.09.2012 (για το δεύτερο
ενάγοντα) και από 22.08.2012 έως την 21.09.2012 (για τους λοιπούς ενάγοντες), θα πρέπει να
καταβληθεί την 20.09.2012 και την 21.09.2012 αντίστοιχα, δηλαδή στο τέλος κάθε εργασιακού
μηνός, και ως εκ τούτου δεν έχει καταστεί ακόμη απαιτητός, ούτε συνεπώς και η εναγόμενη
υπερήμερη ως προς την καταβολή αυτού, απορριπτομένης της αγωγής ως προς τον επιπλέον
αυτόν μήνα ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν. Έτσι, οι μισθοί υπερημερίας του δεύτερου ενάγοντος για το
ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά
και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.110,23 ευρώ μηνιαίως,
ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.551,15 ευρώ (5 μήνες Χ 1.110,23 ευρώ). Οι μισθοί
υπερημερίας του τρίτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από
την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του
ανερχόταν σε 1.136,62 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.683,10 ευρώ (5
μήνες Χ 1.136,62 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του τέταρτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό
διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την
εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.348,42 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται
στο συνολικό ποσό των 6.742,10 ευρώ (5 μήνες Χ 1.348,42 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του
πέμπτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την
προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του
ανερχόταν σε 1.315,88 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 6.579,40 ευρώ (5
μήνες Χ 1.315,88 ευρώ). Οι μισθοί υπερημερίας του έκτου ενάγοντος για το ως άνω χρονικό
διάστημα, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ίδιο αλλά και από την
εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.083,84 ευρώ μηνιαίως, ανέρχονται
στο συνολικό ποσό των 5.419,20 ευρώ (5 μήνες Χ 1.083,84 ευρώ). Πρέπει επομένως να γίνει εν
μέρει δεκτή η αγωγή του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου των εναγόντων, καθώς
και η υπέρ αυτών πρόσθετη παρέμβαση, ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά την κύρια
βάση της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε καθέναν απ’ αυτούς τα πιο πάνω ποσά
για μισθούς υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους του μήνα τον οποίο κάθε
φορά αφορούν κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην
υπό (V) νομική σκέψη. Η απόφαση, ως προς την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει τα πιο
πάνω ποσά που αφορούν μισθούς υπερημερίας, πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά ένα
μέρος της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί
να προκαλέσει σημαντική ζημία στους πιο πάνω ενάγοντες, λόγω της φύσης του μισθού που
αποτελεί μέσο βιοπορισμού του εργαζομένου. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να
απασχολεί πραγματικά τους πιο πάνω ενάγοντες και να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, ύψους
150 ευρώ, για κάθε ημέρα μη επιχείρησης της ως άνω πράξης για καθέναν από αυτούς. Τέλος,
πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου,
έκτου ενάγοντος, της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της εναγομένης τα δικαστικά τους έξοδα,
κατ’ άρθρ. 179 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν
ιδιαίτερα δυσχερής.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα,.........................., αποδείχθηκε ότι προσλήφθηκε
από την εναγόμενη την 01.01.2003 προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του με την
ειδικότητα του εισπράκτορα, παρείχε δε κανονικά τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη, με πλήρη
απασχόληση, μέχρι την 20.03.2012 οπότε η εναγόμενη προέβη σε έγγραφη καταγγελία της
σύμβασής του. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι αυτός, τόσο κατά την αρχική πρόσληψή του όσο και
κατά τη διάρκεια εν γένει της εργασίας του, δεν ήταν εφοδιασμένος με πιστοποιητικά υγείας, όπως
οι αναφερόμενες υπό (IV) διατάξεις δημόσιας τάξης ορίζουν. Και ναι μεν επιμελήθηκε την
20.01.2012 την έκδοση πιστοποιητικού υγείας από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, πλην όμως αυτό δεν ασκεί έννομη επιρροή στην υπό
κρίση υπόθεση, διότι δεν προκύπτει ότι κατατέθηκε στην εναγόμενη και ότι η τελευταία έλαβε
γνώση τούτου. Επομένως παρά το ότι το επίμαχο πιστοποιητικό εκδόθηκε πριν την καταγγελία της
σχέσης εργασίας του πρώτου ενάγοντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα σιωπηρή
επικύρωση αυτής (της σχέσης εργασίας), με νέα σύμπτωση των δηλώσεων βούλησης των μερών,
δεδομένου ότι η εναγόμενη δεν εξέφρασε καμία νέα δήλωση βούλησης, αφού δεν προκύπτει ότι
τελούσε σε γνώση της μεταγενέστερης απόκτησής του. Επομένως, η ένδικη σύμβαση εργασίας του
πρώτου ενάγοντος ήταν άκυρη, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, η δε
σχέση που τον συνέδεε με την εναγόμενη ήταν απλή σχέση εργασίας και ως εκ τούτου η εναγόμενη
μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του, έστω και χωρίς έγκαιρη καταγγελία και δεν
καθίσταται υπερήμερη και υπόχρεη καταβολής μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, παρά
μόνον υποχρεώνεται να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην
μείζονα σκέψη της παρούσας, υπό (IV). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω τα αιτήματα της αγωγής
του πρώτου ενάγοντος, που στηρίζονται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, περί της αναγνώρισης της
ακυρότητας της καταγγελίας που αφορά το πρόσωπό του και της υποχρέωσης της εναγομένης να
τον απασχολεί πραγματικά καθώς και της υποχρέωσης της τελευταίας να του καταβάλει μισθούς
υπερημερίας είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αλλά και το επικουρικό αίτημά του για την καταβολή
του ποσού των 706,59 ευρώ ως υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούται,
δεδομένου ότι η εναγόμενη του κατέβαλε μικρότερη αυτής κατά το πιο πάνω ποσό, πρέπει επίσης
να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, διότι όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη αναγνωρίζοντας εκ των
υστέρων το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατά τους υπολογισμούς της οφειλόμενης στον πρώτο
ενάγοντα αποζημίωσης, τον κάλεσε την 17.05.2012 με εξώδικη πρόσκλησή της να λάβει το πιο
πάνω ποσό, το οποίο μετά από σχετική άρνησή του, κατέθεσε υπέρ του την 21.05.2012 στο
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Θεσσαλονίκης (βλ. την υπ’ αριθμ. 33.216/24.05.2012
κατάθεση γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μαρίας
Ατσάλα). Κατόπιν τούτων η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τον πρώτο ενάγοντα στο σύνολό
της, το ίδιο δε και η ασκηθείσα υπέρ αυτού πρόσθετη παρέμβαση. Τα δικαστικά έξοδα της
εναγομένης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρ.
176 και 191 §2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 879/19/27.04.2012 αγωγή με την πρόσθετη
παρέμβαση που ασκήθηκε προφορικά στο ακροατήριο υπέρ των εναγόντων, αντιμωλία των
διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και την υπέρ αυτού πρόσθετη παρέμβαση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των
εκατόν σαράντα (140) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο ενάγοντα,
καθώς και την ασκηθείσα υπέρ αυτών πρόσθετη παρέμβαση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 20.03.2012 καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του δεύτερου
ενάγοντος και οι από 21.03.2012 καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων του τρίτου, τέταρτου,
πέμπτου και έκτου ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης είναι άκυρες.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να απασχολεί πραγματικά το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και
έκτο ενάγοντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε χρηματική ποινή, ύψους 150 ευρώ, για κάθε ημέρα που δεν
απασχολεί καθέναν από τους προαναφερόμενους ενάγοντες.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη, να καταβάλει : α) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των
5.551,15 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.04.2012, 1.110,23
ευρώ νομιμότοκα από 21.05.2012, 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.06.2012, 1.110,23 ευρώ
νομιμότοκα από 21.07.2012 και 1.110,23 ευρώ νομιμότοκα από 21.08.2012, β) στον τρίτο
ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.683,10 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.136,62 ευρώ
νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.05.2012, 1.136,62 ευρώ
νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.136,62 ευρώ νομιμότοκα από 22.07.2012 και 1.136,62 ευρώ
νομιμότοκα από 22.08.2012, γ) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.742,10 ευρώ με
το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα
από 22.05.2012, 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από
22.07.2012 και 1.348,42 ευρώ νομιμότοκα από 22.08.2012, δ) στον πέμπτο ενάγοντα το
συνολικό ποσό των 6.579,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής : 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από
22.04.2012, 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.05.2012, 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από
22.06.2012, 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από 22.07.2012 και 1.315,88 ευρώ νομιμότοκα από
22.08.2012 και ε) στον έκτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.419,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο
ως εξής : 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.04.2012, 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από
22.05.2012, 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.06.2012, 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από
22.07.2012 και 1.083,84 ευρώ νομιμότοκα από 22.08.2012.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξή της προσωρινά εκτελεστή για το
ποσό των 3.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και
έκτου ενάγοντος και της υπέρ των τελευταίων προσθέτως παρεμβαίνουσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό
του, στη Χαλκιδική την 10η Σεπτεμβρίου 2012.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: Βάση Νομικών Δεδομένων - ΝΟΜΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου