Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Δάνεια σε συνάλλαγμα: Η μέθοδος δημιουργίας πλούτου από το τίποτα. (Μέρος 3ο και προς το παρόν, τελευταίο)

Η Έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Σεπτέμβριος 2007)
Ήδη τον Σεπτέμβριο του 2007 η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS = Bank for International Settlements) είχε εκδώσει έκθεσή της σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα με τον πολύ ισχυρό τίτλο: EVIDENCE OF CARRY TRADE ACTIVITY (= αποδείξεις εμπορικής νομισματικής δραστηριότητας). 



Η Έκθεση ήδη από τον τίτλο της, αρκεί για να δημιουργήσει έντονο προβληματισμό. Ο λόγος είναι η επιλογή των λέξεων «carry trade». Carry trade, όπως ορίζεται στη σελίδα 28 της έκθεσης είναι
Εικόνα 15 - Η Έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Σεπτέμβριος 2007) 

Μετάφραση: «Ως carry trade ενός νομίσματος συνήθως ορίζεται η μοχλευμένη θέση μιας ανταλλαγής νομισμάτων η οποία έχει σχεδιαστεί για να προκύψει όφελος από τις διαφορές επιτοκίων και χαμηλής μεταβλητότητας. Η στρατηγική περιλαμβάνει κεφάλαια δανεισμού με χαμηλό επιτόκιο σε ένα νόμισμα (το νόμισμα χρηματοδότησης) και την αγορά υψηλότερης απόδοσης περιουσιακών στοιχείων σε ένα άλλο νόμισμα (το νόμισμα στόχος). Εκ των προτέρων, η στρατηγική είναι επικερδής μόνο εφ 'όσον τα κέρδη από τις διαφορές επιτοκίων δεν αναμένεται να είναι εξαλειφθούν από διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Δηλαδή, η UIP δεν είναι αναμένεται να κρατήσει. Η χρήση της μόχλευσης καθιστά αυτές τις θέσεις ιδιαίτερα ευαίσθητες στις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή επιτοκίων».

Με λίγα λόγια, carry trade είναι, μια μέθοδος, με την οποία, από λογιστικό πολλαπλασιασμό των κεφαλαίων (= δηλαδή με τη χρήση μόχλευσης), προκύπτει όφελος για τον νομισματέμπορο, ο οποίος δανείζεται κεφάλαια με χαμηλό επιτόκιο σε ένα νόμισμα (νόμισμα χρηματοδότησης, εν προκειμένω CHF) και ταυτόχρονα αποκτά περιουσιακά στοιχεία υψηλότερης απόδοσης στο νόμισμα-στόχο (εν προκειμένω, σε ευρώ).

Η έκθεση, ήδη από τον τίτλο της, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν αποδείξεις για carry trade, δηλαδή σε νομισματεμπορική δράση, από τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.

Ας εξετάσουμε, εάν ο καταναλωτής δανειολήπτης αναγκάστηκε αποκτώντας το επίδικο δάνειο, να ενεργήσει σαν νομισματέμπορος, εάν δηλαδή εξαναγκάστηκε από ένα δάνειο άγνωστης φύσης και λειτουργίας κι άγνωστου μηχανισμού προσδιορισμού της οφειλής να διενεργήσει εν αγνοία του επενδυτικές πράξεις, σαν νομισματέμπορος της χρηματαγοράς.

Κατ’ αρχάς, λοιπόν, ο δανειολήπτης, δανείστηκε κεφάλαια με χαμηλό επιτόκιο, δήθεν σε CHF. Ταυτόχρονα, είχε γνωστή πρόθεση να επενδύσει τα κεφάλαια αυτά σε αγορά κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης. Δηλαδή είχε πρόθεση και σκοπό να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία υψηλότερης εγγυητικής και πραγματικής απόδοσης, αποτιμημένα σε ευρώ. Ως προς αυτά τα δυο σκέλη η ταύτιση με τον ορισμό του carry trade είναι απόλυτη.

Αυτό που απομένει να ερευνηθεί, είναι εάν ο δανειολήπτης δανειζόταν τα κεφάλαια αυτά με μόχλευση, δηλαδή εάν τα κεφάλαια σε CHF, που τα παρείχε η αντίδικος ήταν μοχλευμένα και περαιτέρω, εάν ο τελικός αποδέκτης της πιστωτικής σύμβασης γνώριζε για τη μόχλευση και μπορούσε να αντιληφθεί τον σχετικό μηχανισμό και τους κινδύνους του κι εάν αποσκοπούσε εξ αρχής, είτε σε αυτού του είδους τη συναλλαγή, είτε σε οποιοδήποτε νομισματεμπορικό κέρδος από αυτή τη συναλλαγή.

Έρευνα για ενδεχόμενο μόχλευσης
Σε πρώτη φάση, αφού ερευνητέα είναι η μόχλευση, ο μόνος τρόπος για να αποδειχθεί, εάν οποιαδήποτε τράπεζα μόχλευε τα χορηγηθέντα κεφάλαια, δηλαδή εάν πολλαπλασίαζε λογιστικά τα CHF που υποτίθεται ότι χορηγούσε προς τους δανειολήπτες είναι τα ίδια τα εμπορικά της βιβλία.

Είναι γνωστό, ότι λειτουργικό νόμισμα κάθε τράπεζας στην Ελλάδα, λειτουργικό και μοναδικό νόμισμα συναλλαγών των κατοίκων Ελλάδας και συνολικά της Ελληνικής οικονομίας είναι το ευρώ. Επιπλέον, είναι γνωστό, ότι οι τράπεζες ουδέποτε εκταμίευσαν πραγματικά χαρτονομίσματα ελβετικού φράγκου, όπως παραδέχονται άλλωστε και οι μάρτυρές τους, σε κάθε ακροατήριο σε όλη την Ελληνική επικράτεια. .

Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα δήθεν εντάλματα πληρωμών, τα οποία, ως επί το πλείστον είναι ΟΛΑ δίχως υπογραφές των δανειοληπτών! Άλλωστε, ακόμα κι αν προσκομίζονταν τέτοια έγγραφα υπογεγραμμένα από τους δανειολήπτες, τότε μόνο ποινικές προεκτάσεις θα μπορούσε να δημιουργήσει η προσκόμιση και επίδειξη κάθε τέτοιου εγγράφου...  

Στην προκειμένη περίπτωση, μπορούμε να μιλάμε περισσότερο για εσωτερικά ταμειακά έγγραφα, με σκοπό την τήρηση της ταμειακής τάξη των βιβλίων των τραπεζών, παρά για πραγματικά εντάλματα πληρωμής, όπως μονομερώς τα ονομάζουν οι τράπεζες, με στόχο την δημιουργία εντυπώσεων.

Συνεπώς, οι Ελληνικές τράπεζες ποτέ δεν κλήθηκαν να καλύψουν πραγματικές και υφιστάμενες ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών σε ελβετικά φράγκα, αφού τέτοιες ανάγκες κατά την κοινή πείρα και την κοινή λογική, δεν υπήρχαν. Δεν υπήρξαν ποτέ. 

Ουδέ κλήθηκαν ποτέ να εκταμιεύσουν πραγματικά χαρτονομίσματα Ελβετικών Φράγκων, αφού αυτά (δηλαδή, τα Ελβετικά Φράγκα), μόνο κατά πλάσμα περιέρχονταν στα χέρια των δανειοληπτών «μόνο για κάποια απειροελάχιστα δευτερόλεπτα» (όπως ανέφερε μάρτυρας τράπεζας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας), οι δε δανειολήπτες στην πραγματικότητα πάντα εκταμίευαν ευρώ.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία στην σκέψη μας, αρκεί να αναλογιστούμε ότι, οι ίδιες οι τράπεζες δεν προσδοκούσαν την αποπληρωμή των δανειακών απαιτήσεων που δημιουργούσαν σε ελβετικά φράγκα, με το ίδιο νόμισμα, δηλαδή δεν προσδοκούσαν την είσπραξη Ελβετικών Φράγκων.

Τούτο ομολογείται από εσωτερικό έγγραφο συστημικής τράπεζας, σύμφωνα με το οποίο 
Εικόνα 16 - Υπηρεσιακό Σημείωμα συστημικής τράπεζας, που ομολογείται ότι προσδοκάται η αποπληρωμή των δανείων σε ευρώ. 

Από το έγγραφο αυτό αποδεικνύεται, όχι μόνο ότι οι τράπεζες δεν χρειάστηκε να αποκτήσουν στα ταμεία τους πακτωλούς χαρτονομισμάτων ελβετικού φράγκου, πρώτα-πρώτα γιατί ποτέ δεν υπήρξαν οι ανάλογες ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών κι έτσι, δεν χρειάστηκε ποτέ να αποκτήσουν πραγματικά χαρτονομίσματα ελβετικού φράγκου, τα οποία εξάλλου δεν χρειαζόταν να χορηγήσουν αλλά και ότι οι ίδιες προσδοκούσαν εξ αρχής, την επιστροφή των δανείων και την αποπληρωμή τους σε ευρώ. 

Εάν όμως, πράγματι, οι τράπεζες ήθελαν να αποπληρώσουν τον δικό τους υποτιθέμενο «διατραπεζικό δανεισμό», τότε θα αξίωναν την αποπληρωμή και την εξόφληση των δανείων, στο φερόμενο ως νόμισμα χορήγησης, δηλαδή, σε ελβετικό φράγκο, ώστε να καλύπτονται άμεσα και απευθείας έναντι των πιστωτών τους, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι πράγματι δανείστηκαν ελβετικά φράγκα.

Σε αυτή την πρώτη φάση, λοιπόν, φαίνεται ότι ήταν πραγματικά εύκολο και συμφέρον για κάθε τράπεζα να μοχλεύσει τα χορηγηθέντα κεφάλαια σε CHF, καθόσον δεν κλήθηκε ποτέ να τα χορηγήσει πραγματικά, ενώ και οι δικές της ταμειακές ροές προσδοκούσε να είναι σε ευρώ. 

Μέχρι το σημείο αυτό αποδείξαμε μόνο την δυνατότητα που είχε η κάθε τράπεζα να μοχλεύσει τα κεφάλαια αυτά. Όμως, τίποτα από τα παραπάνω, δεν αποτελεί ακόμα απόδειξη, ότι οι τράπεζες έπραξαν κατ’ αυτό τον τρόπο.

Για να αναζητήσουμε αποδείξεις, καταφύγαμε στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συστημικής τράπεζας, του έτους 2013, στη σελίδα 106 των οποίων, η τράπεζα αποκαλύπτει καθαρά δικό της διατραπεζικό δανεισμό ύψους 287 εκατομμυρίων ευρώ . Για του λόγου το αληθές η απεικόνιση έχει ακριβώς ως εξής:
Εικόνα 17 - Η σελ 106 των Ενοποιημένων Οικονομικών Καταστάσεων

Ωστόσο, από διατραπεζικό δανεισμό ύψους 287 εκατομμυρίων ευρώ, είναι αδύνατο να προέκυψαν δανειακές χορηγήσεις ύψους 5,681 δις ευρώ, όπως η ίδια τράπεζα ομολογεί στη σελίδα 71 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ιδίου έτους (2013) (βλ αμέσως παρακάτω, εικόνα 17).

Ο μόνος τρόπος για να προκύψει τέτοιου ύψους δανεισμών των Ελλήνων καταναλωτών θα ήταν, αν αυτά τα 287 εκατομμύρια ευρώ η τράπεζα τα μόχλευσε κατά 19,79 φορές, δηλαδή, εάν τα πολλαπλασίασε λογιστικά και μόνο, ώστε να δημιουργήσει δανειακές απαιτήσεις από… πραγματικό αέρα. 

Σε αυτή την περίπτωση, όμως, εάν ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός περί μόχλευσης, τότε ήδη αποδείχτηκε, ότι ποτέ η τράπεζα δεν έλαβε με διατραπεζικό δανεισμό τα ποσά που ισχυρίζεται, ουδέ είχε ανάγκη να δανειστεί όλα αυτά τα χρήματα, αφού μπορούσε με λογιστικό πολλαπλασιασμό των αποθεματικών της να συνομολογεί δάνεια πολλαπλάσιας αξίας σε σχέση με αυτά που είχε λάβει.

Για του λόγου το αληθές, παρατίθεται η απεικόνιση της σελίδας 71 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας του έτους χρήσης 2013, που έχει ως ακολούθως:
Εικόνα 18 - Σελίδα 71 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της ίδιας τράπεζας έτους χρήσης 2013 

Όπως αποδεικνύεται από την απλή επισκόπηση του πίνακα, δανειακές απαιτήσεις εναντίον της τράπεζας σε
CHF, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΝ

Αλλά, σύμφωνα και με τον αμέσως επόμενο πίνακα (βλ εικόνα 18 αμέσως παρακάτω), ούτε το προηγούμενο έτος, δηλαδή το έτος 2012 υπήρξε διατραπεζικός δανεισμός της τράπεζας που να μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση τόσο πολλών δανείων σε ελβετικό φράγκο αλλά ούτε και τους ισχυρισμούς περί σημαντικής ζημίας της, από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί, ότι υπήρξε υψηλός διατραπεζικός δανεισμός σε περιόδους προ του 2012, τότε αποδεικνύεται ότι αυτός δεν ήταν αντίστοιχης χρονικής διάρκειας με τα χορηγηθέντα δάνεια στους Έλληνες καταναλωτές. Γι’ αυτό το λόγο δεν φαίνεται να υφίσταται στον παρόντα χρόνο και πάντως, δεν υφίστατο ήδη από το 2012.

Γιατί ακόμα κι αν υπήρξε τέτοιος δανεισμός, τότε αυτός ήταν τόσο σύντομος, ώστε είτε αποπληρώθηκε είτε διακανονίστηκε, είτε (όπως θα δούμε παρακάτω) αντικαταστάθηκε, δίχως κανένα κόστος για την τράπεζα. 

Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η τράπεζα στον παρόντα χρόνο, δεν αντιμετωπίζει τους κινδύνους που ψευδώς ισχυρίζεται και πάντως, η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν της γεννά κινδύνους αντίστοιχους με τους κινδύνους που γέννησε στους Έλληνες καταναλωτές.

Σημειώνεται ότι, στοιχεία διατραπεζικού δανεισμού για τα έτη προ του 2012 σε CHF δεν προκύπτουν καν ως διακριτά περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της τράπεζας, λόγω εφαρμογής διαφορετικών (παλαιών) λογιστικών προτύπων. 

Η λέξη «CHF» δεν μνημονεύεται καν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις προ του 2012, ενώ και στις σχετικές εκθέσεις που υπογράφουν οι, κατά τα κοινώς λεγόμενα, έγκριτοι ελεγκτές της Pricewaterhouse Coopers, δεν υπάρχει ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΖΗΜΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ.
Εικόνα 19 - Σελίδα 71 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας έτους χρήσης 2013.
Μάλιστα από τις παραπάνω εικόνες και τα σχετικά έγγραφα αποδεικνύεται ότι οι υποχρεώσεις της τράπεζας σε συνάλλαγμα για το έτος 2012, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 804 εκατομμυρίων ευρώ και για το έτος 2013 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 339 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά σε κανένα από τα παραπάνω δυο (2) έτη ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ στο νόμισμα του CHF.

Αποδεικνύεται όμως κι ένα νέο στοιχείο: Ότι η τράπεζα, κατά το έτος 2012 διατηρούσε «προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος» ύψους, 6,209 δις ευρώ και για το έτος 2013, διατηρούσε «προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος» ύψους 5,384 δις ευρώ.

Ασφαλώς, το εύρημα των προθεσμιακών συμβάσεων είναι διαφορετικό από τη φύση του cross currency interest rate swap (CCIRS) που επικαλέστηκε η εν λόγω τράπεζα, ως μέθοδο δανεισμού της, τόσο στο ακροατήριο, όσο και με την από 24 Νοεμβρίου 2015 ένορκη κατάθεση της μάρτυρός της, όπου αναφέρει ότι
Εικόνα 20 - Η από 24 Νοεμβρίου 2015 ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της τράπεζας

Στο σημείο αυτό αξίζει, όμως να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τον επίσημο ορισμό μιας συναλλαγής ανταλλαγής, όπως τον δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την είδαμε ήδη στην εικόνα 1 της παρούσας ενότητας.

Εικόνα 1, όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση

Εφόσον η τράπεζα ισχυρίζεται επί της ουσίας ότι έκανε μια σύμβαση διπλής ανταλλαγής (νομισμάτων κι επιτοκίων) τότε, ως προς το σκέλος της ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap) είχε ήδη συνάψει με το swap μια ταυτόχρονη σύμβαση για προθεσμιακή αγορά/πώληση του ίδιου ποσού του συγκεκριμένου νομίσματος έναντι του πρώτου νομίσματος.

Εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα, ποιο είναι το πρώτο νόμισμα και ποιο το δεύτερο. Δηλαδή, σε αυτές τις προθεσμιακές συμβάσεις η τράπεζα θα έπρεπε να είναι πωλήτρια ή αγοράστρια και ποιου νομίσματος;

Τα πράγματα είναι μάλλον απλά: Η τράπεζα με το swap απέκτησε CHF και ταυτόχρονα, πούλησε προθεσμιακά αυτά τα CHF, την ίδια στιγμή που κατήρτισε το SWAP. Ωστόσο, ιδωμένη η ίδια συναλλαγή αντίστροφα, ως πώληση EURO, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η τράπεζα πούλησε ευρώ και τα αγόρασε προθεσμιακά.

Η πρακτική σημασία της διάκρισης είναι σημαντική.

Διότι εάν η τράπεζα οφείλει να αγοράσει προθεσμιακά τα CHF (πουλώντας EURO), τότε αυτό αυτόματα σημαίνει ότι δεν είχε στην κατοχή της τα CHF! Συνεπώς, είναι αδύνατο να δανειοδότησε χρήματα από κεφάλαια που δεν έχει στην κατοχή της!

Εάν πάλι, η τράπεζα όφειλε να πουλήσει προθεσμιακά τα CHF (αγοράζοντας EURO), τότε η ισοτιμία πώλησης είναι κλειδωμένη, τη στιγμή κατάρτισης του swap κι επομένως, η τράπεζα δεν υφίσταται καμία ζημία από την όποια συναλλαγματική μεταβολή.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι οι τράπεζες λένε μόνο τη μισή αλήθεια. Μας λένε μόνο για το swap. Έπρεπε και όφειλαν, όμως, να επικαλεστούν έναν τρόπο απόκτησης υποτιθέμενων κεφαλαίων σε CHF
Ομως, ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΠΟΤΕ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ.

Δεν λένε, δηλαδή, ότι συνέπεια της σύναψης του swap ήταν μια ταυτόχρονη προθεσμιακή σύμβαση συναλλάγματος. Από την ίδια τη φύση αυτής της σύμβασης, όμως, προκύπτει, είτε ότι η κάθε τράπεζα ποτέ δεν αγόρασε τα ελβετικά φράγκα, είτε ότι, ακόμα κι αν τα αγόρασε, τότε μπορεί να τα πουλήσει χωρίς καμία ζημιά, λόγω της παγιωμένης ισοτιμίας στην οποία συμφωνήθηκε τόσο το swap, όσο και η προθεσμιακή σύμβαση.

Ασφαλώς, η τράπεζα, της οποίας τα στοιχεία χρησιμοποιούνται εν προκειμένω μόνο παραδειγματικά, θα ισχυριστεί ότι στη σελίδα 95 των ιδίων οικονομικών καταστάσεων αποδεικνύεται πολύ υψηλότερος διατραπεζικός δανεισμός και ανήλθε για το έτος 2013 στο ύψος των 1,332 δις ευρώ (Εικόνα 21).

Ωστόσο, στο ποσό αυτό, ενσωματώνονται απαιτήσεις από διατραπεζικό δανεισμό των πιστωτικών εταιρειών, που απέκτησε με συγχώνευση η αντίδικο και συγκεκριμένα του Νέου ΤΤ και της Proton Bank, όπως οι απαιτήσεις αυτές αναλύονται στην σημείωση 45 των σχετικών οικονομικών καταστάσεων του ιδίου έτους (2013) και αποδεικνύεται από τις ίδιες τις αναφορές του σχετικού πίνακα.

Δηλαδή, με λίγα λόγια, τα δάνεια αυτά δεν τα πήρε η παραδειγματικά ερευνώμενη τράπεζα. Τα είχαν λάβει οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες τις οποίες απορρόφησε αυτή και εξ αυτής της αιτίας, κατέστη υπόχρεη του δανεισμού τους. Για του λόγου το αληθές παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα της σελίδας 95 που έχει ως ακολούθως:
Εικόνα 21 - Σελίδα 95 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας έτους χρήσης 2013

            Τα οικονομικά αυτά ευρήματα, δεν μεταβάλλονται με τρόπο που θα μπορούσε να ισχύσει ο ισχυρισμός της τράπεζας περί ισόποσου και μακροχρόνιου διατραπεζικού δανεισμού, που δήθεν την υπήγαγε στους κινδύνους των μεταβολών της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ούτε για τη χρήση που έληξε την 31-12-2014. 

Συγκεκριμένα, η ίδια τράπεζα, στη σελίδα 116 των Οικονομικών Καταστάσεων για το έτος χρήσης, που έληξε την 31-12-2014 ισχυρίζεται ότι έχει διατραπεζικό δανεισμό, ύψους μόλις 80 εκατομμυρίων ευρώ, όπως φαίνεται στην αμέσως επόμενη εικόνα (Εικόνα 22).
Εικόνα 22 - Σελίδα 116 των Οικονομικών Καταστάσεων για το έτος χρήσης 2014 

Ασφαλώς, η τράπεζα θα ισχυριστεί ότι στη σελίδα 100 των ιδίων οικονομικών καταστάσεων αποδεικνύεται πολύ υψηλότερος διατραπεζικός δανεισμός και ανήλθε για το έτος 2014 στο ύψος των  948 εκατομμυρίων ευρώ (Εικόνα 7).

Ωστόσο, το ποσό αυτό, αποτελεί το εναπομένον υπόλοιπο των απαιτήσεων από διατραπεζικό δανεισμό των πιστωτικών εταιρειών, που απέκτησε με συγχώνευση η εν λόγω τράπεζα και συγκεκριμένα του Νέου ΤΤ και της Proton Bank, όπως οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονταν και στην προηγούμενη χρήση (του έτους 2013) και είχαν προσδιοριστεί στο ύψος των 1,332 δις ευρώ.

Δηλαδή, με λίγα λόγια, τα δάνεια αυτά δεν τα πήρε η τράπεζα που ερευνάμε. Τα είχαν λάβει οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες τις οποίες συγχώνευσε η τελευταία και εξ αυτής της αιτίας, κατέστη υπόχρεη του δανεισμού τους. Για του λόγου το αληθές παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα της σελίδας 100 που έχει ως ακολούθως:
Εικόνα 23- Σελίδα 100 των Οικονομικών Καταστάσεων για το έτος χρήσης 2014 

Όμως, σύμφωνα με τη σελίδα 72 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της ίδιας τράπεζας του έτους χρήσης 2014
Εικόνα 24 - Σελίδα 72 των Οικονομικών Καταστάσεων για το έτος χρήσης 2014

Ωστόσο, από διατραπεζικό δανεισμό ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ, είναι αδύνατο να προέκυψαν και να διατηρούνται δανειακές χορηγήσεις ύψους 5,157 δις εκατομμυρίων ευρώ, όπως η ίδια τράπεζα ομολογεί στη σελίδα 72 των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ιδίου έτους (2014) (Εικόνα 24).

Ο μόνος τρόπος για να προκύψει τέτοιου ύψους δανεισμός των Ελλήνων καταναλωτών θα ήταν, αν αυτά τα 80 εκατομμύρια ευρώ μοχλεύτηκαν κατά 64,46 φορές, δηλαδή, εάν τα πολλαπλασιάστηκαν λογιστικά και μόνο, ώστε να δημιουργηθούν δανειακές απαιτήσεις από… πραγματικό αέρα. 

Σε αυτή την περίπτωση, όμως, εάν ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός περί μόχλευσης, τότε ήδη αποδείχτηκε, ότι ποτέ η εν λόγω τράπεζα δεν έλαβε με διατραπεζικό δανεισμό τα ποσά που ισχυρίζεται, ουδέ είχε ανάγκη να δανειστεί όλα αυτά τα χρήματα, αφού μπορούσε με λογιστικό πολλαπλασιασμό των αποθεματικών της να συνομολογεί δάνεια πολλαπλάσιας αξίας σε σχέση με αυτά που είχε λάβει.

Σημειωτέον ότι, όπως και τα προηγούμενα έτη, έτσι και το 2014, δεν φαίνονται δανειακές απαιτήσεις σε βάρος της αντιδίκου στο νόμισμα του CHF. Τέτοιες απαιτήσεις ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΝ.

Οι δε αντίστοιχες προθεσμιακές καταθέσεις, κατά το έτος 2014 εγγεγραμμένες ως «προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος» ανήλθαν στο ύψος των 5,181 δις ευρώ.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, από τα ίδια τα στοιχεία της τράπεζας, ότι ούτε το 2012, ούτε το 2013, ούτε το 2014, υπήρξε διατραπεζικός δανεισμός, που να μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση τόσο πολλών δανείων σε ελβετικό φράγκο αλλά ούτε και τους ισχυρισμούς περί σημαντικής ζημίας της, από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί, ότι υπήρξε υψηλός διατραπεζικός δανεισμός σε περιόδους προ του 2012, τότε αποδεικνύεται ότι αυτός δεν ήταν αντίστοιχης χρονικής διάρκειας με τα χορηγηθέντα δάνεια στους Έλληνες καταναλωτές. Γι’ αυτό το λόγο δεν φαίνεται να υφίσταται.

Γιατί ακόμα κι αν υπήρξε τέτοιος δανεισμός, τότε αυτός ήταν τόσο σύντομος, ώστε είτε αποπληρώθηκε σε χρόνο προ του 2012, είτε διακανονίστηκε, είτε (όπως θα δούμε παρακάτω) αντικαταστάθηκε, δίχως κανένα κόστος για την τράπεζα και δίχως να την υπαγάγει σε κανέναν συναλλαγματικό κίνδυνο.

Πάντως, κατά πάγιο τρόπο, δεν υπάρχουν στοιχεία διατραπεζικού δανεισμού για τα έτη προ του 2012 σε CHF. Τέτοια στοιχεία δεν προκύπτουν καν ως διακριτά περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού. Η λέξη «CHF» δεν μνημονεύεται καν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις προ του 2012, ενώ και στις σχετικές εκθέσεις που υπογράφουν οι ελεγκτές της Pricewaterhouse Coopers, δεν υπάρχει ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΖΗΜΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ.

Στο σημείο αυτό, εύλογα θα προκύψει η ερώτηση, εάν πράγματι η τράπεζα δεν δανείστηκε ποτέ τα CHF, τότε πώς εμφανίζει στους λογαριασμούς της και στις Οικονομικές της Καταστάσεις αποθεματικά σε ένα νόμισμα που δεν δανείστηκε;
         
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έρχεται από την ίδια τη λειτουργική και οργανωτική δομή της τράπεζας. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η αντίδικος μέχρι πρόσφατα ήταν μέλος του Ομίλου, ο οποίος εδρεύει στην Ελβετία. Εντός του Ομίλου, μπορούσε να διενεργεί τις απαιτούμενες εκείνες ενδοομιλικές συναλλαγές, οι οποίες θα της εξασφάλιζαν κάποια ελάχιστα, σε σχέση με το μέγεθός της, αποθεματικά σε Ελβετικά Φράγκα ή θα της χορηγούσαν το δικαίωμα να εκδώσει ομόλογα σε ελβετικό φράγκο, χωρίς ποτέ να εκτεθεί σε κίνδυνο από τη συναλλαγματική ισοτιμία, καθώς τον όποιο κίνδυνο ήθελε προκύψει εξ αυτής της αιτίας, αφενός μπορούσε να τον αντισταθμίσει με προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος (τις οποίες είχε ήδη συνάψει, όπως αποδείχτηκε) και αφετέρου, ας μην ξεχνάμε, ότι στο πλαίσιο ενδοομιλικής συναλλαγής, όσο κι αν ζημιωνόταν απευθείας η τράπεζα, τόσο θα κέρδιζε η αντισυμβαλλόμενη θυγατρική της εταιρεία.

Στη λογική αυτή, ήδη από το 2005 η αντίδικος είχε μπει σε Cross Currency Interest Rate Swap με θυγατρική εταιρεία της.

Για το σκοπό του swap (δηλαδή αυτής της ανταλλαγής), αντάλλαξε 130 εκατομμύρια ευρώ με 198.900.000 ελβετικά φράγκα, με διάρκεια ανταλλαγής τα 3 χρόνια, προκειμένου να εκδώσει ομόλογο ύψους 198.900.000 ελβετικών φράγκων. Η εύλογη αξία αυτού του swap την 31-12-2005 ήταν 2.162.601,07 ευρώ.

Η ετήσια κατάσταση της εν λόγω θυγατρικής δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στην Ελληνική γλώσσα. Μέχρι και τη στιγμή που μιλάμε, στην επίσημη ιστοσελίδα της θυγατρικής εταιρείας, μόνο η αγγλική έκδοση της εν λόγω Οικονομικής κατάστασης υπάρχει.

Παρά ταύτα παρατίθεται ενδεικτικό απόσπασμα (Εικόνα 25) από την εν λόγω συναλλαγή ενώ όλες οι εκθέσεις της θυγατρικής μεταφράστηκαν προς το σκοπό να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο σε κάθε Δικαστήριο.
            
Εικόνα 25 – Το swap με τη θυγατρική εταιρεία το έτος 2005

Μετάφραση: «Η εταιρεία έχει υπογράψει συμφωνία αμοιβαίου cross currency interest rate swap με την Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.για το ποσό των 198.900.000 CHF προς 130.000.000 ευρώ, για διάρκεια τριών ετών με εκκίνηση και τερματισμό τις ημερομηνίες έκδοσης και λήξης του Ομολόγου, για την κάλυψη των ισοτιμιών και επιτοκίων, λόγω των κινδύνων από την έκδοση του Ομολόγου των CHF 198.900.000. Η εύλογη αξία του παραπάνω swap την 31.12.2005 ήταν 2.162.601,07 ευρώ».
           
            Επιβεβαιώνονται, λοιπόν, απόλυτα όλα όσα αναφέραμε παραπάνω για τον τρόπο που οι τράπεζες μπορούσαν να εκδώσουν χρέος χρηματοδοτώντας έτσι απευθείας τις δραστηριότητές τους σε CHF

Σας είπα παραπάνω, ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει απευθείας με την έκδοση ενός ομολόγου σε CHF. Και πράγματι, το 2005, η παραδειγματικά αναφερόμενη τράπεζα αποδεικνύεται ότι εξέδωσε ομόλογο σε CHF, αξίας 130.000.000CHF. Τούτο, όμως αποδεικνύεται από τα έγγραφα της θυγατρικής εταιρείας, που δημοσιεύτηκαν μόνο στην Αγγλική γλώσσα.

Στο σημείο αυτό τονίζεται, ότι ούτε οι ελεγκτές της Pricewaterhouse Coopers, ούτε άλλοι τεχνικοί σύμβουλοι, στις εκθέσεις τους, φαίνεται να στάθηκαν ικανές να ανεύρουν αυτό το ομόλογο ή το υποκείμενο swap.

Μάλιστα, το ίδιο αυτό swap αναφέρθηκε και στις Οικονομικές Καταστάσεις του έτους 2006 της θυγατρικής εταιρείας.

Βλέπουμε ότι στη σελίδα 35 των Οικονομικών Καταστάσεων του 2006 επαναλαμβάνονται τα βασικά στοιχεία του swap, όπως αναφέρθηκαν ήδη το προηγούμενο έτος (βλ. αμέσως παραπάνω, εικόνα 25).

Σε αυτή την έκθεση, όμως, αναφέρεται επιπλέον, ότι η εταιρεία αντιστάθμισε, με 7 εξάμηνα interest rate swap τον κίνδυνο επιτοκίων, με το τελευταίο να ωριμάζει τον Φεβρουάριο του 2010. Η εύλογη αξία των παραγώγων προϊόντων που δημιουργήθηκαν ήταν μόλις 1.197.472€ και η εκτίμηση των παραγώγων την 31-12-2006 παρήγαγε υπεραξία ύψους 41.427,29€.

Εικόνα 26 - Οικονομικές Καταστάσεις της θυγατρικής εταιρείας, έτους 2006, σελίδα 35 

Παρά το γεγονός ότι το εν λόγω swap φαίνεται να έχει μακρό χρόνο ωρίμανσης, τουλάχιστον ως προς τα σκέλη των επιτοκιακών ανταλλαγών, από το επόμενο έτος, ήτοι από τις Οικονομικές Καταστάσεις του έτους 2007 και για το διάστημα που ακολούθησε, για άγνωστους λόγους, έπαψε να εμφανίζεται στις Οικονομικές Καταστάσεις της θυγατρικής εταιρείας. Τα στοιχεία του εν λόγω swap εξαφανίστηκαν έκτοτε και μας είναι άγνωστη η οικονομική του εξέλιξη.

            Αν’ αυτού στις μεταγενέστερες Οικονομικές Καταστάσεις, του έτους 2007, του έτους 2008, του έτους 2009, του έτους 2010 και του έτους 2011, το αρχικό swap όχι μόνο εξαφανίζεται μυστηριωδώς αλλά επιπλέον, στη θέση του εμφανίζεται ένας…αλληλόχρεος λογαριασμός!

Έκτοτε χάνονται τα ίχνη του εν λόγω swap και δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.

Προς το ίδιο συμπέρασμα και προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή όχι μόνο του ανυπόστατου κάθε συναλλαγματικού ή οποιουδήποτε άλλου κινδύνου αλλά συνολικά προς την κατεύθυνση του ανυπόστατου του δανεισμού της τράπεζας σε CHF συνολικά, συνηγορούν κι όλα τα επίσημα στοιχεία, όπως εκθέσεις Κεντρικών Τραπεζών που μελετούν και παρατηρούν τον δανεισμό σε συνάλλαγμα, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.
 
Εικόνα 27 – Η από Σεπτεμβρίου 2009 Έκθεση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας

 Σύμφωνα με την από Σεπτεμβρίου 2009 Έκθεση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας, την οποία συνέταξαν οι Martin Brown, Marcel Peter, and Simon Wehrmüller (Εικόνα 27) και συγκεκριμένα στη σελίδα 11 αυτής, η συνολική αναχρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την κατεξοχήν πηγή ελβετικών φράγκων, δηλαδή από την Ελβετία, την Κεντρική της τράπεζα και εν γένει τις εμπορικές ελβετικές τράπεζες ανήλθε σε μόλις…100 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα.

Από αυτά τα 100 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα είναι φύσει αδύνατο να προέκυψε δανεισμός που σήμερα αποτιμάται περί τα 12 δις ευρώ συνολικού ύψους όλων των Ελληνικών Τραπεζών.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η Έκθεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων του St. Louis, του Μαΐου/Ιουνίου 2013 (Εικόνα 28), σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα ο συστημικός κίνδυνος από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου κατά το 3ο τρίμηνο του 2011, όχι μόνο δεν υπήρχε και δεν επιρριπτόταν στις τράπεζες, αλλά απεναντίας ήταν αρνητικός!

Εικόνα 28 - Η Έκθεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων του StLouis, του Μαΐου/Ιουνίου 2013.

 Τούτο σημαίνει, αφενός, ότι οι Ελληνικές τράπεζες ήταν όντως απόλυτα θωρακισμένες έναντι των μεταβολών της συναλλαγματικής ισοτιμίας και είχαν ασφαλίσει κάθε κίνδυνο που ήθελε προκύψει εξαιτίας οποιασδήποτε μεταβολής, (όπως άλλωστε, είχε ανακοινώσει και ο τέως Υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κος Στουρνάρας αμέσως μετά την απελευθέρωση της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ) και αφετέρου, ότι οι ελληνικές τράπεζες, επιρρίπτοντας συναλλαγματικό κίνδυνο στους Έλληνες καταναλωτές, την ίδια στιγμή που αυτές είναι απολύτως ασφαλείς έναντι του κινδύνου αυτού, αποκομίζουν πρόσθετα κέρδη, ακριβώς από τη ζημιά που υποχρεώνουν τον εκάστοτε δανειολήπτη να υποστεί.

Το σημαντικότερο είναι ότι όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται από τα ίδια τα έγγραφα των Ελληνικών τραπεζών, που προσκομίζονται μάλιστα, ενώπιον Δικαστηρίων.

Ειδικότερα από πίνακα ορκωτών ελεγκτών, που ενσωματώθηκε σε τεχνική έκθεση (δεν παρατίθεται απόσπασμα ούτε εικόνα, για λόγους σεβασμού των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας), προκύπτει ότι κατά τα έτη 2006 και 2007, οπότε εκταμιεύθηκαν πάνω από το 77% των δανείων σε ελβετικά φράγκα, τα αντίστοιχα swap ήταν:
-  Για το έτος 2006 ύψους 140.000.000 (εκατόν σαράντα εκατομμυρίων) ελβετικών φράγκων.
-    Για το έτος 2007 ύψους 222.411.465 (διακοσίων είκοσι δυο εκατομμυρίων τετρακοσίων έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ελβετικών φράγκων).

         Δηλαδή, στα έτη που η τράπεζα είχε εκταμιεύσει περί τα 6 δις δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχε δανεισμό μόλις (140.000.000 CHF + 222.411.465=) 362.411.465 CHF.

Δηλαδή για να εκταμιεύσει 6 δις ελβετικών φράγκων δανείστηκε τριακόσια εξήντα δυο εκατομμύρια τετρακόσιες έντεκα χιλιάδες τετρακόσια εξήντα πέντε ελβετικά φράγκα.

Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει μόχλευση τουλάχιστον 16 φορές.

Η μόχλευση αυτή αποδεικνύεται κι από άλλο πίνακα, στην ίδια τεχνική έκθεση, όπου φαίνεται ότι η τράπεζα είχε πάντα λιγότερα παράγωγα στην κατοχή της σε σχέση με τα δάνεια που είχε χορηγήσει. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τέλος του έτους 2006, η τράπεζα φέρεται να είχε χορηγήσει περί το 1,5 δις δάνεια σε ελβετικό φράγκο ενώ την ίδια στιγμή είχε συνάψει swaps και ccirs συνολικού ύψους 640 εκατομμύρια περίπου.
Δηλαδή, τα δάνεια υπερέβαιναν το δανεισμό της κατά 2,34 φορές περίπου.

Συμπερασματικά

Από όλα τα παραπάνω, ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ότι η παραδειγματικά ερευνώμενη τράπεζα ΠΟΤΕ δεν δανείστηκε τα CHF από καμία διατραπεζική αγορά και με κανέναν τρόπο. 

Ποτέ δεν είχε σε βάρος της δανειακές απαιτήσεις σε CHF. Ποτέ ο διατραπεζικός δανεισμός της δεν έφτασε στα επίπεδα των χορηγήσεων, ιδίως σε ελβετικό φράγκο. Ποτέ δεν συνήψε swap ή ccirs ύψους αντίστοιχου των δανείων της.

Συγκεκριμένα, για τα έτη που τα στοιχεία προκύπτουν από τις Οικονομικές Καταστάσεις και ειδικότερα:
-  Για το έτος 2012, η τράπεζα είχε διατραπεζικό δανεισμό μόλις 168 εκατομμύρια ευρώ. Δεν είχε καθόλου δανεισμό σε ελβετικό φράγκο. Την ίδια χρονιά, τα δάνεια που είχε χορηγήσει σε ελβετικό φράγκο ανέρχονταν συνολικά σε 5,922 δις ευρώ.
-  Για το έτος 2013, η τράπεζα είχε διατραπεζικό δανεισμό μόλις 287 εκατομμύρια ευρώ. Δεν είχε καθόλου δανεισμό σε ελβετικό φράγκο. Την ίδια χρονιά, τα δάνεια που είχε χορηγήσει σε ελβετικό φράγκο ανέρχονταν συνολικά σε 5,681 δις ευρώ.
-    Για το 2014, η τράπεζα είχε διατραπεζικό δανεισμό μόλις 80 εκατομμύρια ευρώ. Δεν είχε καθόλου δανεισμό σε ελβετικό φράγκο. Την ίδια χρονιά, τα δάνεια που είχε χορηγήσει σε ελβετικό φράγκο ανέρχονταν συνολικά σε 5,157 δις ευρώ.

Από τους πίνακες των ορκωτών ελεγκτών και των τεχνικών συμβούλων της τράπεζας, που ενσωματώνονται σε τεχνικές εκθέσεις που προσκομίζονται ενώπιον Δικαστηρίων, προκύπτει ότι κατά τα έτη 2006 και 2007, οπότε εκταμιεύθηκαν πάνω από το 77% των δανείων σε ελβετικά φράγκα, τα αντίστοιχα swap του πίνακα 2 ήταν:
-  Για το έτος 2006 ύψους 140.000.000 (εκατόν σαράντα εκατομμυρίων) ελβετικών φράγκων.
-     Για το έτος 2007 ύψους 222.411.465 (διακοσίων είκοσι δυο εκατομμυρίων τετρακοσίων έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ελβετικών φράγκων)
            
Δηλαδή, τη στιγμή που η τράπεζα είχε εκταμιεύσει περί τα 6 δις ελβετικά φράγκα σε δάνεια, είχε δανεισμό ελβετικών φράγκων από swaps και ccirs μόλις (140.000.000 CHF + 222.411.465=) 362.411.465 CHF.

Δηλαδή, για να εκταμιεύσει 6 δις ελβετικών φράγκων δανείστηκε μόλις τριακόσια εξήντα δυο εκατομμύρια τετρακόσιες έντεκα χιλιάδες τετρακόσια εξήντα πέντε ελβετικά φράγκα.

Το στοιχείο αυτό δείχνει μόχλευση τουλάχιστον 16 φορές.

Η μόχλευση αυτή αποδεικνύεται από τα ίδια τα στοιχεία και τις τεχνικέ ςεκθέσεις που προσκομίζει η τράπεζα ενώπιον των Δικαστηρίων! Από τα έγγραφα αυτά αποδεικνύεται ότι η τράπεζα είχε πάντα λιγότερα παράγωγα στην κατοχή της σε σχέση με τα δάνεια που είχε χορηγήσει. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τέλος του έτους 2006, η τράπεζα φέρεται να είχε χορηγήσει περί το 1,5 δις δάνεια σε ελβετικό φράγκο ενώ την ίδια στιγμή είχε συνάψει swaps και ccirs συνολικού ύψους 640 εκατομμύρια περίπου.

Δηλαδή, τα δάνεια υπερέβαιναν το δανεισμό της κατά 2,34 φορές περίπου.

ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ, λοιπόν, ότι η τράπεζα δεν δανείστηκε ποτέ ελβετικά φράγκα, αφού δεν χρειαζόταν να τα εκταμιεύσει πραγματικά στους καταναλωτές, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν πραγματικές ανάγκες σε CHF.

ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ότι ποτέ δεν δάνεισε ελβετικά φράγκα, αφού ποτέ δεν είχε τα αντίστοιχα κονδύλια ελβετικών φράγκων. Η τράπεζα δάνεισε αποκλειστικά ευρώ, με ρήτρα ελβετικού φράγκου.

Δηλαδή, κατάστρωσε έναν μηχανισμό υπολογισμού της οφειλής των δανειοληπτών, τον οποίο εξάρτησε από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου.

Την ύπαρξη αυτού του μηχανισμού ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ οι ίδιες οι συνδικαλιστικές ανακοινώσεις των εργαζομένων της τράπεζας. Ο

Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς της, είχαν γνώση των κινδύνων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του προϊόντος και ήταν επιφορτισμένοι με την έγκυρη, πλήρη και επαρκή ενημέρωση των υποψηφίων δανειοληπτών, φέρονται να είχαν εκπαιδευτεί ειδικά, ώστε να μπορούν να ενημερώσουν κατάλληλα τους δανειολήπτες, σχετικά με τη φύση και τους κινδύνους των δανείων σε Ελβετικό Φράγκο. Οι άνθρωποι αυτοί, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της αντιδίκου, είχαν ειδικές γνώσεις της επιστήμης των οικονομικών.

Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, δεν εκφράζονται άστοχα ή περιφραστικά. Είναι εκπαιδευμένοι για να εκφράζονται εύστοχα και άρτια. Έχουν γνώση και επίγνωση των εννοιών και των όρων της χρηματαγοράς, έχουν γνώση κι επίγνωση των χαρακτηριστικών του επίδικου προϊόντος και των κινδύνων που αυτό εγκυμονεί.

Οι άνθρωποι αυτοί είναι που χαρακτηρίζουν τα επίδικα προϊόντα ως δάνεια με ρήτρα ελβετικού φράγκου, σε ανακοίνωσή τους, όπως φαίνεται στην εικόνα 27 που ακολουθεί.
Εικόνα 29 – Η ανακοίνωση του Σωματείου εργαζομένων της τράπεζας

ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ, ότι σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτό, η τράπεζα έβγαινε σε κάθε περίπτωση κερδισμένη, αφού, εάν ανατιμηθεί το Ελβετικό Φράγκο, όπως συνέβη στην πραγματικότητα, τότε η τράπεζα εισπράττει περισσότερα ευρώ (τα οποία πραγματικά καταβάλλουν οι καταναλωτές για να εξοφλούν τις δόσεις των δανείων τους), ενώ εάν υποτιμηθεί το ελβετικό φράγκο (πράγμα που θα σήμαινε ανατίμηση του ευρώ), εισπράττει περισσότερα ελβετικά φράγκα (αφού τα ευρώ των Ελλήνων καταναλωτών τα μετατρέπει σε περισσότερα –λόγω της υποτίμησης- ελβετικά φράγκα).

ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ, τέλος, ότι πληρούται ο ορισμός του carry trade, όπως ο ορισμός αυτός δόθηκε παραπάνω. Η τράπεζα μετέτρεπε τον δανειολήπτη σε ακούσιο επενδυτή, σε νομισματέμπορο. Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες εμπορευόμενες κυριολεκτικά αέρα, μετέτρεψαν του πολίτες ολόκληρων χωρών σε νομισματέμπορους, με σκοπό το υπερκέρδος (που αγγίζει τα όρια της αισχροκέρδειας). Οι πράξεις τους αυτές απειλούν να διαρρήξουν τον κοινωνικό ιστό. Απειλούν ζωές κι αξιοπρέπειες. Απειλούν ακίνητες περιουσίες και υποθηκεύουν με διαγενεαλογικά χρέη τις επερχόμενες γενεές, ενώ δεν υπάρχει καν η δυνατότητα να προβληθεί ο ισχυρισμός της εύλογης αντιπαροχής έναντι της αρχικής παροχής. 

Συγκεκριμένα, ανάγκασαν τους δανειολήπτες σε πώληση των υποτιθέμενων ελβετικών φράγκων που υποτίθεται ότι μόλις τους είχαν χορηγήσει. Αν και τα ποσά των ελβετικών φράγκων ήταν προϊόντα μόχλευσης και δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα, από την εν λόγω συναλλαγή οι δανειολήπτες έμεναν με μια οφειλή σε ελβετικά φράγκα, από ένα δάνειο που είχαν λάβει ουσιαστικά σε ευρώ. 

Από εκείνο το σημείο και μετά υπόκειντο, πλέον, στο έλεος της αγοράς και της συναλλαγματικής διακύμανσης, ελπίζοντας ότι οι μεταβολές της ισοτιμίας δεν θα είναι τέτοιες που θα εξανεμίσουν το επιτοκιακό τους όφελος. Οι τράπεζες, λοιπόν, κατάφεραν να εφαρμόσουν τον μακροοικονομικό ορισμό του carry trader στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα: Στο σύνολο της Ελληνικής κοινωνίας

Για ποιο λόγο, όμως, να πράξουν κάτι τέτοιο;
Ποιο όφελος είχαν όμως από όλο αυτό;

Η ομολογία ότι αποκομίζουν δυναμικό κέρδος από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας
Ίσως όλα τα παραπάνω να δημιουργούν ενδείξεις περί της απόλυτης ανυπαρξίας κάθε συναλλαγματικού κινδύνου από την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά μόλις την 26η Νοεμβρίου του 2015, η εν προκειμένω παραδειγματικά ερευνώμενη τράπεζα, με δικό της έγγραφο χορήγησε την απόδειξη, ότι, όχι μόνο δεν υφίσταται ζημία από την ισχυροποίηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, αλλά απεναντίας απολαμβάνει, ή έστω, προσδοκά να απολαύσει εν δυνάμει κέρδη ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ.

Συγκεκριμένα, ενόψει της επικείμενης ανακεφαλαιοποίησής της από το Ελληνικό Δημόσιο, στο πλαίσιο της από 13-07-2015 Συμφωνίας της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους της και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

Προς το σκοπό της ενημέρωσης των υποψηφίων μετόχων της δημοσίευσε το από 26ης Νοεμβρίου 2015 ενημερωτικό δελτίο 
Εικόνα 30 – Το από 26ης Νοεμβρίου 2015 Ενημερωτικό Δελτίο της τράπεζας.

Στη σελίδα 15 του Δελτίου αναφέρει ότι
Εικόνα 31 - Σελ 15 του από 26ης Νοεμβρίου 2015 Ενημερωτικού Δελτίου της τράπεζας 

Η τράπεζα αντισταθμίζει (!) την μακροοικονομική κρίση από την αυξητική επίπτωση που είχε στο δανειακό χαρτοφυλάκιο η ανατίμηση του ελβετικού φράγκου! 

Δηλαδή, κεφαλαιοποιεί ως κέρδος της (παρόν κέρδος ή δυνάμενο να παραχθεί) την αυξητική επίπτωση που είχε στα δάνεια η ανατίμηση του ελβετικού φράγκου!

Περαιτέρω, στη σελίδα 314 του ίδιου Δελτίου αναφέρει επί λέξει
 «Την περίοδο που έληξε την 30.09.2015, τα συνολικά δάνεια προ απομείωσης επηρεάστηκαν σημαντικά από την ανατίμηση του ελβετικού φράγκου (CHF) και του δολαρίου (USD) έναντι του Ευρώ στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου 2015, η οποία οδήγησε σε αύξησή τους κατά € 0,7 δισ. περίπου» (Εικόνα 14) 
Εικόνα 32 - Σελίδα 314 του από 26ης Νοεμβρίου 2015 Ενημερωτικό Δελτίο της τράπεζας.

Ώστε, τελικά η τράπεζα όχι μόνο δεν έχει συναλλαγματικό κίνδυνο αλλά ομολογείται από τα έγγραφά της, ότι η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας λειτούργησε για αυτήν θετικά, αυξάνοντας της απαιτήσεις της, άλλως αυξάνοντας τα προσδοκώμενα  κέρδη της.

Εάν όμως η τράπεζα είχε υπαχθεί στον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, τότε οι μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν θα λογίζονταν μόνο ως αυξήσεις του ενεργητικού της αλλά και ως ταυτόχρονες αυξήσεις του παθητικού της. Δηλαδή, τα κεφάλαια, τα οποία επιβαρύνονται οι δανειολήπτες από την ισχυροποίηση του ελβετικού φράγκου, θα αποτελούσαν αντίστοιχα επιβαρύνσεις δικές της, έναντι των πιστωτών της, προς τους οποίους θα έπρεπε να τα καταβάλει.

Όμως από το συγκεκριμένο έγγραφο γίνεται αναφορά μόνο σε αυξήσεις δανείων, δηλαδή σε αυξήσεις των απαιτήσεων της αντιδίκου και των προσδοκώμενων κερδών που αυτή θα έχει κι όχι σε αυξήσεις υποχρεώσεων, έναντι των οποίων αυτή θα έπρεπε να καταβάλει. Οι δε αυτές αυξήσεις προσδιορίζονται σε 0,7 δις ευρώ.

Από το σύνολο των εδώ προβαλλόμενων ισχυρισμών, κονιορτοποιείται συνολικά, όχι μόνο ο ισχυρισμός κάθε τράπεζας περί «δανείων σε ελβετικό φράγκο» αλλά κυρίως ο ισχυρισμός, ότι υφίσταται σημαντικές ζημίες από την διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Οι τράπεζες από την διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την συνολική επίρριψη των διακυμάνσεων αυτών στους δανειολήπτες απολαμβάνουν μόνο κέρδη, ή προσδοκώμενα κέρδη και πάντως αυξήσεις του ενεργητικού τους, που πόρρω απέχουν από το να θεωρηθούν ζημίες ή ακόμα κι επισφάλειες, κάθε είδους.

Αλλά ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα επίδικα δάνεια, λόγω της αύξησης του κεφαλαίου και των δόσεών τους, καθίστανται πλέον επισφαλείς απαιτήσεις και πάλι, τούτο θα σήμαινε ότι, αφενός οι τράπεζες δημιούργησαν και προώθησαν στην αγορά ένα επικίνδυνο προϊόν, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει και τις ίδιες (εάν βεβαίως δεν είχαν προβεί σε αντασφαλίσεις κάθε κινδύνου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω) και αφετέρου, ότι με την προώθηση του προϊόντος αυτού και από την συνολική λειτουργία του, διαψεύστηκαν οι εύλογες και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου καταναλωτή, ο οποίος ζήτησε να λάβει δάνειο για την κάλυψη καταναλωτικών του αναγκών κι όχι να κάνει εντατική πρακτική εξάσκηση στον τρόπο λειτουργίας των χρηματαγορών, καθιστάμενος ακούσιος νομισματέμπορος.


Κάθε μέσος καταναλωτής ήταν αδύνατο να παρακολουθεί όλα τα παραπάνω στοιχεία, ώστε να κατανοήσει το μηχανισμό λειτουργίας του ενός τόσο σύνθετου προϊόντος, το οποίο φέρει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά στοιχεία επενδυτικού προϊόντος των δευτερογενών αγορών. 

Αλλά με την ελεγχόμενη πρακτική των Ελληνικών τραπεζών επετεύχθη το αδύνατο: Κάθε καταναλωτής βρέθηκε απόλυτα έκθετος σε κινδύνους που ούτε μπορούσε να κατανοήσει, ούτε να παρακολουθήσει, την ίδια ώρα που η τύχη του υποτιθέμενου δανείου του κι εντεύθεν της περιουσίας του παιζόταν σε κάποια χρηματιστηριακή αγορά της υφηλίου.

Έναντι όλων των παραπάνω, ο κατ' εξοχήν ελεγκτικός μηχανισμός, δηλαδή η Τράπεζα της Ελλάδας, σφυρίζει αδιάφορα, παραβιάζοντας ακόμα και τα ελεγκτικά καθήκοντά της. 

Η πολιτική ηγεσία του τόπου περιμένει τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, αποφεύγοντας οποιαδήποτε σύγκρουση με το υπερπροστατευμένο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο, που χρηματοδοτεί εκλογικούς αγώνες επί δεκαετίες. 

Η δε Δικαιοσύνη, πλην ελαχίστων λαμπρών εξαιρέσεων, στις οποίες οι Δικαστές αντιλήφθηκαν όλον αυτό το μηχανισμό και προστάτευσαν του δανειολήπτες, κόντρα στις "ασφαλείς οδούς", έσπευσε να επιδικάζει απαιτήσεις που γεννήθηκαν από πραγματικό αέρα, διασφαλίζοντας τραπεζικά υπερκέρδη, που προέκυψαν από αισχροκερδείς συμβάσεις.

Μάλλον αυτή, η αντιληπτική αδυναμία (δεν μπορώ καν να φανταστώ, ότι πρόκειται περί συνειδητής σύνταξης των λειτουργών της Δικαιοσύνης με οιονεί τραπεζικά προνόμια ή ακόμα χειρότερα, με φαινόμενα διαφθοράς) είναι αυτό με πληγώνει περισσότερο απ' όλα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

de jure app