Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Βάση ανακοπής για παράνομο ανατοκισμό (αρ 12. Ν.2601/1998)

Λίγο πριν σας ευχηθώ καλές διακοπές και βλέποντας ότι η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής είναι ένα θέμα το οποίο απασχολεί πολλούς συναδέλφους και πολίτες, ανεβάζω μια βάση ανακοπής που μόλις έγραψα, σχετικά με ανατοκισμό αλληλόχρεου λογαριασμού σε μικρότερα του εξαμήνου χρονικά διαστήματα (εν προκειμένω γινόταν ανατοκισμός ανά τρίμηνο). 

Επειδή πρέπει να αποδίδονται τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, επισημαίνω ότι τα αναφερόμενα σε αυτή τη βάση δεν είναι προϊόντα της δικής μου σκέψης αλλά περιλαμβάνονται στο εγχειρίδιο του Σπ. Ψυχομάνη, "Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων", Τεύχος Ι, έκδοση ΣΤ, 2008, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 329, σημ 820-834.

Όπως και στο υπόδειγμα της ανακοπής μου, έτσι και σε αυτή τη βάση, μετά τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, απομένει η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της κάθε υπόθεσης στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, εργασία που επαφίεται σε κάθε συνάδελφο, ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει παρεμφερές ζήτημα.
Ακολουθεί το κείμενο:

* * * * * * * * * * *
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, του άρθρου 12 του Ν.2601/1998 «1. Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ`ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Α.Κ.»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Ο ανατοκισμός σε νέες, μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου, καταρτιζόμενες τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις μπορεί πλέον να γίνεται ανά εξάμηνο και άνω, υπό δύο προϋποθέσεις. Αφενός μεν, ο ανατοκισμός και τα διαστήματά του πρέπει να έχουν συμφωνηθεί. Αφετέρου δε, η εν λόγω συμφωνία να προβλέπει διαστήματα ανατοκισμού ή ίσα ή μεγαλύτερο του εξαμήνου. Αν δεν υπάρχει συμφωνία, ισχύουν οι γενικές περί ανατοκισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ (παρ. 1 άρθρου 12). Αν η συμφωνία του ανατοκισμού προβλέπει διαστήματα μικρότερα του εξαμήνου, θα πάσχει από ακυρότητα (ΑΚ 174), η οποία, πάντως, θα περιορίζεται στο υπερβάλλον, με αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 294. Κατά τα λοιπά, ο ανατοκισμός αφορά, ασφαλώς, τους οφειλόμενος στα πιστωτικά ιδρύματα τόκους σε καθυστέρηση και μπορεί να αρχίσει από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης[1], είτε αυτή προσδιορίζεται ρητά, είτε προκύπτει από προηγηθείσα όχληση.
Ο ανατοκισμός, σε περιπτώσεις πιστωτικών συμβάσεων, που συνοδεύονται από συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού, γίνεται αυτοδικαίως ανά εξάμηνο, αν δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 112 ΕισΝΑΚ. Τα μέρη, όμως, μπορούν να συμφωνήσουν ανατοκισμό και, κατ' ακολουθία, περιοδικά κλεισίματα του λογαριασμού για το λόγο αυτό, σε μεγαλύτερα του εξαμήνου χρονικά διαστήματα. Στο σημείο ακριβώς αυτό επέρχεται τροποποίηση της ΕισΝΑΚ 112, που προβλέπει δυνατότητα συμφωνίας, ακόμα, και τριμήνου ανατοκισμού.
Ομοίως, εξάμηνος ανατοκισμός ή ανατοκισμός μεγαλύτερο του εξαμήνου χρονικά διαστήματα μπορεί πλέον να συμφωνείται και για το οριστικό κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού, όπου δεν ισχύει ο αυτοδικαίως εξάμηνος ανατοκισμός της 112 ΕισΝ ΑΚ (βλ. παρ 1, εδ 1, περίπτωση 2 και εδ. 2 άρθρου 12[2]).
Σε περιπτώσεις, όμως, πιστωτικών συμβάσεων, που συνδέονται με απλούς τρέχοντες εν στενή έννοια ή ανοικτούς λογαριασμούς, όπου δεν παρατηρείται αμοιβαιότητα απαιτήσεων, έστω και αν αυτή χαρακτηρίζονται, καταχρηστικά, ως «αλληλόχρεοι», δημιουργείται το εξής πρόβλημα. Ως έχοντες, καταρχήν, τη λειτουργία του αλληλόχρεου λογαριασμού, στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας, δεν δημιουργούν «καθυστερούμενους» τόκους, αφού η του κειμένου στο λογαριασμό χάνοντας την αυτοτέλειά τους, καθιστάμενη μη απαιτητά κονδύλια, αποκλείοντας, κατά συνέπεια , οποιαδήποτε «καθυστέρηση». Συνεπώς, ο ανατοκισμός φαίνεται να απαγορεύεται, κατά τη διάρκεια λειτουργίας των λογαριασμών, τόσο κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του νόμου 2601/1998, αφού δεν υφίσταται η προϋπόθεση των τόκων «σε καθυστέρηση», όσο και κατά την ΕισΝΑΚ 112, αφού δεν πληρούται, επίσης, ο όρος της αμοιβαιότητας.
Εν πάση περιπτώσει, ο καθιερωθείς, ως άνω, και στις πιστώσεις συμβατικός ανατοκισμός, βρίσκονται στην δικαιολογητική - κατά το νομοθέτη - βάση του στον αντίστοιχο ανατοκισμό των καταθέσεων, δεν μπορεί να οδηγεί σε καταχρηστικές πρακτικές και άδικα αποτελέσματα. Δεν μπορεί, ιδίως, να χρησιμοποιείται προς κάλυψη των ευθυνών και ζημιών μιας τράπεζας από αλόγιστες διοχετεύσεις των καταθέσεων σε ασύμφορες και καταδικασμένες σε αποτυχία χρηματοδοτήσεις, ώστε από την υπερβολική, μέσω των ανατοκισμών, διόγκωση των προς αυτήν χρεών να επιτυγχάνεται η ολοκληρωτική και διαρκής αχρήστευση των ατυχών δανειοληπτών. Η κοινωνική ευθύνη, η αποδοτική λειτουργική προσφορά των τραπεζών στο σύστημα, που τις έχει ανάγκη και τις ανέχεται, συνίσταται στον ορθολογικού συνδυασμό καταθέσεων και ασφαλών, πρόσφορων να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του ίδιου του πιστολήπτη και της εθνικής οικονομίας, πιστοδοτήσεων. Η εκμηδένιση, αντίθετα, του κατάλληλα επιλεγμένου, ατυχήσαντα, όμως, δανειολήπτη, αλλά και κάθε δανειολήπτη των ελεύθερων, αλλά κακών επιλογών των τραπεζών, δεν ανήκει στον κοινωνικό και οικονομικό τους ρόλο. Για το λόγο αυτό, ο έλλογος περιορισμός της έκτασης του χρέους από τόκους και ανατοκισμούς επιβάλλεται ήδη από τις ΑΚ 281 και 178 - 179. Επιβάλλεται, όμως, ειδικότερα, και από τις διατάξεις του άρθρου 30 Ν. 2789/2000[3], όπως τροποποιήθηκαν, τελικά, από το άρθρο 39 του Ν. 3259/2004[4], οι οποίες δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση της τελικής οφειλής σε ύψος μεγαλύτερο του τριπλασίου του αρχικού κεφαλαίου.

ΥΠΑΓΩΓΗ: ...




[1] Βλ. ΠΠρΚαβ 74/1999, ΔΕΕ 2000, σελ. 175 επ.


[2] Βλ. και ΑΠ 1619/2000, ΕλλΔνη 42, σελ. 744 επ, ΕφΑθ. 5814/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 70 επ, Π. Μάζη, Τραπεζικός ανοιχτός λογαριασμός … (Γνωμοδότηση), ΕΕμπΔ 2006, σελ. 197 επ.


[3] Βλ και Μούργελα, Ανατοκισμός-Ρύθμιση παλαιών οφειλών, Δελτίο ΕΕΤ 2002, σελ. 72 επ.


[4] Βλ σχετικά και Κ. Παμπούκη, κατάλοιπα του τραπεζικού ανατοκισμού εν υπερημερία – Συζήτηση με 6 αποφάσεις Μονομελών Πρωτοδικείων (τις ΜΠρΡοδ. 23/2006, ΜΠρΑθ. 4519/2006, 247/2006, 384/2007, 615/2007, 1022/2007, 8288/2007, που έχουν δημοσιευθεί στην ΕπισκΕΔ 2007, σελ. 589 επ, 639επ, 641 επ, 644 επ, 646 επ, 648 επ και 650 επ.) ΕπισκΕΔ 2007, σελ. 632 επ.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Αποφάσεις αναστολών κατά διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης

Δημοσιεύω δυο αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (που μου απέστειλε συνάδελφος και για αυτό ευχαριστώ θερμά) οι οποίες εκδόθηκαν επί αιτήσεων αναστολών από διαταγές πληρωμής.

Στην πρώτη από αυτές (4787/2013) ελλείπει ο έγγραφος τύπος που είναι απαραίτητος για την έκδοση διαταγής πληρωμής (ο φερόμενος ως δανειολήπτης δεν είχε υπογράψει τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης).

Στην δεύτερη από αυτές (1979/2013) διαπιστώνεται υπέρβαση του νομίμου επιτοκίου η οποία κρίνεται ως καταχρηστική και πιθανολογείται ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής θα ευδοκιμήσει.




Για να κατεβάσετε την ΕιρΘεσ 4787/2013, σε μορφή PDF, κάνετε κλικ ΕΔΩ


Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης 1979/2013

Για να κατεβάσετε την ΕιρΘεσ 1979/2013, σε μορφή PDF, κάνετε κλικ ΕΔΩ

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Απορρίπτεται αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής μεσεγγύησης από το Πρωτοδικείο Κορίνθου.

Πρόκειται για απόπειρα μεσεγγύησης για το αυτοκίνητο για το οποίο εκδόθηκε η 3885/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής απερρίφθη από την αξιότιμη κα Πρόεδρο του Πρωτοδικείου Κορίνθου, κα Παπαδημητροπούλου.

Δυστυχώς, οι προσωρινές διαταγές δεν αιτιολογούνται ωστόσο, παραθέτω τους βασικούς ισχυρισμούς που πρότεινα για την απόρριψη του αιτήματος της αντιδίκου μου:
  1. Η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, αφού για ποσό απαίτησης ύψους 12.000€ ή 13.000€ (δεν το διευκρίνιζε η αντίδικος, αφού στην αίτησή της ανέφερε παράλληλα και τα δυο ποσά!) ζητήθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο να διατάξει μεσεγγύηση, αν και η υλική αρμοδιότητα ανήκει στο κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο Κορίνθου.
  2. Ένσταση ενεργητικής νομιμοποίησης, η οποία θεμελιώνεται από το γεγονός ότι αντίδικος επικαλείται κίνδυνο φθοράς, απώλειας ή/και καταστροφής του αυτοκινήτου, επί τη βάσει της πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, δηλαδή ζητά το ασφαλιστικό μέτρο ως κυρία του επίδικου οχήματος, πλην όμως τέτοια κυριότητα κρίθηκε ότι δεν υπάρχει, σύμφωνα με το δεδικασμένο της 3885/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκε έφεση ή άλλο ένδικο μέσο. Ως εκ τούτου, παράγεται, έστω και προσωρινό δεδικασμένο για το κριθέν με αυτήν θέμα.
  3. Ένσταση νόμω αβασίμου (πέραν της συντρέχουσας αοριστίας) καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Ν.3601/2007, κατά το μέρος που δεν εξυπηρετήθηκε η ένδικος σύμβαση, οι παραχθέντες πέραν του τριμήνου τόκοι, θα έπρεπε να τηρούνται εξωλογιστικά και θα έπρεπε το αντίστοιχο κονδύλιο να αναφέρεται ειδικά και ορισμένα στην αίτηση της αντιδίκου. Απεναντίας, η αναφορά ενός συνολικού ποσού, στο οποίο πιθανολογείται βάσιμα, ότι ενσωματώθηκαν τόκοι, που έπρεπε να τηρηθούν εξωλογιστικά, η πιθανολόγηση του ανατοκισμού τους, κατά παράβαση του Ν.2601/1998, αλλά και η πρόσθετη χρέωση άγνωστων ποσών, αγνώστου ύψους, προερχόμενων από άγνωστη αιτία (διότι άλλα ποσά ζητούσε με την αίτηση ασφαλιστικών νομής η αντίδικος και άλλα ζητούσε τώρα, με την αίτηση για μεσεγγύηση), αποδεικνύουν, ότι η αμφισβητούμενη απαίτησή της διαμορφώθηκε καθ' ύψος από κατ' ουσία παράβαση νόμων και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα. 
  4. Το νόμω αβάσιμο της αιτήσεως, καθόσον δυνάμει του Όρου 17 της δανειακής συμβάσεως, εφόσον το όχημα (τρέχουσας αξίας περί τις 11.000€) περιέλθει στην κατοχή της καθ' οιονδήποτε τρόπο, η αντίδικος δικαιούται να το εκποιήσει ελεύθερα. Δηλαδή, η αντίδικος επιχειρεί αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση δανειακής απαίτησης, κατά παράβαση του Νόμου που απαγορεύει την διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την 31-12-2013.
  5. Το ουσία αβάσιμο της αιτήσεως, το οποίο θεμελιώνεται στην αβεβαιότητα της απαίτησης, αφού η αντίδικος αναφέρει παράλληλα δυο διαφορετικά ποσά ως δήθεν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και επομένως δεν προκύπτει, ούτε και μπορεί να πιθανολογηθεί, ποιο είναι τελικά το, έστω και αμφισβητούμενο, ύψος της απαίτησής της. Σημειωτέον, ότι ουδεμία άλλη δικαστική επιδίωξη είσπραξης ή εκκαθάρισης ή βεβαίωσης της απαιτήσεως κινείται σε οποιοδήποτε δικαστήριο της χώρας από την αντίδικο και συνεπώς επιπρόσθετα δεν πληροίται και το κριτήριο του Νόμου (συντρέχον ζήτημα νόμω αβασίμου), περί υπάρξεως οποιασδήποτε διαφοράς.
  6. Ένσταση ελλείψεως κατεπείγοντος, καθόσον το επίδικο όχημα υπήρξε επί αδιάκοπη σειρά ετών, από της πωλήσεως μέχρι και σήμερα ασφαλισμένο κατά παντός κινδύνου που προβλέπεται από την δανειακή σύμβαση, έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας του, ενώ επιδείχτηκαν και φωτογραφίες του ιδιόκτητου χώρου στάθμευσης και της κατάστασης του οχήματος.
  7. Ένσταση καταχρηστικής ασκησης δικαιώματος καθόσον η αντίδικος χρηματοδότησε την αγορά του αυτοκινήτου με το ποσό των 21.590€. Ο καθ' ου έχει καταβάλει μέχρι σήμερα 15.000€ προς απόσβεση των απαιτήσεων της αντιδίκου. Η αντίδικος προσδιορίζει μονομερώς την αξίωσή της είτε το ποσό των 12.000€ είτε το ποσό των 13.000€. Το δε επίδικο όχημα έχει τούτη τη στιγμή τρέχουσα εμπορική αξία περί τις 11.000€, ενώ δυνάμει του Όρου 17 της δανειακής συμβάσεως, εφόσον το όχημα περιέλθει στην κατοχή της καθ' οιονδήποτε τρόπο δικαιούται να το εκποιήσει ελεύθερα. Συνεπώς, η αντίδικος, για αρχική χορήγηση 21.590€, ζητά να λάβει το ποσό τουλάχιστον των (15.000+12.000+11.000=) 38.000€ ή το ποσό των (15.000+13.000+11.000=) 39.000€! Συνεπώς, η αντίδικος ζητά να λάβει περισσότερα από όσα είναι ανάλογα κατ' άρθρο 25 του Συντάγματος για την ικανοποίηση της απαίτησής της και εν πάση περιπτώσει προκειμένου να ικανοποιήσει την καταχρηστική της απαίτηση, μεθοδεύει εξίσου καταχρηστικά την δικαστική επιδίωξη, κατ άρθρο 281ΑΚ και προβαίνοντας σε κατάχρηση θεσμών, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω υπό στοιχείο 4. 
  8. Κατά δε το μέρος που η αντίδικος εισήγαγε την αρχική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής στο Ειρηνοδικείο της Αθήνας και την υπό κρίση αίτηση για τη δικαστική μεσεγγύηση στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, αποδεικνύεται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι η αντίδικος χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και πάντως εντελώς καταχρηστικά τον ομοίως καταχρηστικό όρο περί παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας, που η ίδια μονομερώς και παρανόμως έθεσε στην δανειακή σύμβαση.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Ειρηνοδικείο Αθηνών 3267/2013: Απορρίπτεται αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής αυτοκινήτου λόγω αοριστίας

Με την υπ' αριθμ 3267/2013 απόφασή του το Ειρηνοδικείο Αθηνών Απορρίπτει αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής αυτοκινήτου λόγω αοριστίας της αιτήσεως.


Ειρηνοδικείο Αθηνών 3143/2013: Απορρίπτεται αίτηση ασφαλιστικών νομής αυτοκινήτου, λόγω αοριστίας

Με την υπ' αριθμ 3143/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών απορρίπτεται αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής αυτοκινήτου, λόγω αοριστίας της υπό κρίση αιτήσεως.


Ειρηνοδικείο Αθηνών 612/2013: Απορρίπτεται αίτηση ασφαλιστικών νομής αυτοκινήτου λόγω αοριστίας

Απορρίπτεται αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής αυτοκινήτου λόγω αοριστίας της αίτησης.

Απορριπτική απόφαση προσωρινής διαταγής του Πρωτοδικείου Αθηνών σε αίτημα μεσεγγύησης αυτοκινήτου

Απορριπτική απόφαση σε αίτημα προσωρινής διαταγής του Πρωτοδικείου Αθηνών για τη δικαστική μεσεγγύση αυτοκινήτου, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής της τράπεζας.


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Μονoμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου 21/2013: Μια σπάνια απόφαση, άξια για έπαινο

Τελεσίδικη απόφαση επί αιτήσεως του άρθρου 4 του Ν.3869/2010, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, με την οποία κρίνει μεταξύ άλλων:

α) Περί του ορισμένου της αιτήσεως του άρθρου 4 του Ν.3869/2010 (contra στην απαράδεκτη απόφαση του Κιλκίς)

β) Περί των προϋποθέσεων της δόλιας περιέλευσης του δανειολήπτη σε αδυναμία πληρωμών,

γ) Περί της υποχρέωσης εκτίμησης της πιστολητπικής ικανότητας του δανειολήπτη από τα πιστωτικά ιδρύματα, δυνάμει της ΚΥΑ 699/2010 και της σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας, βάσει της αρχής του "υπεύθυνου δανεισμού",

δ) Περί της εξαίρεσης από τη ρευστοποίηση των μη οικονομικά σημαντικών ακινήτων του δανειολήπτη.

Σχόλιο δικό μου:
Πρόκειται για μια απόφαση με θεαματικό σκεπτικό! 
Διαβάζοντάς την, αφενός ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση που είδα μέρος των ισχυρισμών μου να διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης (πχ η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού) και αφετέρου, ενθουσιάστηκα από την νομική και κοινωνική εμπειρία του εκδόσαντος Δικαστή, ο οποίος έδειξε ότι ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ να κρίνει με γνώμονα το Νόμο, το Δίκαιο, την κοινή πείρα και την κοινή λογική. 
Συγχαρητήρια!!!

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Υπόδειγμα βάσης ανακοπής κατά Διαταγής Πληρωμής, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ


Παρακάτω, παραθέτω μια βάση των ανακοπών μου, η οποία αντλεί το σκεπτικό της από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για την προστασία των καταναλωτών. Με τις κατάλληλες τροποποιήσεις, ελπίζω η βάση αυτή να συνδράμει κάθε συνάδελφο και (γιατί όχι;) Δικαστή στο δύσκολο έργο του. Ακολουθεί το κείμενο:


1Α. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Κατά την πάγια διαμορφωθείσα νομολογία του ΔΕΕ, ο εθνικός Δικαστής οφείλει να λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα των ΓΟΣ, που περιλαμβάνει μια σύμβαση προσχωρήσεως, στην οποία ένας καταναλωτής αναγκάζεται να προσχωρήσει, λόγω της εξουσιαστικής και δεσπόζουσας θέσης του πιστωτικού ιδρύματος, όχι μόνο στη συγκεκριμένη συναλλαγή αλλά και εν γένει στην αγορά και τη λειτουργία της τελευταίας. Μάλιστα, ετούτη η αυτεπάγγελτη εξέταση υπαγορεύεται σε κάθε φάση της διαδικασίας, όπως εν προκειμένω, και κατά την «εκδίκαση» της αιτήσεως προκειμένου για την έκδοση διαταγής πληρωμής.

Έννομη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι η ακυρότητα των ΓΟΣ. Η ακυρότητα των καταχρηστικών ΓΟΣ εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο [ΔΕΚ C-240/98 έως 244/98, απόφ 27-6-2000, ΧρΙΔ 2001,36, ΔΕΚ υπόθ C-476/2000, απόφαση 21-11-2002, Cofidis SA/Jean-Luis Fredout, Αρμ 2003,1042 με παρατηρήσεις Τσερκέζη, ΔΕΚ C-372/99 απόφ 24-1-2002 Επιτροπή ΕΚ κατά Ιταλικής Δημοκρατίας και ΔΕΚ C-168/2008 απόφ 26-10-2006 Mostaza Claro και η πιο πρόσφατη, υπόθεση C-415/11 – Mohamed Aziz vs Caixa dEstalvis de Catalounya, Tarragona I Manresa (Catalunyacaixa) απόφαση της 14-3-2013].

Με το δεδομένο αυτό, μεταξύ άλλων, το ΔΕΕ έχει αποφανθεί ότι: «Η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν παρέχει την εξουσία στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας ή σε κάθε στάση της δίκης, και μολονότι διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί επιτοκίου υπερημερίας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, στην περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος δεν έχει ασκήσει ανακοπή» (ΔΕΕ C-618/10, Banco Espaniol de Credito SA κατά Joaquin Calderon Camino, απόφαση της 14-6-2012).

Περαιτέρω, με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργική Απόφαση όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθ Ζ1-21/17-01-2011 (ΥΑ Ζ1-798/25-6-2008, ΦΕΚ Β, 1353, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ Ζ1-21/17.01.2011, ΦΕΚ 21/Β'/18.01.2011 και ισχύει στο παρόν) και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ' αριθμ 430/2005 και 1219/2001 ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και 1208/1998 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ' αριθμ 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ 2 του Ν 2251/1994) αποφασίστηκε «η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές», παραθέτοντας το σύνολο των ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί, όπως ο όρος ... στον οποίο ορίζεται ως έτος υπολογισμού του επιτοκίου, το έτος των 360 ημερών. 

Κατά της ανωτέρω από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργικής Απόφασης η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών ήσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης την οποία το Δικαστήριο απέρριψε με την υπ' αριθμ ΣτΕ 1210/2010, καθώς απέρριψε ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου λόγους ακύρωσης της ΕΕΤ, που αφορούσαν μεταξύ άλλων τους ανωτέρω Γενικούς Όρους Συναλλαγών της υπό κρίση συμβάσεως, οι οποίοι κρίθηκαν ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση.

Α2. ΥΠΑΓΩΓΗ
Εν προκειμένω, εκ των Όρων που απαγορεύτηκαν με την εν λόγω Υπουργική Απόφαση, οι υπ' αριθμ ..., ..., ... περιλαμβάνονται αυτούσιοι και στην υπό κρίση δανειακή σύμβαση, στην οποία προσχώρησα, δίχως να έχω την διαπραγματευτική πρωτοβουλία ή/και την ισχύ, ώστε να επιτύχω τροποποίηση των όρων της και δίχως οι όροι αυτοί να αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης και εξατομικευμένης χορήγησης. 

Απεναντίας, οι ΓΟΣ αυτοί, όντας κατά ομοιόμορφο τρόπο, προδιατυπωμένοι και απευθυνόμενοι σε ευρύ καταναλωτικό κοινό, ετέθησαν μονομερώς από την αντίδικο στη λογική του «πάρ’ το ή άφησέ το». Οι Όροι αυτοί έχουν ήδη νομολογηθεί τελεσίδικα και αμετάκλητα άκυροι ως καταχρηστικοί και ήδη είναι ευθέως παράνομοι, όπως προβλέπει η ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση, που έχει ισχύ ουσιαστικής διατάξεως νόμου (αναλυτικότερα περί των Όρων της συμβάσεως βλ. υπόλοιπους λόγους ανακοπής).

Από τον συνδυασμό αφενός, της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα των ΓΟΣ της επίδικης δανειακής συμβάσεως ακόμα και κατά τη διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής (δυνάμει της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ), αφετέρου της υπάρξεως της ανωτέρω κανονιστικής ρύθμισης (Ζ1-798 ΥΑ, η οποία αναπτύσσει ισχύ ουσιαστικού Νόμου) και εν τέλει, του γεγονότος ότι ενώπιον του Δικαστηρίου εισήχθη μετ’ επικλήσεως η επίδικη δανειακή σύμβαση και επομένως, ο δικάσας την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής είχε όλα τα απαιτούμενα νομικά εργαλεία (δηλ. την δανειακή σύμβαση, την Ζ1-798 ΥΑ και την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ) αλλά και την αυτεπάγγελτη υποχρέωση να εκτιμήσει, είτε την νομιμότητα, είτε την παρανομία, άλλως, την καταχρηστικότητα των Όρων που περιλαμβάνονται στην ένδικη σύμβαση, προκύπτει ότι η ανακοπτομένη δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε εκδοθεί, άλλως εξεδόθη κατά παράβαση των διατάξεων του Εθνικού και του Κοινοτικού Δικαίου, που επιβάλλουν την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, ακόμα και κατά τη διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής, αποσκοπώντας στην μείζονα προστασία του Καταναλωτή σε Κοινοτικό Επίπεδο, καθώς δεν διεπίστωσε, ως όφειλε, την ύπαρξη παράνομων, άλλως καταχρηστικών ΓΟΣ, στη δανειακή μας σύμβαση.

Εξάλλου, ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί, ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την ανακοπτομένη, διατηρούσε αμφιβολίες περί της αρχής της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι των κανονιστικών ρυθμίσεων του Ελληνικού Δικαίου, θα έπρεπε να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ, ώστε να λάβει απαντήσεις σύμφωνες με το αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι του Εθνικού, Κοινοτικό δίκαιο και επί τη βάσει της αρχή της υπεροχής, που αναπτύσσει το Ευρωπαϊκό και Κοινοτικό Δίκαιο έναντι των εθνικών ρυθμίσεων, σε συνδυασμό με το 28 του Συντάγματος.

Περί δε του ορισμένου του πορβαλλόμενου ισχυρισμού μου, ουδεμία αναφορά ειδικότερων κονδυλίων απαιτείται, καθόσον η τήρηση των ευρωπαϊκής προελεύσεως Κοινοτικών Οδηγιών για την προστασία του καταναλωτή και η εντεύθεν υποχρέωση του εθνικού Δικαστή να προβεί στην αυτεπάγγελτη έρευνα της συντρέχουσας καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, συνιστά κανόνα δημοσίας τάξεως και δεν πλήττει μόνο την αμφισβητούμενη απαίτηση της τράπεζας αλλά και την ίδια τη δικονομική διαδικασία της έκδοσης της ανακοπτομένης, αφού με την έκδοση της προσβαλλόμενης  διαταγής πληρωμής επλήγησαν οι κανόνες του Ευρωπαϊκού αλλά και του εθνικού δικαίου και έτσι, συνολικά, κατά το μέρος που ο δικάσας δικαστής θεώρησε ως έγκυρους και ισχυρούς τους παράνομους ΓΟΣ, εθίγη η αποδεικτικότητα με έγγραφα.

Έτσι, κατά το μέρος που στο κείμενο της ανακοπτομένης, ουδεμία αναφορά διαλαμβάνεται σχετικά με την διενέργεια αυτεπάγγελτης έρευνας της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ της υπό κρίση σύμβασης και το εντεύθεν αποτέλεσμα αυτής της έρευνας, έτι δε περαιτέρω, κατά το μέρος που δεν διαπιστώθηκε η καταχρηστικότητα των υπ' αριθμούς ..., ..., ... Γενικών Όρων Συναλλαγών της υπ' αριθμ ... δανειακής σύμβασης, παραβιάστηκαν οι δημοσίας τάξεως διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει σε συνδυασμό με το 28 του Συντάγματος και τις διατάξεις της ΚΥΑ Ζ1-798/2008.

Για το λόγο αυτό, η ανακοπτομένη  είναι νομικά αβάσιμη και ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακυρωθεί και να εξαφανιστεί στο σύνολό της.

Μια δανειακή ρήτρα προδήλως καταχρηστική



Μόλις τελείωσα μια ανακοπή που έγραφα και μετά από αρκετό διάβασμα και ψάξιμο, νομίζω ότι είμαι σε θέση να παρουσιάσω αναλυτικά (δηλαδή, όσο αναλυτικά μπορώ, καθότι δεν είμαι οικονομολόγος) μια από τις πιο πονηρές ρήτρες δανειακών συμβάσεων, που έχουν πέσει στην αντίληψή μου.

Οι ρήτρες αυτές συμφωνούνται σε δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου αλλά επί της ουσίας στόχευσή τους είναι να επιτυγχάνουν να μην μειώνεται το συμβατικό επιτόκιο του δανείου και να διατηρείται στο εκάστοτε ύψος που οι Τράπεζες το επιθυμούν, οποιοδήποτε κι αν είναι το (προσχηματικό) επιτόκιο αναφοράς (πχ Euribor) και οποιαδήποτε κι αν είναι η μεταβολή του.

Επισημαίνω στο σημείο αυτό και για την οικονομία της κουβέντας, ότι αυτού του είδους η συμβατικές συμπεριφορές έχουν ήδη νομολογηθεί άκυρες ως καταχρηστικές με την 430/2005ΑΠ.

Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρομαι σε Γενικούς Όρους Συναλλαγών που τέθηκαν μεταξύ καταναλωτή και Τράπεζας (συγκεκριμένα, της Alpha Bank) σε δάνειο-ρύθμιση παλαιότερης δανειακής οφειλής, που συμφωνήθηκε κυμαινόμενου επιτοκίου, με επιτόκιο αναφοράς το Euribor τριμήνου.

Στην σύμβαση που μετέρχομαι ως παράδειγμα και συγκεκριμένα, στον Όρο 5.5.1 αναφέρεται επί λέξει ότι: «Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό κυμαινόμενο επιτόκιο την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μηνός μέχρι του ύψους της μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη Euribor τριών (3) μηνών (επιτόκιο αναφοράς-παρ 5.5.4), μεταξύ της τιμής αυτού κατά την ως άνω ημερομηνία και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του αμέσως προηγούμενου μηνός. Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, είτε να μη μεταβάλλει το επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του ως άνω επιτοκιακού δείκτη, είτε να μην εξαντλήσει το ως άνω ανώτατο όριο μεταβολής».   

Στον Όρο 5.5.2 ορίζεται ότι: «Κατ’ εξαίρεση, η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο μέχρι του διπλασίου του ύψους της ως άνω διαφοράς είτε όταν σε προηγούμενη μεταβολή του δείκτη δεν μετέβαλε αντίστοιχα το συμβατικό επιτόκιο, είτε όταν στο χρονικό σημείο μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη, η απόδοση στη λήξη των ομολόγων διαρκείας δέκα (10) ετών του Ελληνικού Δημοσίου διαφέρει από την απόδοση των όμοιων ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου περισσότερο από μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα»


Και στον Όρο 5.5.3 ορίζεται ότι: «Η Τράπεζα αποφασίζει την κατά τα ανωτέρω μεταβολή (ή μη) λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, όπως και τον κίνδυνο που εκάστοτε αναλαμβάνει, τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση, όσο και για το σύνολο των χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας. Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόκριμα ή δέσμευση για την τυχόν επόμενη μεταβολή του επιτοκίου, όποτε κι αν γίνει. Η κατά τα πιο πάνω μεταβολή δεν αποτελεί τροποποίηση της συμβάσεως. Οι ως άνω όροι και προϋποθέσεις μεταβολής ισχύουν και εφαρμόζονται και για τα τυχόν ισχύοντα προνομιακά συμβατικά επιτόκια».  

Δηλαδή, στους όρους 5.5.1, 5.5.2 και 5.5.3 η τράπεζα χρησιμοποιεί κριτήρια που θα της επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου, ενώ εισάγει ένα ομιχλώδες σύστημα αλληλεπίδρασης πολλών επιτοκιακών παραγόντων, δίχως όμως να διευκρινίζεται, πώς και σε ποιο βαθμό επιδρά ο κάθε ένας από τους παράγοντες αυτούς στη διαμόρφωση του επιτοκίου χορηγήσεως, πώς επιδρά η μείωση του ενός παράγοντα και η ταυτόχρονη αύξηση ενός άλλου, ενώ επιπλέον, δεν αναφέρεται ο λόγος συμμετοχής του κάθε παράγοντα στη διαμόρφωση του επιτοκίου και εν τέλει δεν αναφέρεται εάν οι παράγοντες αυτοί είναι συντρέχοντες ή λειτουργούν αποκλειστικά.

Η διατύπωση των προαναφερόμενων κριτηρίων («…η απόδοση στη λήξη των ομολόγων διαρκείας δέκα (10) ετών…», «…συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού… τον κίνδυνο…» ως προς το σκέλος που η μη μεταβολή του συμβατικού επιτοκίου, ακόμα κι αν μεταβληθεί το επιτόκιο αναφοράς, μπορεί να οδηγήσει στη μη μείωση του συμβατικού επιτοκίου σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε και ια (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα).

Περαιτέρω, παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο των όρων «…κίνδυνος της αγοράς και του ανταγωνισμού…», «…τον κίνδυνο που εκάστοτε αναλαμβάνει, τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση, όσο και για το σύνολο των χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας…» ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν τέτοιο δικαίωμα στην τράπεζα, με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό του όρου να είναι καταχρηστικό ως αντίθετο στις περιπτώσεις ε και ια της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην τράπεζα με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο, ακόμα κι αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς.

Περαιτέρω, κατά το μέρος που η διακύμανση του επιτοκίου συνδέθηκε με επιτόκιο αναφοράς (Euribor), η επιφύλαξη της τράπεζας να μπορεί να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο, επικαλούμενη άλλους οικονομικούς δείκτες (πχ «την απόδοση στη λήξη των ομολόγων διαρκείας δέκα (10) ετών του Ελληνικού Δημοσίου διαφέρει από την απόδοση των όμοιων ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου περισσότερο από μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα») αποτελεί όρο προδήλως καταχρηστικό, καθόσον από την επίσημη έλευση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, πάντοτε, τα ελληνικά ομόλογα διάρκειας 10 ετών είχαν διαφορά τουλάχιστον 0,5 της μονάδας σε σχέση με τα αντίστοιχα Γερμανικά!

Πρακτικά, τούτο σημαίνει ότι η αντίδικος επεφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα να μην μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο, ακόμα κι αν αυτό είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο και μάλιστα, μονομερώς να μπορεί να αυξάνει το επιτόκιο και μάλιστα μέχρι το διπλάσιο της εκάστοτε διακύμανσης (πχ σε υποτιθέμενη άνοδο του αντίστοιχου επιτοκίου αναφοράς Euribor τριών μηνών) αλλά αντιθέτως, να μην υποχρεούται να μειώνει το συμβατικό επιτόκιο, σε περίπτωση ταυτόχρονης μειώσεως του επιτοκίου αναφοράς Euribor τριών μηνών εφόσον η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ομολόγων 10ετούς διάρκειας Ελληνικού και Γερμανικού Δημοσίου έχει διαφορά άνω του 0,5%.

Ακολουθούν οι πίνακες που η ίδια η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών αναρτά στην ιστοσελίδα της (πηγή: http://www.hba.gr/epitokia/omologa.asp) επικαλούμενη ως πηγή την Τράπεζα της Ελλάδας, από όπου αποδεικνύεται ότι ήδη από τον Μάιο του 2010 και την υπογραφή του 1ου Μνημονίου (Ν.3845/2010) οι αποδόσεις των ομολόγων δεκαετούς διάρκειας του Ελληνικού Δημοσίου εκτοξεύτηκαν σε διαφορές σταθερά άνω των 500 μονάδων βάσης (δηλαδή άνω του 0,5%) σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά.


Μέση μηνιαία διαφορά

ΙΑΝ
ΦΕΒ
ΜΑΡ
ΑΠΡ
ΜΑΪ
ΙΟΥΝ
ΙΟΥΛ
ΑΥΓ
ΣΕΠ
ΟΚΤ
ΝΟΕ
ΔΕΚ
2011
827
862
919
1049
1281
1371
1335
-
1591
-
-
-
2010
273
327
311
474
514
647
770
832
824
820
897
906
2009
250
254
280
232
179
179
151
118
127
133
156
226
Πηγή: Τραπεζα της Ελλάδος, Εξελίξεις στην αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.


Μέση ετήσια διαφορά

2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
2010
Μέσος Όρος
(μ.β.)
83,84
48,15
31,52
16,74
18,8
20,11
29,64
27,19
74,50
190,41
633


Η διαγραμματική διαφορά των αποδόσεων αυτών ακόμα και για τον περελθόντα της ενδίκου συμβάσεως χρόνο ήταν σταθερά άνω της μισής εκατοστιαίας μονάδας:


Για την περίοδο της υπογραφής της σύμβασης που μελετούσα (Δεκέμβριο του 2011) η Τράπεζα της Ελλάδας δημοσιεύει τον ακόλουθο πίνακα, από τον οποίο αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα, έχοντας μπει για τα καλά πια στην οικονομική κρίση, παρείχε απόδοση των δεκαετών ομολόγων της τάξης του 21,14% (πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας).


Την ίδια ώρα και μάλιστα, την ίδια ημέρα της υπογραφής της ένδικης σύμβασης τα αντίστοιχα γερμανικά παρείχαν αποδόσεις της τάξης του 1,845% (πηγή: http://www.investing.com/rates-bonds/germany-10-year-bond-yield-historical-data).


Ήδη, λοιπόν, η Τράπεζα, κατά τον χρόνο υπογραφής της ενδίκου συμβάσεως γνώριζε ότι η μέση μηνιαία διαφορά είχε εκτοξευτεί πάνω περίπου 20 φορές πάνω από τις 500 μονάδες βάσης, γεγονός που είχε οδηγήσει σε έξοδο της Ελλάδας από τις αγορές χρήματος. Γνώριζε δηλαδή, ότι έθεσε μονομερώς έναν όρο επί της δανειακής συμβάσεως ο οποίος της παρείχε το δικαίωμα να δρα ενάντια στα συμπεφωνημένα και εν τέλει να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο, αν και αυτό είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο και είχε εξαρτηθεί από συγκεκριμένο επιτόκιο αναφοράς (Euribor) ή σε διαφορετική περιπτωση να διπλασιάζει το ποσοστό της μεταβολής!

Η διατύπωση των προαναφερόμενων κριτηρίων, ως προς το σκέλος που η μεταβολή των παραγόντων κόστους του επιτοκίου, οδηγήσει στη μη μείωση ή αύξηση του συμβατικού επιτοκίου, υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε’ και ια’ (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), όπως επίσης παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα, κατά το μέρος που δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο τρόπος με τον οποίο η μεταβολή, θα οδηγήσει σε αύξηση ή μείωση του επιτοκίου καθώς επίσης δεν προβλέπεται η περίπτωση αύξησης των παραγόντων κόστους του χρήματος σε μια αγορά με την ταυτόχρονη μείωση του κόστους του χρήματος σε κάποια ή κάποιες άλλες αγορές και ο μηχανισμός στάθμισης και συμμετοχής όλων αυτών των παραγόντων στον μηχανισμό υπολογισμού του επιτοκίου, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο των όρων «συνθήκες της αγοράς» και «κίνδυνος» σε σχέση με τον τρόπο που τα ως άνω κριτήρια επιδρούν στην μεταβολή του επιτοκίου, ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν τέτοιο δικαίωμα στην αντίδικο.

Ως εκ τούτου, το σκέλος αυτό του όρου είναι καταχρηστικό α) ως αντίθετο στο ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και β) στις περιπτώσεις ε’ και ια’ της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην αντίδικο με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο της πιστώσεως ή να το αυξάνει δυσθεώρητα, τούτο δε, με την εντελώς προσχηματική (όπως ήδη απέδειξα) επίκληση άλλων μακροοικονομικών παραγόντων και κατά παράβαση της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002- όπου επιβάλλεται να αναφέρεται με σαφήνεια το επιτόκιο αναφοράς και ο βαθμός συμμετοχής του στον καθορισμό του τελικού επιτοκίου, ώστε ο καταναλωτής να δύναται από την παρακολούθηση αυτού να παρακολουθεί και την αυξομείωση του επιτοκίου της σύμβασης (βλ. και ΠΠΑ 961/2007) κατά τρόπο ορισμένο και διαφανή.

Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα και τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, θα κυμαίνεται αυξητικά ή πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005, όπ.π. και ΠολΠρωτΑθ 961/2007).

Εξάλλου, τούτο αποδεικνύεται και στην πράξη, αφού παρά το γεγονός ότι τα τελευταία 15 χρόνια οι «συνθήκες της αγοράς» ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές (βλ. χαμηλά επιτόκια ΕΚΤ και FED, σχεδόν μηδενικό επιτόκιο στην Ιαπωνία και φαινόμενο αποπληθωρισμού, χαμηλά διατραπεζικά επιτόκια, υψηλοί ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως), παρ’ όλα αυτά, η ύπαρξη των αυτών αόριστων κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου σύμφωνα με το οποίο θα μεταβάλλεται και το συμβατικό επιτόκιο, επέτρεψε στην Τράπεζα να επιβάλει επιτόκια που σε πολλές περιπτώσεις υπερέβαιναν το ανώτατο νόμιμο (εξωτραπεζικό) επιτόκιο.

Και για να κλείσω με το παράδειγμα της δανειακής σύμβασης, επάνω στην οποία δούλευα, ο ανωτέρω όρος έδωσε το δικαίωμα στην τράπεζα να μην μειώνει το κόστος του δανείου (δηλαδή, να μην μειώνει το επιτόκιο) σε μια περίοδο που μειωνόταν και μειώνεται το κόστος του χρήματος διεθνώς, με αποτέλεσμα:

Για την περίοδο από 29-12-2011 έως 10-7-2012 η υπέρβαση του νομίμου επιτοκίου στην σύμβαση ανήρχετο σε ύψος 6,35%:
Υπέρβαση κατά 94,07% του νομίμου εξωτραπεζικού επιτοκίου.

Για την περίοδο από 11-7-2012 έως σήμερα η υπέρβαση του νομίμου επιτοκίου στην ένδικη σύμβαση ανήρχετο σε 6,6%:
Υπέρβαση 101,54% του νόμιμου εξωτραπεζικού επιτοκίου.

Με τέτοιες μεθόδους παράγεται το χρέος κάθε ενός από εμάς και εν τέλει, με τέτοιες μεθόδους παρήχθη και παράγεται καθημερινά το χρέος της Ελλάδας, κατά το μέρος που το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε να καλύψει (να ανακεφαλαιοποιήσει) τον ήδη επελθόντα επιχειρηματικό κίνδυνο, που τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα δημιούργησαν με τις χορηγήσεις τους, κατά παράβασης της αρχής του «υπεύθυνου δανεισμού» (βλ αρ 27 Ν.3601/2007 και ΚΥΑ 699/2010 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).

Κατά δε το δεύτερο ως άνω μέρος (δηλαδή κατά το μέρος που το Ελληνικό Δημόσιο ανακεφαλαιοποιεί τις τράπεζες παρέχοντας ρευστό ή/και εγγυήσεις) γεννάται εύλογα η διττή υπόνοια, ότι οι τράπεζες εισπράττουν από δυο (2) πλευρές τα ίδια λεφτά, καθόσον τα ίδια δάνεια, αφενός ανακεφαλαιοποιούνται από το ΕΜΧΣ (και αυτά τα δάνεια χρεώνεται το ελληνικό δημόσιο, που τα πήρε επάνω του) και αφετέρου τα δάνεια αυτά είτε εξυπηρετούνται από τους δανειολήπτες (με όσα προβλήματα αντιμετωπίζουν αυτοί), είτε εισπράττονται αναγκαστικά, με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με τον τρόπο αυτό όμως, κάθε δάνειο, που παράγει χρέος με καταχρηστικά επιτόκια και αντίστοιχους δανειακούς όρους, αντί εν τέλει να αποκρούεται από την έννομη τάξη, κατέληξε να είναι μέθοδος πολλαπλασιασμού των τραπεζικών κερδών. Και μάλιστα… «Στο όνομα του Ελληνικού Λαού», με την έκδοση Διαταγής Πληρωμής...



de jure app