Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Αυτή την Ευρώπη θέλουμε;

Μετά το σημερινό Eurogroup, είναι πλέον περισσότερο από εμφανές, ότι αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση νοσεί.
Νοσεί βαριά.

Μετά το σημερινό Eurogroup πρέπει να δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά.

Η Ευρώπη, σε επίπεδο λαών, ναι, αλλάζει.
Ήδη αλλάζει.
Οι λαοί της Ευρώπης στέκονται δίπλα στους Έλληνες, μιλάνε και πραγματώνουν το όραμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Οι συνειδήσεις έχουν αποστασιοποιηθεί από την βία των αριθμών και τις επιταγές των αγορών.
Η σκέψη των λαών προσπέρασε το συντηρητισμό και ανακαλύπτει ξανά τα θεμελιώδη ιδανικά της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 

Αλλά αποδεικνύεται ότι άλλο πράγμα είναι η Ευρώπη των λαών κι άλλο η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παραδομένη πλήρως στις δυνάμεις της αγοράς.
Ξέρει να μιλάει μόνο με αριθμούς που στρέφει αποκλειστικά ενάντια στους μη προνομιούχους πολίτες της.
Είναι ένα οικοδόμημα διορισμένων υπαλληλίσκων με μηδενική δημοκρατική νομιμοποίηση.

Αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θεωρεί τη δημοκρατία και την δημοκρατική εντολή, ως λόγο για "λύπηση" και οίκτο (που τάχα εκφράζουν οι απόγονοι αυτών που δεν έδειχναν οίκτο ποτέ και τούτο έχει καταγραφεί στην Ιστορία) σίγουρα δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση που οραματίστηκαν οι δημιουργοί της και ήδη ζητούν οι λαοί της.

Υπάρχει λόγος υπόστασης μιας τέτοιας "ένωσης";
Θέλουμε, άραγε να είμαστε σε μια τέτοια "ένωση";
Είναι, τελικά, αυτοσκοπός η συμμετοχή μας σε έναν οργανισμό, σε ένα club, που έχασε το δρόμο του;

Αν με ρωτάτε τι πιστεύω προσωπικά, σας παραπέμπω στο γνωμικό του Νίτσε που έλεγε
"Η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή."
Το πείραμα της Ενωμένης Ευρώπης δοκιμάστηκε και φαίνεται να απέτυχε.
Το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπη των λαών πέθανε.
Ζήτω η Ευρώπη, λοιπόν.

ΥΓ: Ζητώ συγγνώμη από τους ευρωλιγούρηδες αλλά δεν μπορώ να δεχτώ ως πανάκεια και δώρο εξ ουρανού την υπαρξη της ΕΕ και του ευρώ. Στο θέμα αυτό έχω ήδη διαμορφωμένη άποψη, η οποία δεν μεταβλήθηκε, παρά το γεγονός ότι το ΣΚ που πέρασε κάθισα και διάβασα όσα περισσότερα φιλοευρωπαϊκά επιχειρήματα άντεξα. Με συγχωρείτε, αλλά δεν αντέχω τέτοια Ευρώπη. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Ελπίζω οι επιλογές σας να μην με αναγκάσουν να ζω σε ένα τέτοιο, τόσο σκοτεινό και δυσώδη κόσμο...

* Το άρθρο γράφτηκε 17-02-2015, ως σημειωση του facebook αλλά αναδημοσιεύεται λόγω επικαιρότητας

Οι αδιέξοδες γέφυρες του ευρώ

Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη σειρά χρεογράφων του ευρώ, κυρίαρχο θέμα ήταν οι γέφυρες. Κάθε χρεόγραφο απεικόνιζε διαφορετικές γέφυρες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η τότε επίσημη τοποθέτηση ήθελε την επιλογή, να έγινε εξαιτίας του συμβολισμού της. Δηλαδή, σηματοδοτούσε την υλοποίηση του ενός εκ των δυο πυλώνων της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που θέλει να χτίζονται οικονομικές γέφυρες στο διηνεκές του χρόνου, μέσα από τη διαπραγμάτευση και την συμφωνία των εταίρων.

Στην πραγματικότητα, το ευρώ, υπερκέρασε τους μέχρι τότε αυστηρούς συναλλαγματικούς περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων κι έτσι, λειτούργησε ως όχημα παγκοσμιοποίησης των κεφαλαίων. Με λίγα λόγια, έκανε εύκολη τη ζωή των εχόντων, οι οποίοι χωρίς φορολογικά βάρη και χωρίς περιορισμούς μπορούσαν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας να μεταφέρουν τα ρευστά τους διαθέσιμα σε οποιαδήποτε γωνιά της ηπείρου ή/και του κόσμου. Κι επειδή οι έχοντες είναι αυτοί που κατέχουν και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, φρόντισαν στην πορεία και μας έμαθαν με τη βία της πειθούς, ότι το ευρώ είναι και αναγκαίο και αναντικατάστατο.

Στον παρόντα χρόνο είναι μάλλον εμφανές, ότι οι γέφυρες αυτές δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αποβατικές κατασκευές. Το ευρώ, ως γνήσιο χρεόγραφο (αφού, αν εξαιρέσουμε τα τρέχοντα μηδενικά επιτόκια της ΕΚΤ, η κυκλοφορία του συνεπάγεται τη δημιουργία χρέους από την τοκοφορία του στην τσέπη μας και σε βάρος μας) μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες στραγγαλισμού, εφόσον οι εθνικές πολιτικές δεν ήταν αρκούντως προστατευτικές των εθνικών οικονομιών. 

Η αναμφισβήτητη Γερμανική πολιτική κυριαρχία στην Ευρώπη σε συνδυασμό με τις ανίκανες (ή συνειδητά παραδεδομένες) κυβερνήσεις, είχαν ως αποτέλεσμα το ευρώ να επιτελεί ήδη τον ιστορικό του ρόλο. Δημιουργεί δεσμά κι όχι δεσμούς.

Σε αυτό το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, η κυβέρνηση δίνει μια σκληρή μάχη, για να γυρίσει το χρόνο πίσω και να επιδιορθώσει, όλα όσα είναι δυνατό να επιδιορθωθούν. Αλλά όσο γενναίος υποστηρικτής της κι αν υπήρξα (και εξακολουθώ να είμαι), οφείλω να αναγνωρίσω ότι, οι καλές προθέσεις δεν αρκούν για να έρθουν καλά αποτελέσματα.  

Εξηγούμαι: Με το ευρώ ως εθνικό νόμισμα είναι αδύνατη η οικονομική δικαιοσύνη, η αναδιανομή του πλούτου, η ανανοηματοδότηση της δημοκρατίας. Όσο η Ελλάδα θα εξαρτάται από τις προθέσεις των εταίρων για τη χρηματοδότησή της, τόσο θα είναι αναγκασμένη να συμβιβάζεται, έστω και με κάποιες από τις απαιτήσεις τους, που αφορούν σε θεσμικά ζητήματα και κοινωνικές κατακτήσεις.

Ακόμα κι αν το περιεχόμενο των συμβιβασμών να είναι κατ' αρχήν ευνοϊκό για την Ελλάδα (πχ δεχτούν οι εταίροι ως ισοδύναμο μέτρο τη φορολόγηση των πλουσίων), η Ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να αντιπροσφέρει κάποια μέτρα, ώστε να επιτευχθεί τελικά, ο συμβιβασμός. Δηλαδή η Ελληνική κυβέρνηση ήδη διαπραγματεύεται κυριαρχικά δικαιώματα και δημοκρατικά αποδοθείσες εξουσίες. Ήδη οι εταίροι έχουν λόγο στα εσωτερικά της χώρας και αυτά προσπαθούν να διαμορφώσουν με τις αποφάσεις τους.

Μα, θα μου πείτε, αυτό ήταν αποδεκτός περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, όταν ο Καραμανλής μας έβαζε στην ΕΟΚ το 1981. Δεν θα διαφωνήσω αλλά θα επισημάνω ότι ο Καραμανλής άλλου είδους Ευρώπη είχε στο νου του, όταν υπέγραφε την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Όπως άλλη Ευρώπη είχαν στο νου τους ο Πάλμε, ο Μιτεράν, ο Παπανδρέου. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Καραμανλής ήταν που έβγαλε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, μετά τα γεγονότα της Κύπρου. Άρα άλλη Ευρώπη σκέφτονταν εκείνοι οι ηγέτες, άλλη Ευρώπη πραγματώνεται σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που θα κληθεί να δώσει σήμερα η Ελληνική κυβέρνηση, το "ισοδύναμο" (κατά την προσφιλή έκφραση των εταίρων μας) δεν μεταβάλει τον πραγματικό χαρακτήρα του ευρώ κι εν γένει, δεν αλλάζει την πραγματικότητα, που θέλει τη χώρα δέσμια των βουλήσεων των εταίρων, να καθορίζουν όρους ενάσκησης εσωτερικής πολιτικής.

Μπορεί αυτή τη φορά, η συμφωνία να μην λέγεται Μνημόνιο. Μπορεί να ονομαστεί συμβόλαιο, υπόσχεση, πρωτόκολλο ή οπωσδήποτε αλλιώς. Αλλά δεν παύει να είναι άσκηση κυριαρχικής πολιτικής των εταίρων σε βάρος της εθνικής και λαϊκής μας κυριαρχίας. Και πάλι, η μεταβολή της ονομασίας δεν μεταβάλει την ουσία της.

Ο πρωθυπουργός Τσίπρας εχθές στην ερώτηση, εάν προτίθεται να πάει σε δημοψήφισμα, απάντησε ότι απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού και δεν σκέφτεται ένα δημοψήφισμα στην παρούσα φάση. Σε αυτή ακριβώς, την τοποθέτηση εστιάζω τον σκεπτικισμό μου. Η εμπιστοσύνη του λαού δόθηκε επί τη βάση ενός συγκεκριμένου προγράμματος. Η κάθε ψήφος που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια συγκεκριμένη πολιτική εντολή κι ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Εάν το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί να πραγματωθεί, με την ευθύνη της άρνησης των εταίρων μας, τότε η μόνη λύση είναι η αναζήτηση νέας εντολής.

Εάν είχα τη δυνατότητα να υποβάλω την ερώτηση, δεν θα τον ρωτούσα εάν σκέφτεται το δημοψήφισμα. Θα τον ρωτούσα το λογικά αντίστροφο: 
Είναι αυτοσκοπός ο συμβιβασμός;

Γιατί σε αυτή τη φάση, προτού η Ελληνική κυβέρνηση δεσμευτεί με νέα προγράμματα-γέφυρες ή οτιδήποτε άλλο, θεωρώ ότι θα πρέπει πρώτα να πει δημοσίως, αυτό που όλοι βλέπουμε. Ότι δηλαδή το ευρώ δημιουργεί αδιέξοδες γέφυρες. Και διαπιστώνοντας το προφανές θα έπρεπε να απευθυνθεί στον Ελληνικό λαό, ζητώντας εκ νέου την εντολή του.

Εντολή, όχι για να διαβεί η Ελλάδα, άλλη μια φορά, αδιέξοδες γέφυρες αλλά για να κόψει τις γέφυρες της εξάρτησης της χώρας από μια άρρωστη Γερμανική Ευρώπη. Εκτιμώ ότι αυτό θα πρέπει να έχει στο νου της η Ελληνική αντιπροσωπεία, προτού υπογράψει το οποιοδήποτε πρόγραμμα και σπαταλήσει το 80% του πολιτικού κεφαλαίου της συμπαράστασης που απολαμβάνει προς αυτήν από τον λαό.

* Το άρθρο αυτό γράφτηκε 13-02-2015 ως σημείωση του facebook αλλά αναδημοσιεύεται ενόψει επικαιρότητας.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Άποψη: Αντισυνταγματικότητα της διάταξης της παρ 3 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010

Κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ 1 του Συντάγματος της Ελλάδας, όπως το τελευταίο μεταφέρθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Β΄ Ψήφισμα της 6ης Μαρτίου 1986 της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων και όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων και με το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 102 Α΄/02-06-2008:

“1. Oι γενικά παραδεγμένoι κανόνες τoυ διεθνoύς δικαίoυ, καθώς και oι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τoυς με νόμo και τη θέση τoυς σε ισχύ σύμφωνα με τoυς όρoυς καθεμιάς, απoτελoύν αναπόσπαστo μέρoς τoυ εσωτερικoύ ελληνικoύ δικαίoυ και υπερισχύoυν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμoυ.”

Ενώ, σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου αυτού:
“Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.”

Με τον Ν. 3601/2007 (ΦΕΚ Α/178/01-08-2007) έγινε η ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων των Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, υπ’ αριθμ. 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα (L 177/30-06-2006) και 2006/49/ΕΚ για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (L 177/30-06-2006).

Με τον Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α/107/05-05-2014) και συγκεκριμένα, με τα άρθρα 1 έως και 166 του νόμου αυτού έγινε η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» (EE L 176), ενώ καταργήθηκε ο προϋφιστάμενος Ν. 3601/2007.

Η διάταξη του άρ. 88 του Ν. 3601/2007 επαναλήφθηκε αυτούσια ως άρθρο 150 του Ν. 4261/2014 . Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι:
“Άρθρο 150
Εκτοκισμός δανείων ή λοιπών πιστώσεων
  1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (Α΄ 194), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων.
  2. Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να χορηγεί νέα δάνεια για την πληρωμή οφειλόμενων σε αυτό ληξιπρόθεσμων τόκων με αποτέλεσμα την αναστολή εφαρμογής της διάταξης της εν λόγω παραγράφου, καθώς και να προβαίνει σε ρύθμιση οφειλών ισοδύναμου αποτελέσματος εκτός εάν πρόκειται για σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών του δανειολήπτη, που θα στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη από το πιστωτικό ίδρυμα της δυνατότητας εξυπηρέτησης των ρυθμιζόμενων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Απαγορεύεται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών, κατά το αμέσως προηγούμενο εδάφιο.
  3. Εξουσιοδοτείται η Τράπεζα της Ελλάδος να παρέχει διευκρινιστικές οδηγίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
  4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα για τα πιστωτικά ιδρύματα.”

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010 (ΦΕΚ Α/130/02-08-2010), η οποία παρέμεινε αμετάβλητη από το άρθρο 14 του Ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α/143/14-06-2013) ορίζεται ότι:

“3. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους.”

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν. 3869/2010, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 4161/2013 ορίζεται ότι:

“2. Το ποσό των τελευταίων ενήμερων μηνιαίων καταβολών θα πρέπει να είναι εύλογο με βάση την οικονομική κατάσταση του αιτούντος, ωστόσο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 10% των μηνιαίων δόσεων που όφειλε να καταβάλει σε όλους τους δανειστές μέχρι τη στιγμή της υποβολής της αίτησης, το δε ελάχιστο ποσό καταβολής συνολικά στους δανειστές ανέρχεται σε 40 ευρώ μηνιαίως. Εξαίρεση στο παραπάνω όριο υφίσταται, αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 5 του παρόντος, περίπτωση κατά την οποία ορίζεται από τον Ειρηνοδίκη χαμηλότερη ή μηδενική δόση.”

Τέλος, με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 όπως αυτή παρέμεινε αμετάβλητη από το άρθρο 16 του Ν. 4161/2013 ορίζεται ότι:

“5. Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.”

Από ουσιαστική διάταξη, υπερνομοθετικής ισχύος, δημοσίας τάξεως (“Απαγορεύεται...”) και αμέσου εφαρμογής, όπως αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, ως άρθρο 88 του Ν. 3601/2007 και επαναλήφηκε ως άρθρο 150 του Ν. 4261/2014, ο Κοινοτικός Νομοθέτης όρισε δυο άκρα χρονικά όρια: α) για το λογισμό τόκων επί του δανειακού λογαριασμού, και β) για την διάσωση του εκτοκισμού των πιστώσεων.

Σύμφωνα με το πρώτο όριο, το οποίο αποτελεί άκρο χρονικό όριο του λογισμού τόκων επί του δανειακού λογαριασμού, ο λογισμός τόκων απαγορεύεται, εφόσον αυτοί μένουν ανείσπρακτοι, για τουλάχιστον 6 μήνες, για εμπραγμάτως ασφαλισμένες πιστώσεις και 3 μήνες, για μη εμπραγμάτως ασφαλισμένες απαιτήσεις. 

Μετά την πάροδο του ως άνω -κατά περίπτωση- υπολογιζόμενου χρονικού διαστήματος, επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται.

Εάν δε, παρά την ανωτέρω ρύθμιση, οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες εξακολουθούν να λογίζουν τόκους επί του δανειακού λογαριασμού, οι οποίοι προσαυξάνουν το χρεωστικό υπόλοιπο των δανειοληπτών, τότε οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι (που προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών), θα πρέπει να πιστώνονται, τουλάχιστον κατά το ισόποσο της χρέωσής τους, εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού τους (δεύτερο όριο).

Σε διαφορετική περίπτωση, η κύρωση από την παραβίαση της διάταξης αυτής είναι σαφής και ορίζεται από το ίδιο το κείμενο του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, παύει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων.

Δοθείσας της παραπάνω ρυθμίσεως, η οποία θεσπίζει όρους και άκρα χρονικά όρια για τη λογιστικοποίηση τόκων, το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και τη διάσωση του εκτοκισμού κάθε πίστωσης, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον Ν. 4161/2013 σύμφωνα με την οποία: “3. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής” παρίσταται ως αντισυνταγματική.

Τούτο, διότι, στην περίπτωση που ο αιτών του Ν. 3869/2010 έχει προχωρήσει σε παύση πληρωμών έναντι εμπραγμάτως ασφαλισμένου πιστωτή, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του 6μήνου (οι μη εμπραγμάτως ασφαλισμένες πιστώσεις, εξάλλου, δεν τοκοφορούν από την κατάθεση της αιτήσεως, σύμφωνα με την παρ 3 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4161/2013), τότε μετά την πάροδο του εξαμήνου από την παύση πληρωμής, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία έχει το δικαίωμα μόνο του εξωλογιστικού προσδιορισμού τόκων.

Έτσι, οι τόκοι της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν3869/2010 θα μπορούσαν να είναι μόνο εξωλογιστικώς τηρηθέντες, αλλά, όχι στο πλαίσιο του λογιστικού εκτοκισμού της πίστωσης, παρά μόνο στο πλαίσιο του εξωλογιστικού προσδιορισμού των κονδυλίων αυτών.

Εάν απεναντίας, από την αναλυτική κίνηση του δανειακού λογαριασμού αποδεικνύεται ότι η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία εξακολουθούσε και μετά το πέρας του 6μήνου να λογίζει τόκους, επί του δανειακού λογαριασμού, προσαυξάνοντας κατά τα αντίστοιχα ποσά, το χρεωστικό υπόλοιπο του οφειλέτη, τότε οι τόκοι αυτοί θα έπρεπε να είχαν αντιλογιστεί επί του δανειακού λογαριασμού, εντός 3μήνου (από την ημερομηνία λογισμού τους), ώστε να διασωθεί ο εκτοκισμός της πίστωσης.

Εάν τέτοιος αντιλογισμός δεν μαρτυράται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων των τραπεζών, τότε από ουσιαστική διάταξη, υπερνομοθετικής ισχύος, δημοσίας τάξεως (“Απαγορεύεται...”) και αμέσου εφαρμογής, η εκάστοτε τράπεζα θα έπρεπε να γίνει δεκτό, ότι απώλεσε το δικαίωμα εκτοκισμού της πίστωσης.

Επομένως, η διάταξη της παρ 3 του άρθρου 6 του Ν.3869/2010, κατά το μέρος που με αυτήν επιχειρείται η διάσωση του δικαιώματος εκτοκισμού, δίχως την επιφύλαξη και της προϋποθέσεις του άρθρου 88 του Ν. 3601/2001 και ήδη άρθρου 150 του Ν.4261/2014, είναι αντισυνταγματική, ως αντικείμενη σε διάταξη του Κοινοτικού Δικαίου.

Σε μια τέτοια περίπτωση, κατ' εφαρμογή της υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης, δεν θα πρέπει να υπολογιστεί ως έντοκη η εμπραγμάτως ασφαλισμένη πίστωση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, η δε διαταχθησόμενη από το Δικαστήριο ρύθμιση θα πρέπει να γίνει επί τη βάσει των χορηγηθέντων δανειακών υπολοίπων ή έστω, επί τη βάσει των δανειακών υπολοίπων που παρουσίαζε η πίστωση κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, δίχως τον συνυπολογισμό μη νομίμως λογισμένων τόκων, επί μη νομίμως εκτοκιζόμενης απαίτησης.

Μάλιστα, το παραπάνω επιτείνεται στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο που δικάζει αίτημα προδικαστικού συμβιβασμού του εκάστοτε αιτούντος δανειολήπτη, μπορεί συνεκτιμώντας τα στοιχεία που αναφέρει ο Νόμος, να προσδιορίζει με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές.

Σημειωτέον ότι εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, να επανεξετάσει τα οικονομικά στοιχεία του αιτούντος και να προσδιορίσει ή όχι μηνιαίες καταβολές (“...μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών”).

Έτσι, εάν η απόφαση περί μηδενικών καταβολών διατηρηθεί, είτε δίχως επανεξέταση των οικονομικών στοιχείων του αιτούντος, είτε και μετά την επανεξέτασή τους, τότε, μετά βεβαιότητας, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι χάνει το δικαίωμα λογιστικοποίησης των τόκων, για το χρονικό διάστημα πέραν του εξαμήνου.

Συνεπώς, στην περίπτωση που οι χρεώσεις τόκων επί του δανειακού λογαριασμού προσαυξάνουν το χρεωστικό υπόλοιπο της πίστωσης, δίχως την -εντός του 3μήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού τους, τουλάχιστον ισόποση- πίστωση, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ' εφαρμογή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης και σε εκτέλεση της διάταξης του Δικαστηρίου, έπαυσε ο εκτοκισμός της πίστωσης.


Ως εκ τούτου και συνυπολογιζομένου του μακρού χρόνου της εκκρεμοδικίας των συγκεκριμένων περιπτώσεων (κατά τον οποίο είτε έχει επέλθει de facto, είτε κατόπιν Δικαστικής διάταξης, πλήρης παύση πληρωμών), η απαίτηση των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών να αξιώνουν λογισμένους τόκους για δάνεια ή πιστώσεις, εμπραγμάτως ασφαλισμένες, για χρονικό διάστημα πέραν του 6μήνου, (μετά την παύση πληρωμών), οι οποίοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανειοληπτών, δίχως να αντιλογιστούν εντός του 3μήνου που έπετο της ημερομηνίας λογισμού τους, κι εντεύθεν το προνόμιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν. 3869/2010, είναι αντισυνταγματικές, ως αντικείμενες στη διάταξη του άρθρου 88 του Ν. 3601/2001 και ήδη άρθρου 150 του Ν.4261/2014, δίχως την επιφύλαξη και της προϋποθέσεις του οποίου είναι αδύνατος τόσο ο λογισμός τόκων επί του δανειακού λογαριασμού, ακόμα και για τις εμπραγμάτως ασφαλισμένες πιστώσεις, όσο και η διάσωση του εκτοκισμού των ενδίκων πιστώσεων.

de jure app