Με αφορμή τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των δικηγόρων, νομίζω ότι έχω να πω μερικά πράγματα.
Κατ' αρχάς, σαν νέος (ηλικιακά και δικηγορικά) μάχιμος δικηγόρος, έστω και επαρχιακός, εκτιμώ ότι, προτού καταλήξουμε στη λύση, οφείλουμε να διαπιστώσουμε το πρόβλημα.
Και εν προκειμένω, το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο.
Πραγματικό πόλεμο.
Με πραγματικά θύματα.
Το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή έστω, οι κατώτερες και ευπαθέστερες τάξεις της (στο μέτρο που μπορούμε να μιλάμε για ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας) έχουν τεθεί στο στόχαστρο της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, υπό το ψευδεπίγραφο πρόσχημα της δημοσιονομικής ανάγκης και την σταλινοφασιστική προμετωπίδα ενός μη δημοκρατικά επιλεγμένου τραπεζίτη ως πρωθυπουργού.
Δηλαδή, οι κατ' εξοχήν πελάτες μας, αυτή τη στιγμή βάλονται προκλητικά, ανηλεώς, διαρκώς, χυδαία, με συνταγές-μέτρα "οικονομικού σοκ", που υποβάλλει η αποτυχημένη Οικονομική σχολή του Σικάγο και τα οποία ανέλαβε να εφαρμόσει και να εκτελέσει το πτωχευμένο (ηθικά, ποιοτικά και πολιτικά) πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Έτσι υπό μορφή εντολοδόχου κλητήρα, αυτό το πολιτικό προσωπικό θεσμοθετεί οτιδήποτε του υποδειχθεί και αποδέχεται να θεσμοθετεί, έστω και αν θεσμοθετεί την πλήρη αντισυνταγματικότητα.
(Βέβαια, εν προκειμένω, θα μου πείτε, ότι εδώ, το πολιτικό προσωπικό της χώρας απεδέχθη έναν "κηπουρό" Πρωθυπουργό. Είναι δυνατόν αυτό το πολιτικό προσωπικό να αντιταχθεί στις εντολές που δέχεται; Χμ...αυτή θα ήταν μια σωστή παρατήρηση αλλά προς το παρόν, ας της αντιπαρέλθουμε για την οικονομία της κουβέντας...)
Οι Έλληνες πολίτες, λοιπόν, ενώπιον αυτής της ασύμμετρης απειλής, αντιλαμβανόμενοι, ότι ζουν σε περιβάλλον απόλυτης αυθαιρεσίας και σε ένα δημοκρατικά ανομιμοποίητο matrix, στρέφονται και καταθέτουν όλες τους τις ελπίδες για λύτρωση, στην Δικαιοσύνη.
Αυτής της Δικαιοσύνης εμείς, οι δικηγόροι αποτελούμε θεσμικούς συλλειτουργούς και μεσολαβητές στην δικαιοδοττική λειτουργία, αυτού που απέμεινε να αποκαλείται ελληνική πολιτεία.
Τούτη την ώρα, λοιπόν, απαιτείται η καθοριστική συμβολή μας στην κατοχύρωση δικαιϊκών διασφαλιστικών δικλείδων για όλους μας, έναντι των συνεπειών της μέγιστης θεσμικής, νομικής και δημοκρατικής κρίσης, που διέρχεται η 4η Ελληνική Δημοκρατία.
Και το γεγονός που επιτείνει την ανάγκη της συμβολής μας, είναι ακριβώς, ότι εμείς, οι δικηγόροι, έχουμε τα απαιτούμενα και απαραίτητα όπλα, για να πολεμήσουμε ενώπιον της Δικαιοσύνης το διαμορφούμενο καθεστώς.
Όλα αυτά τα όπλα είναι μέσα στο κεφάλι μας.
Είναι οι γνώσεις μας.
Είναι οι αποκλειστικές δυνατότητες, που μας παρέχει ο θεσμικός μας ρόλος στην ελληνική κοινωνία και την δικαιοδοτική λειτουγία του κράτους.
Είναι ο λόγος, η πένα μας και η ικανότητα προς το δικολογείν.
Αλλά την ίδια ώρα, εμείς οι δικηγόροι, δείχνουμε να μην συναισθανόμαστε το βάρος της ευθύνης μας έναντι και του λειτουργήματός μας και της κοινωνίας ή ακόμα και της ιστορίας.
Αντιδρούμε με μεθόδους που αναπαράγουν την ίδια πολιτική παθογένεια, που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Αντιδρούμε προσπαθώντας να διασφαλίσουμε τον κλάδο μας συντεχνιακά και δείχνουμε ότι το μόνο που μας απασχολεί, είναι να πετύχουμε αυτή τη διασφάλιση.
Όπως ακριβώς, δηλαδή, το ήδη απόβλητο πολιτικό προσωπικό της χώρας, προσπαθεί να διασφαλίσει την εκλογική του επιβίωση και την επανεκλογή τους στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, έτσι κι εμείς αγωνιζόμαστε σε έναν στενό συντεχνιακό ορίζοντα διατήρησης των όποιων κεκτημένων μας.
Και θλίβομαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι στεκόμαστε χαμηλότερα από το ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις.
Ήδη με όλες τις απορρυθμιστικές νομοθετικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ο θεσμικός μας ρόλος είχε συμπιεστεί δραματικά.
Αποπειρώμενος μια εικονοκλαστική προσέγγιση θα έλεγα, ότι στο κάδρο της ελληνικής δικαιοσύνης μας έχει απομείνει μια γωνιά και εκεί, εκείνη τη γωνιά προσπαθούμε να διασφαλίσουμε.
Σε εκείνη τη γωνιά υπάρχουμε, ζούμε και προσπαθούμε να επιβιώσουμε.
Και τώρα, που το κράτος αποπειράται να μας βγάλει εκτός κάδρου, εμείς αντί να δώσουμε τη μάχη μας μέσα στο πεδίο της μάχης που γνωρίζουμε καλά, δηλαδή μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων, επιλέξαμε να...απέχουμε.
Επιλέξαμε εμείς οι ίδιοι να απαξιώσουμε τα όπλα του λόγου μας, της πένας μας και την ικανότητα προς το δικολογείν. Την ώρα της μάχης εμείς παραδίδουμε τα όπλα.
Και παραδίδουμε τα όπλα μας με χρονικό ορίζοντα μερικών ημερών, με μια απόφαση που, προσωπικά, μου θυμίζει την πολιτική προσέγγιση του Ζαχαριάδη το 1946 και 1947, ο οποίος επιδίωκε να καταστεί εφ όλης της ύλης διαπραγματευόμενος συνομιλητης του ίδιου καθεστώτος, που οι αγωνιστές του ΕΑΜ πολεμούσαν στα βουνά...
Εκτιμώ ως πραγματικά αποκαρδιωτικό, ότι την ώρα που έπρεπε να συναποφασίσουμε και να ανακοινώσουμε πρωτοπόρα μέτρα, που θα προκαλούσαν σοκ στην Ελληνική πολιτική ηγεσία και στους αυλικούς της, την ώρα που έπρεπε να επιδείξουμε κοινωνική ευαισθησία και να περάσουμε σε μορφές νομικού ακτιβισμού (νομικός ακτιβισμός = κίνηση νομικών διαδικασιών σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παράλυση ολόκληρη την ελληνική διοίκηση), εμείς επιλέξαμε, σαν ρομαντικοί αναπολητές της "μεγάλης αποχής του 90-91", να πολεμήσουμε την αστική δημοκρατία, με αποχή κάποιων ημερών.
Έστω.
Ας προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα από την αρχική μου άρνηση, προκειμένου να ανοίξω τη σκέψη μου στον αντίλογο.
Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν καλοπροαίρετα ήθελα να πιστέψω, ότι η αποχή συνιστά τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης, απευθύνω σε όλους μας κάποιες ερωτήσεις, διότι, προφανώς δεν έχω αντιληφθεί κάποια πράγματα και ίσως, χρειάζεται να με διαφωτίσετε.
Εξηγούμαι.
1) Προφανώς, έχουμε εκτιμήσει την διαμορφωθείσα κατάσταση και θεωρούμε όλοι μας, ότι πράγματι, είμαστε σε πόλεμο και ήδη υφιστάμεθα επίθεση αντίστοιχης ισχύος με τις επιθέσεις που δέχεται κατά ριπάς το 99% της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να αποφασίζουμε αποχή από το λειτούργημά μας.
Συμφωνώ άνευ άλλου.
2) Σε έναν πόλεμο, όμως απαιτείται μια στρατηγική για να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος.
- Εμείς ποια, ακριβώς, επιθετική και ποια αμυντική στρατηγική αποφασίσαμε?
- Σε ποιο πεδίο μάχης, αφού το προνομιακό μας πεδίο της μάχης (που είναι τα δικαστήρια) το απεμπολήσαμε?
- Ποια στρατηγική υπάρχει στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων?
- Ποιό είναι το επόμενο και το μεθεπόμενο βήμα μας?
- Αποφασίστηκαν παράλληλες δράσεις? Κι αν ναι, ποιες είναι αυτές? Πώς θα υλοποιηθούν και από ποιους?
- Εκτιμήθηκαν οι δυνάμεις μας, σαν κλάδος? Κι αν ναι, τότε σε ποιο χρονικό βάθος προσδιορίζεται η αντοχή μας? Για πόσο καιρό αντέχουμε τη μάχη? Και ποιο είναι το κόστος του πολέμου?
- Εκτιμήθηκαν, αντίστοιχα τα δυνατά και αδύνατα σημεία του αντιπάλου? Κι αν ναι, ποια είναι αυτά?
- Έχουμε στρατηγική για τακτικό ελιγμό? Κι αν ναι, ποια είναι η απαράβατη "λεπτή κόκκινη γραμμή" που έχουμε θέσει ως όριο του τακτικού ελιγμού μας?
- Έχουμε στρατηγική ανάπτυξης συμμαχικών-διακλαδικών κινητοποιήσεων? Υπάρχουν συνδικαλιστικές επαφές με άλλους κλάδους εργαζομένων κι αν ναι, με ποιους? Σε ποιο σημείο έχουν φτάσει οι σχετικές συζητήσεις? Ποια εκτιμάται ότι είναι η δύναμη συνοχής του μετώπου αυτού?
3) Σε έναν πόλεμο, χρειάζεται να υποστήριξη της ζωής των πολεμιστών, χρειάζονται δηλαδή τραυματιοφορείς, γιατροί και νοσοκομεία.
- Ποια στρατηγική αποφασίστηκε σχετικά με την αλληλεγγύη μας, απέναντι σε συναγωνιστές-συναδέλφους μας, που απέχουν και ίσως να κληθούν να απέχουν για μακρό χρονικό διάστημα και οι οποίοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μείζονα ζητήματα επιβίωσης?
4) Προφανώς, σε έναν πόλεμο, χρειάζονται όπλα και μάλιστα, πλουραλισμός όπλων, ώστε να πλήττεται ο αντίπαλος με πλείονες τρόπους και αντίστοιχες απώλειες.
Εμείς τα όπλα που έχουμε, τα ακυρώσαμε εν τοις πράγμασι.
Ο λόγος μας, η πένα μας και η ικανότητά μας προς το δικολογείν τέθηκαν σε αναστολή ελέω αποχής.
- Αδυνατώ, λιπόν, να αντιληφθώ, πώς ακριβώς, θα κερδιθεί μια μάχη με μια ανυπόστατη άμυνα?
- Ποιά είναι τα εναλλακτικά μας όπλα, πέραν της αποχής;
- Και πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε? Ποιοι? Εναντίον ποιών στόχων?
5) Πέραν αυτών, σε έναν πόλεμο, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η διαχείριση των πληροφοριών και ο επικοινωνιακός χειρισμός της εκάστοτε κατάστασης.
Άλλωστε θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να παραβλέψουμε, ότι ζούμε στην εποχή της επικοινωναικής κυριαρχίας.
- Εμείς ποια στρατηγική έχουμε στην επικοινωνιακή διαχείριση της όλης κατάστασης?
- Από ποιους θα υλοποιηθεί η στρατηγική αυτή? Με ποιο τρόπο?
- Ή έστω, έχουμε εξουσιοδοτήσει κάποιον για να κάνει το δικό του "one man show" στον επικοινωνικό τομέα? Κι αν ναι, με ποια κριτήρια αποφασίστηκε αυτό?
6) Τέλος, επειδή πάντα, σε έναν πόλεμο απαιτείται ένα "Plan B", σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τον αρχικό σχεδιασμό, μπορείτε να μου εξηγήσετε ποιο είναι το "Plan B"?
- Ποιο είναι το εναλλακτικό μας σχέδιο?
Αγαπητοί μου συνάδελφοι, με την προχειρότητα του "πάμε και βλέπουμε", δεν κερδίζονται πόλεμοι.
Χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς στρατηγική δεν κερδίζεται ούτε μια μάχη.
Και πραγματικά, αν και νέος δικηγόρος, νιώθω να τρώω συνέχεια σφαλιάρες, επειδή εμείς οι ίδιοι, μόνοι μας οδηγούμε τους αγώνες μας στο αδιέξοδο.
Αντί επιλόγου, παραθέτω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Η τέχνη του πολέμου", του Σουν Τζου.
"Με πολλούς υπολογισμούς, μπορεί κανείς να νικήσει.
Με λίγους, δεν μπορεί.
Πόσο λιγότερες πιθανότητες να νικήσει έχει εκείνος που δεν κάνει καθόλου υπολογισμούς!
Με βάση τα παραπάνω, εξετάζω την κατάσταση και συνάγω σαφή συμπεράσματα ως προς την έκβαση του αγώνα"
Με απεριόριστη εκτίμηση και ελπίζοντας να διαψευστώ οικτρά,
Μάριος Μαρινάκος
Κατ' αρχάς, σαν νέος (ηλικιακά και δικηγορικά) μάχιμος δικηγόρος, έστω και επαρχιακός, εκτιμώ ότι, προτού καταλήξουμε στη λύση, οφείλουμε να διαπιστώσουμε το πρόβλημα.
Και εν προκειμένω, το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο.
Πραγματικό πόλεμο.
Με πραγματικά θύματα.
Το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ή έστω, οι κατώτερες και ευπαθέστερες τάξεις της (στο μέτρο που μπορούμε να μιλάμε για ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας) έχουν τεθεί στο στόχαστρο της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, υπό το ψευδεπίγραφο πρόσχημα της δημοσιονομικής ανάγκης και την σταλινοφασιστική προμετωπίδα ενός μη δημοκρατικά επιλεγμένου τραπεζίτη ως πρωθυπουργού.
Δηλαδή, οι κατ' εξοχήν πελάτες μας, αυτή τη στιγμή βάλονται προκλητικά, ανηλεώς, διαρκώς, χυδαία, με συνταγές-μέτρα "οικονομικού σοκ", που υποβάλλει η αποτυχημένη Οικονομική σχολή του Σικάγο και τα οποία ανέλαβε να εφαρμόσει και να εκτελέσει το πτωχευμένο (ηθικά, ποιοτικά και πολιτικά) πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Έτσι υπό μορφή εντολοδόχου κλητήρα, αυτό το πολιτικό προσωπικό θεσμοθετεί οτιδήποτε του υποδειχθεί και αποδέχεται να θεσμοθετεί, έστω και αν θεσμοθετεί την πλήρη αντισυνταγματικότητα.
(Βέβαια, εν προκειμένω, θα μου πείτε, ότι εδώ, το πολιτικό προσωπικό της χώρας απεδέχθη έναν "κηπουρό" Πρωθυπουργό. Είναι δυνατόν αυτό το πολιτικό προσωπικό να αντιταχθεί στις εντολές που δέχεται; Χμ...αυτή θα ήταν μια σωστή παρατήρηση αλλά προς το παρόν, ας της αντιπαρέλθουμε για την οικονομία της κουβέντας...)
Οι Έλληνες πολίτες, λοιπόν, ενώπιον αυτής της ασύμμετρης απειλής, αντιλαμβανόμενοι, ότι ζουν σε περιβάλλον απόλυτης αυθαιρεσίας και σε ένα δημοκρατικά ανομιμοποίητο matrix, στρέφονται και καταθέτουν όλες τους τις ελπίδες για λύτρωση, στην Δικαιοσύνη.
Αυτής της Δικαιοσύνης εμείς, οι δικηγόροι αποτελούμε θεσμικούς συλλειτουργούς και μεσολαβητές στην δικαιοδοττική λειτουργία, αυτού που απέμεινε να αποκαλείται ελληνική πολιτεία.
Τούτη την ώρα, λοιπόν, απαιτείται η καθοριστική συμβολή μας στην κατοχύρωση δικαιϊκών διασφαλιστικών δικλείδων για όλους μας, έναντι των συνεπειών της μέγιστης θεσμικής, νομικής και δημοκρατικής κρίσης, που διέρχεται η 4η Ελληνική Δημοκρατία.
Και το γεγονός που επιτείνει την ανάγκη της συμβολής μας, είναι ακριβώς, ότι εμείς, οι δικηγόροι, έχουμε τα απαιτούμενα και απαραίτητα όπλα, για να πολεμήσουμε ενώπιον της Δικαιοσύνης το διαμορφούμενο καθεστώς.
Όλα αυτά τα όπλα είναι μέσα στο κεφάλι μας.
Είναι οι γνώσεις μας.
Είναι οι αποκλειστικές δυνατότητες, που μας παρέχει ο θεσμικός μας ρόλος στην ελληνική κοινωνία και την δικαιοδοτική λειτουγία του κράτους.
Είναι ο λόγος, η πένα μας και η ικανότητα προς το δικολογείν.
Αλλά την ίδια ώρα, εμείς οι δικηγόροι, δείχνουμε να μην συναισθανόμαστε το βάρος της ευθύνης μας έναντι και του λειτουργήματός μας και της κοινωνίας ή ακόμα και της ιστορίας.
Αντιδρούμε με μεθόδους που αναπαράγουν την ίδια πολιτική παθογένεια, που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Αντιδρούμε προσπαθώντας να διασφαλίσουμε τον κλάδο μας συντεχνιακά και δείχνουμε ότι το μόνο που μας απασχολεί, είναι να πετύχουμε αυτή τη διασφάλιση.
Όπως ακριβώς, δηλαδή, το ήδη απόβλητο πολιτικό προσωπικό της χώρας, προσπαθεί να διασφαλίσει την εκλογική του επιβίωση και την επανεκλογή τους στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, έτσι κι εμείς αγωνιζόμαστε σε έναν στενό συντεχνιακό ορίζοντα διατήρησης των όποιων κεκτημένων μας.
Και θλίβομαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι στεκόμαστε χαμηλότερα από το ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις.
Ήδη με όλες τις απορρυθμιστικές νομοθετικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ο θεσμικός μας ρόλος είχε συμπιεστεί δραματικά.
Αποπειρώμενος μια εικονοκλαστική προσέγγιση θα έλεγα, ότι στο κάδρο της ελληνικής δικαιοσύνης μας έχει απομείνει μια γωνιά και εκεί, εκείνη τη γωνιά προσπαθούμε να διασφαλίσουμε.
Σε εκείνη τη γωνιά υπάρχουμε, ζούμε και προσπαθούμε να επιβιώσουμε.
Και τώρα, που το κράτος αποπειράται να μας βγάλει εκτός κάδρου, εμείς αντί να δώσουμε τη μάχη μας μέσα στο πεδίο της μάχης που γνωρίζουμε καλά, δηλαδή μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων, επιλέξαμε να...απέχουμε.
Επιλέξαμε εμείς οι ίδιοι να απαξιώσουμε τα όπλα του λόγου μας, της πένας μας και την ικανότητα προς το δικολογείν. Την ώρα της μάχης εμείς παραδίδουμε τα όπλα.
Και παραδίδουμε τα όπλα μας με χρονικό ορίζοντα μερικών ημερών, με μια απόφαση που, προσωπικά, μου θυμίζει την πολιτική προσέγγιση του Ζαχαριάδη το 1946 και 1947, ο οποίος επιδίωκε να καταστεί εφ όλης της ύλης διαπραγματευόμενος συνομιλητης του ίδιου καθεστώτος, που οι αγωνιστές του ΕΑΜ πολεμούσαν στα βουνά...
Εκτιμώ ως πραγματικά αποκαρδιωτικό, ότι την ώρα που έπρεπε να συναποφασίσουμε και να ανακοινώσουμε πρωτοπόρα μέτρα, που θα προκαλούσαν σοκ στην Ελληνική πολιτική ηγεσία και στους αυλικούς της, την ώρα που έπρεπε να επιδείξουμε κοινωνική ευαισθησία και να περάσουμε σε μορφές νομικού ακτιβισμού (νομικός ακτιβισμός = κίνηση νομικών διαδικασιών σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παράλυση ολόκληρη την ελληνική διοίκηση), εμείς επιλέξαμε, σαν ρομαντικοί αναπολητές της "μεγάλης αποχής του 90-91", να πολεμήσουμε την αστική δημοκρατία, με αποχή κάποιων ημερών.
Έστω.
Ας προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα από την αρχική μου άρνηση, προκειμένου να ανοίξω τη σκέψη μου στον αντίλογο.
Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν καλοπροαίρετα ήθελα να πιστέψω, ότι η αποχή συνιστά τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης, απευθύνω σε όλους μας κάποιες ερωτήσεις, διότι, προφανώς δεν έχω αντιληφθεί κάποια πράγματα και ίσως, χρειάζεται να με διαφωτίσετε.
Εξηγούμαι.
1) Προφανώς, έχουμε εκτιμήσει την διαμορφωθείσα κατάσταση και θεωρούμε όλοι μας, ότι πράγματι, είμαστε σε πόλεμο και ήδη υφιστάμεθα επίθεση αντίστοιχης ισχύος με τις επιθέσεις που δέχεται κατά ριπάς το 99% της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να αποφασίζουμε αποχή από το λειτούργημά μας.
Συμφωνώ άνευ άλλου.
2) Σε έναν πόλεμο, όμως απαιτείται μια στρατηγική για να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος.
- Εμείς ποια, ακριβώς, επιθετική και ποια αμυντική στρατηγική αποφασίσαμε?
- Σε ποιο πεδίο μάχης, αφού το προνομιακό μας πεδίο της μάχης (που είναι τα δικαστήρια) το απεμπολήσαμε?
- Ποια στρατηγική υπάρχει στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων?
- Ποιό είναι το επόμενο και το μεθεπόμενο βήμα μας?
- Αποφασίστηκαν παράλληλες δράσεις? Κι αν ναι, ποιες είναι αυτές? Πώς θα υλοποιηθούν και από ποιους?
- Εκτιμήθηκαν οι δυνάμεις μας, σαν κλάδος? Κι αν ναι, τότε σε ποιο χρονικό βάθος προσδιορίζεται η αντοχή μας? Για πόσο καιρό αντέχουμε τη μάχη? Και ποιο είναι το κόστος του πολέμου?
- Εκτιμήθηκαν, αντίστοιχα τα δυνατά και αδύνατα σημεία του αντιπάλου? Κι αν ναι, ποια είναι αυτά?
- Έχουμε στρατηγική για τακτικό ελιγμό? Κι αν ναι, ποια είναι η απαράβατη "λεπτή κόκκινη γραμμή" που έχουμε θέσει ως όριο του τακτικού ελιγμού μας?
- Έχουμε στρατηγική ανάπτυξης συμμαχικών-διακλαδικών κινητοποιήσεων? Υπάρχουν συνδικαλιστικές επαφές με άλλους κλάδους εργαζομένων κι αν ναι, με ποιους? Σε ποιο σημείο έχουν φτάσει οι σχετικές συζητήσεις? Ποια εκτιμάται ότι είναι η δύναμη συνοχής του μετώπου αυτού?
3) Σε έναν πόλεμο, χρειάζεται να υποστήριξη της ζωής των πολεμιστών, χρειάζονται δηλαδή τραυματιοφορείς, γιατροί και νοσοκομεία.
- Ποια στρατηγική αποφασίστηκε σχετικά με την αλληλεγγύη μας, απέναντι σε συναγωνιστές-συναδέλφους μας, που απέχουν και ίσως να κληθούν να απέχουν για μακρό χρονικό διάστημα και οι οποίοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μείζονα ζητήματα επιβίωσης?
4) Προφανώς, σε έναν πόλεμο, χρειάζονται όπλα και μάλιστα, πλουραλισμός όπλων, ώστε να πλήττεται ο αντίπαλος με πλείονες τρόπους και αντίστοιχες απώλειες.
Εμείς τα όπλα που έχουμε, τα ακυρώσαμε εν τοις πράγμασι.
Ο λόγος μας, η πένα μας και η ικανότητά μας προς το δικολογείν τέθηκαν σε αναστολή ελέω αποχής.
- Αδυνατώ, λιπόν, να αντιληφθώ, πώς ακριβώς, θα κερδιθεί μια μάχη με μια ανυπόστατη άμυνα?
- Ποιά είναι τα εναλλακτικά μας όπλα, πέραν της αποχής;
- Και πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε? Ποιοι? Εναντίον ποιών στόχων?
5) Πέραν αυτών, σε έναν πόλεμο, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η διαχείριση των πληροφοριών και ο επικοινωνιακός χειρισμός της εκάστοτε κατάστασης.
Άλλωστε θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να παραβλέψουμε, ότι ζούμε στην εποχή της επικοινωναικής κυριαρχίας.
- Εμείς ποια στρατηγική έχουμε στην επικοινωνιακή διαχείριση της όλης κατάστασης?
- Από ποιους θα υλοποιηθεί η στρατηγική αυτή? Με ποιο τρόπο?
- Ή έστω, έχουμε εξουσιοδοτήσει κάποιον για να κάνει το δικό του "one man show" στον επικοινωνικό τομέα? Κι αν ναι, με ποια κριτήρια αποφασίστηκε αυτό?
6) Τέλος, επειδή πάντα, σε έναν πόλεμο απαιτείται ένα "Plan B", σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τον αρχικό σχεδιασμό, μπορείτε να μου εξηγήσετε ποιο είναι το "Plan B"?
- Ποιο είναι το εναλλακτικό μας σχέδιο?
Αγαπητοί μου συνάδελφοι, με την προχειρότητα του "πάμε και βλέπουμε", δεν κερδίζονται πόλεμοι.
Χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς στρατηγική δεν κερδίζεται ούτε μια μάχη.
Και πραγματικά, αν και νέος δικηγόρος, νιώθω να τρώω συνέχεια σφαλιάρες, επειδή εμείς οι ίδιοι, μόνοι μας οδηγούμε τους αγώνες μας στο αδιέξοδο.
Αντί επιλόγου, παραθέτω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Η τέχνη του πολέμου", του Σουν Τζου.
"Με πολλούς υπολογισμούς, μπορεί κανείς να νικήσει.
Με λίγους, δεν μπορεί.
Πόσο λιγότερες πιθανότητες να νικήσει έχει εκείνος που δεν κάνει καθόλου υπολογισμούς!
Με βάση τα παραπάνω, εξετάζω την κατάσταση και συνάγω σαφή συμπεράσματα ως προς την έκβαση του αγώνα"
Με απεριόριστη εκτίμηση και ελπίζοντας να διαψευστώ οικτρά,
Μάριος Μαρινάκος
1 σχόλιο:
σωστά όλα. για πόσο ακόμα θα τα.. λέμε, όμως;
Δημοσίευση σχολίου