Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Μια δανειακή ρήτρα προδήλως καταχρηστική



Μόλις τελείωσα μια ανακοπή που έγραφα και μετά από αρκετό διάβασμα και ψάξιμο, νομίζω ότι είμαι σε θέση να παρουσιάσω αναλυτικά (δηλαδή, όσο αναλυτικά μπορώ, καθότι δεν είμαι οικονομολόγος) μια από τις πιο πονηρές ρήτρες δανειακών συμβάσεων, που έχουν πέσει στην αντίληψή μου.

Οι ρήτρες αυτές συμφωνούνται σε δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου αλλά επί της ουσίας στόχευσή τους είναι να επιτυγχάνουν να μην μειώνεται το συμβατικό επιτόκιο του δανείου και να διατηρείται στο εκάστοτε ύψος που οι Τράπεζες το επιθυμούν, οποιοδήποτε κι αν είναι το (προσχηματικό) επιτόκιο αναφοράς (πχ Euribor) και οποιαδήποτε κι αν είναι η μεταβολή του.

Επισημαίνω στο σημείο αυτό και για την οικονομία της κουβέντας, ότι αυτού του είδους η συμβατικές συμπεριφορές έχουν ήδη νομολογηθεί άκυρες ως καταχρηστικές με την 430/2005ΑΠ.

Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρομαι σε Γενικούς Όρους Συναλλαγών που τέθηκαν μεταξύ καταναλωτή και Τράπεζας (συγκεκριμένα, της Alpha Bank) σε δάνειο-ρύθμιση παλαιότερης δανειακής οφειλής, που συμφωνήθηκε κυμαινόμενου επιτοκίου, με επιτόκιο αναφοράς το Euribor τριμήνου.

Στην σύμβαση που μετέρχομαι ως παράδειγμα και συγκεκριμένα, στον Όρο 5.5.1 αναφέρεται επί λέξει ότι: «Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό κυμαινόμενο επιτόκιο την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μηνός μέχρι του ύψους της μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη Euribor τριών (3) μηνών (επιτόκιο αναφοράς-παρ 5.5.4), μεταξύ της τιμής αυτού κατά την ως άνω ημερομηνία και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του αμέσως προηγούμενου μηνός. Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, είτε να μη μεταβάλλει το επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του ως άνω επιτοκιακού δείκτη, είτε να μην εξαντλήσει το ως άνω ανώτατο όριο μεταβολής».   

Στον Όρο 5.5.2 ορίζεται ότι: «Κατ’ εξαίρεση, η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο μέχρι του διπλασίου του ύψους της ως άνω διαφοράς είτε όταν σε προηγούμενη μεταβολή του δείκτη δεν μετέβαλε αντίστοιχα το συμβατικό επιτόκιο, είτε όταν στο χρονικό σημείο μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη, η απόδοση στη λήξη των ομολόγων διαρκείας δέκα (10) ετών του Ελληνικού Δημοσίου διαφέρει από την απόδοση των όμοιων ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου περισσότερο από μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα»


Και στον Όρο 5.5.3 ορίζεται ότι: «Η Τράπεζα αποφασίζει την κατά τα ανωτέρω μεταβολή (ή μη) λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, όπως και τον κίνδυνο που εκάστοτε αναλαμβάνει, τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση, όσο και για το σύνολο των χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας. Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόκριμα ή δέσμευση για την τυχόν επόμενη μεταβολή του επιτοκίου, όποτε κι αν γίνει. Η κατά τα πιο πάνω μεταβολή δεν αποτελεί τροποποίηση της συμβάσεως. Οι ως άνω όροι και προϋποθέσεις μεταβολής ισχύουν και εφαρμόζονται και για τα τυχόν ισχύοντα προνομιακά συμβατικά επιτόκια».  

Δηλαδή, στους όρους 5.5.1, 5.5.2 και 5.5.3 η τράπεζα χρησιμοποιεί κριτήρια που θα της επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου, ενώ εισάγει ένα ομιχλώδες σύστημα αλληλεπίδρασης πολλών επιτοκιακών παραγόντων, δίχως όμως να διευκρινίζεται, πώς και σε ποιο βαθμό επιδρά ο κάθε ένας από τους παράγοντες αυτούς στη διαμόρφωση του επιτοκίου χορηγήσεως, πώς επιδρά η μείωση του ενός παράγοντα και η ταυτόχρονη αύξηση ενός άλλου, ενώ επιπλέον, δεν αναφέρεται ο λόγος συμμετοχής του κάθε παράγοντα στη διαμόρφωση του επιτοκίου και εν τέλει δεν αναφέρεται εάν οι παράγοντες αυτοί είναι συντρέχοντες ή λειτουργούν αποκλειστικά.

Η διατύπωση των προαναφερόμενων κριτηρίων («…η απόδοση στη λήξη των ομολόγων διαρκείας δέκα (10) ετών…», «…συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού… τον κίνδυνο…» ως προς το σκέλος που η μη μεταβολή του συμβατικού επιτοκίου, ακόμα κι αν μεταβληθεί το επιτόκιο αναφοράς, μπορεί να οδηγήσει στη μη μείωση του συμβατικού επιτοκίου σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε και ια (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα).

Περαιτέρω, παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο των όρων «…κίνδυνος της αγοράς και του ανταγωνισμού…», «…τον κίνδυνο που εκάστοτε αναλαμβάνει, τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση, όσο και για το σύνολο των χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας…» ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν τέτοιο δικαίωμα στην τράπεζα, με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό του όρου να είναι καταχρηστικό ως αντίθετο στις περιπτώσεις ε και ια της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην τράπεζα με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο, ακόμα κι αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς.

Περαιτέρω, κατά το μέρος που η διακύμανση του επιτοκίου συνδέθηκε με επιτόκιο αναφοράς (Euribor), η επιφύλαξη της τράπεζας να μπορεί να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο, επικαλούμενη άλλους οικονομικούς δείκτες (πχ «την απόδοση στη λήξη των ομολόγων διαρκείας δέκα (10) ετών του Ελληνικού Δημοσίου διαφέρει από την απόδοση των όμοιων ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου περισσότερο από μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα») αποτελεί όρο προδήλως καταχρηστικό, καθόσον από την επίσημη έλευση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, πάντοτε, τα ελληνικά ομόλογα διάρκειας 10 ετών είχαν διαφορά τουλάχιστον 0,5 της μονάδας σε σχέση με τα αντίστοιχα Γερμανικά!

Πρακτικά, τούτο σημαίνει ότι η αντίδικος επεφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα να μην μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο, ακόμα κι αν αυτό είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο και μάλιστα, μονομερώς να μπορεί να αυξάνει το επιτόκιο και μάλιστα μέχρι το διπλάσιο της εκάστοτε διακύμανσης (πχ σε υποτιθέμενη άνοδο του αντίστοιχου επιτοκίου αναφοράς Euribor τριών μηνών) αλλά αντιθέτως, να μην υποχρεούται να μειώνει το συμβατικό επιτόκιο, σε περίπτωση ταυτόχρονης μειώσεως του επιτοκίου αναφοράς Euribor τριών μηνών εφόσον η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ομολόγων 10ετούς διάρκειας Ελληνικού και Γερμανικού Δημοσίου έχει διαφορά άνω του 0,5%.

Ακολουθούν οι πίνακες που η ίδια η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών αναρτά στην ιστοσελίδα της (πηγή: http://www.hba.gr/epitokia/omologa.asp) επικαλούμενη ως πηγή την Τράπεζα της Ελλάδας, από όπου αποδεικνύεται ότι ήδη από τον Μάιο του 2010 και την υπογραφή του 1ου Μνημονίου (Ν.3845/2010) οι αποδόσεις των ομολόγων δεκαετούς διάρκειας του Ελληνικού Δημοσίου εκτοξεύτηκαν σε διαφορές σταθερά άνω των 500 μονάδων βάσης (δηλαδή άνω του 0,5%) σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά.


Μέση μηνιαία διαφορά

ΙΑΝ
ΦΕΒ
ΜΑΡ
ΑΠΡ
ΜΑΪ
ΙΟΥΝ
ΙΟΥΛ
ΑΥΓ
ΣΕΠ
ΟΚΤ
ΝΟΕ
ΔΕΚ
2011
827
862
919
1049
1281
1371
1335
-
1591
-
-
-
2010
273
327
311
474
514
647
770
832
824
820
897
906
2009
250
254
280
232
179
179
151
118
127
133
156
226
Πηγή: Τραπεζα της Ελλάδος, Εξελίξεις στην αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.


Μέση ετήσια διαφορά

2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
2010
Μέσος Όρος
(μ.β.)
83,84
48,15
31,52
16,74
18,8
20,11
29,64
27,19
74,50
190,41
633


Η διαγραμματική διαφορά των αποδόσεων αυτών ακόμα και για τον περελθόντα της ενδίκου συμβάσεως χρόνο ήταν σταθερά άνω της μισής εκατοστιαίας μονάδας:


Για την περίοδο της υπογραφής της σύμβασης που μελετούσα (Δεκέμβριο του 2011) η Τράπεζα της Ελλάδας δημοσιεύει τον ακόλουθο πίνακα, από τον οποίο αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα, έχοντας μπει για τα καλά πια στην οικονομική κρίση, παρείχε απόδοση των δεκαετών ομολόγων της τάξης του 21,14% (πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας).


Την ίδια ώρα και μάλιστα, την ίδια ημέρα της υπογραφής της ένδικης σύμβασης τα αντίστοιχα γερμανικά παρείχαν αποδόσεις της τάξης του 1,845% (πηγή: http://www.investing.com/rates-bonds/germany-10-year-bond-yield-historical-data).


Ήδη, λοιπόν, η Τράπεζα, κατά τον χρόνο υπογραφής της ενδίκου συμβάσεως γνώριζε ότι η μέση μηνιαία διαφορά είχε εκτοξευτεί πάνω περίπου 20 φορές πάνω από τις 500 μονάδες βάσης, γεγονός που είχε οδηγήσει σε έξοδο της Ελλάδας από τις αγορές χρήματος. Γνώριζε δηλαδή, ότι έθεσε μονομερώς έναν όρο επί της δανειακής συμβάσεως ο οποίος της παρείχε το δικαίωμα να δρα ενάντια στα συμπεφωνημένα και εν τέλει να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο, αν και αυτό είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο και είχε εξαρτηθεί από συγκεκριμένο επιτόκιο αναφοράς (Euribor) ή σε διαφορετική περιπτωση να διπλασιάζει το ποσοστό της μεταβολής!

Η διατύπωση των προαναφερόμενων κριτηρίων, ως προς το σκέλος που η μεταβολή των παραγόντων κόστους του επιτοκίου, οδηγήσει στη μη μείωση ή αύξηση του συμβατικού επιτοκίου, υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε’ και ια’ (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), όπως επίσης παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα, κατά το μέρος που δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο τρόπος με τον οποίο η μεταβολή, θα οδηγήσει σε αύξηση ή μείωση του επιτοκίου καθώς επίσης δεν προβλέπεται η περίπτωση αύξησης των παραγόντων κόστους του χρήματος σε μια αγορά με την ταυτόχρονη μείωση του κόστους του χρήματος σε κάποια ή κάποιες άλλες αγορές και ο μηχανισμός στάθμισης και συμμετοχής όλων αυτών των παραγόντων στον μηχανισμό υπολογισμού του επιτοκίου, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο των όρων «συνθήκες της αγοράς» και «κίνδυνος» σε σχέση με τον τρόπο που τα ως άνω κριτήρια επιδρούν στην μεταβολή του επιτοκίου, ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν τέτοιο δικαίωμα στην αντίδικο.

Ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό του όρου είναι καταχρηστικό α) ως αντίθετο στο ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και β) στις περιπτώσεις ε’ και ια’ της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην αντίδικο με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο της πιστώσεως ή να το αυξάνει δυσθεώρητα, τούτο δε, με την εντελώς προσχηματική (όπως ήδη απέδειξα) επίκληση άλλων μακροοικονομικών παραγόντων και κατά παράβαση της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002- όπου επιβάλλεται να αναφέρεται με σαφήνεια το επιτόκιο αναφοράς και ο βαθμός συμμετοχής του στον καθορισμό του τελικού επιτοκίου, ώστε ο καταναλωτής να δύναται από την παρακολούθηση αυτού να παρακολουθεί και την αυξομείωση του επιτοκίου της σύμβασης (βλ. και ΠΠΑ 961/2007) κατά τρόπο ορισμένο και διαφανή.

Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα και τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, θα κυμαίνεται αυξητικά ή πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005, όπ.π. και ΠολΠρωτΑθ 961/2007).

Εξάλλου, τούτο αποδεικνύεται και στην πράξη, αφού παρά το γεγονός ότι τα τελευταία 15 χρόνια οι «συνθήκες της αγοράς» ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές (βλ. χαμηλά επιτόκια ΕΚΤ και FED, σχεδόν μηδενικό επιτόκιο στην Ιαπωνία και φαινόμενο αποπληθωρισμού, χαμηλά διατραπεζικά επιτόκια, υψηλοί ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως), παρ’ όλα αυτά, η ύπαρξη των αυτών αόριστων κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου σύμφωνα με το οποίο θα μεταβάλλεται και το συμβατικό επιτόκιο, επέτρεψε στην Τράπεζα να επιβάλει επιτόκια που σε πολλές περιπτώσεις υπερέβαιναν το ανώτατο νόμιμο (εξωτραπεζικό) επιτόκιο.

Και για να κλείσω με το παράδειγμα της δανειακής σύμβασης, επάνω στην οποία δούλευα, ο ανωτέρω όρος έδωσε το δικαίωμα στην τράπεζα να μην μειώνει το κόστος του δανείου (δηλαδή, να μην μειώνει το επιτόκιο) σε μια περίοδο που μειωνόταν και μειώνεται το κόστος του χρήματος διεθνώς, με αποτέλεσμα:

Για την περίοδο από 29-12-2011 έως 10-7-2012 η υπέρβαση του νομίμου επιτοκίου στην σύμβαση ανήρχετο σε ύψος 6,35%:
Υπέρβαση κατά 94,07% του νομίμου εξωτραπεζικού επιτοκίου.

Για την περίοδο από 11-7-2012 έως σήμερα η υπέρβαση του νομίμου επιτοκίου στην ένδικη σύμβαση ανήρχετο σε 6,6%:
Υπέρβαση 101,54% του νόμιμου εξωτραπεζικού επιτοκίου.

Με τέτοιες μεθόδους παράγεται το χρέος κάθε ενός από εμάς και εν τέλει, με τέτοιες μεθόδους παρήχθη και παράγεται καθημερινά το χρέος της Ελλάδας, κατά το μέρος που το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε να καλύψει (να ανακεφαλαιοποιήσει) τον ήδη επελθόντα επιχειρηματικό κίνδυνο, που τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα δημιούργησαν με τις χορηγήσεις τους, κατά παράβασης της αρχής του «υπεύθυνου δανεισμού» (βλ αρ 27 Ν.3601/2007 και ΚΥΑ 699/2010 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

Κατά δε το δεύτερο ως άνω μέρος (δηλαδή κατά το μέρος που το Ελληνικό Δημόσιο ανακεφαλαιοποιεί τις τράπεζες παρέχοντας ρευστό ή/και εγγυήσεις) γεννάται εύλογα η διττή υπόνοια, ότι οι τράπεζες εισπράττουν από δυο (2) πλευρές τα ίδια λεφτά, καθόσον τα ίδια δάνεια, αφενός ανακεφαλαιοποιούνται από το ΕΜΧΣ (και αυτά τα δάνεια χρεώνεται το ελληνικό δημόσιο, που τα πήρε επάνω του) και αφετέρου τα δάνεια αυτά είτε εξυπηρετούνται από τους δανειολήπτες (με όσα προβλήματα αντιμετωπίζουν αυτοί), είτε εισπράττονται αναγκαστικά, με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με τον τρόπο αυτό όμως, κάθε δάνειο, που παράγει χρέος με καταχρηστικά επιτόκια και αντίστοιχους δανειακούς όρους, αντί εν τέλει να αποκρούεται από την έννομη τάξη, κατέληξε να είναι μέθοδος πολλαπλασιασμού των τραπεζικών κερδών. Και μάλιστα… «Στο όνομα του Ελληνικού Λαού», με την έκδοση Διαταγής Πληρωμής...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

de jure app